#MeToo: Περίπου 61% των δικηγόρων δηλώνουν ότι έχουν υποστεί σεξουαλική παρενόχληση

408

Από τους 600 δικηγόρους, το 61% περίπου δηλώνουν ότι έχουν υποστεί περιστατικό σεξουαλικής παρενόχλησης.

 

Σεξουαλική παρενόχληση δηλώνει ότι έχουν δεχτεί έξι στους δέκα δικηγόρους που απάντησαν σε ερωτηματολόγιο που σχηματίστηκε ώστε να «πέσει φως» στην έκταση των περιστατικών προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας και ελευθερίας, στο πλαίσιο της άσκησης των επαγγελματικών καθηκόντων.

Σε έρευνα που διεξήγαγε η δικηγορική παράταξη «Εναλλακτική Παρέμβαση» συμμετείχαν 600 δικηγόροι, εκ των οποίων 349 μέλη του ΔΣΑ και 79 ασκούμενοι/ες δικηγόροι Αθηνών, που απάντησαν στο εν λόγω ερωτηματολόγιο στα πλαίσια της καμπάνιας #metoo στον δικηγορικό χώρο.

Σύμφωνα με την έρευνα, το 61% περίπου δηλώνουν ότι έχουν υποστεί περιστατικό σεξουαλικής παρενόχλησης ή και βαρύτερης προσβολής της γενετήσιας ελευθερίας και αξιοπρέπειάς τους στο πλαίσιο της άσκησης των επαγγελματικών τους καθηκόντων.

Το 45% αναφέρουν ότι το περιστατικό συνέβη στο πλαίσιο σταθερής έμμισθης συνεργασίας με δικηγόρο, ενώ το 70% δηλώνουν ότι γνωρίζουν αντίστοιχο περιστατικό που αφορά άλλον/η συνάδελφο που υπέστη τέτοια συμπεριφορά στο πλαίσιο έμμισθης συνεργασίας με δικηγόρο.

Ποιοι ήταν οι θύτες
Αξίζει να σημειωθεί ότι η πλειοψηφία των δραστών αναφέρεται ότι ήταν εργοδότες-δικηγόροι.

Η χρήση σεξιστικής γλώσσας/λεκτική υποτίμηση και η σεξουαλική παρενόχληση αποτελούν την πλειοψηφία των αναφερόμενων περιστατικών, τα οποία τοποθετούνται χρονικά στην περίοδο των τελευταίων πέντε ετών σε ποσοστό 57%.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ποσοστό άνω του 80% δηλώνουν ότι δεν θα αισθάνονταν ασφαλείς να καταγγείλουν τέτοιο περιστατικό είτε στο Πειθαρχικό Όργανο του Δικηγορικού Συλλόγου, είτε στην αστυνομία.

Μόλις 2,3% των περιπτώσεων έχουν καταγγελθεί σε κάποια Αρχή και στο 1% των περιπτώσεων υπήρξε καταλογισμός πειθαρχικής και ποινικής ευθύνης στον δράστη.

Στην ερώτηση για τους ανασταλτικούς παράγοντες που εμπόδισαν τα θύματα να προβούν σε καταγγελία, οι απαντήσεις είναι μοιρασμένες, με επικρατέστερους τον φόβο για το πώς θα επηρέαζε η καταγγελία την επαγγελματική εξέλιξη του θύματος, την έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων, το ενδεχόμενο της μήνυσης του δράστη για συκοφαντική δυσφήμηση ή ψευδή καταμήνυση και τον φόβο στιγματισμού.

Αναφορικά με το τι πρέπει αν γίνει ώστε αν δημιουργηθεί ένα πλαίσιο ασφάλειας ώστε να ενθαρρυνθούν οι καταγγελίες για τέτοια περιστατικά, οι περισσότερες προτάσεις αφορούν στη λειτουργία του Πειθαρχικού Οργάνου του ΔΣΑ ή σύσταση άλλου οργάνου ειδικά για τέτοιες καταγγελίες.

Ακόμη ορισμένες απαντήσεις αφορούν στον έλεγχο των εργασιακών συνθηκών των δικηγόρων-εμμίσθων συνεργατών.