Αυτοβοήθεια στα χρόνια της πανδημίας

336

Γράφει ο Στέλιος Ιατρού.

Οι συνθήκες του υποχρεωτικού εγκλεισμού για λόγους πανδημίας γεννούν περιστάσεις καταναγκαστικού περιορισμού των ατόμων, δηλαδή στέρησης της ελευθερίας του προσώπου κόντρα στη δική του βούληση

Αυτή η πραγματικότητα φέρνει στο φως ή ρίχνει εντονότερα ένα σκληρό φως πάνω σε προϋπάρχοντα, διαγνωσμένα ή αδιάγνωστα ψυχολογικά προβλήματα, διαταραχές και νόσους. 

Οι συνθήκες που διαμορφώνονται μέσα στη νέα κανονικότητα άλλοτε ενισχύουν την ένταση ή την συχνότητα εκδήλωσης των προβληματικών συμπεριφορών που σχετίζονται με τη νόσο ή διαταραχή, άλλοτε πάλι προκαλούν νέες ή εμφανείς πλέον ψυχοσυμπεριφορικές εκδηλώσεις, που νωρίτερα  ενδεχομένως και να περνούσαν απαρατήρητες ή να παρερμηνεύονταν ως φυσιολογικές απ’ τους μη ειδικούς παρατηρητές.

Εδώ πρέπει να υπογραμμιστούν οι ακόλουθες όψεις που μεγεθύνουν τον ψυχολογικό αντίκτυπο του φαινομένου ενός εγκλεισμού υγειονομικής χροιάς:

Πρώτον, ο εγκλεισμός συνδέεται αιτιακά με την αόρατη απειλή ενός ιού για τον οποίον γνωρίζουμε λιγότερα απ’ όσα θέλουμε στο επιστημονικό πεδίο, αλλά εμπειρικά τον βλέπουμε παντού γύρω μας, ακριβώς γιατί αφρόνως περιγράφηκε ως αόρατη απειλή, μεγεθύνοντας έτσι την ισχύ της. Άλλωστε δε οι πολύ πραγματικοί, εκατοντάδες χιλιάδες θάνατοι που ο ιός προκάλεσε πολύ γρήγορα αποδεκατίζοντας ακμάζουσες κοινωνίες φανερώνουν πως η απειλή είναι υπαρκτή και πως είμαστε πολύ ευάλωτοι σ’ αυτήν — κι ας μην είναι επιστημονικά έτσι, εδώ μας ενδιαφέρει το πώς προσλαμβάνουμε την εμπειρία — και έτσι η επιστημονική αβεβαιότητα ενισχύεται από μιαν υπαρξιακή αβεβαιότητα για τον μέσο άνθρωπο, που δεν διαθέτει επαρκείς και κατάλληλους ψυχοπνευματικούς μηχανισμούς ή συγκρότηση για ν’ αντεπεξέλθει. Είναι ωστόσο άλλο πράγμα η ύπαρξη της απειλής από τον υπαινιγμό της πανταχού παρουσίας της, διάσταση που γεννά μια ψυχολογική εκδήλωση που περιγράφεται ως «παράνοια» και βρίσκει την έκφρασή της στην ανάπτυξη πλήθους «φοβιών», δηλαδή αδικαιολόγητων φόβων, για τις οποίες γνωρίζουμε απ’ την περίπτωση της Ισπανικής Γρίπης του 1918-19 πως συνέχισαν για μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού να το ταλαιπωρούν σ’ όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, έχοντας καταστεί μόνιμες όψεις της ταυτότητας, της συμπεριφοράς τους, και της αντίληψης της πραγματικότητας. Οι φοβίες αυτές έρχονται  και δευτερογενώς πλαισιώνουν το πρόβλημα, τροφοδοτώντας τη διαταραχή ή νόσο, και γενικώς επιβαρύνοντας όλο και περισσότερο τις προβληματικές συμπεριφορές και την αυτοεικόνα του πάσχοντος ανθρώπου.

Δεύτερον, την αβεβαιότητα που ανέφερα αμέσως ανωτέρω την ενισχύει και την τροφοδοτεί ο πολλαπλασιασμός της διαρκώς εκφραζόμενης αγωνίας όλων των ανθρώπων γύρω μας για το ίδιο πρόβλημα, με τους οποίους έστω και διαδικτυακά επικοινωνούμε, αφού αυτός ο θάλαμος ηχούς (echo chamber) αδιάλειπτα ανακυκλώνει αρνητικά βιώματα, βλαβερές υπερβολές, ανώφελες συνταγές αντιμετώπισης, διάχυτες πλάνες, ιότροπα (viral) fake news, και γενικώς την αίσθηση χάους και την αίσθηση τέλους του Κόσμου που είθισται διαχρονικά να συνοδεύουν τις περιόδους κρίσης, ώστε τελικά αυτές οι περίοδοι να γίνονται αντιληπτές ως έσχατοι καιροί, ενώ η ιστορική εμπειρία είναι γεμάτη από σελίδες εξόδου απ’ τις εκάστοτε κρίσεις, κι επιβεβαιώνουν πως όσες φορές πίστεψαν οι πολλοί πως διερχόμασταν τους έσχατους καιρούς, οι καιροί παρήλθαν και δεν ήσαν οι έσχατοι.

Τρίτον, λόγω της αναγκαστικής επιβολής μέτρων το πρόσωπο αισθάνεται πως καταπιέζεται και πως συνθλίβεται μέσα στην κρίση, με πολλούς ευθείς και με περισσότερους ακόμα πλάγιους τρόπους. Η βούλησή του αντικαθίσταται απ’ την υποχρέωση, η επιλογή απ’ τον καταναγκασμό, η ελευθερία απ’ τον περιορισμό, κι έτσι το πρόσωπο χάνει την αίσθηση (που συχνά είναι ψευδαίσθηση) του ελέγχου πάνω στη ζωή του. Είτε πρόκειται για αίσθηση είτε για ψευδαίσθηση ελέγχου, όλος ο πολιτισμός είναι ένα σύνολο από χειροπιαστές κατακτήσεις και νοερές συλλήψεις που ο άνθρωπος κατόρθωσε να οργανώσει σε πραγματικότητα προκειμένου ν’ αποκτήσει έλεγχο πάνω στο περιβάλλον κι έτσι πάνω στη ζωή του. Συνεπώς, κατανοεί κανείς ότι η απώλεια του ελέγχου είναι μη συμβατή με την αίσθηση ευταξίας, με την αίσθηση της βεβαιότητας, με την αίσθηση του ευλόγως προβλέψιμου κι εμπειρικώς επαληθεύσιμου, με την Νευτώνια προσδοκία ενός μηχανικά οργανωμένου σύμπαντος, με όσα τελικά συγκροτούν το αποτύπωμα της ανθρώπινης εμπειρίας.

Τέταρτον, επέλεξα στην πρώτη παράγραφο να γράψω τη λέξη «κόντρα» γιατί όλο αυτό το σκηνικό γίνεται αντιληπτό ως συγκρουσιακό για τον άνθρωπο, ως εχθρικά διακείμενο προς εκείνον, ως κάτι που βάλθηκε προσωπικά να μας εξοντώσει, γιατί έτσι προσλαμβάνουμε τα πράγματα: πάντοτε ως στρεφόμενα και βουλητικά ταγμένα εναντίον μας, ακόμα κι όταν συνιστούν εκδηλώσεις ενός ηθικά αδιάφορου και τελεολογικά ουδέτερου σύμπαντος.

Η πηγή του άγχους βρίσκεται στην αβεβαιότητα για το μέλλον, και η περίοδος είτε μιας πολεμικής είτε μιας υγειονομικής κρίσης ανατρέπει βίαια, ταχύτατα, και χωρίς εύκολη προσφυγή σε πρόχειρες, γνωστές θεραπείες όλην την τάξη του κόσμου γύρω μας. Κι όμως, ακριβώς για ν’ αντιμετωπίσει κανείς το στρες, την κατάθλιψη, την απώλεια αισθήματος ελέγχου, τις φοβίες, τον εκνευρισμό, την επιθετικότητα, την αίσθηση απειλής, και ούτω καθεξής, βλέπουμε πως επιχειρεί να προσφύγει βιαστικά σε πρακτικές που δεν τις άγγιζε ή δεν τις γνώριζε καν, όταν οι καιροί ήσαν φυσιολογικοί και οι συνθήκες λιγότερο πιεστικές.

Αναζητώντας την επιστροφή στην ηρεμία που έσβησε και στη βεβαιότητα που κλονίστηκε, επιχειρούν πολλοί να στραφούν στην αυτοβοήθεια, διαβάζοντας σύντομα αρθράκια σε ιστότοπους, ξεφυλλίζοντας έξυπνα βιβλία με hip τίτλους, εντρυφώντας ένα δεκάλεπτο σε ψευδοεπιστήμες, κοινωνικά διαδεδομένες πλάνες, και ψευδοϋπερβατικές δοξασίες, λογουχάρη αστρολογίες, φυσικές μαγείες, βιοσυντονισμούς με το σύμπαν, εντασσόμενοι σε ιντερνετικά γκρουπάκια και κοινότητες με περίπου ακτιβιστικό χαρακτήρα, και λοιπά αδιέξοδα κουραφέξαλα, που υπόσχονται να προσφέρουν στον ταραγμένο άνθρωπο το εξής απλό: μια σταθερότητα μονολιθικά διατυπωμένη σ’ ένα καρυδότσουφλο, κάπως σαν στέρεο ερεισίνωτο, σαν πλάτη καρέκλας δηλαδή, πάνω στην οποία μπορεί κανείς ν’ ακουμπήσει όταν βρεθεί σε αβεβαιότητα.

Οι λύσεις δεν είναι ποτέ απλές, γιατί μήτε safe spaces υπάρχουν, στα οποία εάν καταφεύγαμε θα δραπετεύαμε απ’ την πραγματικότητα, μήτε οτιδήποτε μας οδήγησε στο πρόβλημα ήταν απλό: είναι πάντοτε σύνθετο.

Ειδικά για την λεγόμενη αυτοβοήθεια, που μέσα στην κρίση αποκτά επικαιρότητα, και μονάχα ο όρος είναι αντιφατικός, καθώς οφείλει κανείς να μην έχει αυταπάτες πως οποιαδήποτε ψυχολογική υποστήριξη κληθεί να λάβει, προκειμένου να αντιμετωπίσει την τρικυμία που τον συνταράσσει, αυτή μπορεί να προέλθει μονάχα από κάποιον που πατάει κάπου σταθερά έξω απ’ τον πάσχοντα, και έτσι βρίσκεται έξω απ’ το πρόβλημα που παρεμποδίζει εκείνον που χρήζει βοήθειας. Λύση: αναζητούμε στον ειδικό τη συνδρομή που χρειαζόμαστε, λογουχάρη τον ψυχοθεραπευτή, ψυχολόγο, ψυχίατρο, σύμβουλο, που έχει λάβει την κατάλληλη εκπαίδευση και έχει οικοδομήσει εμπειρία πάνω στη διαχείριση των σχετικών ζητημάτων. Τέτοιοι επαγγελματίες θα μας ακούσουν προσεκτικά, θα μας ξεκλειδώσουν, θα φτάσουν στο βάθος, και κυρίως θα μας δουν αυτοπροσώπως, διότι μόνο έτσι γίνεται οποιαδήποτε συνεδρία, στην οποία θα χτίσουν μια σχέση εμπιστοσύνης μαζί μας, αποκτώντας με ειδικούς τρόπους πρόσβαση στη ψυχή και τη σκέψη μας, καθώς προσπέλαση δεν γίνεται από τηλεφώνου ή από ένα ανάγνωσμα. Οτιδήποτε άλλο κάνουμε, λογουχάρη φόρτωμα σε ανειδίκευτους φίλους και συγγενείς εξίσου πάσχοντες όσο κι εμείς, καταφυγή σε τηλεφωνικές γραμμές ψυχολογικής υποστήριξης με άγνωστες φωνές στην άλλη άκρη της συνομιλίας είναι δυστυχώς ναρκοπέδια γιατί νομίζουμε πως κάνουμε κάτι ενώ δαπανούμε χρόνο χωρίς να κάνουμε τίποτα, αφήνοντας στο μεταξύ το πρόβλημα να γιγαντώνεται και να ριζώνει βαθύτερα.

Συνάμα, πολλά που προβάλλονται ως συμβουλές αυτοβοήθειας δεν είναι επιστημονικές θέσεις και μεθοδολογικά επαληθευμένα πορίσματα, αλλά ρηχές πλάνες που ακούγονται εύλογες και είναι διαδεδομένες τόσο εκτενώς μέσα στην κουλτούρα των σόσιαλ μίντια, ώστε να μας είναι πλέον οικείες και γι’ αυτό να μην αμφιβάλλουμε πια γι’ αυτές. Όπως έλεγα τις προάλλες στον φίλο Χρήστο Μυτιλινιό, όταν κάτι επαναληφθεί επαρκώς, καθίσταται social fact, και η διαχείρισή του γεννά πραγματικότητες. Τούτο όμως μπορεί να αποβεί βλαπτικό για τον πάσχοντα, κι έτσι επιστρέφουμε ξανά στον επιστημονικώς καταρτισμένο ειδικό επαγγελματία που είναι σε θέση να μας προσφέρει βοήθεια χωρίς να μας βλάψει κατά τη διαδικασία.

Μια ακόμα παγίδα της αυτοβοήθειας είναι πως τροφοδοτείται απ’ την αλαζονική πλάνη πως είμαστε σε θέση μοναχοί μας να κατορθώσουμε επιτυχή αποτελέσματα σε οτιδήποτε πρόβλημα βγούμε ν’ αντιμετωπίσουμε μέσα στην αντιξοότητα της κρίσης, επειδή υποθετικά πιστεύουμε πως ήμασταν καλοί σε κάποια πράγματα τον καιρό της φυσιολογικότητας. Όταν περίπου αναπόφευκτα αποτύχουμε, επειδή τελικά αποδεικνύεται πως είχαμε ανεδαφικές προσδοκίες απ’ τον ανεκπαίδευτο επιστημονικά, πάσχοντα εαυτό μας, τότε κοντά στα παλιά αδιέξοδα η πλάνη μας αυτή θα μας έχει φέρει μπροστά ή μέσα σε νέα, που τροφοδοτούν αισθήματα ανεπάρκειας, ελλείμματος, αδυναμίας, μεγεθύνοντας και εντείνοντας την αίσθηση του αβοήθητου, του ευάλωτου, του εύθραυστου, την αίσθηση της συντριβής, της απελπισίας, και της απόγνωσης, που είναι μια πολύ χρήσιμη λέξη, γιατί υπαινίσσεται πως εξαντλήσαμε όλη μας τη γνώση. Είναι κι αυτή μια πλάνη, γιατί είχαμε μπερδέψει το θράσος και την έπαρση με τη γνώση, ενώ στην πράξη καμία γνώση δεν εξαντλήσαμε, ίσως δε και να κερδίσαμε τη γνώση πως αγνοούμε τη διέξοδο, μα είμαστε εκείνη τη στιγμή πολύ ταραγμένοι και πολύ μόνοι μας για να το καταλάβουμε.

Εάν εντοπίζατε ένα πόνο κι έναν όγκο κάπου στην κοιλιά σας, δεν θα ωφελούσε να καθίσετε να μελετήσετε κάποια άρθρα και στη συνέχεια ν’ αυτοχειρουργηθείτε, και είδαμε, εξάλλου, ανθρώπους στις ΗΠΑ να πίνουν το καθαριστικό των ενυδρείων τους νομίζοντας πως θα ξεπλύνουν από μέσα τους τον ιό που δεν γνώριζαν εάν είχαν. Οι αυτοεπεμβάσεις είτε για το σώμα είτε για την ψυχή είναι συνταγές για βλάβη.

Πολύ συχνά, η αυτοβοήθεια είναι μια μορφή αποφυγής αναζήτησης της πραγματικής διεξόδου, γιατί έτσι αποφεύγουμε να δούμε τον ειδικό, αντ’ αυτού στρεφόμενοι στις ίδιές μας, υπερεκτιμημένες δυνάμεις, συμπεριφορά που πίσω της κρύβεται ο φόβος μην τυχόν διαγνωστούμε επί τη ευκαιρία με κάποιο βαθύτερο πρόβλημα και δώσουμε επιτέλους ένα όνομα στη διαταραχή ή τη νόσο απ’ την οποία πάντοτε υποψιαζόματαν πως πάσχουμε. Επιπλέον, όσο δεν βρίσκουμε λύση στο πρόβλημα που μας απασχολεί, ή που με αυτοδιάγνωση έχουμε πείσει τους εαυτούς μας πως είναι εκείνο και το μόνο που μας παρεμποδίζει, το πρόβλημα κείνο και τα ενδεχόμενα άλλα παραμένουν  πολύ βολικά η αιτία για κάθε κακό που μας τυχαίνει, ο αποδιοπομπαίος τράγος που μπορούμε πάνω του να φορτώσουμε κάθε αστοχία μας, κι έτσι μας παρέχεται η πρόφαση ν’ αποφύγουμε ν’ απευθυνθούμε στον ειδικό, αφού γνωρίζουμε (πλανιόμαστε) τί φταίει.

Τελικά, η αυτοβοήθεια μέσα στην κρίση συνιστά μια δήθεν θετική αναζήτηση λύσης, αλλά στην πραγματικότητα είναι μια μάλλον ανώφελη και συχνά βλαπτική εκδήλωση λανθανόντων συναισθημάτων κατωτερότητας και ντροπής για τον εαυτό μας, για την ταυτότητά μας, για τις αστοχίες μας, για τις συμπεριφορές μας, κ.ο.κ., αφού η καταφυγή μας σ’ αυτήν ενδεικνύει πως υποψιαζόμαστε μεν κάποιαν ανεπάρκεια σε μια διάσταση της εικόνας και της συμπεριφοράς μας, αρνούμαστε όμως να στραφούμε στους ειδικούς, φοβούμενοι μην τυχόν τα ψέματα που πιστέψαμε δεν είναι η πάσα αλήθεια, αλλά υπάρχει μια αλήθεια που ερμηνεύει πληρέστερα την πραγματικότητα, πέρα απ’ τις επιθυμίες, τους πόθους, τις πλάνες, και τις δοξασίες μας με τις οποίες επιχειρήσαμε να πλάσουμε την πραγματικότητα αντί να την αντικρίσουμε στα μάτια. Η αποτυχία της αυτοβοήθειας ενισχύει, τροφοδοτεί, και μεγεθύνει τα προβλήματα που μας έστειλαν σ’ αυτήν, μιας και αφήνουμε τον καιρό να περνάει χωρίς να κάνουμε τίποτα, όσο νομίζουμε πως κάτι κάνουμε, και μας εμπλέκει σε αδιέξοδα μοτίβα συμπεριφοράς που αρνούμαστε να εγκαταλείψουμε, απ’ τον φόβο μην τυχόν και έτσι παραδεχτούμε πως κάπου σφάλαμε.

Υπογραμμίζω σε όλους εμφατικά ν’ αναζητήσουν τη συνδρομή ενός επαγγελματία των ψυχολογικών κλάδων, εάν αισθανθούν πως δεν την παλεύουν άλλο, και να θυμούνται πως δεν προσφεύγουμε στον επιστημονικά ειδικό μονάχα εάν είμαστε ασθενείς — πώς άλλωστε να το διαγνώσουμε αυτό μοναχοί μας; — αλλά και όταν αισθανόμαστε υγιείς και βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα αξεπέραστο εμπόδιο, ή θέλουμε να το ξεπεράσουμε γρηγορότερα και με λιγότερο κόπο, ή βλέπουμε αξία και ωφέλεια στο να μάθουμε περισσότερα για τον εαυτό μας και να βελτιώσουμε τη θέση μας μέσα στα πράγματα. Εκείνος γνωρίζει τις μεθόδους, αντιλαμβάνεται την πραγματική ιεράρχηση όσων υποθέσεων νομίζουμε πως επείγουν, και θα μας βοηθήσει να τ’ αντιληφθούμε στις πραγματικές τους διαστάσεις, με τη σωστή τους σειρά, να μην πελαγοδρομήσουμε, και ν’ αποφύγουμε τα ναρκοπέδια.