Άγ(ρ)ιον Πάσχα 2018

337

Θα ξεκινήσει αυτές τις μέρες, όπως και κάθε χρόνο, η παραδοσιακή εβδομάδα της καζούρας, αν όχι της χλεύης, από την πλευρά των σταυροφόρων του αθεϊσμού προς εκείνην όσων πιστεύουν και επιθυμούν να ακολουθήσουν ορισμένες παραδόσεις, που για κάποιους λόγους (που καμία σημασία δεν έχει να αναλύσουμε) παραμένουν κοντά στην καρδιά τους.

Μα, δεν γίνεται εν έτει 2018 να πιστεύει κανείς ότι ο Θεός ενσαρκώθηκε, έζησε, σταυρώθηκε και αναστήθηκε – θα ξεκινήσει πάλι το τροπάρι των αντίθρησκων ταλιμπανιζομένων.  Κι η μπάλα θα έχει χαθεί ήδη ξανά από το πρώτο λεπτό του αγώνος, απλούστατα διότι αυτό που πρωτίστως δεν γίνεται, είναι να υπαγορεύει ο ένας πολίτης στον άλλον το τι θα πιστεύει και πώς θα διαχειρίζεται τις μεταφυσικές του ανησυχίες και πεποιθήσεις. 

Ακόμα περισσότερο, απαγορεύεται, ιδίως εν έτει 2018, να προσβάλλονται τα πνευματικά πιστεύω οποιουδήποτε πολίτη, πολλώ δε μάλλον εκείνου που δεν επιβάλλει κάτι σε κανέναν άλλον και απλώς εξακολουθεί να κάνει αυτό που έκαναν επίσης οι γονείς και οι παππούδες του. Το ότι σε κάποιον τρίτο αυτό μπορεί αν μην φαίνεται λογικό δεν έχει καμία απολύτως σημασία, ειδικά στον καιρό της βασιλείας της πολυπολιτισμικότητας και της πολιτικής ορθότητας.

Εκείνο που όντως είναι παράλογο, είναι να υπάρχουν άνθρωποι, που γεμίζουν τα σπίτια τους με αντικείμενα και αναπαραστάσεις θρησκευτικής τέχνης μακρινών πολιτισμών, που υπερασπίζονται το δικαίωμα επισκεπτών πληθυσμών στην επικράτεια να θρησκεύονται κατά τις καταβολές και τις παραδόσεις τους, ενώ συγχρόνως αρρωσταίνουν όταν βλέπουν τον γηγενή πληθυσμό να κάνει ακριβώς το ίδιο.

Πρόκειται για μια μορφή φασίζοντος ελιτισμού, που με γνήσια δυτική υπεροψία θεωρεί ότι η μετανεωτερικότητα έχει λύσει τα μάγια του Θεού στη εσπερία και ότι οι κοινωνίες οφείλουν πλέον να «εκσυγχρονιστούν». Αφήνοντας κατά μέρος, το πόσο ενδεχομένως οι θιασώτες τέτοιων απόψεων έχουν χάσει πλανητικά επεισόδια, παρατηρούμε ότι, ειδικά στην Ελλάδα, πολύ συχνά προέρχονται και από μιαν αριστερά που στην Εκκλησία βλέπει τον εμφυλιακό της αντίπαλο.

Ειδικά στη χώρα μας το αντιθρησκευτικό πάθος τροφοδοτείται κι από την αίσθηση ότι η σύνδεση Κράτους-Εκκλησίας επιβαρύνει το κοινωνικό σύνολο – κυρίως μέσω της μισθοδοσίας των ιερέων. Εδώ, η αλήθεια, η ευθύνη βαρύνει την Εκκλησία, που δεν ζητά πίσω την περιουσία που παραχώρησε πριν από εβδομήντα χρόνια με αντάλλαγμα την υποχρέωση της πολιτείας να μισθοδοτεί τους κληρικούς, ούτε κόβει συνολικά τον λώρο-βαρίδι με το κράτος.

Κατά τα άλλα, μπορεί το σούβλισμα να είναι βάρβαρο και το όλο σκηνικό οπισθοδρομικό, όμως οι διακοπές και τα τσιμπούσια τελικά δεν χάλασαν κανέναν, εκτός ίσως από τους βήγκαν και τους καθ’υπερβολήν ζωόφιλους – που ενοχλούνται (συχνά επιθετικά) από βασικές πραγματικότητες της τροφικής αλυσίδας. Εκείνοι, πάντως, που επιδεικτικά θα πάνε για πιτόγυρα τη Μεγάλη Παρασκευή δεν θα απόσχουν κι από το αρνάκι την Κυριακή.

Μέχρι και ο Τσίπρας θα πάει στην Ανάσταση, δίνοντας τον τόνο: Πρώτα τα χώνουμε, μετά μασαμπουκώνουμε.