Γράφει ο Γιάννης Κίτσος.
Όταν ήμουν μικρό παιδί είχα μανία με το ποδόσφαιρο. Ξυπνούσα και κοιμόμουνα με μια μπάλα ποδοσφαίρου στο μυαλό και τα χέρια μου. Όποτε έβρισκα ευκαιρία δεν έκανα κάτι άλλο από το να βρίσκω παρέα για να παίξουμε ποδόσφαιρο. Είχα γίνει άσσος με την μπάλα. Φαντασιωνόμουν τον εαυτό μου να αγωνίζεται σε μια από τις μεγάλες ομάδες της Ελλάδας ή και Ευρώπης και φυσικά να διαπρέπω με την Εθνική Ελλάδος. Αυτό μέχρι το 1987.
Από το 1987 και μετά άφησα την μπάλα ποδοσφαίρου, όπως άλλωστε και η υπόλοιπη Ελλάδα, για να πιάσω αυτή του μπάσκετ. Πέραν της μπάλας και αθλήματος δεν άλλαξε κάτι άλλο στην καθημερινότητα μου. Κατάφερα να γίνω και στο μπάσκετ άσσος και φυσικά να φαντάζομαι τον εαυτό μου να παίζει σε μια από τις μεγάλες ομάδες μπάσκετ τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό όσο και να ονειρεύομαι τα κατορθώματα μου στην Εθνική Ελλάδος. Και στην μια και στην άλλη περίπτωση σκεφτόμουν τον εαυτό μου να κάνει τη ζωή ενός αστέρα του αθλητισμού.
Παράλληλα με το μπάσκετ είχα αρχίσει και μαθήματα μουσικής σε ένα συνοικιακό ωδείο. Ξεκίνησα να μαθαίνω αρμόνιο. Ενώ η μουσική με τραβούσε αρκετά δεν συνέβαινε το ίδιο και με το ωδείο. Όποτε καθόμουν να παίξω αρμόνιο περισσότερο έκανα δικούς μου αυτοσχεδιασμούς ή και έπαιζα μουσικά κομμάτια που μου άρεσαν παρά μελετούσα για το ωδείο. Θυμάμαι όταν αποφάσισα να αφήσω το ωδείο για να ασχοληθώ αποκλειστικά με τις δικές μου εμπνεύσεις. Εγκατέλειψα και το αρμόνιο για κάποιο μουσικό όργανο παρέας. Ξεκίνησα να μαθαίνω μόνος μου κιθάρα. Τραγουδούσα και όμορφα. Φανταζόμουν τον εαυτό μου σε μια σκηνή ενός ροκ σταρ.
Αν δεν το μάθατε, τελικά ούτε αστέρας της ροκ έγινα, ούτε του αθλητισμού. Αυτό δεν συνέβη επειδή δεν είχα τις ικανότητες ή δεν με βοήθησε και η τύχη, αλλά επειδή ενώ αρχικά ξεκινούσα με μεγάλο ενθουσιασμό στην πορεία για κάποιο λόγο τον έχανα με αποτέλεσμα να σταματάει απότομα και η όποια εμμονή υπήρχε με την βελτίωση μου. Μαζί με την εμμονή μου για βελτίωση άλλαζαν και οι αξίες μου όσο μεγάλωνα. Εκεί που έβλεπα τον εαυτό μου ως ένα σταρ του αθλητισμού ή της μουσικής, για κάποιο λόγο μεγαλώνοντας αποφάσισα ότι δεν θα ήθελα μια ζωή κάτω από τα φώτα της δημοσιότητας. Αποδείχτηκε τελικά ότι δεν ήμουν διατεθειμένος να αγωνιστώ, να πονέσω, να αποτύχω για αυτό ή και να αλλάξω τις αξίες μου.
Αν δεν είχα αλλάξει όμως τις αξίες μου ενδεχομένως να είχα πέσει σε κατάθλιψη που δεν έχω γίνει σταρ μέχρι σήμερα. Τι κι αν δεν ήμουν διατεθειμένος να προσπαθήσω, να πονέσω και να αποτύχω για αυτό. Θα έλεγα ότι ήμουν ένα θύμα και εγώ από τα πολλά. Ότι ενώ έχω τις ικανότητες η ζωή μου τα έχει φέρει έτσι ώστε να βασανίζομαι από αξεπέραστα προβλήματα. Θα έριχνα την ευθύνη στους άλλους. Ενδεχομένως στους γονείς μου που δεν μου παρείχαν τα κατάλληλα εφόδια, στους καθηγητές μου που δεν ήθελαν το καλό μου, στους φίλους μου που με υπονόμευαν από ζήλια, ακόμα και στο ίδιο το κράτος ή το σύστημα που είναι άδικο κ.α. Η ψευδαίσθηση της ευθύνης/φταιξίματος επιτρέπει στους ανθρώπους να μεταφέρουν στους άλλους την ευθύνη για την επίλυση των προβλημάτων τους. Διανύουμε την εποχή όπου μόδα θεωρείται η θυματοποίηση άλλωστε. Η ικανότητα, δηλαδή, να απαλλάσσεται κανείς από την ευθύνη ρίχνοντας το φταίξιμο σε άλλους.
Οι σπάνιοι άνθρωποι που κατορθώνουν να γίνουν πράγματι εξαιρετικοί σε κάτι, δεν το κάνουν επειδή πιστεύουν ότι είναι εξαιρετικοί. Αντιθέτως, έγιναν καταπληκτικοί, επειδή είχαν εμμονή με την βελτίωση τους. Καθ’ όλη την διάρκεια της καριέρας τους πιστεύουν ότι δεν είναι κάτι σπουδαίο, επειδή κατανοούν ότι δεν είναι ήδη άριστοι – είναι μέτριοι – και μπορούν να τα καταφέρουν πολύ καλύτερα. Ξεχνάνε εύκολα τις επιτυχίες τους και θυμούνται συνέχεια τις αποτυχίες τους. Με τον τρόπο αυτό, δεν επαναπαύονται ποτέ και συνεχώς επιχειρούν να βελτιώνονται. Ξυπνάνε και κοιμούνται με μια μπάλα ή ένα μουσικό όργανο στο μυαλό και στα χέρια τους. Και φυσικά έχουν τέτοιες αξίες που συνάδουν με τη ζωή ενός σταρ του αθλητισμού ή της μουσικής.
Όταν αποτυγχάνουν δεν πέφτουν σε κατάθλιψη. Πολλώ δε μάλλον ρίχνουν την ευθύνη στους άλλους θεωρώντας τον εαυτό τους θύμα. Δεν πέφτουν θύματα της διαβολικής τους βεβαιότητας που τους κάνει να αρχίζουν να πιστεύουν ότι τους αξίζει να χρησιμοποιούν λίγη απάτη για να πετύχουν το σκοπό τους, ότι στους άλλους ανθρώπους αξίζει μια τιμωρία, ότι τους αξίζει να πάρουν αυτό που θέλουν, μερικές φορές με βίαιο τρόπο. Είτε προσπαθούν ακόμα περισσότερο είτε αν δεν αντέχουν άλλο πόνο αλλάζουν τις αξίες τους και κάνουν κάτι άλλο. Υιοθετούν πάντα αξίες που βασίζονται στην πραγματικότητα, είναι κοινωνικά εποικοδομητικές και είναι άμεσες και ελεγχόμενες, εγκαταλείποντας τις προηγούμενες ψεύτικες, κοινωνικά επιβλαβείς, έμμεσες και ανεξέλεγκτες.
Δεν μπορώ να απαξιώνω το χρήμα και την ίδια στιγμή να κλαίω την μοίρα μου και να καταριέμαι την άδικη κοινωνία που δεν έχω αποκτήσει σπίτια, αυτοκίνητα και μπορώ να κάνω διακοπές σε άλλο νησί κάθε χρόνο. Δεν μπορώ να ζω με ουτοπίες και να κατηγορώ όλους τους άλλους επειδή δεν τις έχω ζήσει ακόμα. Υπάρχει μια απλή αντίληψη από την οποία προέρχεται κάθε προσωπική βελτίωση και ανάπτυξη. Είναι η ιδέα ότι εμείς, ο καθένας ξεχωριστά, είμαστε υπεύθυνοι για οτιδήποτε συμβαίνει στη ζωή μας, ανεξαρτήτως των εξωτερικών περιστάσεων.
Και η βελτίωση, σε οτιδήποτε, βασίζεται σε χιλιάδες μικροσκοπικές αποτυχίες, και το μέγεθος της επιτυχίας βασίζεται στο πόσες φορές έχει κανείς αποτύχει σε κάτι. Αν κάποιος είναι καλύτερος από εσάς, αυτό συμβαίνει, επειδή απέτυχε στο συγκεκριμένο ζήτημα περισσότερες φορές από ότι εσείς. Αν κάποιος είναι χειρότερος από εσάς, πιθανώς αυτό οφείλεται στο ότι δεν έχει περάσει από όλες εκείνες τις οδυνηρές εμπειρίες μάθησης που περάσατε εσείς. Μπορούμε να γίνουμε πραγματικά επιτυχημένοι σε κάτι μόνο αν είμαστε πρόθυμοι να αποτύχουμε σε αυτό.
Αυτό που ισχύει με τον αθλητισμό και την μουσική ισχύει και για τις επιχειρήσεις και επαγγέλματα. Πολλοί θέλουν να ξεκινήσουν την δική τους επιχείρηση. Όμως ποτέ δεν θα γίνουν επιτυχημένοι επιχειρηματίες, αν δεν βρουν τον τρόπο να εκτιμούν τον κίνδυνο, την αβεβαιότητα, τις επαναλαμβανόμενες αποτυχίες, τις απίστευτες ώρες, που θα πρέπει να αφιερώσουν σε κάτι από το οποίο μπορεί να μην κερδίσουν απολύτως τίποτα. Οι άνθρωποι που απολαμβάνουν ατελείωτες ώρες εργασίας και την πολιτική της εταιρικής ιεραρχίας, είναι εκείνοι που ανεβαίνουν στην κορυφή της.
Και ναι, καλώς ή κακώς, δεν ξεκινάμε όλοι με τα ίδια εφόδια ή ευκαιρίες. Όμως, η ομορφιά με τις επιχειρήσεις είναι ότι, μολονότι η τύχη παίζει πάντα ρόλο, δεν υπαγορεύει μακροπρόθεσμα τα αποτελέσματα. Κάποιος μπορεί να ξεκινάει με μηδαμινούς ή και καθόλου προσωπικούς πόρους και να ξεπερνάει κάποιον ο οποίος τα έχει όλα. Ασφαλώς, όποιος δεν ξεκινάει από το μηδέν έχει μια μεγαλύτερη πιθανότητα να ευημερήσει, αλλά η τελική επιτυχία καθορίζεται από τις επιλογές που κάνει ο κάθε επιχειρηματίας στη διάρκεια του αγώνα του. Το ίδιο ισχύει σε όλα τα επαγγέλματα.
Η μεταπολίτευση και οι ιδέες της αριστεράς κατέστησαν το ελληνικό κράτος αλλά και ξένες δυνάμεις μια φορτική μητέρα που μπορεί να αναλαμβάνει την ευθύνη για το κάθε πρόβλημα στη ζωή των παιδιών της. Η πεποίθηση πως οφείλει να κάνει κάτι τέτοιο για τα παιδιά του, περνά στα παιδιά του, έτσι ώστε, καθώς μεγαλώνουν, να πιστεύουν πως κάποιοι άλλοι πρέπει να είναι πάντα υπεύθυνοι για τα προβλήματα τους και κυρίως το κράτος και οι ξένες δυνάμεις.
Ο Ματθαίος Γιωσαφάτ στο σύγγραμμα του Να παντρευτεί κανείς ή να μην παντρευτεί, αναφέρει ότι «υπάρχουν συστήματα όπως ο σοσιαλισμός, που υποστηρίζει ότι είναι ανάγκη να παίρνει και ο άλλος, ο φτωχός. Να στερούμεθα εμείς κάτι και να φροντίζουμε τους αδύναμους· όχι από αγάπη, αλλά από μια ταυτοποίηση με ένα στερημένο βρέφος. Τον σοσιαλισμό τον δημιούργησαν άνθρωποι λίγο στερημένοι, που ήθελαν για τον εαυτό τους πράγματα στο παρελθόν σαν παιδιά, και θεωρούν ότι η κοινωνία, σαν μητέρα, πρέπει να βοηθάει τους φτωχούς».
Η μακροχρόνια οικονομική κρίση σε συνδυασμό με την πρόσφατη εμφάνιση της πανδημίας ενέτεινε αντί να μετριάσει αυτή την αντίληψη των νεοελλήνων τόσο για το κράτος όσο και για τις ξένες δυνάμεις. Η κυβέρνηση Σαμαρά έκανε μια σοβαρή και μελετημένη προσπάθεια να μπορέσει να απαλλαγεί ο νεοέλληνας από την τεράστια αυτή παθογένεια της μεταπολίτευσης και η Ελλάδα μέσα από συμμαχίες να μπορέσει να καταστεί εθνικά ισχυρή. Προσπάθησε να μεταφέρει στον νεοέλληνα αξίες που βασίζονται στην πραγματικότητα, είναι κοινωνικά εποικοδομητικές και είναι άμεσες και ελεγχόμενες. Και ναι πονέσαμε.
Και ήρθε το καθεστώς ΣΥΡΙΖΑ να διασπείρει για μια ακόμα φορά την μακροχρόνια αυτή ασθένεια και να επαναφέρει την μονοδιάστατη εξάρτηση μας από τις ξένες δυνάμεις. Να επαναφέρει τις προηγούμενες ψεύτικες αξίες, τις κοινωνικά επιβλαβείς, έμμεσες και ανεξέλεγκτες. Ουτοπικά, αλλά καθόλου οντολογικά, μας είπε ότι θα καταργήσει τον πόνο, «με ένα νόμο και ένα άρθρο» μάλιστα. Καθ’ όλη τη διάρκεια της πανδημίας το κράτος έχει αντικαταστήσει πλήρως την αγορά. Και εάν αυτό είναι λογικό για όσο διαρκεί η πανδημία δεν μπορεί να συνεχιστεί επ’ αόριστο. Το ίδιο συμβαίνει και στο πεδίο των εθνικών μας θεμάτων. Περιμένουμε τον θείο Σαμ και την μητέρα Μέρκελ να προστατέψουν τα εθνικά μας συμφέροντα.
Με τον ερχομό του εμβολίου η πανδημία σύντομα θα καταστεί ελεγχόμενη. Η Ελλάδα θα κληθεί να αντιμετωπίσει άμεσα οικονομικές και εθνικές προκλήσεις. Να καλύψει ένα μεγάλο χαμένο έδαφος, τόσο εξαιτίας της πανδημίας όσο και εξαιτίας της χαμένης πενταετίας ΣΥΡΙΖΑ. Σίγουρα οι κρατικές και ευρωπαϊκές ενισχύσεις θα βοηθήσουν προς μια σωστή κατεύθυνση, αλλά ο νεοέλληνας δεν θα καταφέρει να πάει πολύ μακριά αν συνεχίσει να πιστεύει πως κάποιοι άλλοι πρέπει να είναι πάντα υπεύθυνοι για τα προβλήματα του.
Ο πόνος είναι μερικές φορές αναπόφευκτος. Ό,τι κι αν κάνεις, η ζωή είναι γεμάτη από αποτυχίες, απώλειες, λανθασμένες αποφάσεις, ακόμα και θάνατο. Ο μοναδικός τρόπος για να ξεπεράσεις τον πόνο, είναι να μάθεις πρώτα να τον υπομένεις. Να μετατρέψεις τον πόνο σου σε εργαλείο, τα ψυχικά σου τραύματα σε δύναμη, και τα προβλήματα σου σε ελαφρώς καλύτερα προβλήματα. Και αυτό είναι αληθινή πρόοδος. Αυτό που είσαι καθορίζεται από αυτό για το οποίο είσαι πρόθυμος να αγωνιστείς.