Η σχέση μας με την Τουρκία δεν είναι ζήτημα οντολογικής προσέγγισης

1020

Γράφει ο Ιωάννης Κίτσος.

 

Όταν ξεκίνησα τις σπουδές μου στο πανεπιστήμιο της Ουαλίας Aberystwyth, δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα το ανέφερα κάποια στιγμή με αφορμή τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Το Aberystwyth είναι μια μικρή πόλη στα παράλια της δυτικής Ουαλίας. Είναι γνωστή ως καλοκαιρινό θέρετρο αλλά και για το ομώνυμο πανεπιστήμιο που φιλοξενείται σε αυτή. Στο ευρύ κοινό, το πανεπιστήμιο έγινε γνωστό από τον Πρίγκιπα Κάρολο της Ουαλίας, όταν για ένα διάστημα παρακολούθησε μαθήματα ουαλικής ιστορίας και γλώσσας εκεί. Κυρίως, όμως, είναι παγκοσμίως γνωστό για το διάσημο τμήμα πολιτικών επιστημών του.

Το 1919 δημιουργήθηκε, για πρώτη φορά ιστορικά, το Τμήμα Διεθνούς Πολιτικής στο πανεπιστήμιο του Aberystwyth, γεγονός που από τότε εισάγει έναν ξεχωριστό επιστημονικό κλάδο της Διεθνούς Πολιτικής. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι ο άνθρωπος που δημιούργησε το τμήμα, ένας Ουαλός βιομήχανος ονόματι David Davies, θεωρούσε ότι ο σκοπός της δημιουργίας του ήταν να συνδράμει στην αποτροπή των πολέμων.

Για τα επόμενα είκοσι χρόνια, η επιστήμη σημαδεύτηκε από τη στράτευση της στην υπόθεση της αλλαγής του κόσμου. Αυτή είναι γνωστή ως κανονιστική θέση με έργο της ακαδημαϊκής μελέτης να δημιουργήσει έναν καλύτερο, φιλελεύθερο, κόσμο. Οι «αντίπαλοι» – κυρίως Ρεαλιστές – αυτής της θέσης την αποκαλούσαν Ιδεαλισμό (Φιλελευθερισμό), διότι είχε μια άποψη για το πως θα έπρεπε να είναι ο κόσμος και προσπάθησε να συμβάλλει σε γεγονότα ώστε να πραγματωθεί αυτή η άποψη. Η φιλελεύθερη παράδοση έχει τις ρίζες της σε μια οντολογία σύμφωνα με την οποία οι άνθρωποι θεωρούνται ουσιωδώς συνεργάσιμα πλάσματα, παρά τον εγκλεισμό τους σε κράτη τα οποία συχνά συμπεριφέρονται σαν να μην είναι έτσι. Οι Φιλελεύθεροι δίνουν μεγαλύτερη σημασία στη σφαίρα των ιδεών από ότι οι Ρεαλιστές.

Οι Φιλελεύθεροι αμφισβητούν το κράτος ως τον κύριο δρώντα στην παγκόσμια πολιτική και τον πόλεμο ως φυσική της κατάσταση. Θεωρούν τις πολυεθνικές εταιρείες, διεθνικούς δρώντες, όπως τους διεθνείς οργανισμούς κεντρικούς δρώντες σε κάποια θεματικά πεδία της παγκόσμιας πολιτικής. Σε αυτά τα θεσμικά πεδία, στο πλαίσιο των οποίων ενεργούν τα κράτη, έχουν την τάση να βλέπουν το κράτος όχι ως ενιαίο ή συνεκτικό δρώντα, αλλά ως σύνολο από γραφειοκρατίες, κάθε μια από τις οποίες επιδιώκει τα δικά της συμφέροντα. Για το λόγο αυτό δεν μπορεί να υπάρχει εθνικό συμφέρον. Στις σχέσεις μεταξύ των κρατών, οι Φιλελεύθεροι τονίζουν τις δυνατότητες συνεργασίας και το κύριο θέμα τους είναι η δημιουργία διεθνούς περιβάλλοντος ευνοϊκού για τη συνεργασία.

Οι «αντίπαλοι» του Φιλελευθερισμού, Ρεαλιστές, έχουν μια πολύ διαφορετική οντολογία. Βλέπουν τον κόσμο όπως είναι στην πραγματικότητα και όχι όπως θα θέλαμε να είναι. Για τους Ρεαλιστές, ο πραγματικός κόσμος δεν είναι ευχάριστος· οι άνθρωποι είναι εγωιστές στην καλύτερη περίπτωση, και συνήθως είναι μάλλον πολύ χειρότεροι. Σύμφωνα με τους Ρεαλιστές, η ανθρώπινη φύση είναι σταθερή και, πράγμα κρίσιμο, εγωιστική.

Για τους Ρεαλιστές, οι κύριοι δρώντες της παγκόσμιας σκηνής είναι τα κράτη, τα οποία είναι νομίμως κυρίαρχοι δρώντες. Η διεθνής πολιτική αντιπροσωπεύει μια πάλη για την ισχύ μεταξύ των κρατών, με το καθένα να επιχειρεί να μεγιστοποιήσει τα εθνικά του συμφέροντα. Αυτή η τάξη που υπάρχει στην παγκόσμια πολιτική είναι αποτέλεσμα της λειτουργίας ενός μηχανισμού, γνωστού ως η ισορροπία των δυνάμεων, μέσω του οποίου δρουν τα κράτη ώστε να εμποδίσουν την κυριαρχία ενός κράτους. Έτσι, η παγκόσμια πολιτική έχει να κάνει με τις διαπραγματεύσεις και συμμαχίες, έχοντας τη διπλωματία ως κεντρικό μηχανισμό για την εξισορρόπηση διαφόρων εθνικών συμφερόντων, τελικά όμως το σημαντικότερο εργαλείο που υπάρχει για την εφαρμογή της εξωτερικής πολιτικής των κρατών είναι η στρατιωτική βία.

Ο Ρεαλισμός αποτελεί τον κυρίαρχο τρόπο με τον οποίο εξηγείται η παγκόσμια πολιτική τα τελευταία εκατό χρόνια. Πέραν του Φιλελευθερισμού, οι επόμενοι δυο βασικοί «αντίπαλοι» του Ρεαλισμού, ως θεωρίες της παγκόσμιας πολιτικής, είναι ο Μαρξισμός και ο Κονστρουκτιβισμός.

Η μαρξιστική θεωρία, γνωστή ως στρουκτουραλισμός ή θεωρία του παγκόσμιου συστήματος, είχε κάποια επιρροή στη διεθνή κοινότητα κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου και πριν την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού. Σύμφωνα με τη μαρξιστική θεωρία, το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό της παγκόσμιας πολιτικής είναι ότι ασκείται σε μια παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία. Σε αυτήν οι σημαντικότεροι δρώντες δεν είναι τα κράτη αλλά οι τάξεις και η συμπεριφορά όλων των δρώντων εξηγείται τελικά από τις ταξικές δυνάμεις. Έτσι, τα κράτη, οι πολυεθνικές εταιρείες, ακόμα και οι διεθνείς οργανισμοί εκπροσωπούν το κυρίαρχο ταξικό συμφέρον στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα. Παρεμπιπτόντως, παρά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού τον στρουκτουραλισμό στην χώρα μας τον βιώσαμε παραδόξως μέσα από την αποτυχημένη Συμφωνία των Πρεσπών.

Τέλος, ο κοινωνικός Κονστρουκτιβισμός είναι μια θετική περιγραφή που αναπτύχθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 80’και θεωρεί ότι η ανθρώπινη δράση έχει εν δυνάμει πολύ μεγαλύτερο ρόλο στην παγκόσμια πολιτική από ό,τι της αναγνώρισαν ο Ρεαλισμός, ο Φιλελευθερισμός και ο Μαρξισμός. Ο Κονστρουκτιβισμός υποστηρίζει ότι δημιουργούμε και ξαναδημιουργούμε τον κοινωνικό κόσμο και για το λόγο αυτό η ανθρώπινη δράση παίζει πολύ μεγαλύτερο ρόλο από ό,τι υπαινίσσονται οι άλλες θεωρίες. Μάλλον οι Κονστρουκτιβιστές δεν έχουν συνειδητοποιήσει ακόμα ότι η άμεση αντιπαράθεση ανθρώπου προς άνθρωπο με ιστορική βεβαιότητα οδηγεί σε απόλυτη αταξία.

Ας τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Η νομική βάση για τη σύγχρονη κρατική κυριαρχία και, κατά συνέπεια, τους θεμελιώδεις κανόνες ή την καταστατική διευθέτηση της σύγχρονης παγκόσμιας πολιτικής καθιερώθηκε από τις Συνθήκες της Βεστφαλίας και του Όσναμπρουκ (1648) – μετά τον καταστρεπτικό Τριακοντετή πόλεμο μεταξύ μεταρρύθμισης και αντιμεταρρύθμισης, όπου ηττήθηκαν οι αυτοκράτορες Αψβούργοι. Κωδικοποιώντας και νομιμοποιώντας την αρχή της κρατικής κυριαρχίας, ο καταστατικός διακανονισμός της Βεστφαλίας γέννησε το σύγχρονο σύστημα κρατών. Σηματοδοτεί δε και το τέλος της εποχής των αυτοκρατοριών.

Η βεστφαλική διεθνής κοινωνία βασιζόταν σε τρεις κύριες αρχές. Η πρώτη ήταν η rex est imperator in regno suo (ο βασιλιάς είμαι αυτοκράτορας στη δική του επικράτεια). Η δεύτερη αρχή είναι η cuius regio, eius religio (ο ηγεμόνας καθορίζει τη θρησκεία της επικράτειας του). Η τρίτη αρχή ήταν η ισορροπία των δυνάμεων. Η τελευταία, αυτή αρχή σκοπό είχε να εμποδίσει οποιονδήποτε ηγεμόνα να εγερθεί και να κυριαρχήσει τους υπόλοιπους.

Με βάση την αρχή της ισορροπίας των δυνάμεων ο ιδεαλιστής πρόεδρος των ΗΠΑ Woodrow Wilson σε ομιλία του στο Κογκρέσο στις 8 Ιανουαρίου 1918 στα τέλη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ανακοινώνει αυτό που αργότερα ονομάστηκε «Διάγγελμα των 14 σημείων». Ο Wilson ήλπιζε ότι οι μελλοντικοί πόλεμοι θα μπορούσαν να αποτραπούν μέσω της δημιουργίας μιας διεθνούς οργάνωσης βασισμένης στην αρχή της «συλλογικής ασφάλειας». Το σχέδιο του για την Κοινωνία των Εθνών βασιζόταν στην ιδέα ότι τα κράτη μέλη υπέρ της ειρήνης θα εκλάμβαναν οποιαδήποτε απειλή κατά της διεθνούς ειρήνης ως επιθετική ενέργεια η οποία στο τέλος απειλούσε όλες και, συνεπώς, θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί συλλογικά.

Η Συνθήκες της Βεστφαλίας και του Όσναμπρουκ και η Κοινωνία των Εθνών θα εξελίσσονταν τελικά στον Καταστατικό Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, στις Συμβάσεις της Γενεύης και σε άλλους σύγχρονους φορείς δικαίου. Επιπλέον, κατά τον ψυχρό πόλεμο, με την ανάπτυξη αμερικάνικων στρατιωτικών δυνάμεων ακολούθησε η πολιτική δέσμευση που καθιερώθηκε με τη σύσταση του Οργανισμού Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ), τον Απρίλιο του 1949. Η βασική αρχή του συμφώνου – δηλαδή ότι μια επίθεση εναντίον ενός μέλους θα αντιμετωπιζόταν ως επίθεση εναντίον όλων – ήταν σύμφωνη με την αρχή της συλλογικής αυτοάμυνας που καθιερώνεται στο άρθρο 51 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Με την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης μαζί με την ταυτόχρονη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, της Αιθιοπίας και της Τσεχοσλοβακίας ο σημερινός αριθμός κρατών ανέρχεται σε περισσότερα από 180.

Εντός του ανωτέρω πλαισίου διαμορφώνονται σήμερα οι διεθνείς σχέσεις και πάνω σε αυτές επιχειρούν να βρουν εφαρμογή οι διαφορετικές τους θεωρίες, με κύριες επικρατούσες αυτές του Ρεαλισμού και του Φιλελευθερισμού. Ανάλογα, λοιπόν, με την οντολογία την οποία πιστεύει κανείς επιχειρεί να ερμηνεύσει και να διαμορφώσει τις διεθνής σχέσεις.

Στην Ελλάδα η θεωρία του Φιλελευθερισμού εκφράζεται μονοδιάστατα από το ΕΛΙΑΜΕΠ και κυρίως από το 1993, όταν μετονομάστηκε σε Ίδρυμα Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής, δείχνει να κυριαρχεί στην ελληνική εξωτερική πολιτική. Αν και πρώτος ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης επιχείρησε να την εφαρμόσει, ο κυριότερος εκφραστής και πρακτικός της θεωρίας αυτής υπήρξε ο Κώστας Σημίτης. Και όλοι γνωρίζουμε τα αποτελέσματα. Μέσω της επιλογής κατευνασμού που εφάρμοσε κατά την διάρκεια της διακυβέρνησης του δημιούργησε τις γκρίζες ζώνες στο Αιγαίο, μεγάλωσε την όρεξη των Τούρκων και τους ενθάρρυνε να πιστέψουν ότι μπορούν να φέρουν επιτυχώς εις πέρας παράτολμες παραβιάσεις των μεταξύ μας διεθνών συνθηκών, αλλά και του διεθνούς δικαίου – η Τουρκία δεν έχει υπογράψει τη Σύμβαση του ΟΗΕ του 1982 για το Δίκαιο της Θάλασσας.

Να θυμίσω εδώ ότι για πρώτη φορά στην σύγχρονη ιστορία, η επιλογή του κατευνασμού εφαρμόστηκε από τον ιδεαλιστή Βρετανό πρωθυπουργό Neville Chamberlain στην προσπάθεια του να αποφύγει τον πόλεμο με την χιτλερική Γερμανία. Μέσω του δειλού κατευνασμού του Χίτλερ, οι ηγέτες της Γαλλίας και της Βρετανίας απλά κατάφεραν να μεγαλώσουν την όρεξη του και τον ενθάρρυναν να πιστέψει ότι μπορούσε να φέρει επιτυχώς εις πέρας ακόμα πιο παράτολμες παραβιάσεις της Συνθήκης των Βερσαλλιών. Ενώ ο Χίτλερ καταπατούσε παράφορα την Συνθήκη των Βερσαλλιών – ανακατέλαβε τη Ρηνανία το 1936, ενθάρρυνε ναζιστικά κινήματα στην Αυστρία και πίεσε τον Αυστριακό καγκελάριο Schuschnigg να συμπεριλάβει ναζιστές στην κυβέρνηση του, το 1938 έστειλε γερμανικά στρατεύματα στην άλλη πλευρά των συνόρων προκειμένου να εξασφαλίσει την ενοποίηση της Αυστρίας με τη Γερμανία και τελικά εισέβαλε στην Τσεχοσλοβακία – ο Βρετανός πρωθυπουργός υπέθεσε ότι οι διάφορες μεταξύ των Ευρωπαίων πολιτικών μπορούσαν να εξομαλυνθούν μέσω διαπραγματεύσεων και συμβιβασμών, εφόσον όλοι επιθυμούσαν στην ουσία την ειρήνη. Όπως είναι γνωστό αυτό δε συνέβη.

Ο Neville Chamberlain αγνόησε και την μαρτυρία που βρίσκουμε στην Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου του Θουκυδίδη, όπου οι Αθηναίοι απορρίπτοντας την έκκληση των Μηλίων για δικαιοσύνη, τους απάντησαν ότι η δικαιοσύνη μεταξύ των κρατών εξαρτάται από την ισότητα ισχύος: «Ο ισχυρός επιβάλλει ότι του επιτρέπει η δύναμη του και ο αδύνατος υποχωρεί όσο του το επιβάλλει η αδυναμία του… Ακολουθούν την πιο σωστή πολιτική όσοι απέναντι των ίσων δεν υποχωρούν, απέναντι των ισχυροτέρων συμπεριφέρονται με φρόνηση και απέναντι των κατωτέρων είναι μετριοπαθείς». Το παραπάνω απόσπασμα αποτελεί κλασική δήλωση της πολιτικής δεοντολογίας του Ρεαλισμού στην παράδοση της Δύσης.

Οι «ιδεαλιστικές» προσδοκίες για ενίσχυση της παγκόσμιας ειρήνης, μετά από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, έληξαν με μια απόλυτα αναμενόμενη κατάρρευση, με την Κοινωνία των Εθνών του Wilson να αποτυγχάνει λόγω της επίμονης προτίμησης που έδειχναν τα κράτη σε υπολογισμούς εθνικής ιδιοτέλειας πάνω από οποιαδήποτε αίσθηση παγκόσμιου κοινού συμφέροντος. Αναλόγως, οι προσπάθειες των φιλελευθέρων διεθνιστών να δώσουν κακό όνομα στην «πολιτική της ισχύος» αποδείχθηκαν αφελώς άστοχες.

Όταν η σημερινή Τουρκία επιβεβαιώνει για μια ακόμα φορά ιστορικά την θεωρία του Ρεαλισμού και «πολιτική της ισχύος», η επιλογή της σημερινής κυβέρνησης να κατευνάζει την γείτονα χώρα την στιγμή που η ίδια συνεχίζει να φέρνει επιτυχώς εις πέρας παράτολμες παραβιάσεις όχι μόνο μεταξύ μας διεθνών συνθηκών και του διεθνούς δικαίου, αλλά και άλλων χωρών, μου έφερε στο μυαλό το πανεπιστήμιο στο οποίο σπούδασα και όλες τις παραπάνω σκέψεις σχετικά με την διεθνή διπλωματία.

Αντιλαμβάνομαι ότι για τους Φιλελεύθερους, πολλώ μάλλον Στρουκτουραλιστές και Κονστρουκτιβιστές, δεν μπορεί να υπάρχει εθνικό συμφέρον. Όταν για τους Φιλελεύθερους οι πολυεθνικές εταιρείες είναι οι διεθνικοί δρώντες και οι διεθνείς οργανισμοί οι κεντρικοί δρώντες σε κάποια θεματικά πεδία της παγκόσμιας πολιτικής. Αλλά και το ότι τονίζουν τις δυνατότητες συνεργασίας και το κύριο θέμα τους είναι η δημιουργία διεθνούς περιβάλλοντος ευνοϊκού για τη συνεργασία.

Την στιγμή, όμως, που οι Τούρκοι εμφανίζονται εγωιστές στην καλύτερη περίπτωση, και συνήθως είναι μάλλον πολύ χειρότεροι – μαξιμαλιστές -, η σχέση μας με την Τουρκία δεν είναι ζήτημα οντολογικής προσέγγισης, πολλώ μάλλον φιλελεύθερου κατευνασμού, αλλά προάσπισης των εθνικών μας συμφερόντων. Κι αν η επιδίωξη μας είναι η αποφυγή πολέμου, η επιλογή του κατευνασμού, όπως και στην περίπτωση του ιδεαλιστή Neville Chamberlain, εκεί μας οδηγεί. Μέχρι να το καταλάβουμε να δούμε τι θα έχει μείνει να διεκδικήσουμε. Για τη δε αποτυχημένη Συμφωνία των Πρεσπών, αν δεν το έχουμε καταλάβει ακόμα, να σημειώσω ότι ο υπαρκτός σοσιαλισμός άρα και στρουκτουραλισμός έχουν καταρρεύσει εδώ και πάρα πολλά έτη.