Καμία άμυνα δεν είναι τελεσφόρα, αν δεν εμπεριέχει μια δραστική τιμωρία του επιτιθέμενου

487

Γράφει ο Γιάννης Κίτσος.

Πρόσφατα παρακολουθήσαμε μια από τις πιο συγκλονιστικές ομιλίες σύγχρονου Έλληνα πολιτικού. Αναφέρομαι φυσικά στην ομιλία του Αντώνη Σαμαρά στην προανακριτική της Βουλής για την υπόθεση Novartis. Τον Αντώνη Σαμαρά προσωπικά τον θεωρώ το μεγαλύτερο ζωντανό πολιτικό κεφάλαιο της σύγχρονης ιστορίας μας. Έχω αναφερθεί σε προηγούμενα άρθρα μου στο γιατί. Και με την ομιλία του αυτή ήρθε για μια ακόμα φορά να μου το επιβεβαιώσει. Εγώ, λοιπόν, δεν θέλω να σταθώ στο προφανές, δηλαδή στο πόσο στοιχειοθετημένα ανέδειξε την εναντίον του και στενών συνεργατών του σκευωρία που στήθηκε από το καθεστώς ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και γύρω από αυτό παραδικαστικό κύκλωμα. 

Θα ήθελα να σταθώ στο μένος που στράφηκε όλο αυτό το σύστημα εναντίον του – δε σεβάστηκαν ούτε στενά του οικογενειακά πρόσωπα, όπως την γυναίκα του και τον αδερφό του. Και εάν αυτό για έναν πολιτικό αποτελεί μέγιστη καταπάτηση των στοιχειωδών ελευθεριών και δικαιωμάτων του, τότε φανταστείτε να συνέβαινε σε οποιονδήποτε πολίτη. Φανταστείτε ένα ολόκληρο σύστημα από κυβερνητικούς – τρόπος του λέγειν -, δημοσιογράφους, δικαστικούς, ακαδημαϊκούς, καλλιτέχνες, κομματόσκυλα και διάφορα τρολ  – ολόκληρος μηχανισμός κόμματος και προπαγάνδας – να μπορεί χωρίς έλεγχο, όριο και φυσικά τιμωρία να κάνει το μαύρο άσπρο και το άσπρο μαύρο. Όταν δυσκολεύεται το πολιτικό πρόσωπο να δικαιωθεί, φανταστείτε τι γίνεται με τον απλό πολίτη! Θα ήθελα να σταθώ σε όλο αυτό το σύστημα!   

Ο Αντώνης Σαμαράς, λοιπόν, με την ομιλία του αυτή δεν ανέδειξε μόνο το καθεστώς που πήγε να επιβληθεί στην χώρα. Δεν ανέδειξε μόνο την σκευωρία που πήγε να στηθεί εναντίον του. Ανέδειξε και τις μεγαλύτερες παθογένειες της μεταπολίτευσης. Όλα τα παράσιτα, καρκινώματα και κατακάθια που λυμαίνονται υλικά και ιδεολογικά τα τελευταία 40 περίπου χρόνια την χώρα. 

Ανέδειξε τον δημοσιογράφο ο οποίος υποστηρίζει δημόσια πως είναι σωστό και ηθικό να χρησιμοποιεί κανείς τον εξαναγκασμό όταν πρόκειται για «καλό σκοπό». Τον δημοσιογράφο που πιστεύει πως έχει δικαίωμα να καταφεύγει στον καταναγκασμό – να καταστρέφει ζωές, να καταπνίγει φιλοδοξίες, να στραγγαλίζει επιθυμίες, να βιάζει πεποιθήσεις, να φυλακίζει, να λεηλατεί, να δολοφονεί – στο όνομα αυτού που εκείνος επιλέγει ως «καλό σκοπό», χωρίς ωστόσο να στηρίζει την επιλογή του σε κάποια λογική βάση, αφού δεν έχει προσδιορίσει ποτέ τι θεωρεί καλό, παρά μόνο δηλώνει ότι αυτό που τον καθοδηγεί είναι «το αίσθημα» το οποίο δεν υποτάσσεται στη γνώση, καθότι θεωρεί τα συναισθήματα ανώτερα της γνώσης, πράγμα που του δίνει το δικαίωμα να βασίζεται μόνο στις δικές του «καλές προθέσεις». 

Ανέδειξε τον εκδότη εφημερίδας που πιστεύει πως ο άνθρωπος είναι εκ φύσεως κακός κι ανίκανος για ελευθερία. Πως οι άνθρωποι πρέπει να διοικούνται από κυβερνήσεις που θα χρησιμοποιούν ως αποκλειστικό προνόμιο το ψέμα, την αρπαγή και το φόνο, ώστε να τους αναγκάζουν να εργάζονται, να τους μαθαίνουν να είναι ηθικοί και να τους επιβάλλουν την τάξη και τη δικαιοσύνη. Και τον επιχειρηματία που δεσμεύει το αναπτυξιακό κεφάλαιο της χώρας μέσα από τη διαπλοκή του με πολιτικούς σε επενδύσεις σε παντοειδή «δημόσια έργα» συχνά αμφίβολης χρησιμότητας.

Ανέδειξε τον νευρωτικό συγγραφέα ο οποίος έγραφε και πρόβαλε στην τηλεόραση, καθ’ όλη την διάρκεια της κρίσης, θεατρικά έργα τρίτης κατηγορίας, διανθισμένα με υπαινιγμούς κι αισχρολογίες που περνούσαν κοινωνικό μήνυμα πως όλοι οι επιχειρηματίες και πολιτικοί είναι καθάρματα. Την νοικοκυρά που τον παρακολουθούσε και που πίστευε πως είχε δικαίωμα να εκλέγει πολιτικούς για τους οποίους δεν ήξερε τίποτα, με σκοπό τον έλεγχο των συλλήβδην «κλεφτών» επιχειρηματιών για τους οποίους επίσης δεν είχε ιδέα.

Ανέδειξε την δασκάλα εκείνη που είχε γαλουχήσει γενιές άμοιρων μαθητών, μετατρέποντας τους σε άβουλα, εξαρτημένα υποκείμενα, διδάσκοντας τους πως η βούληση της πλειοψηφίας είναι το μόνο κριτήριο καθορισμού του καλού και του κακού, πως η πλειοψηφία μπορεί να κάνει ό,τι της αρέσει και πως δεν πρέπει ν’ αναπτύσσει κανείς τη δική του προσωπικότητα, αλλά να κάνει ό,τι κάνουν οι πολλοί.

Ανέδειξε, τον καθηγητή κοινωνιολογίας που διδάσκει τόσα χρόνια πως οι ατομικές ικανότητες δεν έχουν καμιά σημασία, πως η ατομική προσπάθεια είναι μάταιη, πως η ατομική συνείδηση είναι άσκοπη πολυτέλεια, πως δεν υπάρχει εξατομικευμένος νους, χαρακτήρας ή επίτευγμα, πως τα πάντα επιτυγχάνονται συλλογικά και πως αυτό που μετράει είναι οι μάζες κι όχι οι μεμονωμένοι άνθρωποι.

Αλλά και τον καθηγητή οικονομικών που κηρύττει την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας, εξηγώντας ότι ο ανθρώπινος νους δεν παίζει κανένα ρόλο στην παραγωγή, ότι τα εργαλεία παραγωγής είναι αυτά που διαπλάθουν το μυαλό του ανθρώπου κι ότι, σε τελική ανάλυση, οποιοσδήποτε μπορεί να διαχειριστεί ένα εργοστάσιο ή μια οποιαδήποτε άλλη μονάδα, αφού η διαχείριση είναι απλώς θέμα κατοχής των μηχανημάτων ή του εξοπλισμού. Εκείνον τον ακαδημαϊκό που πιστεύει ότι, ως καταναλωτής, έχει «δικαίωμα» να απαιτεί υπηρεσίες, άσχετα αν οι ιδιοκτήτες επιχειρήσεων θέλουν ή όχι να τις παρέχουν.

Ανέδειξε τον εργάτη που πιστεύει πως έχει «δικαίωμα» στη δουλειά, άσχετα αν τον θέλει ή όχι ο εργοδότης, τον δημόσιο υπάλληλο που έχει σε όλα «ασυλία» – αυτόν που θεωρεί «δικαίωμα» του να επιλέγει το χρόνο που θα προσφέρει τις υπηρεσίες στην πατρίδα του και τα καθήκοντα τα οποία πρέπει να εκτελέσει – και τον ανθρωπιστή – τρόπος του λέγειν – που επαναλαμβάνει ακούραστα, ότι οι ικανοί άνθρωποι δεν τον νοιάζει αν υποφέρουν, αφού το σίγουρο είναι ότι πρέπει να χαλιναγωγούνται, ώστε να δίνονται ευκαιρίες σε όσους δεν έχουν δυνατότητες! Το πόσο δεν τον ενδιαφέρει αν είναι δίκαιο ή άδικο να υποφέρουν, αφού νιώθει περήφανος που αδιαφορεί για το δίκιο του ικανού, όταν αυτό που μετράει είναι ο οίκτος απέναντι στον αδύναμο!

Ο Αντώνης Σαμαράς δεν στάθηκε μόνο απέναντι στους σκευωρούς που στράφηκαν εναντίον του. Στάθηκε τόσο ως πρωθυπουργός όσο και ως διωκόμενος καθεστωτικά απέναντι στον παρασιτικό καταναλωτισμό, με τον οποίο έχει συνυφανθεί πλέον ολόκληρος ο κοινωνικός ιστός της χώρας, και η περικοπή του οποίου προσέκρουσε στο ανυπέρβλητο εμπόδιο της λειτουργίας του πολιτικού συστήματος σε πελατειακή βάση. Και ο οποίος, παρασιτικός καταναλωτισμός, για να προστατεύσει όλα τα μεταπολιτευτικά κεκτημένα του δεν δίστασε να στήσει ακόμα και σκευωρίες και καθεστώτα. Να καθίσει στο σκαμνί, να επιχειρήσει με στημένες κατηγορίες και κυκλώματα να κρεμάσει στα μανταλάκια και να καταδικάσει αθώους.

Το «Μέχρι Τέλους» δεν είναι μόνο μια υπόσχεση εναντίον των σκευωρών του. Είναι και μια παρότρυνση να αμυνθούμε, να σταθούμε και εμείς απέναντι σε αυτό που μέχρι τώρα ηρωικά στάθηκε μόνος του. Απέναντι σε όλα αυτά τα παράσιτα, καρκινώματα και κατακάθια που λυμαίνονται υλικά και ιδεολογικά τα τελευταία 40 περίπου χρόνια την χώρα. Στα παράσιτα, καρκινώματα και κατακάθια που χρησιμοποιούν ηθελημένα το ψέμα, την απάτη και την υποκρισία, παραποιούν την ιστορία του τόπου και αγνοώντας και ισοπεδώνοντας το κράτος δικαίου στήνουν πάνω σε ψευδείς κατηγορίες και γεγονότα λαϊκά και άλλα δικαστήρια. Όσον αφορά στην τιμωρία τους, δεν υπάρχουν διαβαθμίσεις στη διαφθορά, δεν παζαρεύει κανείς το κακό με μέτρο. Το κράτος δικαίου, ο νοικοκυραίος, που βάλλεται επί 40 χρόνια οφείλει να αμυνθεί! Και καμία άμυνα δεν είναι τελεσφόρα αν δεν εμπεριέχει μια δραστική τιμωρία του επιτιθέμενου!