Ενστάσεις από το ΣτΕ στο προεδρικό διάταγμα για την απόσπαση εργαζομένων μεταξύ χωρών της Ε.Ε.

351
ΣτΕ - Συμβούλιο της Επικρατείας
Ποιες είναι οι διαφωνίες του ΣτΕ.

 

Σύμφωνα με το Συμβούλιο της Επικρατείας δυο άρθρα του σχεδίου Προεδρικού Διατάγματος με το οποίο προσαρμόζεται η Ελληνική νομοθεσία σε Ευρωπαϊκή οδηγία για την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο της παροχής υπηρεσιών, προσκρούουν στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς προβλέπουν διπλή ποινική δίωξη σε βάρος των εργοδοτών. Σύμφωνα με τους συμβούλους Επικρατείας παραβιάζεται η αρχή ότι «κανείς δεν διώκεται ούτε τιμωρείται ποινικά δις για το ίδιο αδίκημα» (ne dis in idem).

Σκοπός της Ευρωπαϊκής οδηγίας είναι να διασφαλιστεί η προστασία των αποσπώμενων εργαζομένων από άλλο κράτος μέλος της Ε.Ε. στην Ελλάδα, κατά τη διάρκεια της απόσπασης τους, με τη θέσπιση υποχρεωτικών διατάξεων ως προς του όρους εργασίας, της υγείας και τη ασφάλειας τους. Η οδηγία εφαρμόζεται σε επιχειρήσεις ή επιχειρήσεις ομίλου επιχειρήσεων που είναι εγκατεστημένες σε κράτος μέλος της Ε.Ε. ή σε κράτος που έχει υπογράψει τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο και δεν είναι μέλος της ΕΕ. Αντίθετα δεν εφαρμόζεται στις επιχειρήσεις εμπορικής ναυτιλίας, όσον αφορά στο προσωπικό που απασχολείται σε θαλασσοπλοούντα πλοία.

Το εν λόγω σχέδιο Προεδρικού Διατάγματος κατατέθηκε για νομοπαρασκευαστική επεξεργασία στο Συμβούλιο της Επικρατείας και Ε΄ Τμήμα εξέδωσε την υπ΄ αριθμ. 5/2021 γνωμοδότησή του, με πρόεδρο τον αντιπρόεδρο Παναγιώτη Ευστρατίου και εισηγητή το Σύμβουλο Επικρατείας Δημήτρη Βασιλειάδη.

Κατ΄ αρχάς, οι σύμβουλοι Επικρατείας επισημαίνουν ότι τα σχέδια Προεδρικών Διαταγμάτων με τα οποία γίνεται συμμόρφωση της Ελληνικής νομοθεσίας προς οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πρέπει να αποστέλλονται στο ΣτΕ σε εύλογο χρόνο πριν από τη λήξης της προθεσμίας συμμόρφωσης. Όμως, υπογραμμίζουν οι σύμβουλοι Επικρατείας το επίμαχο σχέδιο Προεδρικού Διατάγματος «στις 23 Οκτωβρίου 2020, δηλαδή μετά τη λήξη στις 30 Ιουλίου 2020 της προθεσμίας εναρμόνισης του εσωτερικού δικαίου προς τη οδηγία 2018/957/ΕΕ.

Ακόμη, το ΣτΕ επισημαίνει ότι στο άρθρο 7 του σχεδίου διατάγματος γίνεται αναφορά σε λανθασμένες νομοθετικές διατάξεις και «πρέπει να γίνει παραπομπή στις ορθές διατάξεις».

Διπλή ποινική δίωξη

Οι σύμβουλοι Επικρατείας υπογραμμίζουν ότι στα άρθρα 7 και 8 του σχεδίου διατάγματος προβλέπονται ποινικές και διοικητικές κυρώσεις σε βάρος όσων εργοδοτών παραβιάσουν τις διατάξεις του εν λόγω διατάγματος.

Συγκεκριμένα, προβλέπεται ότι στους εργοδότες παραβάτες θα επιβάλλονται πρόστιμα από 300 ευρώ έως 50.000 ευρώ και παράλληλα θα τιμωρούνται «με φυλάκιση τουλάχιστον 6 μηνών ή με χρηματική ποινή τουλάχιστον 300 ημερησίων μονάδων, το ύψος καθεμιάς από τις οποίες (ημερήσιες μονάδες) δεν μπορεί να είναι κατώτερο από 3 ευρώ ή και τις δύο αυτές ποινές».

Όμως, οι σύμβουλοι Επικρατείας επισημαίνουν:

«Ενόψει της θέσπισης διοικητικών προστίμων, τα οποία, λόγω του αντικειμένου, της φύσεως και του ύψους τους, ενδέχεται να ισοδυναμούν με ποινική κύρωση, και της επιβολής σωρευτικώς ποινικών και διοικητικών κυρώσεων σε βάρος του εργοδότη, όταν ο τελευταίος είναι φυσικό πρόσωπο και όχι επιχείρηση – νομικό πρόσωπο, για παράβαση των διατάξεων των άρθρων 3, 4, 6, 10 και 12 του διατάγματος, επισημαίνεται στη Διοίκηση ότι τίθεται ζήτημα αντιθέσεως των ανωτέρω διατάξεων των άρθρων 7 και 8 του υπό επεξεργασία σχεδίου προεδρικού διατάγματος προς την αρχή “ne bis in idem” που κατοχυρώνεται στις διατάξεις του άρθρου 4 του 7ου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το οποίο κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 1705/1987, και του άρθρου 50 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η οποία απαγορεύει τη διπλή “ποινική δίωξη” ή καταδίκη του ίδιου προσώπου για την ίδια παραβατική συμπεριφορά».