Απ’ το Μιλάνο στην Κανόσα: η συμβολική χορογραφία της αντιπαράθεσης ιεράρχη κι αυτοκράτορα

343

Ένας εξ αυτών φαίνεται να ήταν κι ο magister militum Βουτέριχος, στρατιωτικός διοικητής ή έπαρχος της Θεσσαλονίκης, ο οποίος φονεύθηκε απ’ τους εξεγερμένους όχλους της πόλης την άνοιξη του 390 μαζί μ’ άλλα μέλη της γοτθικής φρουράς της, έπειτα από ’να γηπεδικό, θα λέγαμε, επεισόδιο που είχε προηγηθεί: κάποιος δημοφιλής ηνίοχος αγώνων του ιπποδρόμου παρενόχλησε μάλλον σεξουαλικά ένα πρόσωπο του περιβάλλοντος του Βουτέριχου, κι ο τελευταίος τον φυλάκισε λίγο πριν τους αγώνες—στους οποίους έπεφτε και στοιχηματισμός, υπενθυμίζω—ωστ’ οι Θεσσαλονικείς οπαδοί της εποχής στασίασαν και ξεχύθηκαν στους δρόμους σπάζοντας τα πάντα, όταν καμία έκκλησή τους για την απελευθέρωση του λαϊκού ειδώλου δεν έγινε δεκτή κι έτσι η προοπτική μη συμμετοχής του στους αγώνες ήταν απολύτως χειροπιαστή—«παράγκα» από τότε, θα μου πείτε.

Απ’ το Μιλάνο όπου διέμενε τότε ο Θεοδόσιος έδωσε την εντολή σφαγής ενός απροσδιόριστου αριθμού Θεσσαλονικέων κάποιους μήνες μετά, όταν με την πρόφαση διοργάνωσης νέων αγώνων, η φρουρά γύμνωσε τα ξίφη της πάνω στο συγκεντρωμένο πλήθος των οπαδών. Το μακελειό επεκτάθηκε στους δρόμους της πόλης, κι η είδηση έφτασε στ’ αυτιά του επισκόπου Μεδιολάνου (Μιλάνου) Αμβροσίου. Εκείνος τότε εξασκώντας την αρετή της παρρησίας—την αρετή παλαιοδιαθηκικών προφητών που έλεγαν την αλήθεια ελεύθερα ενώπιον του βασιλέως, εδώ ενώπιον του ίδιου του Εκλεκτού του Θεού, του Αυτοκράτορα Ρωμαίων—σταμάτησε τον Θεοδόσιο στα σκαλοπάτια του ναού και του απαγόρευσε την είσοδο στην εκκλησία και τη συμμετοχή στ’ Άχραντα Μυστήρια όσο το αίμα των φονευθέντων έβαφε ακόμα τα χέρια του.

Ακολούθησαν μήνες δημόσιας εκδήλωσης τυπικών συμπεριφορών εκ μέρους του Θεοδοσίου που δήλωναν τη μετάνοια, την ταπείνωση, και το πένθος του μονάρχη ενώπιον του ιεράρχη και του λαού, κατόπιν των οποίων έγινε και πάλι δεκτός στο ευσεβές ποίμνιο.

Λεπτομέρειες για τα περιστατικά πληροφορούμαστε κυρίως απ’ την Εκκλησιαστική Ιστορία του Θεοδώρητου Κύρρου, την Εκκλησιαστική Ιστορία του Σωζομενού, τον Βίο του Αγ. Αμβροσίου που συνέταξε ο Παυλίνος, το De Civitate Dei του Αυγουστίνου, και λιγότερο απ’ τις 119 λέξεις που αφιερώνει στη δική του Εκκλησιαστική Ιστορία ο Ρουφίνος απολύτως περιληπτικά.

Η νεότερη έρευνα—λ.χ. η θεμελιώδης εργασία του Neil McLynn, Ambrose of Milan: Church and Court in a Christian Capital, Berkeley, CA, 1994—έχει φωτίσει όψεις του περιστατικού που οι αναγνώστες της Ύστερης Αρχαιότητας και των κατοπινών αιώνων πιθανώς ν’ αγνοούσαν μελετώντας μονάχα τις τρανταχτές πηγές που ανέφερα. Όπως μάλλον αγνοούσαν για παράδειγμα την επιστολή που είχε στείλει ο ίδιος ο Αμβρόσιος στον Θεοδόσιο, στην οποία ο ιεράρχης εξηγούσε στον μονάρχη πως, έπειτ’ απ’ την σφαγή των Θεσσαλονικέων, ενδεχόταν ο λαός να τον θεωρήσει τύραννο, όμως δεν θα ’πρεπε ν’ ανησυχεί, διότι ο ιεράρχης επρόκειτο να του παράσχει μια διέξοδο: φανερώνοντας τη μεταμέλειά του με δημόσιες χειρονομίες συμβολικού χαρακτήρα που ο ίδιος θα συνιστούσε για κείνον, κι υφιστάμενος το επιτίμιο που θα του επιβαλλόταν, θα καθίστατο δυνατή η ομαλή του αποκατάσταση στα μάτια του ρωμαϊκού λαού στην προτέρα αγνότητα, κι από πιθανός τύραννος θα κατέληγε να θεωρείται και μέγας ρέκτης, άοκνος, χριστιανικότατος προστάτης της Πίστεως.

Αυτό που πρότεινε ο Αμβρόσιος ήταν μια συνεργασία των δύο ηγετικών προσωπικοτήτων της στιγμής εκείνης στο Μιλάνο, μ’ αμοιβαίο όφελος, καθώς γνώριζε πως οι δημόσιες χειρονομίες συμβολικού χαρακτήρα αποκωδικοποιούνται απ’ τα μέλη της συναισθηματικής κοινότητας που γίνονται μάρτυρές τους. Γνώριζε πως ακριβώς για τους οφθαλμούς της κοινότητας είναι που γίνονται οι χειρονομίες, όπως λογουχάρη η ένδυση με κουρέλια κι η απόθεση των βασιλικών διασήμων, η ακηδία της εξωτερικής εμφάνισης κι η αποχή από δημόσιους εορτασμούς κι ευχάριστες συνάξεις, η πένθιμη αλουσία κι η δημόσια έκχυση δακρύων, ο κοπετός, η βροντοφωναχτή αποκήρυξη των σφαλμάτων, και τόσα άλλα που ακόμα καί στις μέρες μας δηλώνουν στα μάτια μιας κοινότητας την ψυχική συντριβή μας και το πένθος που συνδέεται με την προσπάθεια πνευματικής μας ανοικοδόμησης έπειτα από ’να παράπτωμά μας.

Ο ίδιος ο Αμβρόσιος επιφύλαξε για τον εαυτό του τον δημόσιο ρόλο του παλαιοδιαθηκικού προφήτη που έχοντας τον Νόμο του Θεού στο πλευρό του ήταν πρόθυμος και να μαρτυρήσει ακόμα εναντιούμενος στον παραβάτη του ρωμαϊκού νόμου των ανθρώπων, που τύχαινε να είναι ο Θεοδόσιος. Βέβαια, είχε μεριμνήσει να εξηγήσει στον αυτοκράτορα νωρίτερα τι επρόκειτο να συμβεί, και πώς αυτό έπρεπε να χορογραφηθεί προσεκτικά και κατάλληλα, και κείνο που πρότεινε ήταν ένα σχέδιο εδραζόμενο στην πεποίθηση πως τέτοιες χειρονομίες εντάσσονται σ’ έναν συμβολικό διάλογο που επιβεβαιώνει κι ενισχύει τις σχέσεις αρχόντων κι αρχομένων, διότι οι τελευταίοι τέτοι’ ακριβώς αναμένουν από τους πρώτους προκειμένου να εξακολουθήσουν να τους αποδέχονται ως άρχοντές τους.

Fast forward, και τον Γενάρη του 1077, ο Πάπας Γρηγόριος Ζ΄απαίτησε απ’ τον Γερμανό Αυτοκράτορα Ερρίκο Δ΄ να περπατήσει την ανηφορική και χιονισμένη ατραπό που οδηγούσε στο κάστρο της Κανόσα στην Ιταλία, όπου διέμενε ο ίδιος ως καλεσμένος της Ματθίλδης της Τοσκάνης, προκειμένου να του παράσχει άφεση αμαρτιών έπειτα απ’ τον αφορισμό του κατά το αποκορύφωμα της Έριδας της Περιβολής. Όταν έφτασε μέσα στο καταχείμωνο ο Ερρίκος, δεν μπορούμε να εικάσουμε πως τη σκηνή παρακολούθησε ένα πλήθος, ένα δημόσιο ακροατήριο, όπως στο Μιλάνο επτά αιώνες νωρίτερα, όμως οι πηγές της εποχής αφηγήθηκαν στους αναγνώστες τους πως ο Ερρίκος υποχρεώθηκε να περιμείνει γονυπετής τρία μερόνυχτα έξω απ’ την πύλη του κάστρου, ξυπόλητος, εξαθλιωμένος μέσα στη μαινόμενη χιονοθύελλα φορώντας ένα τρίχινο χιτώνα, έως ότου τον δεχθεί ο Γρηγόριος, και τον λυτρώσει απ’ το βάρος του αφορισμού του. Αυτό που διαδόθηκε, δηλαδή, ήταν η δημόσια ταπείνωση κι υποταγή του βασιλιά των εγκοσμίων στον αποστολικό πρίγκιπα των επουράνιων και πνευματικών.

Το μοτίβο ενός προσκυνήματος ταπείνωσης του εγκόσμιου άρχοντα προς τον ιεράρχη που δύναται να προσφέρει τη λύση σ’ ένα δράμα επαναλαμβάνεται κι εδώ, και η μετάνοια του ηγεμόνα εκδηλώνεται με τρόπους η αφήγηση των οποίων θα έπειθε τους ακροατές ότι όντως εκείνος είχε μεταμεληθεί, κι επομένως δικαίως ο εκκλησιαστικός ποιμένας τον αποκατέστησε εκ νέου στην προτέρα του πνευματική αγνότητα.

Όταν άνοιξε η πύλη την Παρασκευή το απόγευμα, ο Ερρίκος με δάκρυα στα μάτια ικέτεψε για συγχώρεση, κι ο Πάπας του την εδωσε. Το ίδιο βράδυ μαζί με την οικοδέσποινά τους μετέλαβαν των Αχράντων Μυστηρίων.

Αντίθετα με την έκβαση της δημόσιας αντιπαράθεσης Αμβροσίου-Θεοδοσίου, τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν φιλικά μεταξύ Γρηγορίου κι Ερρίκου στη συνέχεια. Τον Μάρτιο, ισχυροί Σάξονες και Νοτιογερμανοί βαρώνοι, μ’ επισκόπους στο πλευρό τους όπως ο Αρχιεπίσκοπος του Ζάλτσμπουργκ, του Μάιντς, και του Μαγδεμβούργου συναντήθηκαν στο Φόρχαϊμ, κι αποκήρυξαν το δικαίωμα της Σαλικής Δυναστείας στον αυτοκρατορικό θρόνο, ισχυριζόμενοι πως ο αυτοκράτορας όφειλε ν’ αναδεικνύεται μονάχα μ’ εκλογή. Ο Γρηγόριος πήρε το πλευρό τους κι αφόρισε εκ νέου τον Ερρίκο, ο οποίος εισήλθε σ’ εμφύλιο πόλεμο με τον Δούκα Ροδόλφο της Σουηβίας, του οποίου κι επικράτησε. Κατόπιν εισέβαλε στη Ρώμη, τρέποντας σε φυγή τον Γρηγόριο, κι αντικαθιστώντας τον με τον Αντίπαπα Κλήμη Γ΄.

Μερικές φορές, βλέπετε, ο εναγκαλισμός Εκκλησίας και Κράτους δεν αποβαίνει σ’αμοιβαίον όφελος κι η συνεργασία δεν ακολουθεί την χορογραφία ομαλά μέχρι τέλους. Αυτά όμως τα κάνουν καθώς φαίνεται εκεί στην αιρετική, σχισματική, και πεπλανημένη Εσπερία. Σ’ εμάς οι υποθέσεις αυτές ρυθμίζονται ακόμα ευτυχώς αρμονικά, προς δόξαν Κυρίου κι οικοδομήν ανθρώπου—«πάντα πρὸς οἰκοδομὴν γινέσθω», Α΄ Κορινθ. 14:26.