«Μάξιμος Σαράφης»: O βίος και η πολιτεία του κουκουλοφόρου μάρτυρα στην υπόθεση της Novartis που αποδείχτηκε κοινός απατεώνας

283
Novartis

«Μπορείς να τους ξεγελάς όλους για λίγο καιρό, λίγους όλο τον καιρό, αλλά όχι όλους όλο τον καιρό». Ανεβασμένος πάνω σε ένα ξύλινο κασόνι στο Κλίντον του Ιλινόις ο Αβραάμ Λίνκολν εκφωνούσε τον Σεπτέμβριο του 1858 έναν σπουδαίο πολιτικό λόγο. 165 χρόνια μετά, η μνημειώδης αυτή φράση περί εξαπάτησης από τη συγκεκριμένη ομιλία του 16ου πρόεδρου των ΗΠΑ ταιριάζει κουτί με τον υποτιθέμενο επικεφαλής μιας ανύπαρκτης χρηματοδοτικής εταιρείας. Εναν ντόπιο μεσολαβητή δανείων-μαϊμού, προερχόμενων δήθεν από τα Αραβικά Εμιράτα.

Τον φερόμενο ως «εγκέφαλο» μιας σπείρας εξαπάτησης επιχειρηματιών, ο οποίος συνελήφθη με την κατηγορία σύστασης και λειτουργίας εγκληματικής οργάνωσης. Πρόκειται για τον προστατευόμενο μάρτυρα της σκευωρίας Novartis με την κωδική ονομασία «Μάξιμος Σαράφης». Τον άνθρωπο που κρίνεται πως ολόκληρη η Ελλάδα γνωρίζει με το πραγματικό του όνομα. Ή τέλος πάντων τον ταυτίζει με το πρώην στέλεχος της πολυεθνικής φαρμακευτικής εταιρείας, του οποίου η ατομική ταυτότητα τον καταγράφει ως Φιλίστορα Δεστεμπασίδη.

Παρότι ο ίδιος διερρήγνυε τα ιμάτιά του ότι δεν είχε καμία σχέση με τον μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος με το ψευδώνυμο «Μάξιμος Σαράφης», το πραγματικό ονοματεπώνυμό του κυκλοφορούσε φόρα παρτίδα από τους συναδέλφους του στον τομέα των φαρμακευτικών προϊόντων καθώς και στη δημοσιογραφική πιάτσα. Δεν ήταν σενάρια, εικασίες ή εκτιμήσεις για την ταυτότητά του. Ο κόσμος το ’χε τούμπανο. Τον ήξερε ακόμη ως Δεστεμπασίδη μια θεωρούμενη εχέμυθη μερίδα των αστυνομικών και των δικαστικών αρχών.

Τον είχε επιπλέον κατονομάσει ο καθηγητής Δημόσιας Υγείας Νίκος Μανιαδάκης, ένας άλλος προστατευόμενος μάρτυρας με το ψευδώνυμο «Γιάννης Αναστασίου», ο οποίος βρέθηκε αργότερα κατηγορούμενος στην ίδια υπόθεση. Ισχυριζόταν ότι τον είχε συναντήσει και ως γνωστό του από τον ευρύτερο χώρο της Υγείας, είχε συνομιλήσει μαζί του είτε στη ΓΑΔΑ είτε στο κτίριο της Eισαγγελίας Διαφθοράς, όπου αμφότεροι προσέρχονταν να καταθέσουν. Το όνομ;a του είχε επίσης δημοσιοποιήσει ο πολιτικός Αδωνις Γεωργιάδης, παρότι ο Δεστεμπασίδης προανήγγειλε αγωγή εναντίον του. Δεν κατέθεσε καμία.

Προφανώς η Eισαγγελία Διαφθοράς τα ’χε κάνει μαντάρα σε ό,τι αφορούσε τους χειρισμούς της «άγνωστης ταυτότητας» των προστατευόμενων μαρτύρων για την πολύκροτη υπόθεση, η οποία στη συνείδηση της πλειονότητας της κοινωνίας είχε καταγραφεί ως «σκευωρία Novartis». Ακόμη και το δεύτερο πρόσωπο από τους προστατευόμενους μάρτυρες με το κωδικό όνομα «Αικατερίνη Κελέση» είχε αποκαλυφθεί από τη μετάφραση εγγράφων του FBI, από την ελληνική υπηρεσία της αμερικανικής πρεσβείας στην Αθήνα. Επρόκειτο για τη Μαρία Μαραγγέλη, πρώην γραμματέα του προέδρου της εταιρείας Κωνσταντίνου Φρουζή. Τα ονόματά τους από ερμητικά σφαλιστά είχαν γίνει φέιγ βολάν που γνωστοποιούσαν την ταυτότητά τους σε κάθε ενδιαφερόμενο ή μη. Καμία σχέση με τους Αμερικανούς λεγόμενους «whistleblowers», πληροφοριοδότες μείζονος σπουδαιότητας.

Στην περίπτωσή τους τα ονόματά τους παραμένουν απολύτως κρυφά και η φυσική παρουσία τους τίθεται σε απόρθητα στεγανά προκειμένου με τις μαρτυρίες τους να εξιχνιαστούν τεράστια σκάνδαλα. Στην πλειονότητά τους ζουν φρουρούμενοι μέσα στην αναμονή, στην αβεβαιότητα και τον φόβο της αντεκδίκησης, προτού λάβουν διαβατήριο με άλλο όνομα για να μετακομίσουν εκτός συνόρων σε μακρινά ερημικά τοπία με πιθανά αισθητά αλλοιωμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους. Στην Ελλάδα η συγκεκριμένη θεσμική πρακτική πήρε τον χαρακτήρα παρωδίας.

Συκοφαντίες κατά συρροή

Ο «Μάξιμος Σαράφης», όπως και η «Αικατερίνη Κελέση», εντάχθηκε στο καθεστώς του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος, διατηρώντας, υποτίθεται, την ανωνυμία, αλλά κυρίως απολαμβάνοντας το ακαταδίωκτο. Υπό αυτό το αυξημένο καθεστώς προστασίας ενέπλεξε και με αναπόδεικτες κατηγορίες συκοφάντησε για χρηματισμό δέκα σημαίνοντα πολιτικά πρόσωπα: οκτώ πρώην υπουργούς και δύο πρώην πρωθυπουργούς. Συμπτωματικά, άπαντες ανήκαν τότε στα κόμματα της αντιπολίτευσης επί κυβερνώσας πρώτη φορά Αριστεράς με γαρνιτούρα λίγη από Ακροδεξιά.

Στις δώδεκα ή δεκατρείς διαβόητες «καταθέσεις» του στους εισαγγελείς Διαφθοράς δεν συνέβαλε με πραγματικά περιστατικά «ουσιωδώς» στην αποκάλυψη των υποτιθέμενων πράξεων των πολιτικών. Αντίθετα, με εικασίες, πιθανολογήσεις, αόριστες εκφράσεις, υποθετικά συμπεράσματα, αντιφατικές εικασίες, ταλαιπώρησε επί σχεδόν πέντε χρόνια το πολιτικό σκηνικό και πυροδότησε οξεία πολιτική αντιπαράθεση. Από μια άποψη, με το δίκιο της η μεγάλη μερίδα της κοινής γνώμης τον αποκάλεσε «κουκουλοφόρο». Ονομασία που για το ήθος της κοινωνίας σημαίνει τον επιτήδειο ρουφιάνο, τον ιδιοτελή σπιούνο, εντέλει τον στημένο καταδότη.

Διόλου τυχαία το πενταμελές Ανακριτικό Συμβούλιο του Αρείου Πάγου στο πόρισμά του για την πρώην εισαγγελέα Διαφθοράς χαρακτήρισε τους «Σαράφη» και «Κελέση» περίπου ψευδομάρτυρες. Ακριβώς τους ίδιους οι οποίοι προηγουμένως θεωρήθηκε ότι έφεραν στο φως «το μεγαλύτερο σκάνδαλο από συστάσεως του ελληνικού κράτους», όπως δήλωνε εξερχόμενος από το Μέγαρο Μαξίμου ο τότε αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης Δημήτρης Παπαγγελόπουλος με βλοσυρό ύφος που υπέκρυπτε την απειλή «τώρα θα δείτε!».

Εκείνο το βράδυ της 5ης Φεβρουαρίου του 2018 είχε ήδη παραδοθεί η σχετική δικογραφία από την εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Ξένη Δημητρίου, στον τότε υπουργό Δικαιοσύνης Σταύρο Κοντονή, προκειμένου ο τελευταίος να τη διαβιβάσει στη Βουλή. Ωστόσο, για το ποιόν των αποκαλυπτικών μεν, αόρατων δε προστατευόμενων μαρτύρων φαίνεται πως δεν υπήρχε εξαρχής σύμπνοια απόψεων στο κυβερνητικό στρατόπεδο.

Μιάμιση μέρα μετά την πομπώδη ομοβροντία του Παπαγγελόπουλου, ο τότε αναπληρωτής υπουργός Υγείας Παύλος Πολάκης σχολίαζε ειρωνικά γι’ αυτούς σε πρωινή τηλεοπτική εκπομπή: «Από τον Αρη ήρθαν;». Και συμπλήρωνε αγέρωχα, ως παντογνώστης, πως «δεν είναι αγαθά παιδιά, βρήκαν τον πλουτισμό, τους πίεσαν και κελάηδησαν».

Δεν πέρασαν 15 ημέρες όταν εκείνοι που, κατά Πολάκη, είχαν λερωμένη τη φωλιά τους θα μεταλλάσσονταν διά στόματος Τσίπρα.

Στις 22 Φεβρουαρίου στη Βουλή ο τότε πρωθυπουργός δήλωνε ότι οι προστατευόμενοι μάρτυρες είναι «ήρωες που παίρνουν το θάρρος να μιλήσουν, να πουν την αλήθεια απέναντι σε ισχυρά συστήματα». Από εκεί και πέρα όλα ήταν προδιαγεγραμμένα. Η μεθόδευση μιας τεράστιας πλεκτάνης κατά των εξεχόντων πολιτικών αντιπάλων της τότε κυβέρνησης ενορχηστρωνόταν. Η μνησίκακη αυτή συναυλία θα αποδεικνυόταν σαθρή καθώς θεμελιωνόταν πάνω σε τόνους εκτοξευόμενης λάσπης.

Φαρσοκωμωδία

Στις αρχές του 2014, ο 41χρονος εκείνη την εποχή φαρμακοποιός Φιλίστωρ Δεστεμπασίδης, ευτραφής, ευφραδής, με ξυρισμένο το τριχωτό της κεφαλής του, έδινε την εικόνα ενός ευυπόληπτου επαγγελματία στη φαρμακευτική αγορά. Πρώην στέλεχος της Pfizer, κατείχε επί εξαετία τουλάχιστον τη θέση του διευθυντή επικοινωνίας της Novartis. Παντρεμένος, με δύο παιδιά, εξωστρεφής και οικείος, μετέφερε ένα κλίμα εμπιστοσύνης στους συνομιλητές του. Κανείς δεν υποπτευόταν ότι μετά από χειραψία μαζί του θα έπρεπε να μετρήσει τα δάχτυλά του να δει αν λείπει κανένα!

Αξιοσέβαστο μέλος της τοπικής κοινωνίας, ως κάτοικος του Γέρακα, είχε βάλει υποψηφιότητα για δημοτικός σύμβουλος στο ψηφοδέλτιο του ανεξάρτητου συνδυασμού «ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ», με επικεφαλής τον υποψήφιο δήμαρχο Παλλήνης Κώστα Μπάκα. Στις εκλογές εκείνου του Μαΐου του 2014, ο συνδυασμός ήρθε τρίτος στις κάλπες, ο ίδιος δεν εκλέχτηκε και στα τέλη του Οκτωβρίου της ίδιας χρονιάς είχε αποχωρήσει από το διευθυντικό του πόστο στην εταιρεία. Αργότερα θα τον μπέρδευαν με έναν συνομήλικό του χημικό από τη Θεσσαλονίκη, στέλεχος κι αυτός της Novartis -ονόματι Νίκος Τενεκίδης, σύμφωνα με την κατάθεση της «Κελέση»- ο οποίος το απόγευμα της Πρωτοχρονιάς του 2017 είχε αποπειραθεί μεθυσμένος να σαλτάρει στο κενό από τον 13ο όροφο του ξενοδοχείου «Hilton».

Δεν ήταν ο Δεστεμπασίδης. Θα χρειαζόταν άλλωστε μπόλικη φαντασία για να τον εντοπίσει και να τον αναγνωρίσει κανείς και στο ντοκιμαντέρ «La Strategia – Ιl caso Novartis» της ιταλόφωνης κρατικής τηλεόραση της Ελβετίας. Σε αυτό είχαν παρελάσει οι Ελληνες προστατευόμενοι μάρτυρες της υπόθεσης με μάσκες βενετσιάνικου καρναβαλιού και στολές καπουτσίνου μοναχού, με λευκά γάντια και αλλοιωμένες φωνές. Απαντες υψηλόβαθμα στελέχη της ελληνικής Novartis εμφανίζονταν στο γραφείο του δικηγόρου Παύλου Σαράκη στην Αθήνα και σε δωμάτιο ξενοδοχείου, ενδεχομένως στην Ουάσινγκτον, πιθανόν στη Νέα Υόρκη, ίσως στο Νιου Τζέρσεϊ, κατά την προετοιμασία τους εν όψει της ανακριτικής διαδικασίας στο FBI. Το αξιοπρόσεκτο ήταν ότι σε κανένα σημείο της αφήγησής τους οι μάρτυρες δεν αναφέρονταν σε δωροδοκίες πολιτικών.

Πουθενά δεν μιλούσαν για λάδωμα υπουργών. Ολες οι μαρτυρίες αφορούσαν κυρίως τον χρηματισμό των γιατρών, καθώς και τις υπόγειες σχέσεις, χωρίς υλικό αντίτιμο, της εταιρείας με ορισμένους συμβούλους τόσο των υπουργών Υγείας όσο και της τρόικας. Το ντοκιμαντέρ προβλήθηκε σε εγχώριο περιφερειακό κανάλι τον Οκτώβριο του 2019 και ακολούθως στελέχη και βουλευτές του τότε κυβερνώντος ΣΥΡΙΖΑ περιόδευαν μαζί του σε επαρχιακούς και δημοτικούς κινηματογράφους της Αττικής προκειμένου να βγάλουν από τις μη πολιτικές αποκαλύψεις -που θεωρούσαν δεδομένες- ξίγκι.

Εκτιμάται πως στην πραγματικότητα επιχειρούσαν να του δώσουν εξεπιτούτου ένα πολιτικό βάρος που δεν είχε. Παραμέριζαν μάλλον σκόπιμα παρά από αφέλεια ότι, σύμφωνα με το αμερικανικό Δίκαιο, όσοι συνεργάζονταν στην έρευνα προσκομίζοντας επιβαρυντικά στοιχεία στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, στο υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ καθώς και στο FBI θα ανταμείβονταν πλουσιοπάροχα. Θα αποκόμιζαν ποσοστό από τη χρηματική ποινή, κάποια εκατομμύρια δολάρια δηλαδή, που θα επέβαλλαν οι αμερικανικές αρχές στην ένοχη πολυεθνική εταιρεία για αθέμιτες πρακτικές στη χώρα τους.

Τα ψευδώνυμα

Τόσο ο Φιλίστωρ Δεστεμπασίδης όσο και ο «Μάξιμος Σαράφης» -σε μια φαρσοκωμωδία που έκανε τα στραβά ματιά στην ταυτοπροσωπία τους- αρνούνταν επίμονα ότι είχαν δώσει κατάθεση στις αμερικανικές αρχές. Ωστόσο, σύμφωνα με την έκθεση του FBI: «Ο C1 μάρτυρας προσελήφθη από τη Novartis Ελλάς S.A.C.I (NVG) περίπου τον Ιούνιο του 2008 έως τον Οκτώβριο του 2014 ως διευθυντής Επικοινωνίας και Συλλογικής Ευθύνης». Η «τρελή» σύμπτωση είναι ότι ο Δεστεμπασίδης απασχολήθηκε την ίδια ακριβώς περίοδο στη Novartis και με το ίδιο επακριβώς αντικείμενο.

Κάτι που σήμαινε ότι, αν κατέθεσε στις αμερικανικές αρχές προσδοκώντας οικονομικό όφελος, αυτομάτως καθιστούσε παράνομη τη συνεργασία του με τις ελληνικές αρχές για τη διερεύνηση της ίδιας υπόθεση. Ψιλά γράμματα και τρέχα γύρευε εκείνα τα μοχθηρά φεγγάρια… Κανείς άλλωστε δεν μπορούσε να αναγνωρίσει τον Δεστεμπασίδη, τουλάχιστον στο ντοκιμαντέρ, μετά από τόσο επιμελημένη μεταμφίεση.

Μόνο υπόνοιες μπορούσαν να προκύψουν επειδή κάποια από τα στοιχεία που ανέφεραν οι κουκουλωμένοι πρωταγωνιστές του κινηματογραφικού ντοκουμέντου συνέπιπταν με τις καταθέσεις των προστατευόμενων μαρτύρων -όπως τους χαρακτήρισε η τότε εισαγγελέας Διαφθοράς στην Ελλάδα- με τα ψευδώνυμα «Αναστασίου», «Κελέση» και «Σαράφης».

Στο ψευδώνυμο του τελευταίου επενδύθηκε μια άνευ προηγουμένου ψεκασμένη φαιδρότητα, καθώς παρέπεμπε στην άλλοτε μαχητική κληρονομιά της Αριστεράς. Το επώνυμό του αναφερόταν στον στρατηγό Στέφανο Σαράφη, αρχηγό του ΕΛΑΣ, και όχι στον μακαρίτη ποδοσφαιριστή του ΠΑΟΚ ή στην επώνυμη φίρμα ενδυμάτων από τα Τρίκαλα ως το Παρίσι! Στο δε πλαστό μικρό του όνομα αποδιδόταν το επίθετο του Σεραφείμ Μάξιμου, μαρξιστή, διανοούμενου, βουλευτή του ΚΚΕ τη δεκαετία του ’20 και αγωνιστή της εθνικής αντίστασης.

Η περιφερόμενη αυτή γελοιότητα απλώς στόλιζε την κουκούλα του «Μάξιμου Σαράφη», οι ντροπιαστικές καταθέσεις του οποίου δεν είχαν τίποτε το γενναίο ή το ηρωικό. Πόσο μάλλον όταν ο διαφημιστής-εκδότης Εμμανουήλ Βουλκίδης στην κατάθεσή του στην Εισαγγελία Διαφθοράς κατονόμασε ως μιζαδόρο και εκβιαστή τον Φιλίστορα Δεστεμπασίδη, τον οποίο κατήγγειλε ότι του πήρε 400.000 ευρώ ως προμήθεια για να του αναθέτει προνομιακά εργασίες προβολής των σκευασμάτων της φαρμακοβιομηχανίας στην οποία δούλευε.

Συμπεραινόταν από τους διασυρμένους με κατασκευασμένα μυθεύματα πολιτικούς ότι η συγκεκριμένη εισαγγελία δεν κάλεσε τότε για εξηγήσεις τον Δεστεμπασίδη, καθώς θα έπρεπε να του άρει την προστασία του ως «Μάξιμου Σαράφη» και αυτομάτως θα κατέρρεε η όλη σκευωρία εις βάρος τους…

Κανένα στοιχείο για πολιτικούς

Στις 4 το απόγευμα της 25ης Φεβρουαρίου του 2020 μεταφέρθηκε υπό άκρα μυστικότητα στη ΓΑΔΑ ο προστατευόμενος μάρτυρας «Μάξιμος Σαράφης» προκειμένου να εξεταστεί από μέλη του κλιμακίου της προανακριτικής επιτροπής της Βουλής. Τοποθετήθηκε σε αίθουσα του 8ου ορόφου του κτιρίου επί της λεωφόρου Αλεξάνδρας που άνοιγε με ειδικό κωδικό, ενώ τα μέλη της προανακριτικής βρίσκονταν στον 14ο όροφο απ’ όπου έθεταν τις ερωτήσεις τους.

Η εξέταση στην οποία απαντούσε ηχητικά και με αλλοιωμένη φωνή ήταν μαραθώνια και ολοκληρώθηκε μετά από οκτώ ώρες, λίγο μετά τις 12 τα μεσάνυχτα. Ο «Μάξιμος Σαράφης», ευφυής και ετοιμόλογος, ψιλομάζεψε με ευελιξία τις προηγούμενες καταθέσεις του λέγοντας πως δεν έχει κανένα στοιχείο ότι έφτασαν χρήματα σε πολιτικούς. Και βέβαια αρνήθηκε να δεχτεί κατ’ αντιπαράσταση εξέταση με τον πρώην προστατευόμενο μάρτυρα Νίκο Μανιαδάκη, τον διαφημιστή Εμμανουήλ Βουλκίδη και τον πρώην υπεύθυνο επικοινωνίας της Novartis Φιλίστορα Δεστεμπασίδη. Ειδικά με τον τελευταίο θα ήταν σαν να συνομιλεί με τον καθρέφτη του!

Θα επρόκειτο αναμφίβολα για μια αποθέωση του εξωφρενικού μέσα στο κατάφωρα στραγγαλιστικά ασφυκτικό πλαίσιο της τυπικότητας. Κοινώς, μια υποχρεωτικά ακραία κοροϊδία. Εξάλλου, ο ίδιος, δύο μήνες πριν, στις 27 Νοεμβρίου του 2019, μέσα στη Βουλή, ενώπιον των μελών της ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής προκαταρκτικής εξέτασης, ως Δεστεμπασίδης αυτή τη φορά, σημείωσε ότι «δεν ονομάζομαι ούτε Κελέση ούτε Σαράφης».

Ωστόσο, το σουρεαλιστικό της περάτωσής του δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί. Εμελλε με την τωρινή σύλληψή του να υπερβεί και τα όρια της παράνοιας. Ούτε αστυνομικό θρίλερ, ούτε δικαστικό δράμα. Απλώς χονδροειδής, γελοιογραφική υπερβολή ενταγμένη σε ένα τραγελαφικό γκροτέσκο. Η δίωξή του σε βαθμό κακουργήματος δεν αναιρεί το καθεστώς προστασίας που του έχει αποδοθεί.

Εξαιτίας αυτής της ιδιότητάς του δεν μπορούν να δημοσιοποιηθούν τα στοιχεία του, ενώ ταυτόχρονα έχει ασυλία κατά οποιασδήποτε μήνυσης εναντίον του για τη σκευωρία Novartis. Το ειδικό καθεστώς με το οποίο αντιμετωπίζεται ο «Μάξιμος Σαράφης» ανανεώθηκε τον περασμένο Σεπτέμβριο, καθώς η υπόθεση της φαρμακευτής εταιρείας είναι ακόμη ανοιχτή σε ό,τι αφορά τη φερόμενη δωροδοκία γιατρών.

Ολα εδώ πληρώνονται

Ολα αυτά την ώρα που για τους εννέα από τους δέκα πολιτικούς που ανέντιμα σπιλώθηκαν και επιχειρήθηκε αδίστακτα η πολιτική, ηθική και προσωπική τους εξόντωση η υπόθεση έχει κλείσει. Ο σχετικός φάκελος έχει μπει στο αρχείο, αφού δεν επιβεβαιώθηκαν οι καταθέσεις σε βάρος τους από τους προστατευόμενους μάρτυρες με τις οποίες έκαναν μάταια πάρτυ οι βουλευτές και τα μέλη της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝ.ΕΛ. Ωσαύτως έχει απαλλαγεί ομόφωνα από κάθε κατηγορία και ο πρώην υπουργός και νυν βουλευτής του ΠΑΣΟΚ Ανδρέας Λοβέρδος, ο μόνος που ζήτησε από τους συναδέλφους του στη Βουλή την άρση της ασυλίας του, προκειμένου το σκέλος που τον αφορά να φτάσει στην τακτική Δικαιοσύνη.

Οσο για τη περίπτωση του «Μάξιμου Σαράφη» ή αλλιώς Φιλίστορα Δεστεμπασίδη, όλα εδώ πληρώνονται. Δεν χρειαζόταν να δρομολογηθεί η πανουργία της Ιστορίας ή κάποια απρόβλεπτη θεία δίκη για να αποκαλυφθεί το νήμα που συνδέει τις προηγούμενες δικές του ανυπόστατες και ατεκμηρίωτες καταθέσεις με την τωρινή έκνομη δραστηριότητά του. Αρκούσε, ως καλομαθημένος στο απυρόβλητο, το χούι του να λέει από ιδιοτέλεια ψέματα, ώστε να ξεθαφτεί η αλήθεια κάτω από την επίστρωση μιας μεθοδευμένης ραδιουργίας και να ξεσκεπαστεί η κουκούλα της υποκρισίας του.

Ασφαλώς και έχει τεκμήριο αθωότητας απέναντι στις εις βάρος του κατηγορίες για απάτη, πλαστογραφία και νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Προφανώς και δικαιούται από τα κρατητήρια της ΓΑΔΑ να καταγγέλλει δήθεν ρεβανσισμό και φτωχοποιήσεις από το κυβερνητικό παρακράτος. Δίχως όμως το κράνος της ασυλίας που οικειοθελώς προσφέρθηκε να του φορέσουν, τον περιμένουν στη γωνία της ποινικής Δικαιοσύνης τα θύματα από τα οποία υπεξαίρεσε από 800.000 έως 1 εκατ. ευρώ.