Αλκοόλ: Τι δουλειά κάνουν όσοι είναι πιο «γερά ποτήρια»

509

Βρετανική μελέτη βρήκε ποιοι επαγγελματίες καταναλώνουν το περισσότερο αλκοόλ.

 

Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Λίβερπουλ μελέτησαν τη σχέση κατανάλωσης αλκοόλ και εργασιακής απασχόλησης, καταλήγοντας σε ενδιαφέροντα ευρήματα σχετικά με τους επαγγελματίες χειρωνακτικών και πνευματικών εργασιών που πίνουν περισσότερο, αλλά και ποιοι έχουν τα πρωτεία.

Σύμφωνα με τη μελέτη τους που δημοσιεύεται στο BMC Public Health, οι απασχολούμενοι σε χειρωνακτικές εργασίες όπως οικοδομικά και τεχνικά έργα ρέπουν περισσότερο στο αλκοόλ σε αντίθεση με εργαζόμενους του πνευματικού τομέα όπως γιατροί και δάσκαλοι. Τα ευρήματα αφορούν ηλικίες 40 έως 69 ετών.

Για τις ανάγκες της έρευνας η ομάδα ανέλυσε δεδομένα 100.817 Βρετανών ενηλίκων από τη Βιοτράπεζα του Ηνωμένου Βασιλείου για την περίοδο 2006-2010. Τα δεδομένα περιελάμβαναν ατομικές αναφορές σχετικά με την εβδομαδιαία ή μηνιαία κατανάλωση αλκοόλ και την επαγγελματική απασχόληση.

Ως υπερκατανάλωση ορίστηκαν για τις γυναίκες οι 35 βρετανικές μονάδες αλκοόλ ανά εβδομάδα και για τους άνδρες οι 50. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, μία μονάδα αλκοόλ ισούται με 10 ml (8 γρ.) καθαρού αλκοόλ, επομένως αλκοολούχα ποτά όπως ένα ποτήρι κρασί των 175 ml ή ένα ποτήρι μπύρας pint (568 ml) περιέχουν μία έως τρεις μονάδες.

Τα στοιχεία έδειξαν ότι οι ιδιοκτήτες και υπεύθυνοι χώρων εστίασης και διασκέδασης, οι σοβατζήδες και οι εργαζόμενοι στον τομέα καθαρισμού κτιρίων και βιομηχανικού καθαρισμού ανέφεραν τη μεγαλύτερη κατανάλωση αλκοόλ. Αντιθέτως, τα μικρότερα ποσοστά σημειώθηκαν για τους κληρικούς, φυσικούς, γεωλόγους, μετεωρολόγους και γιατρούς.

Η έρευνα ανέδειξε ωστόσο και το φύλο ως παράγοντα διαφοροποίησης της σχέσης ποτού – εργασίας. Ενώ για τους άνδρες τα χειρωνακτικά επαγγέλματα συνδέθηκαν με υψηλότερα ποσοστά κατανάλωσης αλκοόλ, «γερά ποτήρια» για τις γυναίκες αποδείχθηκαν τα διευθυντικά και ανώτερα στελέχη. Παράλληλα, η μικρότερη κατανάλωση αλκοόλ που αφορά κληρικούς, γιατρούς και πολεοδόμους στο ανδρικό φύλο, στις γυναίκες καταγράφηκε σε επιστήμονες βιολόγους, βιοχημικούς, φυσικοθεραπεύτριες και γραμματείς σχολείων.

Σύμφωνα με τον αρχιερευνητή Andrew Thompson, οι διαφορές που προκύπτουν στους άνδρες και τις γυναίκες και που λειτουργούν ως δείκτης του πώς το εργασιακό περιβάλλον, το φύλο και άλλοι πολύπλοκοι παράγοντες επηρεάζουν τη σχέση με το αλκοόλ, θα μπορούσαν να ανοίξουν τον δρόμο για νέες στρατηγικές και επεμβατικές δράσεις ώστε, στα επαγγέλματα που εντοπίζεται το φαινόμενο υπερκατανάλωσης αλκοόλ, να συντελεσθούν ουσιαστικές αλλαγές προς την ευημερία του εργαζόμενου και κατ’ επέκταση την αποδοτικότητά του στη δουλειά. Όπως εξηγεί ο ίδιος, αυτή η επιβλαβής συνήθεια αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο βλάβης στη σωματική και ψυχική υγεία.

Λόγω του ότι πρόκειται για μια μελέτη παρατήρησης, οι ερευνητές διευκρίνισαν ότι δεν κατέστη δυνατή η διαπίστωση και παρουσίαση μιας αιτιώδους σχέσης κατανάλωσης αλκοόλ και εργασιακής απασχόλησης. Επιπλέον, τα δεδομένα αφορούν αρκετά παλαιότερες χρονολογίες και δεν είναι γνωστό εάν έχουν υπάρξει αλλαγές στην ποσότητα και συχνότητα κατανάλωσης.