Ανάπτυξη παρά την καραντίνα στο Α’ τρίμηνο

396
Ελλάδα Ακρόπολη

Όταν η ΕΛΣΤΑΤ αναθεωρεί τις εκτιμήσεις της για την πορεία του ΑΕΠ (με βάση νεότερα στοιχεία) συνήθως είναι για κακό, ανατρέποντας επί το δυσμενέστερο την εικόνα που είχε διαμορφωθεί. Αυτό δε συνέβη πάντως χθες. Μετά και τη ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ ότι αναθεωρεί τις αρχικές (προσωρινές) εκτιμήσεις της για το α΄τρίμηνο, αποκαλύπτεται πως η χώρα έχει καταφέρει να αποφύγει τα χειρότερα –προς το παρόν βεβαίως και με βάση πάντα τα έως τώρα διαθέσιμα στοιχεία.

Σε σύγκριση με τις απολύτως καταστροφολογικές αρχικές προβλέψεις πως η Ελλάδα θα ήταν ήδη το πρώτο και μεγαλύτερο θύμα της πανδημίας διεθνώς, όσο μπαίνουν νέα στοιχεία η εικόνα μάλλον βελτιώνεται τελικά, αντί να ξεθωριάζει.

Μετά από 3 τρίμηνα πανδημίας και παγκόσμιας ύφεσης, στην Ελλάδα η ύφεση δεν ξεπερνά το 8,8% συνολικά! Αποκαλύφθηκε επίσης όμως και ότι στο α΄τρίμηνο 2020 (και με τον μισό Μάρτιο μέσα όπου έκλεισε η Οικονομία) υπήρχε Ανάπτυξη 0,4% και όχι Ύφεση 0,9% όπως είχε ανακοινωθεί πριν 6 μήνες.

Αυτό δεν ακυρώνει απλώς την όποια συζήτηση πως δήθεν «η ύφεση επέστρεψε στην Ελλάδα πριν την πανδημία». Αλλάζει και την εικόνα για τις επιπτώσεις του lockdown στην Οικονομία, καθώς αποδεικνύονται μικρότερες από όσο εκτιμήθηκαν.

Τι πήγε καλύτερα στο α΄τρίμηνο φέτος, εν σχέσει με το α΄τρίμηνο του 2019; Σχεδόν τα πάντα (επενδύσεις, κατανάλωση νοικοκυριών, δημόσια κατανάλωση κλπ). Εκτός από τις εξαγωγές αλλά και τους φόρους που (με βάση πάντα τις μετρήσεις της ΕΛΣΤΑΤ) μειώθηκαν!

Τα στοιχεία για το β΄ και το γ΄τρίμηνο όμως αποκαλύπτουν και πως ήταν μάλλον μικρότερη από το αναμενόμενο τελικά , η ζημιά από την καραντίνα.

Και συγκεκριμένα:

  • στο β΄τρίμηνο Απριλίου-Ιουνίου η οικονομία απώλεσε τελικώς 14,2% του ΑΕΠ, και όχι 15,2% όπως η εκτίμηση που είχε αρχικά ανακοινωθεί. Στο τρίμηνο αυτό όμως περιλαμβάνεται και ο Ιούνιος, δηλαδή ένας μήνας που αποφέρει έσοδα τουλάχιστον 2 δισ. ευρώ από τον Τουρισμό. Από τον σχετικό πίνακα φαίνεται πως έλλειψαν τουλάχιστον 5,5 δισ. έσοδα από εξαγωγές (ή σχεδόν 3% του ΑΕΠ της χώρας!) και κυρίως από τον Τουρισμό σε 1 μήνα. Μετριάζεται συνεπώς έτσι το ποσοστό ύφεσης που προκάλεσε συνολικά στο τρίμηνο η καραντίνα.
  • στο γ΄τρίμηνο χάθηκαν τουλάχιστον 10 δισ. ευρώ (ή 4% του ΑΕΠ της χώρας) από τον Τουρισμό εν σχέσει με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2019. Ιούλιο έως Σεπτέμβριο επικεντρώνεται άλλωστε το 60% των Εσόδων της χρονιάς από τον Τουρισμό. Η πτώση του ΑΕΠ σε ετήσια βάση έφτασε στο 11,7% δηλαδή συγκρατήθηκε αισθητά.

Παρά το τρομακτικό πλήγμα η Οικονομία άντεξε και φαίνεται πως διασώθηκε από την κρατική δαπάνη. Η πτώση τριμήνου αυτού συγκρατήθηκε σε -11,7% εξαιτίας της αυξημένης κατανάλωσης ιδιωτικής και γενικής κυβέρνησης, αλλά και επενδύσεων -δηλαδή σχηματισμός ακαθάριστου παγίου κεφαλαίου- μέσα ΕΣΠΑ κυρίως και όλων των μέτρων που ενίσχυσαν ρευστότητα, διαθέσιμα αλλά και την κατανάλωση, σε επίπεδα ίδια και ανώτερα από εκείνα του γ΄τριμήνου πέρυσι προ πανδημίας και καραντίνας.

Στο β΄και γ΄τρίμηνο μειωμένες ήταν όμως οι αμοιβές εξηρτημένης εργασίας. Οι εργαζόμενοι έχασαν λόγω ύφεσης, αλλά και λόγω της αναστολής εργασίας (αντί απόλυσης) 800 εκατ. ευρώ, που όμως εν μέρει καλύπτονται από αποζημιώσεις που δεν θεωρούνται -και δεν φορολογούνται- σαν εισόδημα.

Μέσω προγραμμάτων όπως της Επιστρεπτέας Προκαταβολής επίσης, ενισχύοντας 450.000 επιχειρήσεις, προστατεύθηκαν από απολύσεις μέχρι τέλος Ιανουαρίου τουλάχιστον 760.000 εργαζόμενοι σε αυτές.

Κρίσιμο το 3ο τρίμηνο

«Η δημόσια όσο και η ιδιωτική κατανάλωση παρέμειναν σε θετικό έδαφος εξαιτίας των μέτρων στήριξης των εισοδημάτων που εφάρμοσε η κυβέρνηση. Η θετική επίδοση της κατανάλωσης σχετίζεται και με την άνοδο των εισαγωγών κατά 9,6% σε τριμηνιαία βάση» τονίζει σε ανάλυσή του και ο Τάσος Αναστασάτος, Επικεφαλής Οικονομολόγος του Ομίλου της Eurobank και Πρόεδρος του Επιστημονικού Συμβουλίου της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών.

Όπως τονίζει ο κύριος Αναστασάτος «η επίδοση του ελληνικού ΑΕΠ στο τρίτο τρίμηνο του 2020 συγκρίνεται δυσμενώς με τις αντίστοιχες στην Ευρώπη των 27, τόσο σε τριμηνιαία βάση (αύξηση μόλις 2,3% σε σχέση με το 2ο τρίμηνο κατά το οποίο υπήρχε lockdown), όσο και σε ετήσια βάση (-11,7%).

Η έντονα αρνητική ετήσια μεταβολή του ΑΕΠ κατά το τρίτο τρίμηνο αντισταθμίζεται εν μέρει από τις αναθεωρήσεις επί τα βελτίω των δύο προηγούμενων τριμήνων.

Εάν εστιάσουμε στη σωρευτική μεταβολή σε σχέση με το τέλος του 2019, οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου (Ελλάδα, Κροατία, Μάλτα, Ισπανία, Ρουμανία και Πορτογαλία) παρουσιάζουν τις μεγαλύτερες απώλειες, λόγω και της δομής των οικονομιών τους.

Στην Ελλάδα, αν και δυσάρεστη η πτώση αυτή δεν είναι απροσδόκητη, δεδομένου ότι το τρίτο τρίμηνο είναι η περίοδος του χρόνου στην οποία συγκεντρώνεται το μεγαλύτερο μέρος της τουριστικής κίνησης του έτους (59% το 2019), η οποία φέτος καταγράφει μία μείωση κατά 78% έναντι του 2019 με στοιχεία έως τον Σεπτέμβριο.

Ως επακόλουθο, οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών το τρίτο τρίμηνο κατέγραψαν μία τεράστια μείωση κατά 44,9% σε ετήσια βάση.

Η ιδιωτική κατανάλωση ανέκαμψε ισχυρά κατά 15,3% σε τριμηνιαία βάση, γεγονός αναμενόμενο δεδομένου ότι το προηγούμενο τρίμηνο υπήρχε lockdown. Ωστόσο, και σε ετήσια βάση, τόσο η δημόσια όσο και η ιδιωτική κατανάλωση παρέμειναν σε θετικό έδαφος εξαιτίας των μέτρων στήριξης των εισοδημάτων που εφάρμοσε η κυβέρνηση. Η θετική επίδοση της κατανάλωσης σχετίζεται και με την άνοδο των εισαγωγών κατά 9,6% σε τριμηνιαία βάση.

Οι επενδύσεις αυξήθηκαν κατά 31,5% σε ετήσια βάση αλλά αυτό οφείλεται αποκλειστικά σε αποθεματοποίηση, καθόσον οι επενδύσεις παγίων παρέμειναν πρακτικά αμετάβλητες, τόσο σε τριμηνιαία, όσο και σε ετήσια βάση. Στο τέταρτο τρίμηνο αναμένεται εκ νέου πτώση του ΑΕΠ σε τριμηνιαία βάση λόγω του δεύτερου lockdown, ωστόσο οι αβεβαιότητες παραμένουν μεγάλες.

Ενδεικτικά, κι εφόσον τα στοιχεία του τρίτου τριμήνου επιβεβαιωθούν στην επόμενη αναθεώρηση, εάν στο 4ο τρίμηνο καταγραφεί μείωση κατά 5% σε τριμηνιαία βάση, η ύφεση στο σύνολο του έτους θα ανέλθει στο -10,5%. Δεδομένης της φετινής εμπειρίας, αναμένεται οι διαταραχές να συνεχιστούν στις αρχές του του 2021 και η οικονομία να επανέλθει σταδιακά σε τροχιά ανάκαμψης κατά το δεύτερο μισό του έτους, όταν σημαντικό μέρος του πληθυσμού θα έχει εμβολιαστεί, τόσο στη χώρα μας όσο και στους βασικούς εμπορικούς μας εταίρους, εξαλείφοντας τις πιθανότητες νέων lockdowns».