
Με απόφαση του Δ΄ τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου ακυρώνεται η υπουργική απόφαση του 2022, που στην προσπάθειά της να διορθώσει την πλήρη απαγόρευση αιμοδοσίας για άτομα με ομοφυλοφιλικές σχέσεις, ρύθμιση που ανάγεται στη δεκαετία του ’80, όταν η διασπορά του HIV ήταν μεγάλη, «παρέκαμψε» δύο γνωμοδοτήσεις χωρίς σχετική επιστημονική μελέτη.
Ηταν 10 Ιανουαρίου 2022 όταν ο τότε υπουργός Υγείας Θάνος Πλεύρης και η αναπληρώτρια Μίνα Γκάγκα ανακοίνωναν την υπογραφή της υπουργικής απόφασης για τον καθορισμό του περιεχομένου του εντύπου «Ιστορικό αιμοδότη», υπογραμμίζοντας την αποσύνδεση για πρώτη φορά του σεξουαλικού προσανατολισμού από τα κριτήρια που πρέπει να πληρούν οι υποψήφιοι αιμοδότες. Μέχρι τότε το έντυπο του Εθνικού Κέντρου Αιμοδοσίας περιελάμβανε την πρόβλεψη ότι δεν μπορεί να γίνει εθελοντής αιμοδότης όποιος είχε συνάψει έστω και μία ομοφυλοφιλική σχέση από το 1977.
Τροποποίηση
Πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης υπουργικής απόφασης, η Συμβουλευτική Επιτροπή Αιμοδοσίας, με γνωμοδότησή της τον Δεκέμβριο του 2021, εισηγήθηκε την τροποποίηση του εντύπου «Ιστορικό αιμοδότη» και την πρόβλεψη του αποκλεισμού από την αιμοδοσία, μεταξύ άλλων, των ανδρών που είχαν έστω και μία σεξουαλική επαφή με άνδρες τους τελευταίους 12 μήνες και των γυναικών που είχαν έστω και μία σεξουαλική επαφή με άνδρα ο οποίος είχε σεξουαλική επαφή με άνδρα τους τελευταίους 12 μήνες.
Η γνωμοδότηση της επιτροπής έγινε δεκτή από το υπουργείο, με εξαίρεση όμως τις δύο προαναφερόμενες περιπτώσεις, οι οποίες δεν περιελήφθησαν στο έντυπο «Ιστορικό αιμοδότη», αλλά απαλείφθηκαν πλήρως.
Αντίστοιχη πρόταση, που δεν είναι δεσμευτική, είχε γίνει και από την επιτροπή που είχε καταρτισθεί το 2021 στο πλαίσιο της εθνικής στρατηγικής για την ισότητα των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων, που σε έκθεσή της ως προς το ζήτημα της αιμοδοσίας πρότεινε την «κατάργηση της υφιστάμενης πλήρους απαγόρευσης αιμοδοσίας και την αντικατάστασή της με την απαγόρευση αιμοδοσίας για όσους και όσες είχαν σεξουαλική επαφή τους προηγούμενους τρεις μήνες με άτομο ή άτομα που ανήκουν σε ευάλωτες ομάδες, δηλαδή σε κοινότητες όπου ο ιός HIV εντοπίζεται στατιστικά σε υψηλότερο ποσοστό από τον μέσο όρο, όπως προκύπτει από τα επιδημιολογικά δεδομένα».
Παρά τις δύο γνωμοδοτήσεις που πρότειναν τρεις και 12 μήνες αντίστοιχα προκειμένου να είναι εφικτός ο έλεγχος του αίματος και ο εντοπισμός τυχόν νοσημάτων στην «περίοδο παραθύρου» (σ.σ.: διάστημα που απαιτείται για την επώαση του ιού), το υπουργείο Υγείας χωρίς κάποια μελέτη προχώρησε σε πλήρη κατάργηση του κατ’ αρχήν άδικου καθολικού αποκλεισμού εις βάρος των ανδρών με ομοφυλοφιλικές σχέσεις.
Η υπόθεση τέθηκε ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας στο οποίο κατατέθηκαν αιτήσεις ακύρωσης έξι σωματείων πανελλήνιας εμβέλειας πασχόντων από μεσογειακή αναιμία και δυο αιτήσεις πολυμεταγγιζόμενων ασθενών που πάσχουν από μεταγγισιοεξαρτώμενη μείζονα μεσογειακή αναιμία.
Ζητούσαν την ακύρωση της απόφασης ως αντίθετης στις συνταγματικές επιταγές για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων στη ζωή και την υγεία κατά το μέρος που αφορούσε τον εκ νέου καθορισμό των περιπτώσεων αποκλεισμού από την αιμοδοσία.
Το σκεπτικό
Στο σκεπτικό της απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας σημειώνεται πως από ένα πλέγμα διατάξεων προκύπτει πως «ο καθορισμός λόγων οριστικού ή προσωρινού αποκλεισμού από την αιμοδοσία συνδεομένων με τη σεξουαλική συμπεριφορά, πρέπει να προκύπτει ότι στηρίζεται στην εκτίμηση επιστημονικών δεδομένων και, ιδίως, δεδομένων σχετικών με την επιδημιολογική κατάσταση στη χώρα, βάσει των οποίων να τεκμηριώνεται ότι οι καθοριζόμενες μορφές σεξουαλικής συμπεριφοράς των υποψηφίων αιμοδοτών συνεπάγονται κίνδυνο μεταδόσεως λοιμωδών νοσημάτων μέσω της μεταγγίσεως αίματος».
Κατά την εκτίμηση των ανωτέρω δεδομένων λαμβάνονται υπόψη και στοιχεία σχετικά με τα διαθέσιμα τεχνολογικά μέσα και τις εξελίξεις της επιστήμης ως προς τις μεθόδους ελέγχου και επεξεργασίας του συλλεγόμενου αίματος, καθώς και στοιχεία αναγόμενα στον τρόπο οργάνωσης του συστήματος αιμοδοσίας στη χώρα.