Για τη Δημουλά και το πένθος εξ αριστερών: Ουαί εις εσάς, γραμματείς και Φαρισαίοι, υποκριταί

367

Γράφει η Ελένη Κριτσιδήμα.

Εφτά του Μάη 2013, η ΕΦΣΥΝ στήνει στον τοίχο και το απόσπασμα του διαδικτύου την Αθηναία ποιήτρια, Κική Δημουλά

Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή, διευκρινίζοντας -επιγραμματικά- ποια ήταν η Κική Δημουλά.

Η Βασιλική Ράδου, όπως ήταν το πατρικό όνομά της πριν παντρευτεί τον Άθω Δημουλά, γεννήθηκε και έζησε, μέχρι την τελευταία πνοή της, στην Αθήνα.  Δεν ήταν μόνο ποιήτρια αλλά και τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών στην έδρα της Ποίησης.

Μέσα από μια ιδιαίτερη λεξιπλασία που τη χαρακτήριζε ως ποιήτρια και τη λυρική, αλλά κι ωμή – απόλυτη ειλικρίνεια που αποτυπώνεται στους στίχους της, η Δημουλά κατόρθωσε να γίνει μια εκ των λαμπροτέρων ποιητών μας.

 Και το λέω αυτό, διότι, δεν υπάρχει μεγαλύτερη αναγνώριση και σπουδαιότερο επίτευγμα  από το να γνωρίζουν, να διαβάζουν, να αρθρώνουν και να μοιράζονται τους στίχους σου άνθρωποι κάθε τάξης, κάθε κατάστασης, κάθε ηλικίας. 

Αυτήν, λοιπόν, την Αθηναία και σπουδαία ποιήτρια, στις 7/5/2013, ο αριστερός Τύπος, με μπροστάρη την ΕΦΣΥΝ, παρουσίασε και καταδίκασε -με πομπώδεις τίτλους- ως ρατσίστρια και ξενοφοβική. Γιατί; Επειδή -ακόμη μια φορά- με τον λόγο της είχε υπάρξει ειλικρινής και διέλυε αφηγήματα.

Αφορμή ήταν μια δήλωσή της, κατά τη διάρκεια εκδήλωσης των Atenistas στην Κυψέλη, για την κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει (και παραμένει) το κέντρο της πρωτεύουσας μετά την  ασύστολη αύξηση των μεταναστών. 

 Το κλειδί του βόθρου που ξεχύθηκε, εκείνη τη μέρα, πάνω στη Δημουλά ήταν στα χέρια της Άννας Δαμιανίδη, δημοσιογράφου της Εφημερίδας των Συντακτών. Μέσα από ένα άρθρο στη στήλη της ”Τρίτη Ματιά”, η Δαμιανίδη είχε καταφερθεί εναντίον της Δημουλά, με υποτιμητικούς χαρακτηρισμούς και ειρωνικές εκφράσεις. Ξεκάθαρα, την απαξίωνε ως προσωπικότητα και ως ποιήτρια. Αυτός ήταν ο σκοπός, έλεγα τότε, επιμένω μέχρι σήμερα.

 “Η μπαναλιτέ του ξενοφοβικού λόγου δεν γνωρίζει σύνορα, ταξικά και άλλα. Με άνεση μπορείς να γενικεύεις, να βγάζεις το ρατσισμό σου χωρίς άγχος, ακόμα και δημόσια, ακόμα και σε πρωτοποριακές συναντήσεις γνωριμίας με το χώρο και τους γείτονες. Αλίμονο, τι είναι η πολιτική ορθότης για μια ποιήτρια που έφτασε στην κορυφή; Ξενέρωτες αμερικανιές” κατέληγε το κείμενό της.

 “Δεν αντέχει τους μετανάστες στην Κυψέλη, είναι τόσοι πολλοί που πιάνουν και τα παγκάκια και δεν μπορεί να κάτσει κανείς στην πλατεία” ήταν ο πρόλογος των κειμένων που εμφανίζονταν το ένα μετά το άλλο σε συγκεκριμένη μερίδα του Τύπου. 

Δεν άργησε να ξεσπάσει ο χαμός -όπως κάθε φορά- και στα social media. Αριστεροί ιδεαλιστές, ρομαντικοί και πάσης φύσεως, δήθεν, δικαιωματιστές και αγωνιστές έκριναν, κατέκριναν, ακόμη κι έβριζαν τη Δημουλά. 

Την επομένη, η ποιήτρια απήντησε, μιλώντας στο maga.gr.

“Δεν θα κάνω δήλωση να πείσω ότι δεν αποκάλεσα όλους τους κλέφτες δολοφόνους. Είπα μια περίπτωση που συνέβη μέσα στην οικογένειά μου και χρειάστηκε να φτάσουμε στο νοσοκομείο και εννοούσα πόσο τρόμο μου δημιουργεί αυτό το πράγμα. Δεν μπορώ εγώ να απολογηθώ για ό,τι συμβαίνει. Δεν είπα ότι βγήκα στην πόρτα μου και άκουσα ουρλιαχτά από μια γυναίκα που της είχαν αρπάξει τον σταυρό από τον λαιμό της. Είπα ότι η αδελφή μου ετών 70 και ο άντρας της ετών 75 δέχτηκαν επίθεση. Τους χτύπησε την πόρτα κάποιος, του άνοιξαν, μπήκαν δύο μέσα, τους φίμωσαν το στόμα, τους έκλεισαν στο μπάνιο και επί δυόμισυ ώρες ανενόχλητοι δεν άφησαν τίποτα. Ξάφρισαν όλο το σπίτι. Κατέθεσαν στην αστυνομία, ήρθαν οι αστυνομικοί και πήραν αποτυπώματα και φυσικά δεν έγινε τίποτα. Και τη δεύτερη φορά, ένας έξω από την πόρτα της αδελφής μου, επειδή δεν του έδωσε το κλειδί να μπει μέσα στο σπίτι της, την χτύπησε και πήγαμε στο νοσοκομείο” ήταν τα πρώτα λόγια της.

“Με συγχωρείτε που θυμώνω. Το λάθος μου είναι ότι πήγα σε αυτή την ιστορία της Κυψέλης. Τελικά πρέπει κανείς να κάθεται μέσα στο σπίτι του και να μην ομιλεί. Αν πρέπει να λέμε μόνο ό,τι δεν μας προκαλεί και δεν μας εκθέτει ή πρέπει να προβλέπω πότε θα μου επιτεθούν και πότε δεν θα μου επιτεθούν; Αυτό δεν μπορώ να το κάνω, είμαι μεγάλος άνθρωπος και σε απόσυρση, ας με αφήσουν λίγο ήσυχη. Εγώ έχω καθαρή συνείδηση. Αν μου σπάσουν τα μούτρα θα νιώσω μίσος απερίγραπτο για αυτόν που μου τα έσπασε, όχι για τον ξάδελφό του που είναι εργάτης και πεινάει. Διαχωρισμένα τα πράγματα” έλεγε στη συνέχεια.

 Κι αξίζει, σ’ αυτό το σημείο, να αναφερθεί τί είχε δηλώσει για τη Χρυσή Αυγή, μόνο για να κατανοήσουν ορισμένοι πως για κάποιους άλλους δεν είναι όλα μαύρα, άσπρα ή κόκκινα. Στη συνείδηση και τη σκέψη κάποιων άλλων, υπάρχουν σαφείς, διαχωριστικές γραμμές.  Δεν υφίστανται εξισώσεις και γενικότητες. 

“Να ήξεραν από μέσα τους πόσο είμαι με το μέρος των μεταναστών. Να το ήξεραν μόνο. Είναι τρομακτική η κατάσταση. Η υποκρισία του ανθρώπου είναι άλλο πράγμα. Άλλο είναι η επίδειξη συμπόνοιας για τους αδυνάτους με αυτόν τον τρόπο. Πρόκειται για ό,τι πιο ψεύτικο υπάρχει. Τη Χρυσή Αυγή θα ήθελα να τη σκοτώσω γιατί σκοτώνει αυτούς τους ανθρώπους. Ειλικρινά σας λέω με πιάνει ρίγος που τη βλέπω. Εκεί ναι, θα μπορούσα να τους πυροβολήσω που επιτίθενται σε φτωχούς κακομοίρηδες. Άκουσα για το επιλεκτικό συσσίτιο. Μου σηκώθηκε η τρίχα. Και λένε ότι είμαι εγώ ρατσίστρια;” είχε πει.

 «Ουαί εις εσάς, γραμματείς και Φαρισαίοι, υποκριταί» σκέφτομαι, από εχθές, βλέποντας και διαβάζοντας επικήδειους για τη Δημουλά, από τους ίδιους που -πριν 7 χρόνια- είχαν επιτεθεί με κακοήθεια στο ίδιο πρόσωπο.

 “Η κακοήθεια πρέπει να έχει τροφή αλλιώς πεθαίνει. Άμα τους τη δίνω εγώ αυτή την τροφή, τι να κάνω; Μάλλον κάνω άλλη μια ευεργεσία. Συγχύστηκα ειλικρινά. Δεν το περίμενα αυτό καθόλου. Έδωσα μια ουδέτερη εικόνα, είπα ότι παρά ταύτα αν ήμουν ρατσίστρια θα έφευγα από την Κυψέλη. Τα παιδιά μου έχουν πάει αλλού κι έχω σπίτι να μείνω εκεί που βρίσκονται. Κι όμως, εγώ κάθομαι μόνη, 82 χρονών σε αυτό το σπίτι” είχε σχολιάσει η Κική Δημουλά, σε εκείνη τη διευκρινιστική συνέντευξή της. 

 Θα μου πεις (αν είσαι στενοκέφαλος και επιδιώξεις να δικαιολογήσεις αυτή την εξοργιστική και αηδιαστική απόπειρα δυσφήμισης της Δημουλά) πως οι νεκροί δεδικαίωνται. 

Όχι, απλώς… από τη μια, είναι must τάση να πενθούμε στα social για τον οποιονδήποτε γνωστό που πεθαίνει και από την άλλη, είναι αγαπημένη τακτική των αριστερών να καθαγιάζουν όποιον ξεψυχά… προσποιούμενοι πως ποτέ δεν ήρθαν σε κόντρα μαζί του, ποτέ δεν τον λοιδόρησαν, ποτέ δεν τον στοχοποίησαν, ποτέ δεν τον τοποθέτησαν απέναντί τους, δεν τον μεταμόρφωσαν σε τροφή για ανόητα, λυσσασμένα σκυλιά.

Το έχει κάνει, άλλωστε, και ο Αλέξης Τσίπρας, πλέκοντας – πολλές φορές- το εγκώμιο του “δεξιού” Κωνσταντίνου Καραμανλή.

Κλείνω γράφοντας πως αν η Δημουλά συνέχιζε να ζει, θα συνέχιζε και να τους ενοχλεί, επειδή δεν ήταν ταγμένη στο μέτωπό τους και “ραμμένη στα μέτρα τους”.  Θα τους εκνεύριζε και θα τους δυσαρεστούσε με τον λόγο, ακόμη και τις εμφανίσεις της… διότι, στον μικρόκοσμο τους, στις ΚΟΒΕΣ τους, έμαθαν πως όποιος δεν είναι μαζί τους είναι αναγκαστικά απέναντι τους. 

 Όπως συνέβη και τον Νοέμβριο του 2019, όταν η Έλενα Ακρίτα ανακάλυψε μια φωτογραφία της Δημουλά, ανάμεσα στη Μαριάννα Βαρδινογιάννη, τη Μαρίνα Πατούλη και τη Μαρέβα Γκραμπόφσκι- Μητσοτάκη.

 “Γιατί κυρία Δημουλά;” αναρωτιόταν η Ακρίτα στο facebook, παριστάνοντας την έκπληκτη και συνάμα απογοητευμένη.

Για την Ακρίτα, ουδεμία σημασία είχε πως η φωτογραφία ήταν στιγμιότυπο από εκδήλωση του Συλλόγου Φίλων Παιδιών με Καρκίνο «ΕΛΠΙΔΑ», που είχε πραγματοποιηθεί στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, με αφορμή την Ημέρα της Μητέρας. Της αρκούσε που εκείνη την απαθανατισμένη στιγμή δεν ήταν με τους δικούς της, αλλά τους άλλους.

 Δεν είναι μεμπτό να μετανιώνεις, ούτε να λες πως κάποιος που “έφυγε” ήταν εξαίρετος στον τομέα του, αλλά απαίσιος -αν το πιστεύεις- ως χαρακτήρας. Είναι, όμως, γελοίο να χύνεις κροκοδείλια δάκρυα, υμνώντας τον… σα να μην τον κατηγόρησες ποτέ, σα να μην τον έβαλες στη φαρέτρα σου ακόμη και για εκείνη τη μια στιγμή. Τους νεκρούς δικαιώνουμε, ζητώντας τους “συγγνώμη” για τις φορές που τους αδικήσαμε, μιλώντας γι’ αυτούς, σα να τους κοιτούσαμε ντρόμπρα στα μάτια. Κι όσα διαβάζω, από μια πλευρά, γράφτηκαν με σκυμμένο κεφάλι, με  εμφανή τη στέρηση της ευθύτητας που η Δημουλά είχε.