Μάνα μας, πατρίδα Σμύρνη

404

Γράφει ο Νίκος Υποφάντης.

Όταν τα γονίδια που σε ακολουθούν έχουν μια ιστορία βγαλμένη από τόπους που ο ελληνικός έχει απολέσει, πάντα μέσα σου κάτι σε κάνει να το ψάχνεις. Διερωτώμαι ως απόγονος για το γιατί. Πώς θα ήταν αν γεννιόμουν εκεί, όπου οι πρόγονοι μεγαλούργησαν αλλά η ιστορία τους ανάγκασε να εγκαταλείψουν τα όσα είχαν δημιουργήσει. Πώς έφυγαν; Τί έφταιξε; Γιατί;

Άκουγα τη Σμυρνιά, τη γιαγιά την Αγγελική με τις αδελφές της να αναπολούν. “Άγγελε” τη φώναζαν οι αδελφές της. Αγγελική, όνομα και πράμα, η παρουσία της στο πέρασμα σε αυτόν τον πλανήτη. Τα κορίτσια -τέσσερα στον αριθμό -και δύο αγόρια μιλούσαν για μια ζωή γεμάτη με αναμνήσεις, που όλες έσβησαν σε λίγες μέρες .Η μοίρα τους επιφύλασσε να φύγουν με λεπίδι τουρκικό να τους κυνηγά και να βρεθούν σε μια παράγκα στην Κοκκινιά να συνεχίσουν τα όνειρα και τη ζωή τους. Βλέπεις τις φωτογραφίες της εποχής και αντικρίζεις μια οικογένεια στη Σμύρνη, που τη ζηλεύεις ακόμα και τώρα. Αδυνατείς να πιστέψεις πως μετά από λίγα χρόνια η ίδια οικογένεια βρέθηκε να ζει σε μια παράγκα, στον Πειραιά.

Το χωριό ήταν τα Μύλασα της Μικράς Ασίας. Επαρχεία Μούγλων. Με ιστορία αρχαιοελληνική και μια παράδοση, που ακόμα και σήμερα δίνει απίστευτα ευρήματα για τη ζωή των Ελλήνων στη Μικρά Ασία, στους Τούρκους αρχαιολόγους.

Στα 1922, ο μεγάλος γιος της οικογένειας σπούδαζε στην Σμύρνη. Οι θυγατέρες όλες -υποχρεωτικά-  διδάσκονταν γλώσσες, Γαλλικά, Τουρκικά και με την ελευθερία να σπουδάσουν, ώστε να είναι ισότιμες με τα αγόρια. Ο παππούς έλεγχε δυο μονάδες παραγωγής σιτηρών και φούρνους, ενώ πολλοί Τούρκοι εργάζονταν στις εκτάσεις που έδιναν τα σιτάρια. “Είχαμε τις εκτάσεις από το σπίτι μέχρι τις πέτρες” έλεγε η γιαγιά. Πέτρες η αρχαία Μίλητος!

Σε συνθήκες πραγματικής οικονομίας τα άλευρα εφοδίαζαν την περιοχή, ενώ με όσα έμεναν από την παραγωγή, πραγματοποιούσαν εξαγωγές σε Ιταλία και Γαλλία. Δούλευαν σε συνεργασία με Τούρκους και Έλληνες. Όποιος ήθελε να βγάλει χρήματα, πήγαινε είτε στην παραγωγή, είτε στη μεταποίηση και τη διακίνηση. Όλη η οικογένεια ήταν μέσα στη δουλειά, αλλά τα κορίτσια έπρεπε να είναι μορφωμένα και μέσα στα λούσα. Ναι! Ήταν αστοί,προύχοντες, νοικοκυραίοι. Βενιζελικοί…

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ: Επιμένει ο Παπαδημούλης: Τρίτη ερώτηση στην Κομισιόν για την Επιτροπή Ανταγωνισμού

Θεωρούσαν ότι ο Βενιζέλος κατάφερε να δώσει ασφάλεια σε έναν ελληνισμό, που όλα αυτά τα χρόνια ήταν φοβισμένος. Συμβιβασμένοι να υποχωρούν στις ορέξεις των Τούρκων, οι οποίοι -ανάλογα με τις ήττες τους- ξεσπούσαν κατά μη Μουσουλμανικών πληθυσμών. Επικρατούσε πάντα το άγχος πως κάποια στιγμή και ο ελληνισμός της Μικράς Ασίας θα “την πλήρωνε”, όπως είχε γίνει με τους Αρμένιους, τους Πόντιους και τους Άραβες.

Είδαν την απόβαση του Στρατού ως λύτρωση από τα δεινά. Έμπαιναν οι άτακτοι Τσέτες και αν δεν πλήρωναν τα χωριά, τα έκαιγαν. Πότε έκαιγαν χριστιανικά, πότε…τούρκικα. Ναι, δεν έκαναν διακρίσεις. “Ως εδώ” είπαν και ο Βενιζέλος με την συμφωνία των Σεβρών θα τους προστάτευε. Ο “Μαμηζέλος” έλεγαν, σαν παρατσούκλι. Γεννήθηκε και πάλι ο ελληνισμός. Λάθος…

Όταν κατάλαβε -αυτός ο σπουδαίος πολιτικός- ότι για να καταφέρει να προστατεύσει τους Έλληνες, έπρεπε να χτυπήσει τη ρίζα του κακού από μέσα, βαθιά στην ανατολή, ήταν αργά. Δεν έπρεπε να τους κυνηγήσει. Έπρεπε να τους εκτοπίσει και να καθαρίσει από τους Τούρκους τη ζώνη της Σμύρνης και τις ελληνικές περιφέρειες. Ασφάλεια ήθελαν, αλλά από την άλλη ποιος θα εργαζόταν για την άρχουσα τάξη;

Ο προπαππούς Νικόλαος Όθωνας, όταν το καλοκαίρι του ’22 ζόρισε η κατάσταση, μαζί με το γιο του συμμετείχαν σε παράνομο, αντάρτικο σώμα Ελλήνων της Σμύρνης και ακολούθησαν τον ελληνικό στρατό. Ειλικρινά, δεν γνωρίζω αν και εκείνοι προχώρησαν σε ακρότητες κατά των Τούρκων. Όμως -όπως διηγήθηκε μετά την εξορία που πέρασε 3 χρόνια στα βάθη της ανατολής- θα το έκανε ξανά. Γιατί; Γιατί αγαπούσε τον τόπο του. Ήθελε αυτός και η οικογένεια να ζήσουν ελεύθεροι. Να μην φοβούνται…

Πολέμησαν τον “Τσακιτζή” έλεγαν και ήταν υπερήφανοι για αυτό. Κατάφεραν να σώσουν χωριά στην υποχώρηση, Έσωσαν Έλληνες που θα τους έσφαζαν οι Τούρκοι και οι ληστές. Κατάφεραν να σώσουν στρατιώτες από το θάνατο, καθώς όταν τους αιχμαλώτισαν, με τα τούρκικα που γνώριζαν και τις λίρες που έδιναν για λάδωμα στα μεμέτια, εξασφάλιζαν τροφή και ευνοϊκή μεταχείριση.

Στα Μύλασα, οι θυγατέρες και τα μωρά μόνα τους έμειναν, χωρίς αρσενικά. Πλέον τους φούρνους και τη σοδειά διαχειρίζεται ο Τούρκος επιστάτης. Τα πράγματα δύσκολα… Φήμες ότι υποχωρούν οι στρατιώτες. Κάποιοι μπαίνουν στο χωριό σε άθλια κατάσταση. Τους σκοτώνουν οι ντόπιοι. Ξεκίνησε το θανατερό. Στην πόρτα τους…

Οι άντρες στο μέτωπο, οι γυναίκες μόνες με τα παιδιά. Και οι Τούρκοι αντάρτες έξω από το χωριό. Λεπίδα, βιασμοί, θάνατος παντού από όπου περνούσαν. Μπήκαν στο χωριό. Δεκαπέντε γυναικόπαιδα, έτοιμα να παραδοθούν στους Τούρκους που… “από που έφτασαν αυτοί;”

Ο Τούρκος επιστάτης μαζί με τους εργάτες παρεμβαίνει. “Τους Όθωνος δε θα τους πειράξετε”.

Δεν μπορούσαν να διανοηθούν ότι η οικογένεια των χριστιανών θα σφαγιάζονταν χωρίς να κάνουν τίποτα. Η προγιαγιά του δίνει σπίτι και λίρες.

Τους έσωσαν και τους κατέβασαν στη Σμύρνη για να περάσουν απέναντι. Τους βοήθησαν, οι εργάτες και οι άνθρωποι που μαζί μοιράζονταν τον πλούτο. Στο διάβα για τη Σμύρνη ο θάνατος… Στην προκυμαία, δε συνωστίζονταν. Τους σκότωναν.. Από εκεί που τα είχαν όλα, ξαφνικά δεν είχαν τίποτα…Έπρεπε να μπουν σε πλοίο… Να επιχειρήσουν να σωθούν. Πού πηγαίνουν; Πώς θα ζήσουν;

Όταν τα διηγούνταν η γιαγιά και οι θείες έκλαιγαν. Για να μην καταλάβουμε τη φρίκη που βίωσαν άλλαζαν τα ελληνικά σε τούρκικα. Πόσα είδαν; Πώς τα κατάφεραν μετά; Πώςς επιβίωσαν μέσα στη φτώχεια που τους επιφύλαξε η συνέχεια; Πώς βάσταξαν την έχθρα από τους ντόπιους; Διχασμός…

“Αχ, η Σμύρνη μας. Η μάνας μας” έλεγαν και δάκρυα κυλούσαν σε μάτια γεμάτα μνήμες… Εικόνες που δεν έσβησαν… λέξεις που δεν ήθελαν να πουν, να τις ακούσουν παιδιά και εγγόνια. Χάθηκαν όλα…

Ποιος έφταιξε; “Ο βασιλιάς” έλεγαν… Αυτός ήταν η πηγή του κακού και των δεινών για τον ελληνισμό της Σμύρνης. Ο Βενιζέλος, έλεγαν οι Πόντιοι – συγγενείς της άλλης ρίζας… Ιστορία λέγουν τα εγγόνια… Ιστορία!

 

Υ.γ. Σαν σήμερα, η ύστατη στιγμή της ελληνικής παρουσίας στη Σμύρνη. Η Σμύρνη μας, η μάνα – πατρίδα, χάθηκε.