Με τα κόλλυβα της κατσίκας του γείτονα

394

Αυτό το τελευταίο με τις συνταγές γυαλιών οράσεως, τον ΕΟΠΥΥ και τους οπτικούς έχει, μα την αλήθεια, πράγματι, πολύ γούστο. Ειλικρινά, είναι να γελάς με το μέτρο του θράσους διότι η συμπεριφορά του κράτους έχει κάτι το κωμικό, σα να βγαίνει από το στόμα ενός θεατρικού χαρακτήρα που υπερβάλλει, εξαπατά τους άλλους και συγχρόνως αυτοσαρκάζεται, που είναι πάντα ένα βήμα μπροστά από το υπόλοιπο έργο και με τον τρόπο αυτό κλείνει το μάτι στο κοινό και βγάζει γέλιο. Στη συγκεκριμένη σκηνή το κράτος γυρνάει στους οπτικούς και τους λέει: «Το βρήκα! Θα κάνω κοινωνική πολιτική με τα λεφτά σας και θα βάλετε και το εμπόρευμα!» Ζήκος κανονικός. 

Το γέλιο βγαίνει πηγαίο ως κορύφωση της πλοκής που μας έχει φέρει σ’αυτό το σημείο. Μέχρι τώρα, ο ασφαλισμένος πήγαινε στο γιατρό ή τον οπτομέτρη, έπαιρνε τη συνταγή, πήγαινε κατόπιν στον οπτικό, αγόραζε τα γυαλιά, ύστερα απευθυνόταν στον ΕΟΠΥΥ και έπαιρνε τα λεφτά του – 100 ευρώ κάθε τέσσερα χρόνια για γυαλιά οράσεως και 25 κάθε δύο για φακούς επαφής. Στη θεωρία αυτό. Διότι στην πράξη ο ΕΟΠΥΥ ούτε λεφτά έχει, ούτε καμιά διάθεση να διαχειριστεί χρηστά το ετήσιο κονδύλι των 47 εκατομμυρίων για οπτικά είδη, συνεπώς αυτό που συνέβαινε ήταν να καταθέτουν οι ασφαλισμένοι αίτημα και μετά να περιμένουν. Πολύ. Και αν. Κι επειδή το δημόσιο είναι ένας οργανισμός όπου ένας στους δύο λουφάρει μέχρι τελικής πτώσεως φωνάζοντας ότι το σύστημα πάσχει από υποστελέχωση, φτάσαμε να έχουμε περί τα 100.000 αιτήματα ασφαλισμένων που δεν έχουν ακόμα εξεταστεί.

Στο μεταξύ, αν η δαπάνη υπερβεί το προβλεπόμενο κονδύλι, το κράτος κάνει στους οπτικούς ακριβώς αυτό που κάνει και στις φαρμακευτικές εταιρίες – και κυρίως στις ξένες: Τους χρεώνει τα περισσευούμενα ανάλογα με τον τζίρο τους, το λέει clawback και στο τέλος καταλήγει να τους δίνει μόνο ένα μέρος κι από αυτά που θα έπαιρναν κανονικά ούτως ή άλλως. Είναι ειρωνικό, αλλά το clawback ξεκίνησε ως έννοια του χρηματοπιστωτικού κόσμου για να ανακτώνται τα συμπεφωνημένα μπόνους μεγαλοστελεχών σε περίπτωση υποαπόδοσης των εταιριών. Τώρα, στα ματωμένα μνημονιακά χέρια του ΣΥΡΙΖΑ (οι ΑΝΕΛ απουσιάζουν εσκεμμένα από το τοπίο της ασφάλισης), μετατρέπεται σε όρο-πρόφαση για να κάνουν κηδεία με ξένα κόλλυβα.

Κι εκεί που λες πως το πράγμα δεν παίρνει χειρότερα, ο μεγάλος θίασος έρχεται και σε διαψεύδει. «Λεφτά από εμάς δεν παίρνετε, εμείς, πάλι, λεφτά γενικώς δεν δίνουμε», λέει τώρα το κράτος στους οπτικούς, «οπότε τι το κουράζουμε; Θα δίνετε εσείς τα γυαλιά τζάμπα κι άμα είναι κι έχουμε, κάτι μπορεί να κάνουμε.» Με άλλα λόγια, «μέχρι σήμερα φεσώναμε τους ασφαλισμένους, από σήμερα θα φεσώνουμε τους επιχειρηματίες». Αυτό απεφάσισαν και διέταξαν εις το όνομα του λαού οι κομισάριοι και έστειλαν τα αγριεμένα πλήθη να βρουν το φως τους έξω απ’το θέατρο, με το μάτι να γυαλίζει σε αναζήτηση της κατσίκας του οπτικού, που κρυμμένη πίσω από μαύρα κοκκάλινα Moncler και σκαρφαλωμένη στο χείλος του γκρεμού διαβάζει την εφημερίδα της.