Η κρίση στην Κίνα βυθίζει τις αγορές, αλλά ρίχνει και τις τιμές των τροφίμων

188

Ηύφεση στην Κίνα στον τομέα της ακίνητης περιουσίας και η γενικότερη αδυναμία της οικονομίας της χώρας να επιστρέψει σε ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης έχουν κυριολεκτικά «κόψει την όρεξη» των κινέζων πολιτών, όπως και την επιθυμία τους για φαγητό έξω από το σπίτι. Καθώς η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος εισαγωγέας παγκοσμίως για τα περισσότερα αγροτικά προϊόντα, η πτώση της ζήτησης έχει ήδη επηρεάσει τις τιμές τους στις διεθνείς χρηματιστηριακές αγορές.

Το σιτάρι, το καλαμπόκι, η σόγια, βρίσκονται στο χαμηλότερο επίπεδο της τελευταίας τριετίας, ανακουφίζοντας βέβαια τους καταναλωτές ανά τον κόσμο αλλά δημιουργώντας σοβαρά προβλήματα στους παραγωγούς και στην εφοδιαστική αλυσίδα των τροφίμων. Ρεπορτάζ του διεθνούς Τύπου έχουν ήδη επισημάνει τη σημαντική μείωση των κερδών των μεγάλων διεθνών εμπορικών επιχειρήσεων που ασχολούνται με το εμπόριο και τη μεταφορά δημητριακών και άλλων τροφίμων. Την ίδια στιγμή, οι παραγωγοί έχουν αρχίσει να ανησυχούν γιατί αν αυτή η κατάσταση κρατήσει πολύ καιρό, οι τιμές των αγροτικών προϊόντων θα υποχωρήσουν ακόμα περισσότερο, πλήττοντας τα εισοδήματα των καλλιεργητών.

Η ανησυχία των καλλιεργητών φάνηκε και σε ρεπορτάζ του Bloomberg πριν λίγες μέρες. Σύμφωνα με αυτό, η μεγάλη μείωση των κινεζικών παραγγελιών για κριθάρι από τη Γαλλία έκαναν τον διευθυντή της ένωσης των καλλιεργητών κριθαριού να ταξιδέψει μέχρι την Κίνα προκειμένου να μπορέσει να εκτιμήσει το μέγεθος του προβλήματος.

Όπως όμως ήδη γνωρίζουμε, η αδυναμία της κινεζικής οικονομίας, και κυρίως του τομέα της ακίνητης περιουσίας και της οικοδομικής δραστηριότητας έχει πλήξει καίρια τη ζήτηση και για άλλου τύπου εμπορεύματα. Ύστερα από σχεδόν εικοσαετή συνεχή άνοδο της παραγωγής και κατανάλωσης χάλυβα στη χώρα, τα προβλήματα στην οικοδομική δραστηριότητα έχουν φέρει μία σημαντική υποχώρηση στη ζήτηση. Αποτέλεσμα αυτής είναι η συσσώρευση αποθεμάτων χάλυβα τα οποία τελικά κατευθύνθηκαν σε εξαγωγές ανά τον κόσμο, προκαλώντας πιέσεις στην τιμή των χαλυβουργικών προϊόντων ανά τον κόσμο.

Όσο για την πρώτη ύλη των χαλυβουργείων, το σιδηρομετάλλευμα, έχει παρουσιάσει σημαντική υποχώρηση και βρίσκεται κάτω από τα 100 δολάρια/τόνο για πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια, ενώ στην αρχή του χρόνου ήταν πάνω από τα 140. Οι μεγάλες εξορυκτικές εταιρείες που προμηθεύουν την Κίνα με σιδηρομετάλλευμα και βλέπουν την κερδοφορία τους να πλήττεται, έχουν ήδη αναγνωρίσει το πρόβλημα και προσπαθούν σταδιακά να μειώσουν την εξάρτησή τους από αυτόν τον τομέα και να στραφούν προς τον χαλκό που αναμένεται να ευνοηθεί πολύ από την παγκόσμια στροφή προς την πράσινη ενέργεια και την ηλεκτροκίνηση.

Ακόμα και εκεί όμως, η αδύναμη ζήτηση από την Κίνα και τα μεγάλα αποθέματα που έχουν συσσωρευθεί έχουν αλλάξει την βραχυπρόθεσμη εικόνα για το κόκκινο μέταλλο. Η τιμή του έχει υποχωρήσει κατά 20% περίπου από τα ιστορικά υψηλά των 5,10 δολαρίων/λίβρα που έφθασε στο τέλος της άνοιξης, καθώς οι επενδυτές και η διεθνής αγορά αναπροσάρμοσαν καθοδικά τις εκτιμήσεις τους για τη ζήτηση το 2025. Σημαντική είναι και συμβολή της μειωμένης κινεζικής ζήτησης και στην καθοδική πορεία των τιμών του αργού πετρελαίου από τον Ιούλιο και μετά.

Η κινεζική αδυναμία δεν περιορίζεται εκεί και δεν οφείλεται μόνο στην αδυναμία του βιομηχανικού τομέα και τις παρενέργειές της. Κάτι που αναφέρεται συχνά στον διεθνή Τύπο τους τελευταίους μήνες είναι αυτό που ονομάζουν «κρίση εμπιστοσύνης» των πολιτών απέναντι στο Κράτος και την οικονομία.

Ένα σημαντικό μέρος επιχειρήσεων και στελεχών του ιδιωτικού τομέα που ασχολούνται με τον χρηματοοικονομικό τομέα, τα ηλεκτρονικά προϊόντα μαζικής κατανάλωσης, την παραγωγή τεχνολογίας νοιώθουν τα τελευταία χρόνια πολύ μεγάλη πίεση καθώς η κινεζική ηγεσία έχει βάλει στο στόχαστρο τους τομείς της οικονομίας που εμφάνιζαν σημαντική ανάπτυξη και αντάμειβαν πλουσιοπάροχα τους εργαζόμενους σε αυτά.

Η πολιτική της «κοινής ευημερίας» που ευαγγελίζεται ο πρόεδρος Xi Jinping, σε συνδυασμό με το ανελέητο κυνηγητό της διαφθοράς, έχει κάνει πάρα πολλές επιχειρήσεις και εργαζόμενους να χάσουν τον δυναμισμό τους καθώς δεν επιθυμούν να μπουν στο στόχαστρο των αρχών. Οι ίδιες κρατικές πρωτοβουλίες έχουν μειώσει ακόμα περισσότερο και την επιθυμία των δημοσίων υπαλλήλων να προσπαθήσουν να εργαστούν πιο αποδοτικά. Ο συνδυασμός των παραπάνω με ορισμένες εξελίξεις όπως η απόφαση για σταδιακή αύξηση των ορίων ηλικίας για τη συνταξιοδότηση των εργαζόμενων, κάνει ακόμα χειρότερα τα πράγματα.

Παράπλευρη συνέπεια αυτής της «κρίσης εμπιστοσύνης», της μειωμένης επιθυμίας για εργασία και ανάληψη κινδύνων αλλά και των μειωμένων απολαβών πολλών στελεχών επιχειρήσεων που πλήττονται από τη στασιμότητα της οικονομίας είναι και η σημαντική πτώση των πωλήσεων των ειδών πολυτελείας.

Το γαλλικό χρηματιστήριο, όπου η LVMH (MC), η Kering (KER) και η Hermes (RMS) έχουν πολύ μεγάλη συμμετοχή στη διαμόρφωση του βασικού χρηματιστηριακού δείκτη, έχει πληγεί ιδιαίτερα φέτος αφού η MC πέφτει κατά σχεδόν 15% από την αρχή του 2024 και η Kering κατά περίπου 40% (η RMS σημειώνει πολύ ελαφρά άνοδο). Πέρα από το χρηματιστήριο, ζημιά υφίσταται και η γαλλική οικονομία, αφού ο τομέας των ειδών πολυτελείας είναι το «βαρύ πυροβολικό» της.

Οι προοπτικές για τη συνέχεια δεν φαίνονται πολύ ρόδινες, καθώς η κυβέρνηση δεν δείχνει έτοιμη να πάρει σοβαρά μέτρα τόνωσης της εσωτερικής ζήτησης ούτε διατεθειμένη να προχωρήσει πιο δυναμικά στη στήριξη του τομέα της ακίνητης περιουσίας. Αντίθετα, συνεχίζει να ενισχύει τη δραστηριότητα έντονα εξαγωγικών τομέων και να συντηρεί την υπερβάλλουσα παραγωγική δυναμικότητά τους, με την αυτοκινητοβιομηχανία και τη βιομηχανία φωτοβολταϊκών συστημάτων να αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα. Αν κάτι δεν αλλάξει, το πιθανότερο είναι να συνεχιστεί η αναιμική ανάπτυξη της κινεζικής οικονομίας και να ενταθούν οι εμπορικοί πόλεμοι που βρίσκονται σε εξέλιξη. Τότε θα δούμε, κατά πάσα πιθανότητα, να αυξάνονται οι πιέσεις στις παγκόσμιες αγορές εμπορευμάτων και μετοχών, και να πληγούν ακόμα πιο ισχυρά οι δυτικές οικονομίες.

Εκτός αν συμβεί αυτό στο οποίο αναφέρθηκε στις 19 Σεπτεμβρίου ο Chan Ka Sing, του Reuters Breakingviews. O Chan υποστήριξε πως η μείωση των αμερικανικών επιτοκίων αναφοράς κατά 0,50% ελευθερώνει τα χέρια της κεντρικής τράπεζας της Κίνας, η οποία μπορεί πλέον να προχωρήσει και αυτή σε σημαντική μείωση του κόστους χρήματος για την κινεζική οικονομία χωρίς να φοβάται πως αυτό θα προκαλέσει υποτίμηση του γιουάν.

Όπως επισήμανε ο Chan, η PBOC (People’s Bank of China) έχει υποχρέωση να επιδιώκει τη διατήρηση της νομισματικής σταθερότητας, και αν μείωνε περισσότερο τα επιτόκια αναφοράς πριν η αμερικανική Fed αρχίσει τις δικές της μειώσεις, θα διακινδύνευε την πρόκληση αναταραχής στην ισοτιμία γιουάν/δολαρίου ΗΠΑ. Κατά τον Chan, αυτός ο κίνδυνος έχει πλέον μικρύνει κατά πολύ και η PBOC μπορεί πλέον να προσπαθήσει να τονώσει την οικονομία μειώνοντας τα επιτόκια. Αυτό θα αρέσει πολύ και στον πρόεδρο Xi Jinping, ο οποίος σε καμία περίπτωση δεν θέλει να δει την οικονομία να χειροτερεύει και τη λαϊκή δυσαρέσκεια να αρχίσει να γίνεται πιο εμφανής.

Βέβαια, ακόμα και αν επαληθευθούν οι εκτιμήσεις του αρθρογράφου, κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος πως θα αντιστραφεί η αρνητική πορεία της κινεζικής οικονομίας και θα μετριαστούν οι φόβοι για την κλιμάκωση των αρνητικών συνεπειών στις διεθνείς αγορές και τη διεθνή οικονομία. Τουλάχιστον όμως θα έχει γίνει ένα βήμα προς αυτή την κατεύθυνση.