Η σκοτεινή και σύνθετη ιστορία των trolls

970

Γράφει ο Στυλιανός Ιατρού.

 

Είναι σύνθετη η ιστορία τους στη δημώδη και κατόπιν λόγια μυθολογία της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης. Ένα κομμάτι της το βρίσκουμε λογοτεχνικά επεξεργασμένο και με υπαινιγμούς δοσμένο στα κείμενα του Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν.

Τα τρολλς γράφονται trolls, όμως αυτό το διπλό -ll της κατάληξης μονάχα σήμερα το προφέρουμε ως λάμδα. Βλέπετε, αρχικά η λέξη ήταν trow και drow, μα μήτε και η σημερινή προφορά /τρόου/ και /ντρόου/ αποδίδει ορθά τον πραγματικό λόγο για τον οποίον βρισκόταν αυτό το -w στην κατάληξη.

Ασφαλώς παραδίδονται μέσα σε τόσους αιώνες διάφορες γραφές, όπως trou, drau, ακόμα και trough.που σημερα σημαίνει κάτι άλλο, με αυτό το αγγλικό -ough που γνωρίζει δέκα πιθανές προφορές, γιατί στη Δύση η γραπτή γλώσσα ήταν για αιώνες η λατινική, ενώ οι δημώδεις, προφορικές γλώσσες γενικά δεν γράφονταν, κι όταν κάποιος το επιχειρούσε, τότε αυτοσχεδίαζε χρησιμοποιώντας τα λατινικά γράμματα και παραλλαγές τους για ν’ αποδώσει γραπτά τους συχνά πολύ σύνθετους ήχους που η προφορική γλώσσα έτρεπε φωνητικά από κοιλάδα σε κοιλάδα με την ταχύτητα πυρκαγιάς, κι από γενιά σε γενιά.

Λόγου χάρη, οποίος ασχολήθηκε να μάθει δανέζικα θα ρίχτηκε σε μεγάλους μπελάδες με την περίπλοκη φωνητική της γλώσσας. Για τα γαλλικά, που γράφεις δέκα γράμματα και προφέρεις τρία, τί να πω; Όποιος πάλι έμαθε ρώσικα και είναι και γλωσσολόγος θ’ αναγνώρισε φωνητικές ρίζες που βλάστησαν από γοτθοσουηδικά και καρποφόρησαν σε κάτι νέο όταν μπολιάστηκαν με σλαβικά, όμως τα σημάδια είναι εκεί για να τα δεις, άμα ξέρεις πώς και νοιάζεσαι να ψάξεις.

Πίσω στο trow, αυτό το w ήταν κυριολεκτικά ένα νέο γράμμα που προέκυψε, όταν οι γραφείς τοποθετούσαν δύο v το ένα δίπλα στο άλλο, προκειμένου να εξυπηρετήσουν μιαν ανάγκη.

Αυτή η ανάγκη ήταν η γραπτή γλώσσα ν’ αρχίσει ν’ ανταποκρίνεται στην απαίτηση ν’ αποδοθεί ένας ήχος ξεχασμένος κατά την ύστερη αρχαιότητα, που επανέκαμψε στους μέσους χρόνους. Ήταν ο ήχος /β/, ο οποίος στις καταλήξεις φαίνεται πως έσβηνε, τόσο στις γερμανικές όσο και στις σλαβικές γλώσσες, μαλακώνοντας σε /φ/ — όπως ας πούμε στα ρώσικα το λιοντάρι, лев δεν προφέρεται /λιεβ/ αλλά /λιεφ/ — κι επομένως, όταν έβαζες στην κατάληξη vv το πρώτο διαβαζόταν κάπως σαν /ου/ και το δεύτερο κάπως σαν /φ/ αν δεν εξέπιπτε τελείως, καθώς συχνά συμβαίνει κατά τη ροή του λόγου να τρώμε τις καταλήξεις. Όσοι γνωρίζετε ρώσικα, για παράδειγμα, θα έχετε ακούσει τον Πούτιν (αλλ’ όχι τον Λαβρόφ) να μην λέει /απάσναγια/, опасная, αλλά /απάσνα/ τρώγοντας το /-για/ της κατάληξης.

Αυτό το v σε άλλες γλώσσες το λέγανε /βε/ και σε άλλες /βάου/ και /φάου/, επομένως προφερόταν β ή φ. Όμως, στα μεσαιωνικά λατινικά, το v δεν διαβαζόταν πλεον /β/ αλλά /ου/, ας πούμε ο ίππος, eqvvs, προφερόταν στα κλασικά λατινικά /έκβους/ αλλά στα μεσαιωνικά λατινικά /έκουους/, και σήμερα στα βιβλία μας το βρίσκουμε τυπωμένο ως equus, διότι γνωριζουμε πως το γράμμα κόππα, q, που εξέπεσε νωρίς στην ελληνική αλλά διατηρήθηκε στην λατινική, πάντοτε ακολουθείτο από έναν ήχο /β/ ή /ου/ όταν μετά ακολουθούσε ένα φωνήεν, κι έτσι qui, quae, quod, quae-, quo-, Ήδη άρχισε να εμφανίζεται και το u για ν’ αποδώσει ειδικότερα το /ου/ με ξεχωριστό γράφημα απ’ το παλιό, κλασικό v.
Επειδή όμως τα πράγματα δεν μπορούσαν να γίνουν απλούστερα, σε τόπους με ζώσες τις κελτικές λαλιές, το trow /τρόουφ/ έγινε troll /τρόουχ/ με τα δύο λάμδα ν’ αποδίδουν έναν υγρό και παχύ ήχο /χ/ που έβγαινε από τα πλευρά της ρίζας της γλώσσας στο στόμα, και σήμερα διατηρείται χαρακτηριστικά στα ουαλικά μα και κάπως παρόμοια σε μέρη της ισπανικής. Στο γνωστό ουαλικό χωριό Llanfair­pwllgwyngyll­gogery­chwyrn­drobwll­llan­tysilio­gogo­goch, τα ll προφέρονται /χι/. Αν πάλι έχετε δει μπάσκετ με ισπανική εκφώνηση, ο Sergio Llull δεν προφέρεται /Σέρχιο Λουλ/ αλλά περίπου /Σέρχιο Γιούιγ/.

Τώρα, τί ήταν τα τρολλς; Αρχικά ήσαν κακόβουλα μικρόσωμα πλάσματα του νεραϊδόκοσμου που ζούσαν στους πρώτους θαλάμους των σπηλιών, και στους βαθείς ίσκιους, συνήθως άρρωστων και τρομακτικών δασών, τόσο πυκνών που η ανάσα του ανθρώπου θα κοβόταν αν επιχειρούσε να τα διασχίσει ή να διανυκτερεύσει μέσα τους. Να πω εδώ πως γενικά ο νεραϊδόκοσμος στις λαϊκές δοξασίες ήταν εχθρικός και κακόβουλος προς τους ανθρώπους, γιατί οι τελευταίοι κατέστρεφαν το φυσικό ενδιαίτημα του πρώτου, ή έπαυαν σταδιακά, με την ανάδυση νέων θρησκευμάτων, ν’ αποτίουν τιμές στα στοιχειά της φύσης. Οι νεράιδες κάθε μορφής και μεγέθους, ακόμα και πέταλου λουλουδιού, καταπιάνονταν να μαγέψουν οσφρητικά, ηχητικά, ή οπτικά και να παρασύρουν στον χαμό τους όσους ανθρώπους απερίσκεπτα περιπλανώνταν στο δάσος. Ο ρόλος τους στα παραμύθια ήταν να διδάξουν πως υπήρχαν απαράβατα όρια ανάμεσα στον κόσμο των ανθρώπων και τον μαγικό πλέον κόσμο της φύσης που υποχωρούσε αμυνόμενος μπροστά στην επέλαση της μονοθείστικής ευταξίας του Χριστιανισμού.

Εκείνα τα πρωτογενή trolls ή trow (νομίζω πως δεν έχει διακριτό τύπο πληθυντικού), ήταν τα πλάσματα που ο Τόλκιν διαχώρισε σε orcs (κατάχλωμα και σε ανθρώπινο ύψος) και goblins (ωχρά και πιο βραχύσωμα).

Ο Τόλκιν στη συνέχεια διατήρησε το όνομα troll και trow — το δεύτερο το αποσιώπησε τελικά — για ένα άλλο πλάσμα, γιγαντόσωμο και νυκτόβιο, που ζούσε είτε σε σπηλιές στα βουνά, είτε σε σκοτεινά δάση και τενάγη. Έβγαινε τις νύχτες να κυνηγήσει απ’ τα κοπάδια των ανθρώπων, ή να εμπέσει αιφνιδιαστικά σε ανέμελους ταξιδιώτες στα ορεινά περάσματα, μα όλες οι ράτσες από trolls έπρεπε να ξανακρυφτούν πριν την αυγή, γιατί οι αχτίδες του ήλιου τα πέτρωναν αμέσως.

Ο Τόλκιν στηρίχθηκε πάνω σε αντιφατικές παραδόσεις που είχαν αναπτυχθεί παράλληλα μέσα στις πολλές χώρες του γερμανοσλαβικού κόσμου, κι επειδή ήταν σχολαστικός ρωμαιοκαθολικός διαχώρισε τα είδη, διότι δεν θα μπορούσε ν’ αφήσει τον ήλιο να δώσει εύκολη λύση στον πόλεμο ανθρώπων και trolls που σχεδίαζε για τις ιστορίες του. Έτσι τα trolls διατήρησαν την θανάσιμη ευαισθησία τους στον ήλιο, αλλά τα orcs και τα goblins απλώς τον αποστρέφονταν σφόδρα, ναι εξασθενούσαν στο φως του, αλλά δεν πέθαιναν κιόλας. Τα trolls κρατούσαν πελώρια ρόπαλα, και το γυμνό τους δέρμα το κάλυπταν ελάχιστα με βρωμερά κουρέλια ή τομάρια, ήσαν από μακριά δύσοσμα, και μερικά εξέκριναν και δηλητήριο στα σημεία που πληγιαζαν. Οι πατημασιές τους άφηναν μολυσματικά ίχνη στους βοσκότοπους και στα ρυάκια για μακρό διάστημα, τα λιβάδια και τα δάση αρρώσταιναν, και η γη δεν βλάσταινε ξανά εκεί που είχαν πατήσει, εκτός εάν μια ισχυρότερη μαγεία εξάγνιζε τον τόπο.

Η προέλευση των trolls ακολούθησε στον κόσμο του Τόλκιν το γενεαλογικό σχήμα των orcs και των goblins. Ησαν δηλαδή κι αυτά δημιουργήματα διαστροφής ανάλογα κάποιων ευγενών πλασμάτων, των Ents (Enyd), πνευμάτων της φύσης που είχαν λάβει δενδρομορφή και ήσαν οι βοσκοί των δέντρων, προστάτες και φύλακες των δασών. Τα trolls ήσαν είτε τέως Ents που γίναν κακόβουλα, εγκατέλειψαν τα δάση και κρύφτηκαν σε σπηλιές και έλη ζώντας πλέον μοναχά τους ή σπανίως σε τριάδα αδελφών, είτε πάλι ήσαν πλάσματα που ο Morgoth (τέως Melkor) έπλασε ως διεστραμμένα αντίγραφα-παρωδίες των Ents. Όπως τα τελευταία ήσαν βοσκοί των δασών με κοπάδια τους τα δέντρα και φύλακες της φύσης, έτσι και τα trolls ήσαν η θηρευτές των ζωικών κοπαδιών των ανθρώπων και μάστιγα των οικισμών τους. Βλέπετε τις αντιστροφές.

Στις μέρες μας, τα trolls είναι γρήγορα ευδιάκριτοι από τη δυσοσμία τους περιφερόμενοι υπηρέτες κακόβουλων αφεντικών, βλαβεροί freelance θηρευτές, που εισβάλλουν καταδρομικά στους τόπους των ανθρώπων, και μονάχα ζημιά προκαλούν παρά ωφέλεια, ψάχνοντας να βρουν μιαν αδυναμία για να βλάψουν την υπόληψη των θυμάτων τους, στη συνέχεια να τ’ αποθαρρύνουν με κουραστικές επιδρομές, να τα βυθίσουν σε φόβο για να μην ξαναβγούν στο ίδιο το δικό τους το προφίλ ελεύθερα να γράψουν όσα σκέφτονται.
Την πέφτουν στους ανθρώπους που αμέριμνοι τους βάλαν σπίτι τους, δηλαδή στις λίστες φιλων τους στα σόσιαλ μίντια, αλλά κι έτσι να μην είναι, αρπάζουν μοναχοί τον χώρο που τους παραχωρείται σε κάθε δημόσια ανάρτηση.

Φοβούνται το φως της αλήθειας, γι’ αυτό κι ενδύονται ψευδείς ταυτότητες, παραλλάσσουν τ’ όνομά τους, κι άμα ερευνήσεις στους δικούς τους τοίχους, θα δεις μονάχα ελάχιστα ή και καθόλου πρωτότυπα γραπτά δικά τους. Συνηθέστερα θα δεις αναμασημένα συνθήματα που τα ξεράσανε άτεχνα, ακριβώς όπως τα οστά, οι σηπόμενες σάρκες, και τα κλοπιμαία που βρήκαν ο Γκάνταλφ, ο Μπίλμπο, και ο Θόριν στη σπηλιά του τρολλ στο The Hobbit.
Όπως τα trolls του Τόλκιν, ζούνε μοναχικά κι ανθρωποδιωκτικά, μισώντας τον εαυτό τους, γιατί καίτοι δυνατά είναι στείρα σε παραγωγή ωφέλιμου έργου, καμιά φορά καταλήγουν δε να προκαλούν και κακό στον εαυτό τους.

Ολωσδιόλου παραδομένα στο βλαβερό τους παράπτωμα, θηρεύουν αναζητώντας να παρασύρουν το θύμα τους μακριά από το έργο του, να το απασχολήσουν σε ατέρμονους καυγάδες που μόνο ευκαιρία παρέχουν στα τρολλς ν’ αναπτύξουν το κυνήγι τους, ν’ αποσπάσουν σάρκες, και να υπονομεύσουν την ασφάλεια του ψηφιακού τόπου που επισκέφτηκαν για κάθε άλλον επισκέπτη.

Θέλουν να κερδίσουν και να λεηλατήσουν τον ψηφιακό χώρο όπου το θύμα τους κινείται και δρα, να μολύνουν τα νερά της σκέψης και του λόγου του, να μην ξαναβλαστήσει τίποτα καλό εκεί, μα να σπείρουν ζιζάνια αμφιβολίας και αυτοαπέχθειας στο θύμα του, να το βάλουμε να πει «άι σιχτίρ για σόσιαλ μίντια, σηκώνομαι και φεύγω», όπως τα τρολλς των μύθων υποχρέωναν χωριά ολόκληρα να εγκαταλείψουν τα βοσκοτόπια τους και να εγκατασταθούν αλλού, μέχρι να βρουν την ησυχία τους.

Στα trolls κόβουμε την τροφοδοσία — trolls feed on engagement, much like stalkers do — και δεν παραχωρούμε ίντσα εδάφους, όπως έλεγα σ’ έναν καλό και άξιο φίλο που αγωνιζεται με τα χέρια του — Γεώργιος Αντώναρος κοιτάζω εσένα — και δεν αναβάλλουμε τη στιγμή που θα μπλοκάρουμε την πρόσβασή τους στον χώρο που ανήκει σε μας, γιατί διαφορετικά τους τον παραχωρούμε για ν’ αναπτύξουν το βλαπτικό τους παίγνιο.