Από το Ελληνοϊνδικό Βασίλειο της Βακτριανής στην απαράδεκτη σιωπή της ελληνικής κυβέρνησης για την επίθεση στο Κασμίρ – Το ιστορικό των σχέσεων Ελλάδας – Ινδίας

384

Η πρόσφατη δολοφονική επίθεση στο ινδικό Κασμίρ, που πραγματοποιήθηκε από Πακιστανούς αυτονομιστές αντάρτες, έχει συγκλονίσει την παγκόσμια κοινότητα. Το περιστατικό, που έλαβε χώρα στην Παχαλγκάμ, μια δημοφιλή τουριστική περιοχή στα Ιμαλάια, άφησε πίσω του 26 νεκρούς τουρίστες και 17 τραυματίες, αποτελώντας μία από τις πιο φονικές επιθέσεις στην περιοχή τα τελευταία χρόνια. Η ινδική αστυνομία επιβεβαίωσε ότι οι δράστες ανήκουν σε αυτονομιστικές ομάδες που επιδιώκουν την αποσταθεροποίηση της περιοχής. Αυτό το τραγικό γεγονός φέρνει στο προσκήνιο την επιτακτική ανάγκη για διεθνή συνεργασία στην καταπολέμηση της ισλαμικής τρομοκρατίας και υπογραμμίζει τη σημασία της εμβάθυνσης των σχέσεων μεταξύ χωρών όπως η Ελλάδα και η Ινδία, που μοιράζονται κοινές αξίες και αντιμετωπίζουν παρόμοιες προκλήσεις. 

  • του Γιάννη Κολεΐδη 

Οι ελληνο-ινδικές σχέσεις έχουν βαθιές ιστορικές ρίζες, που χρονολογούνται από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο οποίος εισέβαλε στην Ινδία τον 4ο αιώνα π.Χ. Στη σύγχρονη εποχή, η Ελλάδα διατηρεί πρεσβεία στο Νέο Δελχί και η Ινδία στην Αθήνα, σηματοδοτώντας μια σταθερή διπλωματική παρουσία. Η ενίσχυση αυτών των σχέσεων θα μπορούσε να αποτελέσει κλειδί για την αντιμετώπιση κοινών απειλών, όπως ο ισλαμικός εποικισμός. Η Ελλάδα, ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μπορεί να προσφέρει τεχνογνωσία και υποστήριξη σε διεθνείς πρωτοβουλίες για την ειρήνη, ενώ η Ινδία, ως ανερχόμενη παγκόσμια δύναμη, μπορεί να συνεισφέρει με τη στρατηγική της θέση και εμπειρία. Μια τέτοια συνεργασία θα μπορούσε να ενισχύσει την ασφάλεια και τη σταθερότητα τόσο στην περιοχή της Μεσογείου όσο και στη Νότια Ασία.  

Η Απαράδεκτη Σιωπή της Ελληνικής Κυβέρνησης 

Παρά τη σοβαρότητα του περιστατικού, η ελληνική κυβέρνηση έχει επιδείξει μια απαράδεκτη σιωπή, αποφεύγοντας μέχρι σήμερα να καταδικάσει επίσημα την επίθεση. Αυτή η αδράνεια δεν είναι απλώς μια διπλωματική παράλειψη, αλλά μια στάση που εγείρει σοβαρά ερωτήματα για τη δέσμευση της Ελλάδας στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας και την υποστήριξη των θυμάτων τέτοιων ενεργειών. Η έλλειψη επίσημης αντίδρασης αποδυναμώνει τη θέση της Ελλάδας ως μέλους της διεθνούς κοινότητας που υποτίθεται ότι μάχεται ενάντια στη βία και τον εξτρεμισμό. 

Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι η ελληνική κυβέρνηση εμφανίζεται να ανέχεται πορείες της πακιστανικής κοινότητας στην Ελλάδα, όπου κρατούνται σημαίες της οργάνωσης που φέρεται να βρίσκεται πίσω από την επίθεση στο Κασμίρ. Αυτή η ανοχή σε εκδηλώσεις που προωθούν, έμμεσα ή άμεσα, την τρομοκρατία αποτελεί ένδειξη είτε αδυναμίας είτε αδιαφορίας της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει το ζήτημα με την απαιτούμενη αποφασιστικότητα. Τέτοιες ενέργειες όχι μόνο υπονομεύουν την εσωτερική ασφάλεια της χώρας, αλλά στέλνουν και ένα λανθασμένο μήνυμα διεθνώς, ότι η Ελλάδα μπορεί να κλείνει τα μάτια σε δραστηριότητες που συνδέονται με βίαιες οργανώσεις.  

Η στάση αυτή φαίνεται να συνδέεται άμεσα με τις φιλικές σχέσεις της Ελλάδας με το Πακιστάν και το Μπαγκλαντές, χώρες που έχουν κατηγορηθεί επανειλημμένα για την υποστήριξη ή την ανοχή τρομοκρατικών οργανώσεων. Η κυβέρνηση, προφανώς επηρεασμένη από διπλωματικές και οικονομικές σκοπιμότητες, επιλέγει να διατηρεί μια σιωπή που θυσιάζει τις αρχές της δικαιοσύνης και της αλληλεγγύης προς τα θύματα της τρομοκρατίας. Αυτή η προτίμηση στις φιλικές σχέσεις με χώρες που έχουν αμφιλεγόμενο ρόλο στο διεθνές σκηνικό, αντί για μια ξεκάθαρη στήριξη προς την Ινδία—μια χώρα με την οποία η Ελλάδα μοιράζεται ιστορικούς και πολιτιστικούς δεσμούς—αποκαλύπτει μια προβληματική ιεράρχηση προτεραιοτήτων.  

Η ελληνική κυβέρνηση οφείλει να αναθεωρήσει τη στάση της, να καταδικάσει απερίφραστα την επίθεση στο Κασμίρ και να λάβει μέτρα για να σταματήσει η ανοχή σε πορείες που εξυμνούν την τρομοκρατία. Μόνο έτσι μπορεί να αποδείξει ότι στέκεται στο πλευρό της διεθνούς κοινότητας και να ενισχύσει τη θέση της ως αξιόπιστος εταίρος της Ινδίας, με την οποία μοιράζεται μια μακρά παράδοση φιλίας και αμοιβαίου σεβασμού. 

Το Ελληνοϊνδικό Βασίλειο της Βακτριανής 

Για να κατανοήσουμε καλύτερα το ιστορικό υπόβαθρο των ελληνο-ινδικών σχέσεων, αξίζει να εξετάσουμε το Ελληνοϊνδικό Βασίλειο της Βακτριανής. Ιδρύθηκε τον 3ο αιώνα π.Χ. από τον Δημήτριο Α’ τον Ανίκητο, βασιλιά της Βακτριανής, μετά την εισβολή του στις βορειοδυτικές περιοχές της Ινδίας. Το βασίλειο αυτό, που εκτεινόταν σε περιοχές του σημερινού Αφγανιστάν και Πακιστάν, αποτέλεσε έναν σημαντικό κόμβο ελληνιστικής επιρροής. Οι Έλληνες βασιλείς, όπως ο Δημήτριος και οι διάδοχοί του, εισήγαγαν ελληνικά πολιτιστικά στοιχεία, όπως την αρχιτεκτονική, τη διοίκηση και την τέχνη, δημιουργώντας ένα μοναδικό μείγμα πολιτισμών. Το Βασίλειο της Βακτριανής όχι μόνο εδραίωσε την ελληνική παρουσία στην περιοχή, αλλά και λειτούργησε ως γέφυρα μεταξύ του ελληνικού και του ινδικού κόσμου, αφήνοντας μια διαρκή κληρονομιά. 

Ο Ελληνοβουδισμός: Μια Πολιτιστική Σύνθεση 

Ένα από τα πιο αξιοσημείωτα αποτελέσματα της ελληνο-ινδικής αλληλεπίδρασης είναι ο ελληνοβουδισμός, ο οποίος αναφέρεται στη σύνθεση του ελληνικού πολιτισμού με τον βουδισμό. Η διαδικασία αυτή ξεκίνησε με την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου και ενισχύθηκε από τους ελληνιστικούς βασιλείς της Βακτριανής. Ο ελληνοβουδισμός φαίνεται ξεκάθαρα στην τέχνη της εποχής, με την απεικόνιση του Βούδα να υιοθετεί ελληνικά χαρακτηριστικά, όπως χιτώνες και τεχνικές γλυπτικής εμπνευσμένες από την ελληνική παράδοση. Παράλληλα, η ελληνική φιλοσοφία επηρέασε τον βουδιστικό λόγο, ενώ η θρησκευτική σκέψη της περιοχής εμπλουτίστηκε με ελληνικές ιδέες. Αυτή η πολιτιστική συνάντηση όχι μόνο διαμόρφωσε την τέχνη και τη φιλοσοφία της περιοχής, αλλά και αποτέλεσε ένα παράδειγμα δημιουργικής αλληλεπίδρασης μεταξύ διαφορετικών πολιτισμών.