Κι αν στις εσωκομματικές κέρδιζε ο Μεϊμαράκης;

417

Γράφει ο Δημήτρης Τζανιδάκης.

Κάνοντας μια μικρή αναδρομή στα τέλη του 2015 και τις εσωκομματικές εκλογές τις Νέας Δημοκρατίας μπορεί κανείς να εξάγει πολύ ενδιαφέροντα και χρήσιμα συμπεράσματα. Στο πολιτικό σκηνικό επικρατούσε η πλήρης παντοδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ και του Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος έχοντας κερδίσει τρεις συναπτές (συμπεριλαμβανομένου του δημοψηφίσματος) εκλογικές μονομαχίες και έχοντας αριστοτεχνικά απεγκλωβιστεί από εσωτερικούς αντιρρησίες (Λαφαζάνης, Κωνσταντοπούλου, Βαρουφάκης), ήταν de facto πανίσχυρος.

 Από την άλλη πλευρά, στη Νέα Δημοκρατία επικρατούσε ατμόσφαιρα διχασμού και πόλωσης. Οι εσωκομματικές εκλογές νέου αρχηγού ήταν προ των πυλών και οι υποψήφιοι, εν αντιθέσει με την γενικότερη επιθυμία ενότητας και χαμηλών τόνων, είχαν ξεκινήσει να διασταυρώνουν τα ξίφη τους, εκτοξεύοντας βέλη και ηλεκτρίζοντας την ήδη βεβαρημένη από τις συνεχόμενες ήττες ατμόσφαιρα. Αν και κατά γενική ομολογία οι υποψήφιοι που προέβαλαν ένα πλάνο και όραμα για το μέλλον, είχαν πνεύμα ανανεωτισμού και τόνιζαν την ανάγκη εκσυγχρονισμού του κόμματος ήταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Άδωνις Γεωργιάδης, στην λεγόμενη παράσταση νίκης αποτελούσαν outsiders. Oι επικρατέστεροι για την ηγεσία του κόμματος ήταν με διαφορά ο τότε αρχηγός της ΝΔ Βαγγέλης Μεϊμαράκης, και ο περιφερειάρχης Κεντρικής Μακεδονίας, Απόστολος Τζιτζικώστας, οι οποίοι λίγο πολύ είχαν μία παρεμφερή πολιτική γραμμή διατήρησης της υπάρχουσας κατάστασης, χωρίς ιδιαίτερες αλλαγές και μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις με επιστροφή στα πατροπαράδοτα ειωθότα της παράταξης.

Προς έκπληξη πολλών, o Τζιτζικώστας δεν κατάφερε να περάσει στο δεύτερο γύρο και έτσι στη “Magna Pugna” της 10ης Ιανουαρίου, τον Βαγγέλη Μεϊμαράκη ακολούθησε το μέχρι πρότινος outsider, Κυριάκος Μητσοτάκης. Θα έλεγε κανείς πως στην συγκεκριμένη εκλογική αναμέτρηση δεν συγκρούονταν απλά δύο υποψήφιοι, αλλά δύο διαφορετικοί κόσμοι, δύο άνθρωποι με εντελώς διαφορετικό όραμα όχι μόνο για την επόμενη μέρα της παράταξης, αλλά κυρίως για την επόμενη μέρα της χώρας. 

Ο Μεϊμαράκης όντας αρχηγός του κόμματος και πρόεδρος της αξιωματικής αντιπολίτευσης επί πέντε μήνες, είχε δώσει χαρακτηριστικά δείγματα γραφής για το πώς σκεφτόταν να κινηθεί ως αρχηγός της ΝΔ αλλά και ως μελλοντικός πρωθυπουργός. Έχοντας αναπτύξει μια ρητορική συνεργασίας με τον ΣΥΡΙΖΑ με την οποία ουσιαστικά αναγνώριζε και επικύρωνε της πολιτικές του, απέβλεπε σε μία μελλοντική συγκυβέρνηση, η οποία αν ελάμβανε χώρα θα μετέτρεπε αυτομάτως το ναζιστικό μόρφωμα της Χρυσής Αυγής σε αξιωματική αντιπολίτευση. Από εκεί και πέρα, παρά τις συνεχόμενες ήττες της ΝΔ, δεν αναγνώριζε την ανάγκη για ρηξικέλευθες αλλαγές και ανανεωτικές κινήσεις στη γραμμή και τη δομή του κόμματος, αλλά υποστήριζε την επιστροφή της παράταξης στις παραδοσιακές ρίζες της με την αναβίωση μάλιστα παλαιότερων συμβόλων όπως ο πυρσός, ως επίσημο σήμα του κόμματος. Οι κινήσεις του αυτές, έδιναν την εντύπωση μια υποψηφιότητας που σηματοδοτούσε και εκπροσωπούσε τον παλαιοκομματισμό, μιας υποψηφιότητας που όχι μόνο δεν θα ανανέωνε την παράταξη, αλλά θα συνεργαζόταν εν δυνάμει με ένα κόμμα συνώνυμο του λαϊκισμού και της αναξιοπιστίας. 

Από την άλλη πλευρά, o Κυριάκος Μητσοτάκης είχε τελείως διαφορετικά χαρακτηριστικά ως υποψηφιότητα και σε πολλές περιπτώσεις εκ διαμέτρου αντίθετα με τον συνυποψήφιο του. Υποστήριζε πως οι πολιτικές των προηγουμένων δεκαετιών, μαζί με την χώρα χρεωκόπησαν κι αυτές, και πως η ανάγκη για ριζικές και συθέμελες αλλαγές ήταν επιτακτική. Ο Μητσοτάκης, μπολιασμένος με τα ιδανικά του φιλελευθερισμού, απέβλεπε στη δημιουργία μιας μεγάλης κεντροδεξιάς φιλελεύθερης παράταξης, η οποία με εκσυγχρονιστικές απόψεις και πολιτικές αλλά και χωρίς κατάλοιπα και προκαταλήψεις προηγουμένων ετών, θα έχτιζε μια Ελλάδα στα πρότυπα των δυτικών χωρών, σύγχρονη, καινοτόμο και οικονομικά ισχυρή. Για να επιτευχθούν όμως όλα αυτά, τόνιζε την ανάγκη για μεταρρυθμίσεις, για δημιουργία μικρού και ευέλικτου δημόσιου τομέα, για ιδιωτικοποιήσεις και ξένες άμεσες επενδύσεις (FDI), τις οποίες χαρακτήριζε πηγή ανάπτυξης της οικονομίας και δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας. Γίνεται αμέσως αντιληπτό, ότι επιθυμία του Μητσοτάκη δεν ήταν απλώς να γίνει πρόεδρος της ΝΔ και κατ’ επέκταση πρωθυπουργός αναμασώντας και εφαρμόζοντας προηγούμενες πολιτικές, αλλά ουσιαστικά να αναταράξει το πολιτικό σύστημα, αποβάλλοντας καθετί παλαιό και εκσυγχρονίζοντας την παράταξη και την χώρα.  

Η συνέχεια γνωστή, ο Μητσοτάκης με πολύ μικρή διαφορά επικράτησε στις εσωκομματικές εκλογές και στη συνέχεια με ρητορική συναφή και συναπτή με όσα πρέσβευε και εξήγγελλε προεκλογικά, ανακηρύχθηκε πρωθυπουργός της χώρας. Κατά τους πρώτους τρεις μήνες διακυβέρνησης του, παρατηρούμε έναν άνθρωπο με όραμα και σχέδιο, συνεπή με τις δεσμεύσεις του, που εφαρμόζει ένα μοντέλο διακυβέρνησης σύγχρονο, με πολιτικές που σε τίποτα δεν θυμίζουν την Ελλάδα της παρακμής, της μιζέριας και του διχασμού. Τα πρώτα δείγματα γραφής είναι συνεπώς θετικά και οι απαιτήσεις από εδώ και πέρα σαφώς υψηλές και αυξημένες. 

Κι αν στις εσωκομματικές εκλογές του 2016 κέρδιζε τελικά ο συνυποψήφιος του και νυν Ευρωβουλευτής, Βαγγέλης Μεϊμαράκης; Μετά Χριστόν προφήτης κανείς δεν μπορεί να γίνει, το σίγουρο όμως είναι ότι ουσιαστικές αλλαγές συγκριτικά με όσα γνωρίζαμε τα προηγούμενα χρόνια δεν θα συνέβαιναν. Είτε εκλεγόταν πρωθυπουργός είτε όχι, ο διαχρονικός και αέναος κύκλος πολιτικής, που μας οδήγησε σαν χώρα στη χρεωκοπία θα συνεχιζόταν. Στο πρόσωπο του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν συνοψίζεται μόνο μια αλλαγή ηγεσίας και μοντέλου διακυβέρνησης, αλλά η βαθιά αναγκαιότητα αποβολής κάθε λάθους νοοτροπίας, κάθε λαϊκισμού και βερμπαλοσύνης, κάθε αντίληψης που μας κράταγε πίσω, καθετί συνώνυμου του παλαιοκομματισμού. Η εκσυγχρονιστική αυτή στροφή που επιδιώκει ο Μητσοτάκης, δεν είναι απλώς μια ανάγκη των καιρών, αλλά η τελευταία ευκαιρία μας.