Μακρόν για συνάντηση με Ερντογάν: “Συμφωνήσαμε να εργαστούμε για την αποχώρηση των ξένων μισθοφόρων από τη Λιβύη”

370
Μακρόν

Ο Εμανουέλ Μακρόν δήλωσε τη Δευτέρα πως έλαβε διαβεβαιώσεις από τον Ταγίπ Ερντογάν ότι επιθυμεί οι ξένοι μισθοφόροι να εγκαταλείψουν το έδαφος της Λιβύης το συντομότερο δυνατόν.

“Συμφωνήσαμε να εργαστούμε για αυτή την αποχώρηση (σ.σ.: των ξένων μισθοφόρων). Δεν εξαρτάται μόνο από εμάς τους δύο. Αλλά μπορώ να σας πω ότι ο πρόεδρος Ερντογάν επιβεβαίωσε κατά τη διάρκεια της συνάντησής μας την επιθυμία του οι ξένοι μισθοφόροι, οι ξένες πολιτοφυλακές, που δρουν στο λιβυκό έδαφος να αποχωρήσουν το συντομότερο δυνατόν”, δήλωσε ο Μακρόν σε συνέντευξη Τύπου μετά το πέρας της συνόδου κορυφής των ηγετών του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες.

Αυτό ήταν το πρώτο τετ-α-τετ του Γάλλου προέδρου με τον Ερντογάν εδώ και περισσότερο από ένα χρόνο, καθώς οι εντάσεις μεταξύ των δύο συμμάχων του ΝΑΤΟ επιδεινώθηκαν κυρίως λόγω της σύγκρουσης στη Λιβύη.

Η Τουρκία ανέπτυξε στρατεύματα στη Λιβύη στο πλαίσιο μιας συμφωνίας στρατιωτικής συνεργασίας που υπεγράφη με την κυβέρνηση εθνικής συμφωνίας (GNA) με έδρα την Τρίπολη, βοηθώντας την να αποκρούσει μια επίθεση δυνάμεων από την ανατολική Λιβύη, ενώ έστειλε και χιλιάδες Σύρους μαχητές στη Λιβύη.

Νωρίτερα, ο Εμ. Μακρόν σημείωσε ότι κατά τη συνάντηση με τον Τ. Ερντογάν δόθηκαν διευκρινίσεις περί ζητημάτων σχετικών με δηλώσεις του για το Ισλάμ, ενώ ο ίδιος τόνισε στον Τούρκο πρόεδρο την ανάγκη κοινής στρατηγικής μεταξύ των συμμάχων στο NATO.

Από τη συνάντηση, σύμφωνα με τον κ. Μακρόν, διαφάνηκε η δυνατότητα συνεργασίας των δύο χωρών, ειδικά σε πεδία σύγκρουσής τους το τελευταίο διάστημα, όπως η Λιβύη και η Συρία.

“Στο περιθώριο της συνόδου του ΝΑΤΟ, είχαμε μια μακρά συνάντηση πρόσωπο με πρόσωπο με τον Πρόεδρο Ερντογάν. Για να προχωρήσουμε με σαφήνεια, σεβασμό και απαιτήσεις”, ανέφερε μετά τη συνάντηση στον επίσημο λογαριασμό του στο Twitter ο πρόεδρος της Γαλλίας.

Την Παρασκευή ο Ερντογάν είχε δηλώσει ότι, στη συνάντηση με τον Μακρόν, οι δύο άνδρες θα είχαν την ευκαιρία “να συζητήσουν τις θετικές και αρνητικές πτυχές των τουρκογαλλικών σχέσεων”.