“But the Afghans? What tribe is that?”— Μοντερνισμός και Παράδοση στο Αφγανιστάν

899

Γράφει ο Στέλιος Ιατρού.

 

Ο κόσμος της Παράδοσης είναι σύνθετος κι όχι μονολιθικός. Δεν είναι όλες οι επιμέρους Παραδόσεις ίδιες, γιατί τις διαφοροποιεί ο τόπος, η ιστορία, η εμπειρία, τέλος, της οικονομίας σχέσεων εντός έκαστης συγκεκριμένης, υπό εξέταση κοινότητας.

Κοινό τους χαρακτηριστικό, όμως, είναι o μηχανισμός αυτοδιαιώνισης, που είναι η συντήρηση και η ανακεφαλαίωση, μηχανισμός τακτικής επανάληψης που επιτρέπει αργόσυρτες μονάχα διεργασίες μεταβολής, αόρατες στο μάτι των φορέων της, ορατές στο αναγνώστη της λαογραφίας, που έχει την πολυτελεια ν’ αλλάζει σελίδα στο βιβλίο και να περνάει στον επόμενο αιώνα καταγραφής, έτσι δε να διακρίνει εκτυπα κάποιες διαφορές. Κι ακόμα ένα χαρακτηριστικό τους είναι πως κάθε Παράδοση βλασταίνει αυθορμητα, γνήσια, κι αυθεντικά σε μια κοινότητα, με ρίζες που απλώνονται αδιαμεσολάβητα στο έδαφος των συλλογικών φρονημάτων, των ιδεών περί του κόσμου και των υπερβατικών δοξασιών γισ τον άλλο κοσμο, των κοινοτικών συναισθημάτων για κείνο που έχει αξία και κείνο που έχει απαξία και για τις ιεραρχίες των προτεραιοτήτων της κοινότητας, ώστε τελικά η Παράδοση να προπορεύεται έναντι κάθε άλλου επείσακτου συστήματος περιγραφής κι εξήγησης του κόσμου, γιατί η ίδια επιχειρεί να περιγράψει και να εξηγήσει την πραγματικότητα από ακόμα πιο παλιά αφετηρία, και το κάνει μ’ ένα οικείο λεξιλόγιο που η κοινότητα κατανοεί κι ενστερνίζεται απ’ τα σπλάχνα της, επειδή εκείνη το έπλασε αυθόρμητα, γνήσια, κι αυθεντικά. Η κλειστή φόρμα της Παράδοσης δεν είναι απλά παιδί της κοινότητας, είναι η ίδια η κοινότητα που έπλασε τον εαυτό της έτσι όπως τον έπλασε. Καλή, κακή, μας αρέσει ή μας προκαλεί αποστροφή, αυτό που βλέπουμε αυτό είναι που η κοινότητα επέλεξε για τον εαυτό της να είναι η ίδια και έτσι να συμπεριφέρεται, θα ήταν δε πλάνη του Μεταμοντερνισμού και των υποκειμενικοτήτων του να νομίσουμε πως πατώντας μερικά κουμπιά περνά απ’ το χέρι μας να επαναπρογραμματίσουμε μια κοινότητα της Παράδοσης που δεν το επιθυμεί και δεν το ζήτησε.

Τα λέω αυτά γιατί εμείς στη Δύση ζούμε σήμερα σ’ ένα άλλο πεδίο αναφοράς, που το λέμε Μοντερνισμό (Νεωτερικότητα), και μερικοί ήδη του έχουν βράσει τα κόλλυβα και μιλούν για Μεταμοντερνισμό και Μεταμεταμοντερνισμό, για να πουλάνε βιβλία και να διδάσκουν νοερά constructs στα κολέγια και τα Ivy League πανεπιστήμια της Ανατολικής Ακτής πουλώντας διανόηση και πτυχία.

Επειδή βαδίζουμε σ’ άλλο πεδίο αναφοράς, όπως οι κάτοικοι του γνωστού νοερού πειράματος “Flatland”, αντιλαμβανόμαστε μονάχα ως έκθεμα σε μουσείο την Παράδοση: έχουμε ακουστά πως υπάρχει κάπου εκεί έξω περιορισμένη σε τόπους και χρόνους αλλοτινούς, βλέπουμε την πλουμιστή θωριά της, την θεωρούμε απλοϊκή και γραφική για ψεκασμένους ανθρώπους των δοξασιών, επιμένουμε μοναχά στην φολκλόρ όψη της, και περιφρονούμε αλαζονικά το βάθος, την αντοχή, και την αποδοτικότητα των μηχανισμών της, που για τους φορείς των εξωδυτικών πολιτισμών είναι όχι μια εκθεσιακή ετεροτοπία της μουσειακής προθήκης, αλλά μια ταυτότητα με χτύπους καρδιάς, διαχρονική κοινότητα προσώπων συνδεδεμένων σε πλέγματα σχέσεων που πάνε γενιές πίσω, μια ζώσα ιδιοπροσωπία, σάρκα από τη σάρκα τους που επιβεβαιώνει τη σάρκα και το φρόνημά τους, αυτόβουλα επιλεγμένο δημιούργημα της αυτενέργειάς τους, έξω απ’ το οποίο δεν μπορούν να νοήσουν την ύπαρξή τους μηδέ να βρουν νόημα στα έργα τους μήτε στη θέση τους μέσα στην πραγματικότητα.

Οι αυτοκρατορίες που ενταφιάστηκαν στο Αφγανιστάν — οι Βρετανοί, μάλιστα, του Α΄ Αγγλο-Αφγανικού Πολέμου, 1839-1842, έπεσαν μέχρις ενός και με τα κόκαλά τους έστρωσαν την άγονη γη της χώρας — λειτούργησαν ακριβώς με την βικτωριανή εθνογραφική αλαζονεία, που θεμελιωνόταν πάνω στην θρυλούμενα αμάχητη ευρωπαϊκή ανωτερότητα, της οποίας η αρμαθιά με τα μοναδικά κλειδιά της, δηλαδή η ανοιχτή φόρμα του Μοντερνισμού, θα ξεκλείδωνε κάθε κλειδαριά παντού. Δεν αφήνω απέξω την Περσία απ’ τις αυτοκρατορίες που αναμίχθηκαν, τόπο αρχαίο και βασιλικό, που μολονότι απ’ την Αρχαϊκή μας Εποχή εμείς στην Ελλάδα τον αποκαλούσαμε «Ασία», για τους πληθυσμούς της Κεντρικής Ασίας ήταν κι εκείνος μια εκδοχή της Δύσης, θεματοφύλακας μιας πολιτικής παράδοσης συγκεντρωτικών, επεκτατικών, απόλυτων μοναρχιών, που οι στενές της επαφές με την Ευρώπη την ενέγραφαν ομαλά στη Δύση, γιατί και η ίδια είχε πέσει κι αλωθεί απ’ την Ασία, τον 13ο αιώνα κι εξής.

Αφού έχασαν στρατιές και πόρους, οδηγώντας τις κτήσεις τους απ’ τις οποίες εξορμούσαν επιχειρησιακά για να κυριέψουν την αλύγιστη χώρα στην παρακμή με τις δαπάνες και τις απώλειες σε στρατό, τελικά έφτιαξαν ένα buffer state, ένα κράτος ανάχωμα προκειμένου η καθεμιά τους να παρεμποδίζει μ’ αυτό την άλλη: η Περσία τη Βρετανία και την τσαρική Ρωσία, η Βρετανία τη Ρωσία κυρίως, και η Ρωσία τις άλλες δύο, εκ των οποίων μέρος της Περσίας κατείχε ήδη απ’ τις αρχές του 18ου αιώνα, διηρημένη από κοινού με την Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Το Αφγανιστάν κατέστη ένας κύκλος στο χάρτη, του οποίου ο πληθυσμός ήταν ένα μίγμα από κάτι σαν βορειοδυτικούς αλλά μουσουλμάνους Ινδούς, που κατόπιν ένα μέρος τους έγιναν Πακιστανοί, όμως συγκροτούν μιαν εθνοτική ομάδα που λέγονται Παστούν, και κατοικούν εκατέρωθεν του πορώδους συνόρου Αφγανιστάν-Πακιστάν, στον Βορρά ήσαν οι Ουζμπέκοι, ακόμα Τατζίκοι και μάλιστα περισσότεροι απ’ όσοι ζουν στο νυν πολύ μουσουλμανικό, μετασοβιετικό Τατζικιστάν, στα νοτιοανατολικά Σιιτικές ιρανικές φυλές, και στο μέσον διέτρεχε τον τόπο από Ανατολή προς Δύση μια ζώνη από πλήθος άλλων φυλών. Όχι μονάχα στη ζώνη αυτή, αλλά κι εντός των τριών πιο εθνοτικών, ας τις πω έτσι, κοινοτήτων, η προαιώνια Παράδοση του τόπου λειτουργούσε με εργαλείο της τη φυλετική πολιτειακή οργάνωση, κατακερματίζοντας τη γη σε φυλετικές επικράτειες, μα πάντοτε με τη θέση του άνδρα να βρίσκεται στην πρωτοκαθεδρία, των γερόντων στο τιμόνι της κοινότητας, ενώ κόντρα σε άλλες κουλτούρες, γυναίκες και παιδιά ήσαν ολωσδιολου αναλώσιμα και άφωνα πρόσωπα. Ναι, δεν μας αρέσει, αλλά και σήμερα αυτά πιστεύουν εκεί.

Έπειτα ήρθε ο Ψυχρός Πόλεμος, μια εποχή του δικού μας, Δυτικού ιστορικού χρόνου, που είναι ακόμα μία έννοια που αλαζονικά νομίζουμε πως μοιράζονται κι όλες οι άλλες κοινωνίες του πλανήτη, απλώς επειδή μας κάνουν τη χάρη κι όταν έχουν παρεδώσε μαζί μας χρησιμοποιούν *καί* το δικό μας ημερολόγιο. Τούτο, όμως, δεν σημαίνει πως βαδίζουμε στο ίδιο πεδίο αναφοράς, στον ίδιο ιστορικό χρόνο, μα πως εκεί που τα δύο διαφορετικά πεδία αναφοράς τέμνονται, ο Μοντερνισμός μας και η Παράδοσή τους, εκείνοι προσποιούνται πως πάνω στη γραμμή της επαφής μας μάς κατανοούν.

Οι Σοβιετικοί — αμετανόητα πλανεμένοι από τις φθίνουσες ήδη τότε ιδεολογίες τους για μηχανιστικούς, καλοκουρδισμένους απ’ την Κεντρική Επιτροπή του Πολιτικού Γραφείου του Κόμματος κοινωνικούς μετασχηματισμούς διά της παραγωγής κι εφαρμογής ισχύος που ιστορικά ήσαν μονοδρομος — πήγαν με ατσάλι, μπαρούτι, τσιμέντο, και σαστισμένα ρωσόπαιδα που τους έλειπαν οι μαμάδες τους, για να στηρίξουν ένα καθεστώς χωρίς ρίζες, που μορφολογικά επιχειρούσε να ετεροτοπίσει το ήδη πλαστό κατασκευάσμα που λεγόταν Αφγανιστάν απ’ το πεδίο αναφοράς των κοινοτήτων του, την Παράδοση, φυτεύοντάς του τον Μοντερνισμό της Δύσης στα εξωτερικά, φορμαλιστικά τους χαρακτηριστικά, και δεν ήταν το μόνο τέτοιο καθεστώς με τέτοιες πλάνες στον αιώνα και στην ευρύτερη περιοχή: το Πενταετές Πρόγραμμα του Στάλιν στην αχανή, τέως αγροτική Ρωσία, η Πολιτιστική Επανάσταση στην Λαοκρατική Κίνα, που αμφότερες βύθισαν στη λιμοκτονία και τις εκτοπίσεις τους πληθυσμούς τους, ο Κεμαλισμός των ελίτ στην Τουρκία, το εφήμερο νέο-Αχαιμενιδικό βασίλειο του Σάχη Ρεζά Παχλαβί στην Περσία, όλα τους ήσαν κρατικές οντότητες που πειραματίστηκαν με την άνωθεν οικοδόμηση έθνους-κράτους διά της οικοδόμησης ταυτοτήτων με εργαλεία τους τις κόπιες της ιδεολογίας του Εθνικισμού, δηλαδή εθνικής συνείδησης, του Δυτικού Μοντερνισμού. Για τους ιστορικούς, ο Εθνικισμός είναι μια ιδεολογία που κατέστη η νόρμα στη Δύση μετά τη Γαλλική Επανάσταση, όταν η νομιμοποιητική αρχή για την ύπαρξη ενός κράτους μετατέθηκε απ’ το ελέω Θεού Στέμμα στη βούληση μιας κοινότητας προσώπων που την λέμε Έθνος, ιδεολογία που συνενώνει στο εσωτερικό της μια φαντασιακή κοινότητα εθνικού φρονήματος, την ίδια στιγμή που την περιχαρακώνει απ’ τους γείτονές της, που κι αυτοί έχουν συστήσει τα δικά τους έθνη κράτη.

Οι Σοβιετικοί απέτυχαν, και σ’ αυτό είχαν βάλει οι ΗΠΑ το χεράκι τους στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου, μαζί μ’ έναν απόκληρο αλλά χαρισματικό, θρησκόληπτο Σαουδάραβα, τον Οσάμα Μπιν Λάντεν, μέλος μιας κραταιάς οικογένειας εργολάβων δημοσίων έργων με δεσμούς με τις ΗΠΑ και ποταμούς χρήματος, ο οποίος δεν είχε πάρει την ευλογία του Βασιλιά των Σαούντ για να μεταβεί στο Αφγανιστάν. «Οσάμα,» του είχε πει ο Βασιλιάς, «οι Σοβιετικοί έχουν βόμβες, πολλές βόμβες, και άρματα μάχης, εσείς δεν θα έχετε τίποτα για να τους πολεμήσετε». «Τότε θα πολεμήσουμε με την πίστη μας στη βοήθεια του Αλλάχ, ευλογημένο τ’ όνομα του,» απάντησε ο Οσάμα. Δεν έλεγε όλην την αλήθεια, γιατί μπλέχτηκε στη μέση κι ένα κρυφό εξοπλιστικό πρόγραμμα των ΗΠΑ, κι ένα παράνομο εμπόριο οπίου, έπεσε στο μεταξύ και η ΕΣΣΔ σε δίνες απ’ τις οποίες ποτέ δεν συνήλθε, πάντως η Παράδοση επικράτησε του Μοντερνισμού, τόσο πολύ και αποτελεσματικά μάλιστα, ώστε αμέσως μετά την αποχώρηση κακήν-κακώς των Σοβιετικών και την ταχεία πτώση του καθεστώτος του Μοχάμαντ Νατζιμπουλάχ, οι θριαμβευτες υπηρέτες της Παράδοσης, οι τέως freedom fighters Μουτζαχιντίν, έκαναν τέλεια αυτό που η παράδοση του τόπου όριζε: τρεις εμφυλίους πολέμους σε μόλις μία δεκαετία, διότι είπαμε, η παραδοσιακή φυλετική οργάνωση τόσων αιώνων δεν τους είδε ποτέ ως εμφυλίους, μιας και δεν υπήρχε εθνική συνείδηση κατά την πνευματική παράδοση της Γαλλικής Επανάστασης κι εξής, αλλά σκέτο πόλεμος, το σύνηθες σπορ του τόπου, κάθε χρόνο, Μάρτιο έως Οκτώβριο κατά την campaign season.

Απ’ αυτούς τους Μουτζαχιντίν ξεπήδησαν ως φράξια οι Ταλιμπάν, οι «μαθητές», με τους οποίους είχαν συνδεθεί παρακλάδια της ακόμα υπό διαμόρφωση οργάνωσης του Οσάμα, χωρίς αυτό να τους εγγράψει ουδέποτε στην Αλ-Κάιντα, διότι αντίθετα με την τελευταία ή με το κατοπινό ISIS/ ISIL/ Daesh, οι Ταλιμπάν ουδέποτε ενδιαφέρθηκαν να εξαγάγουν τις συμπεριφορές και τον ισλαμικό εξτρεμισμό τους γενικά στη μουσουλμανική ούμμα και στον πλανήτη ολόκληρο με τρομοκρατικές ή άλλες ενέργειες. Ήταν η εποχή που αγνοούσαν πως υπήρχε κόσμος έξω απ’ τον τόπο τους, έσπαζαν τηλεοράσεις και ραδιόφωνα, και τους έτρεφε η πίστη τους στο Κοράνι — και η από αιώνων παραδοσιακή καλλιέργεια του οπίου, διότι παρά τις πλάνες εδώ στην Ελλάδα, όχι μόνο δεν έκαψαν τα χωράφια της υπνοφόρου μήκωνος, αλλά τ’ αξιοποίησαν, because Tradition.

Τότε ο απέξω κόσμος που εκείνοι αδιαφορούσαν να γνωρίσουν και να συσχετιστούν μαζί του τους θυμήθηκε, όταν αρνήθηκαν να του παραδώσουν τον αρχιτρομοκράτη πια Οσάμα, άρνηση που με τυπικά μανιχαϊστικό τρόπο οι Αμερικανοί της Κυβέρνησης Τζ. Γ. Μπους, δηλαδή ο Αντιπρόεδρος Dick Cheney που κυβερνούσε, εξέλαβαν ως συνέργεια στα εγκλήματα του καταζητούμενου Σαουδάραβα. Ο αντιπρόεδρος με τους πολλούς φίλους εργολάβους πολέμου έπεισε τον ζωγράφο Τζωρτζ Μπους και μετά το Κογκρέσο να εγκρίνουν δύο πολέμους, έναν στο Αφγανιστάν κι ένα στο Ιράκ, βυθίζοντας για μακρά χρόνια τη χώρα του σε ελλειμματικούς προϋπολογισμούς, υπερδανεισμό, και διαπλοκή με τους εργολάβους που θησαύριζαν εξάγοντας έργα υποδομών που κανείς δεν είχε ζητήσει, καταπίεση κι ανατροπή των πατροπαράδοτων θέσμιων των τόπων εκείνων, και άνωθεν διορισμένη δημοκρατία, από φυτευτούς προέδρους που για να τους διαλέξουν τους αναζήτησαν στα μέλη ΔΕΠ των κολεγίων τους αρκεί να είχαν κάποια καταγωγή απ’ τις υπό κατοχή πατρίδες. Έτσι προέκυψαν οι πρόεδροι Χαμίντ Καρζάι και Άσραφ Γάνι, απ’ τις ελίτ που καμία επαφή δεν είχαν και δεν επιθυμούσαν ν’ αποκτήσουν με τις χαμηλές κάστες του λαού που τοποθετήθηκαν να κυβερνήσουν.

Συμμάχους τους στο Αφγανιστάν οι Δυτικοί βρήκαν ψάχνοντας στον χώρο της Παράδοσης, στους φυλάρχους-πολεμάρχους της Northern Alliance υπό τον Μασούντ, που φονεύθηκε το 2001, αλλά σήμερα ο γιος του, αλ-Μασούντι, κήρυξε τον ανένδοτο στους Ταλιμπάν 2.0, όχι επειδή του το ζήτησαν οι Αμερικανοί — που υπέγραψαν επί Τραμπ συμφωνία αποχώρησης στις 29 Φεβρουαρίου 2020 με τον ύπατο μουλλά Αμπντούλ Γάνι Μπαραντάρ των Ταλιμπάν, στη Ντόχα του Κατάρ, όπου οι ίδιοι εξασφάλισαν τη μετάβασή του, όταν ζήτησαν το 2018 την αποφυλάκισή του απ’ το Πακιστάν — αλλά επειδή έτσι πάει η Παράδοση στο Αφγανιστάν, να πολεμούν μεταξύ τους οι φυλές και οι εφήμερο συνασπισμοί τους εναντίον άλλων φυλών και συνασπισμών. Κι επίσης, άλλη μια παράδοση: να πληρώνουν οι Αμερικάνοι, αλλά τις δουλειές να τις παίρνουν Ιρανοί, Πακιστανοί, και Κινέζοι. Στο δε Ιράκ, η διάλυση του μπααθικού κράτους του Σαντάμ Χουσεΐν απελευθέρωσε φυλετικές δυνάμεις και άφησε πολλά κενά, που τα γέμισε προθύμως το Ισλαμικό Χαλιφάτο του Άμπου Μπακρ αλ-Μπαγκντάντι, εξάγοντας τρομοκρατία και ανατρεπτικό ισλαμικό εξτρεμισμό στη Μέση Ανατολή, τη Συρία, τη Βόρεια Αφρική, την Αίγυπτο, τις χώρες του Σαχέλ, της Ερυθράς Θάλασσας, και του Κέρατος της Αφρικής. Great job, Dick!

Με τον Τζωρτζ Μπους τζούνιορ να βγαίνει στη σύνταξη, ο Μπαράκ Χουσέιν Ομπάμα βρέθηκε με το χρέος της ανάταξης της οικονομίας, τουλάχιστον στα χαρτιά, διότι η μεσαία τάξη και η λευκή εργατιά ουδέποτε συνήλθαν, με δυο ενεργούς πολέμους να ρουφάνε πόρους για εμπλοκές άνευ κέρδους, και με το κυνήγι του Οσάμα να τους βγάζει τελικά στο Πακιστάν — how embarrassing! O τότε Αντιπρόεδρος Τζο Μπάιντεν συμμεριζόταν πάντοτε τις θέσεις του χορηγού των Δημοκρατικών, Ντόναλντ Τραμπ, πως οι ατέρμονοι πόλεμοι χωρίς ζωτική στρατηγική ανάγκη για τις ΗΠΑ ήσαν σπατάλη και αυτοπαρεμπόδιση για την προβολή ιδιωτικής επενδυτικής ισχύος των Αμερικανών.

Μετά τη φόνευση του Οσάμα, στις 2 Μαΐου 2011, ο Ομπάμα ανέσυρε πιεστικά τα σενάρια απεμπλοκής απ’ το συρτάρι του, όμως καμία τέτοια υπόθεση δεν ήταν ποτέ clean-cut στην Ουάσιγκτον, και τελικά η απόφαση ελήφθη το 2014. Με ποιόν να διαπραγματευθείς όμως; Με τους τρομοκράτες κι εγκληματίες κατά της Ανθρωπότητας; Α ναι, ξέχασα να πω ότι οι Ταλιμπάν που δεν είχαν σκοτωθεί στους εμφυλίους — που τώρα ξέρετε πως δεν ήσαν εμφύλιοι παρά μονάχα στα δικά μας μάτια — και στις συγκρούσεις με τις δυνάμεις κατοχής των ΗΠΑ και των συμμάχων τους, είχαν καταφύγει στο Πακιστάν, κι από κει επιχειρούσαν με την υποστήριξη του Ισλαμαμπάντ, που δεν χάνει καμία ευκαιρία να ποδηγετήσει κάθε ισλαμικό κίνημα και ομάδα στην περιοχή που θ’ ανέτρεπε τα σχέδια επιρροής της Ινδίας, ενώ, παράλληλα με τη στήριξη των μυστικών υπηρεσιών και του στρατεύματος του Πακιστάν, οι Ταλιμπάν ξαναέφτιαχναν υπομονετικά στην επαρχία τους δεσμούς τους με τα’ ανθρώπινα δίκτυα της Παράδοσης στην υπό ξένη κατοχή χώρα τους, ανυψώνοντας ξανά στο κοινωνικό βάθρο τους τον άντρα και τον δημογέροντα του συμβουλίου της κοινότητας, οι οποίοι δυσφορούσαν και αντιστρατεύονταν όλον αυτόν τον φυτευτό Μοντερνισμό που τους είχε και πάλι φορεθεί ως σαμάρι στη ράχη τους από τη Δυτική επιβολή των όπλων.

Δεν θα σχολιάσω εδώ ξανά την αμερικανική, αυτοεξυπηρετική αφέλεια που για δυο δεκαετίες χρύσωνε — μαζί με τους εργολάβους που ζητούσαν την συνέχιση της αμερικανικής παρουσίας και κατοχής — τους αναξιόπιστους και διεφθαρμένους Αφγανούς συνεργάτες, οι οποίοι συναινετικά έπαιζαν μαζί τους το συμφωνημένο παιχνίδι του δουλέματος ψιλό-γαζί όσο στελέχωναν αργόμισθα ένα αναποδοτικό και νοσηρό φτιαχτό πολιτικό σύστημα της πλάνης και της ιδιοτέλειας, στις εκλογές του οποίου ψήφισαν κάπου εννιακόσιες μόλις χιλιάδες Αφγανοί σε πληθυσμό 37+ εκατομμυρίων. Ούτε για την άλλη αφέλεια, πως άμα έστηναν κάτι που θα έμοιαζε με στρατό και κράτος Δυτικού τύπου, θα είχαν φτιάξει ένα στρατό και κράτος Δυτικού τύπου, παρακάμπτοντας την μικρή ιστορική λεπτομέρεια που τα κρατά όρθια τους τελευταίους δύο αιώνες στη Δύση: το έθνος. Άργησε να το καταλάβει αυτό το Οβάλ Γραφείο, και μόλις προ ολίγων ημερών πρωτοεμφανίστηκε στα προεδρικά τουίτς του Τζο Μπάιντεν η παραδοχή πως οι ΗΠΑ δεν είχαν καμία δουλειά να επιχειρήσουν να οικοδομήσουν έθνος, εκεί που κανείς δεν τους το ζήτησε και δεν το επιθυμούσε, γιατί δεν το κατανοούσε. Έγραψε ο Πρόεδρος Μπάιντεν σε δύο αναρτήσεις του:

“I’ve argued for many years that our mission should be narrowly focused on counterterrorism, not counterinsurgency or nation building.” και “We went to Afghanistan almost 20 years ago with clear goals: get those who attacked us on September 11, 2001 — and make sure al Qaeda could not use Afghanistan as a base from which to attack us again. We did that — a decade ago. Our mission was never supposed to be nation building.”

Οι φυλές και οι παραδοσιακές κοινότητες του Αφγανιστάν αποδέχθηκαν και στήριξαν τους Ταλιμπάν και την επιστροφή τους, ή δεν τους αντιστάθηκαν, γιατί αισθάνονταν περισσότερο απειλούμενες από τις τόσες εισβολές και τις απόπειρες έξωθεν επιβεβλημένου, σχεδιασμένου μετασχηματισμού τους. Και ναι, η αποδιάρθρωση του τάχα στρατεύματος της χώρας σε μόλις έντεκα ημέρες με τις αθρόες λιποταξίες και τις προσωπικές συμφωνίες παράδοσης των κατά τόπους διοικητών κυβερνητικών μονάδων στους Ταλιμπάν φανέρωσε πως δεν χτίζεις εθνική συνείδηση και αφοσίωση σε μα κεντρική κυβέρνηση εκχέοντας αφ’ υψηλού ποταμούς χρήματος. Όχι παντού.

Σήμερα, οι Ταλιμπάν δεν είναι όσοι ήσαν παλιότερα, κι έτσι δεν μπορούν να κυβερνήσουν όλην την επικράτεια — ήδη ένας τέως αντιπρόεδρος της χώρας διατηρεί ζωντανή μιαν εστία αντίστασης με μερικές πιστές μονάδες του στρατού, η δε Βόρεια Συμμαχία θα δούμε τί υποστήριξη θα λάβει, και φυσικά υπάρχει πάντοτε εκείνο το κομμάτι που ελέγχουν τα υπολείμματα της Αλ-Κάιντα — δεν μπορούν μήτε να εξαγάγουν τον πόλεμο προς το παρόν, μολονότι κάποια στιγμή θα προκύψει ο πειρασμός να μεταδώσουν πίσω στο Πακιστάν τη θεοκρατία τους. Πάντως, στο συμβολικό πεδίο κάθε νίκη ενός εξτρεμιστή Δαυίδ έναντι ενός Δυτικού Γολιάθ αποθρασύνει κάθε άλλον εξτρεμιστή Δαυίδ στις ασταθείς γειτονιές του πλανήτη, και αναβαθμίζει σε παράγοντα κάθε άλλον αναθεωρητικό τυραννίσκο, όταν διαπιστώσει πως η Υπερδύναμη δεν ήταν τελικά άτρωτη.

Μιλώντας για την Υπερδύναμη, οι ΗΠΑ επλήγησαν βαριά από δύο αντιξοότητες, απ’ την Προεδρία Κλίντον κι εξής: πρώτον, απ’ τις αποτυχημένες Προεδρίες Μπους, Ομπάμα, και Τραμπ, που είδαν την Αμερική να εισέρχεται σε φάση υπερέκτασης και κατόπιν αποδρομής διεθνώς, μεταβίβασης δε του πλούτου στα χέρια των ελαχίστων στο εσωτερικό, στέλνοντας στον κοινωνικό αποκλεισμό και την πτώχευση μεγάλο μέρος της μεσαίας τους τάξης, τη ραχοκοκαλιά της κοινωνίας τους. Δεύτερον, απ’ τις δύο διαδοχικές υφέσεις: την πρώτη τότε με την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, και την πρόσφατη και τρέχουσα που επήλθε από την ανταπόκριση πανικού των κοινωνιών μας στην πανδημία. Το γεγονός πως δεν άντεξε η Ουάσιγκτον ν’ αποχωρήσει με ευταξία και παρουσίασε την εικόνα αιφνιδιασμού, παρά τα προεδρικά διαγγέλματα της 13ης Απριλίου και της 8ης Ιουλίου, αφού πρώτα θα έχει εξασφαλίσει κάτι στοιχειωδώς σταθερό στον τόπο που εκείνη προσποιείτο πως διαφέντευε για είκοσι έτη, φανερώνει στους ανταγωνιστές της πως δεν αντέχει πλέον ν’ αναλάβει κανέναν πόλεμο διαρκείας κι απαιτήσεων, κι έτσι πως το θηρίο δεν έχει βούληση να δαγκώσει, κι ας έχει αεροπλανοφόρα. Συνδυασμένη με την απόπειρα πραξικοπήματος της 6ης Ιανουαρίου κατά τα Capitol Riots των τελευταίων ημερών της Προεδρίας Τραμπ, η χαοτική αποχώρηση των ΗΠΑ απ’ το Αφγανιστάν δείχνει πως εδώ σοβεί μια σοβαρή εσωτερική κρίση, και απέχει ακόμα η ανάρρωση του συστήματος όπως κι η επιστροφή του σε σταθερότητα κι ακμή.

Οι Ταλιμπάν διαθέτουν, όμως, στο πλευρό τους έναν ολόκληρο ανδρικό κόσμο της Παράδοσης που δεν σήκωσε τα όπλα για να υπερασπιστεί τις γυναίκες του — που γι’ αυτές θρηνεί υποκριτικά η Δύση με Προεδρικά τουίτς, όσο παράλληλα φωτογραφίζεται δίπλα σε φράχτες που ανεγείρει, I’m only saying —αλλά πανηγυρίζει και στο πλευρό τους που θα της ξαναδεί να κρύβονται κάτω από χιτζάμπ, νικάμπ, και μπούρκες επιστρέφοντας στην αφάνεια του γυναικωνίτη τους. Θα προσέξατε δε πως νεαροί, ειδάλλως able-bodied Αφγανοί άνδρες ήσαν αυτοί που όχι μόνον δεν υπερασπίστηκαν τον τρόπο ζωής τους κόντρα σε κείνους που απειλούν να τον καταλύσουν, αλλ’ έσπευσαν στο αεροδρόμιο, αφήνοντας πίσω τους γονείς, τις αδελφές τους, τις γυναίκες και τα παιδιά τους στη μοίρα τους. Εικόνες ασύλληπτες για έθνη-κράτη της Δύσης, όπου προστατεύουμε τους αδυνάμους και ειδικά τα παιδιά, κι όπου θα επιστρατευόμασταν όλοι να πολεμήσουμε τον εχθρό που θ΄ απειλούσε τους βωμούς και τις εστίες μας, ή για να πεθάνουμε προσπαθώντας. Διότι μας κινεί κάτι που δεν υπάρχει εκεί: η εθνική ιδέα, η ιδέα πως ανήκουμε όλοι μας, κι ας μην γνωριζόμαστε όλοι μας κοινοτικά, σε μιαν εθνική κοινότητα που μοιράζεται κοινό παρελθόν, παρόν, και προσδοκίες για το μέλλον, και πως εάν δεν πολεμήσουμε εμείς γι’ αυτά, κανείς δεν θα μας τα δωρίσει. Πείτε το αυτό στον κόσμο της φυλετικής οργάνωσης της Ασιατικής Παράδοσης — τον οποίον ο Μοντερνισμός της Δύσης απέτυχε και πάλι να μετασχηματίσει — όπου εάν περάσεις στα χωριά της πέρα όχθης ή της πέρα κοιλάδας δεν σε αναγνωρίζουν καν ως άνθρωπο, πόσο μάλλον ως μέλος κάποιας εθνικής κοινότητας. Θα θυμάστε στην ταινία «Λώρενς της Αραβίας» (1962), τον Ταγματάρχη Λώρενς (Πίτερ Ο’Τουλ) να επιχειρεί να πείσει τον Άουντα Άμπου Τάγι (Άντονι Κουίν) να καταλάβουν μαζί την Άκαμπα «υπέρ των Αράβων», “For the Arabs, then”, κι εκείνος να του απαντά: “The Arabs? The Howitat, Ajili, Rala, Beni Saha; these I know, I have even heard of the Harif, but the Arabs? What tribe is that?” Δεν μου είναι δύσκολο να τον φανταστώ ν’ αναρωτιέται το ίδιο και για κείνους που εμείς περιληπτικά αποκαλούμε «Αφγανούς», γιατί νομίζουμε πως ακόμα βαπτίζουμε έθνη και τόπους που δεν έχουν δικά τους ονόματα και συνείδηση τους εαυτού τους, και πως τούτο επαρκεί για να μας κάνει κυρίους των πεπρωμένων τους.

Το Αφγανιστάν ήταν τους τελευταίους δύο αιώνες το απέραντο εργαστήρι της αναμέτρησης, μεταξύ άλλων, του Δυτικού Μοντερνισμού με την Ασιατική και απανταχού Παράδοση, των φρονημάτων πυρήνα, των κεντρικών αντιλήψεων, των αυτοαναπαραγόμενων πρακτικών, των μηχανισμών λειτουργίας κι επιβίωσής τους, της αλαζονείας του πρώτου πως μπορεί να γίνει κύριος της μοίρας του μα και της μοίρας άλλων αφ’ ενός, και της κυματοθραυστικής υπομονής της δεύτερης αφ’ ετέρου, που παρηγορείται πως γνωρίζει απ’ την αρχή τί θα συμβεί στο τέλος μέσα σ’ ένα σύμπαν καταδικασμένο να μένει στατικό και αμετάβλητο κόντρα στις παρεμβάσεις, τις οποίες διαβρώνει απλά με τη σιωπηρή της αντίσταση. Στην ιστορία των ανθρώπινων έργων έρχονται συχνότερα έτσι τα πράγματα, και ωφελεί ν’ αποδεχθούμε πως το επιλέγουν τούτο οι ίδιοι οι πληθυσμοί σε κείνες τις γωνιές του κόσμου, όπως κι εμεις εδώ έχουμε επιλέξει ν’ αγωνιζόμαστε κόντρα στο σκοτάδι και την ασιατική καταπίεση, γεννώντας και υπερασπιζόμενοι ιδέες όπως η ελευθερία και η δημοκρατία, η αυτοδιάθεση του ατόμου, και τις εφαρμόζουμε στην πράξη.