Ο ανταγωνισμός ευνοεί την ποικιλία, την καινοτομία και την πρόοδο

434

Γράφει ο Γιάννης Κίτσος.

Η σημαντικότερη είδηση των τελευταίων ημερών είναι ότι οι φαρμακοβιομηχανίες Pfizer και BioNTech Group κατέθεσαν στην αμερικανική Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) αίτηση αδειοδότησης, για την κυκλοφορία του εμβολίου τους κατά της Covid-19. Μέσα σε λιγότερο από ένα έτος από την εμφάνιση της θανατηφόρου πανδημίας ιδιωτικές επιχειρήσεις καταφέρνουν να κάνουν έρευνα, δοκιμές, να ανακαλύψουν και να είναι έτοιμες μέσα σε λίγους μήνες να διανείμουν σε μεγάλη κλίμακα εμβόλιο που την καταπολεμά. Εντυπωσιακό! Και, μάλιστα χωρίς καμία κρατική παρέμβαση! 

Λίγα χρόνια πριν, η google λανσάρισε ένα αυτοκίνητο χωρίς οδηγό που όντως λειτουργεί! Αν σκεφτεί μπορεί εύκολα κανείς να βρει μαζί με την google και Pfizer χιλιάδες άλλα παραδείγματα που αποδεικνύουν ότι οι επιχειρήσεις μπορούν να κάνουν πράγματα που δεν μπορούν να κάνουν τα κράτη. Αυτό, βέβαια δεν το μάθαμε σήμερα! Ποιός ξεχνάει άλλωστε τις ανατολικοευρωπαϊκές κομμουνιστικές χώρες που παρήγαγαν εκείνες τις ταλαίπωρες σακαράκες – τα χοντροκομμένα Lada -, την στιγμή που όλη η υπόλοιπη Ευρώπη και Αμερική κυκλοφορούσε με Mercedes, Ford, BMW κ.α..   

Κανένας δεν μπορεί να αρνηθεί ότι οι κρατικές επενδύσεις έκαναν δυνατή την τεχνολογική επανάσταση. Σύμφωνα με τις ιστορικές ενδείξεις, οι μεγάλες τεχνολογικές αλλαγές απαιτούν μεγάλες απώλειες, σπατάλες. Κάποιος πρέπει να είναι διαθέσιμος να διαθέσει τεράστια ποσά, π.χ. για μια αποστολή στο φεγγάρι, ξέροντας ότι το μεγαλύτερο μέρος τους θα πάει στράφι. 

Οι ιδιώτες επενδυτές, τουλάχιστον μέχρι πρότινος, δεν είχαν όρεξη για ρίσκα αυτού του είδους. Ακόμη και αυτός ο μύθος, όμως, καταρρέει. Πριν λίγο καιρό ο Έλον Μασκ είχε εκδώσει δημόσια, με μεγάλη επιτυχία, ομολογίες με σκοπό να χρηματοδοτήσει αποστολή στο διάστημα. Ιδιώτης και αυτός!  Οι ιδιώτες επενδυτές έχουν πλέον όρεξη και για ρίσκα αυτού του είδους.

Αν κοιτάξει κανείς την μετοχική σύνθεση της Pfizer, οι 20 μεγαλύτεροι μέτοχοι της είναι κυρίως ιδιωτικά ιδρύματα και σε ένα πολύ περιορισμένο βαθμό κρατικά συνταξιοδοτικά και άλλα ταμεία. Οι 20 αυτοί μέτοχοι κατέχουν το 46% περίπου των μετοχών της εταιρείας. Συνολικά, σήμερα, υπάρχουν 3.175 ιδρύματα, στην μεγάλη τους πλειοψηφία ιδιωτικά, που κατέχουν μετοχές της Pfizer. Η κεφαλαιοποίηση της ανέρχεται περίπου στα $ 140 δις. 

Αν αναλογιστεί κανείς τους εκατοντάδες εκατομμύρια μεμονωμένους ιδιώτες επενδυτές που βρίσκονται πίσω από όλα τα ιδρύματα αυτά, αντιλαμβάνεστε από πόσους εκατοντάδες εκατομμύρια μετόχους άμεσα και έμμεσα ελέγχεται η εταιρεία. Σαφέστατα και τις αποφάσεις δεν λαμβάνουν οι μέτοχοι, αλλά οι μέτοχοι είναι αυτοί που σε κάθε συμβούλιο μετόχων εκλέγουν την διοίκηση της εταιρείας. Οι μέτοχοι δεν εκλέγουν μόνο την διοίκηση, αλλά εγκρίνουν και το πλάνο που θα ακολουθήσει. Οι Pfizer λειτουργεί σαν ένα κράτος σχεδόν του οικονομικού μεγέθους της Ελλάδας. Οι μέτοχοι, τέλος, είναι αυτοί που αν δεν τα πάει καλά η εταιρεία, σύμφωνα με τους από συμβούλιο μετόχων πλάνο της, θα αποφασίσουν να την εγκαταλείψουν.

Η τεχνολογία δεν θα μπορούσε να αναπτυχθεί σε τέτοια κλίμακα χωρίς την ύπαρξη κυβέρνησης. Όχι, όμως, τουλάχιστον σήμερα, επειδή έχει το ρόλο του επενδυτή, αλλά επειδή κάθε βιομηχανία χρειάζεται σταθερούς και αξιόπιστους πολιτικούς θεσμούς – στρατό, αστυνομία, δικαστήρια κ.ο.κ. – για να προστατεύουν τα δικαιώματα ιδιοκτησίας από τα οποία εξαρτάται ο δυναμισμός της.

Εντάξει θα μας πει κάποιος οπαδός του κρατισμού, λαϊκιστής ή και ψεκασμένος, μπορώ, έστω και με βαριά καρδιά να δεχτώ ότι ο ανταγωνισμός ευνοεί την ποικιλία και την καινοτομία. Αλλά για ποια πρόοδο μιλάμε όταν βλέπουμε τόσα εκατομμύρια άνεργους, ακόμα και ανθρώπους να πεινάνε στον δρόμο! Δεν είναι δύσκολο να απαντηθεί ούτε και αυτό! Σε αυτό θα με βοηθήσει το σύγγραμμα του Johan Norberg, Πρόοδος, στοιχεία και αποσπάσματα από το οποίο αντλώ παρακάτω. Συγχωρέστε μου το εκτενές κείμενο, αλλά οι λαϊκιστές και ψεκασμένοι στις ημέρες μας είναι πολλοί και επικίνδυνοι, και τα παρακάτω στοιχεία και δεδομένα περισσότερο τα δημοσιοποιώ για να μπορούν να αξιοποιηθούν και από άλλους υπερασπιστές της λογικής. 

«Η μεγάλη ιστορία της εποχής μας», γράφει στην εισαγωγή του συγγράμματος του ο Johan Norberg, «είναι ότι είμαστε μάρτυρες της μεγαλύτερης βελτίωσης στο παγκόσμιο βιοτικό επίπεδο που συνέβη ποτέ. Η φτώχεια, ο υποσιτισμός, ο αναλφαβητισμός, η παιδική εργασία και η παιδική θνησιμότητα μειώνονται γρηγορότερα από ποτέ άλλοτε στην ανθρώπινη ιστορία. Το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση υπερδιπλασιάστηκε τον περασμένο αιώνα σε σχέση με την αύξηση που είχε σημειωθεί τα προηγούμενα 200.000 χρόνια. Ο κίνδυνος κάποιο άτομο να εκτεθεί σε πόλεμο, να χάσει τη ζωή του σε μια φυσική καταστροφή ή να βιώσει μια δικτατορία είναι μικρότερος από ποτέ. Ένα παιδί που γεννιέται σήμερα είναι πιο πιθανό να φτάσει σε συνταξιοδότηση απ’ ό,τι πρόγονοι του να φτάσουν την ηλικία των 50 ετών».        

Στα μέσα του 19ου αιώνα, η μέση καθημερινή θερμιδική πρόσληψη στη δυτική Ευρώπη κυμαινόταν μεταξύ 2000 και 2500 θερμίδων – ήταν χαμηλότερη απ’ ό,τι είναι σήμερα στην Αφρική. Το 1950, είχε ανέλθει στις 3000. Τα ιστορικά στοιχεία δείχνουν ότι η διαφορά ύψους στα άτομα ανάμεσα στη δυτική Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο ήταν αμελητέα μέχρι περίπου το 1870. Κατόπιν, ο μέσος Ευρωπαίος ψήλωνε κατά ένα εκατοστό περίπου ανα δεκαετία, φτάνοντας από τα 167 εκατοστά στα 179 εκατοστά, μετά από έναν αιώνα. Η εξέλιξη είχε καθοριστική σημασία για την υγεία, διότι οι ψηλότεροι άνθρωποι ζουν γενικά περισσότερο και τα παιδιά που τρέφονταν καλύτερα είναι πιο ανθεκτικά στις ασθένειες και έχουν περισσότερες πιθανότητες να επιβιώσουν.

Ο Διεθνής Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών (FAO) ανέφερε το 1947 ότι περίπου το 50% του πληθυσμού του πλανήτη μαστιζόταν από χρόνιο υποσιτισμό. Εκείνη την περίοδο, τα τεχνητά λιπάσματα είχαν αρχίσει να διαδίδονται ευρέως και πολλές χώρες χαμηλού και μέσου εισοδήματος είχαν αρχίσει να εκσυγχρονίζουν τον αγροτικό κλάδο τους. Την περίοδο 1969-1971, ο FAO υπολόγιζε ότι το 37% του πληθυσμού του αναπτυσσόμενου κόσμου υποσιτιζόταν. Σήμερα, το αντίστοιχο ποσοστό είχε μειωθεί περίπου στο 13%.

Ο φόρος αίματος των μεγάλων λιμών μειώθηκε σε 1,4 εκατομμύριο τη δεκαετία του 1990. Τον 21ο αιώνα, μέχρι στιγμής, ο ίδιος φόρος πλησιάζει τις 600.000 – μόλις το 2% του αντίστοιχου αριθμού 100 χρόνια νωρίτερα, μολονότι ο παγκόσμιος πληθυσμός είναι τέσσερις φορές μεγαλύτερος. Οι σύγχρονοι λιμοί είναι αποτέλεσμα ένοπλων συρράξεων σε χώρες όπως το Σουδάν, η Σομαλία και η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό. Όσο παράξενο και αν ακούγεται, η δημοκρατία είναι ένα από τα πιο αποτελεσματικά όπλα που έχουμε στη διάθεση μας για να πατάξουμε τους λιμούς. Όπως έχει επισημάνει ο οικονομολόγος Αμάρτια Σεν, έχουν υπάρξει λιμοί σε κομμουνιστικά κράτη, απόλυτες μοναρχίες, αποικιακά κράτη και κοινωνίες ιθαγενών, αλλά πότε σε δημοκρατία.

Τον 19ο αιώνα και στις αρχές του 20ου, πολλές πόλεις κατασκεύασαν σύγχρονα συστήματα υδροδότησης και αποχέτευσης και άρχισαν τη συστηματική αποκομιδή των απορριμμάτων. Ο αυξανόμενος πλούτος κατέστησε εφικτά αυτού του είδους τα εγχειρήματα. Η μεγαλύτερη αλλαγή, ωστόσο, ήρθε με την αποτελεσματική διύλιση και χλωρίωση των υδάτινων αποθεμάτων το πρώτο μισό του 20ου αιώνα, αφότου έγινε αποδεκτή η θεωρία ότι οι ασθένειες προκαλούνται από μικρόβια. Το προσδόκιμο ζωής στις ΗΠΑ αυξήθηκε πιο γρήγορα από ποτέ και η χρήση φίλτρων και χλωρίωσης δείχνει ότι το καθαρό νερό έπαιξε αποφασιστικό ρόλο σε αυτή την εξέλιξη. Μια μελέτη των David Cutler και Grant Miller, «The role of public health improvements in health advances: the 20th century United States», διαπίστωσε ότι στο καθαρό νερό οφείλεται το 43% της συνολικής ελάττωσης της θνησιμότητας, το 73% της μείωσης της βρεφικής θνησιμότητας και το 62% της παιδικής θνησιμότητας.

Το ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού που έχει πρόσβαση σε βελτιωμένους υδάτινους πόρους αυξήθηκε από 52% σε 91% ανάμεσα στο 1980 και το 2015. Από το 1990 και μετά, 2,6 δισεκατομμύρια άνθρωποι έχουν αποκτήσει πρόσβαση σε βελτιωμένους υδάτινους πόρους, πράγμα που σημαίνει ότι, για 25 χρόνια, κάθε μέρα λάμβαναν ασφαλές νερό 285.000 επιπλέον άνθρωποι… Το 1980, πρόσβαση σε κατάλληλες εγκαταστάσεις υγιεινής δεν είναι πάνω από το 24% του παγκόσμιου πληθυσμού. Μέχρι το 2015, το ποσοστό είχε ανέλθει στο 68%. Σχεδόν το ένα τρίτο (2,1 δισεκατομμύρια) του παγκόσμιου πληθυσμού σήμερα απέκτησε πρόσβαση τα τελευταία 25 χρόνια. Σήμερα, πρόσβαση έχει το 82% του αστικού πληθυσμού και το 51% του αγροτικού πληθυσμού… Αποτέλεσμα αυτών των ενεργειών ήταν να μειωθούν οι θάνατοι από διάρροια, ανά τον κόσμο, από 1,5 δισεκατομμύριο το 1990 σε 622.000 το 2012.

Η πρώτη Μεγάλη Άνοδος σημειώθηκε στη Δύση, όταν άρχισε να αναπτύσσεται, σε ετήσια βάση, με ρυθμό που ξεπερνούσε το 1% κατ’ άτομο από το 1820 μέχρι το 1870. Ο ρυθμός αυτός αυξήθηκε στο 1,6% μεταξύ 1870 και 1913 και συνέχισε να αυξάνεται μετά από τους δυο παγκοσμίους πολέμους. Από το 1820 και μετά, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στον δυτικό κόσμο είχε σημειώσει δεκαπενταπλάσια αύξηση. Στις αρχές της δεκαετίας του 1900, η ακραία φτώχεια μειώθηκε στο 10% με 20% στη δυτική Ευρώπη και τη βόρεια Αμερική. Η μέση εργάσιμη εβδομάδα για τους Αμερικανούς έχει μειωθεί κατά 25 ώρες από το 1860 και μετά. Σε αυτό, πρέπει να συνυπολογιστεί και το γεγονός ότι αρχίζουμε να εργαζόμαστε αργότερα, παίρνουμε σύνταξη νωρίτερα και ζούμε περισσότερο μετά τη συνταξιοδότηση.

Αυτή ήταν η πρώτη Μεγάλη Άνοδος από τη φτώχεια και την αποστέρηση, όπως το θέτει, με αξιομνημόνευτο τρόπο, το Πρόγραμμα του ΟΗΕ για την Ανάπτυξη. Η άνοδος ολοκληρώθηκε τη δεκαετία του 1950, όταν η ακραία φτώχεια εξαλείφθηκε σχεδόν σε όλες τις χώρες της δυτικής Ευρώπης. Σε εκείνο το σημείο ξεκίνησε η δεύτερη Μεγάλη Άνοδος, η οποία άρχισε από την Ανατολική Ασία, όταν χώρες όπως η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα, η Ταϊβάν, το Χονγκ Κονγκ και η Σιγκαπούρη ενσωματώθηκαν στην παγκόσμια οικονομία και απέδειξαν στον κόσμο ότι η ανάπτυξη ήταν εφικτή και για τις «αναπτυσσόμενες χώρες». Η δεύτερη Μεγάλη Άνοδος επιταχύνθηκε όταν οι δυο μεγάλοι γίγαντες του πλανήτη, η Κίνα και η Ινδία, αποφάσισαν να αρχίσουν να ανοίγουν τις οικονομίες τους, το 1979 και το 1991, αντίστοιχα. Από το 1950 και μετά, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ινδίας έχει πενταπλασιαστεί, της Ιαπωνίας έχει εντεκαπλασιαστεί και της Κίνας εικοσαπλασιαστεί.

Μια μελέτη (David Dollar, Tatjana Kleineberg και Aart Kraay «Growth still is good for the poor») σε 118 χώρες, που εξετάζει τέσσερις δεκαετίες, δείχνει ότι σχεδόν όλη η εισοδηματική αύξηση των πιο φτωχών ανθρώπων της κοινωνίας οφείλεται στη μέση ανάπτυξη των χωρών αυτών, παρά σε αλλαγές στην εισοδηματική κατανομή. Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε τη διαφορά ανάμεσα σε αυτή την παρατήρηση και τη (συχνά μυθολογική) θεωρία του «φαινομένου της διάχυσης προς τα κάτω», η οποία υποθέτει ότι μόνο αν οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι, μπορεί να πέσουν μερικά ψίχουλα απ’ το τραπέζι τους στους πιο φτωχούς. Κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Οι φτωχοί εκμεταλλεύονται τις νέες ευκαιρίες που ανοίγονται για να ενταχθούν σε σύγχρονα πρότυπα παραγωγής και εμπορίου, και πλουτίζουν μόνοι τους αντί να περιμένουν να τους βοηθήσει κάποιος άλλος.

Ο Δείκτης Περιβαλλοντικής Επίδοσης – αναπτύχθηκε από το Center for Environmental Law and Policy του Πανεπιστημίου Γέιλ και το Center for International Earth Science Information Network του Πανεπιστημίου Κολούμπια -αποτελεί μια προσπάθεια να μετρηθεί η περιβαλλοντική βιωσιμότητα ανα τον κόσμο εστιάζοντας σε εννέα ζητήματα, τα οποία περιλαμβάνουν είκοσι ενδείκτες. Ένα από τα πρώτα συμπεράσματα ήταν ότι «ο πλούτος αναδύεται ως κορυφαίος καθοριστικός παράγοντας της περιβαλλοντικής επίδοσης». Όσο πλουσιότερη είναι μια χώρα τόσο περισσότερο έχει συμβάλλει στο να καθαρίσει το περιβάλλον και να γίνει πιο ασφαλές για την ανθρωπότητα. Χώρες όπως η Αυστραλία, η Γερμανία, η Σουηδία και η Βρετανία καταλαμβάνουν τις πρώτες θέσεις, ενώ στις τελευταίες βρίσκουμε χώρες όπως η Αϊτή, το Σουδάν, η Λιβερία και η Σομαλία.

Πριν από 200 χρόνια, σύμφωνα με τις καλύτερες εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ, μόλις το 12% του παγκόσμιου πληθυσμού ήξερε να διαβάζει και να γράφει (τα περισσότερα σχολεία διοικούνταν από την εκκλησία και εστίαζαν στη θρησκευτική εκπαίδευση, με σκοπό την ανάγνωση θρησκευτικών κειμένων). Η πρόοδος του αλφαβητισμού ακολούθησε κατά πόδας την οικονομική ανάπτυξη. Στη δυτική Ευρώπη, στις ΗΠΑ και στον Καναδά, η αύξηση των εισοδημάτων και η τυπική εκπαίδευση για τις μάζες είχε ως αποτέλεσμα, στα τέλη του 19ου αιώνα, να πηγαίνει στο σχολείο σχεδόν το 90% των παιδιών. Σήμερα το ποσοστό που έχει λάβει βασική εκπαίδευση ανέρχεται γύρω στο 70% του πληθυσμού της νότιας Ασίας, της Μέσης Ανατολής και της Υποσαχάριας Αφρικής. Το παγκόσμιο ποσοστό αλφαβητισμού αυξήθηκε από περίπου 31% το 1900 σε σχεδόν 40% το 1950 και 86% το 2015. Σύμφωνα με στοιχεία του World Bank – World Developer Indicators του 2015, η αναλογία του αλφαβητισμού στους άνδρες και στις γυναίκες αυξήθηκε, παγκοσμίως, από 59% σε 91% μεταξύ 1970 και 2010. Στις ηλικίες 15 με 24, αγγίζει σχεδόν το 96% του ανδρικού πληθυσμού.

Μια ακόμα κρίσιμη εξέλιξη για την ευρύτερη χειραφέτηση της ανθρωπότητας είναι ο βαθμός στον οποίο περιορίζεται η κρατική εξουσία και οι κυβερνώντες παρεμποδίζονται να χρησιμοποιούν την κρατική εξουσία κατά το δοκούν. Μέχρι το 1950, το μερίδιο του παγκόσμιου πληθυσμού που ζούσε σε δημοκρατίες είχε αυξηθεί από 0% σε 31% και μέχρι το 2000 αυξήθηκε σε 58%, σύμφωνα με το Freedom House, το παρατηρητήριο πολιτικών ελευθεριών. Σήμερα, ακόμα και οι δικτάτορες είναι υποχρεωμένοι να μιλάνε για δημοκρατία και να οργανώνουν εκλογές παρωδία. Το ποσοστό των χωρών που θεωρούνται ελεύθερες έχει αυξηθεί από 29% σε 46% μετά το 1973, ενώ το ποσοστό των «μη ελεύθερων» χωρών έχει μειωθεί από 46% σε 26%.

Η ιστορική έρευνα που έχει διεξαγάγει ο οικονομολόγος του Χάρβαρντ Μπέντζαμιν Φρίντμαν – The Moral Consequences of Growth – είχε δείξει ότι οι περίοδοι οικονομικής προόδου στις ΗΠΑ και την Ευρώπη συντέλεσαν, σε γενικές γραμμές, στην ανεκτικότητα, την ανοιχτότητα και τα ίσα δικαιώματα, εν μέρει επειδή οι περισσότεροι δεν πιστεύουν ότι πρέπει να μείνουν πίσω οι άλλες ομάδες ούτως ώστε να προοδεύσουν οι ίδιοι. Ταυτόχρονα, οι περίοδοι ελαττωμένης ανάπτυξης έχουν φέρει μισαλλοδοξία, διακρίσεις και ρατσισμό, μιας και, σε περιόδους περιορισμένων πόρων, η επιτυχία κάθε ομάδας θεωρείται ότι απειλεί τη θέση των άλλων. Από το 1981 και μετά, η οικονομική ανάπτυξη, ο εκδημοκρατισμός και η αυξημένη κοινωνική ανεκτικότητα έχουν αυξήσει το βαθμό στον οποίο οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται ότι έχουν ελεύθερη επιλογή· και αυτό με τη σειρά του, έχει οδηγήσει σε υψηλότερα επίπεδα ευτυχίας σε ολόκληρο τον κόσμο.

Αφού, λοιπόν αποδεδειγμένα ο κόσμος μόνο στο πλαίσιο του ανταγωνισμού, της ανοιχτής και ελεύθερης αγοράς προοδεύει, κάποιοι από εμάς γιατί επιμένουν να αισθάνονται ότι δεν υπάρχει πρόοδος; Στο ερώτημα αυτό ο Johan Norberg δίνει την εξής απάντηση: «Οι ψυχολόγοι Ντάνιελ Κάνεμαν και Έιμος Τβέρσκι έχουν δείξει ότι οι άνθρωποι δεν βασίζουν τις εκτιμήσεις τους στο πόσο συχνά κάτι εμφανίζεται στα δεδομένα, αλλά στο πόσο εύκολο είναι να ανακαλέσουν παραδείγματα στη μνημόνια τους. Αυτή η στρατηγική της «διαθέσιμης επιλογής» σημαίνει ότι όσο πιο αξιομνημόνευτο είναι ένα περιστατικό τόσο πιο πιθανό πιστεύουμε ότι είναι, και έτσι φανταζόμαστε ότι τα φριχτά και συνταρακτικά πράγματα τα οποία μένουν στη μνήμη μας, συμβαίνουν πιο συχνά απ’ ό,τι στην πραγματικότητα.

Ο Στίβεν Πίνκερ – If everything is getting better, why are people pessimistic? -αναφέρει τρεις ψυχολογικές προκαταλήψεις που μας κάνουν να πιστεύουμε ότι ο κόσμος είναι χειρότερος απ’ ό,τι στην πραγματικότητα. Μια είναι το τεκμηριωμένο δεδομένο ότι «το κακό είναι ισχυρότερο από το καλό» – είναι πιο πιθανό ξα θυμόμαστε ότι χάσαμε χρήματα από ότι κερδίσαμε χρήματα… Μια άλλη συναισθηματική προκατάληψη είναι η ψυχολογία της ηθικολογίας. Με το να παραπονιόμαστε για διάφορα προβλήματα στέλνουμε ένα σήμα στους άλλους ότι νοιαζόμαστε γι’ αυτούς, οπότε οι επικριτικοί θεωρούνται ότι ενδιαφέρονται περισσότερο από επικριτική άποψη… Μια τρίτη προκατάληψη είναι η νοσταλγία για μια χρυσή εποχή, κατά την οποία η ζωή ήταν τάχα απλούστερη και καλύτερη».

Κλείνω, όπως κλείνει το σύγγραμμα του ο Johan Norberg γράφει: «ο πολιτισμός του Διαφωτισμού πίστευε ότι η πρόοδος ήταν εφικτή και ότι ο κόσμος θα βελτιωνόταν ακατάπαυστα, αν απελευθερωνόταν ο ανθρώπινος λόγος, αλλά ακόμα και τότε, ορισμένοι στοχαστές, όπως ο Ρουσσώ και οι ρομαντικοί φιλόσοφοι, θεωρούσαν ότι ο κόσμος που είχαν δημιουργήσει ήταν απείρως χειρότερος από τον κόσμο που υπήρχε πριν. Πρόκειται για ένα ισχυρό υπόγειο ρεύμα που έκτοτε διατρέχει τον δυτικό κόσμο, παρ’ όλη την πρόοδο που έχει επιτευχθεί. Και εξακολουθεί να αποτελεί καταφύγιο κάθε λαϊκιστή και δημαγωγού μέχρι σήμερα». 

Γιατί κάποιοι είναι φτωχοί, λοιπόν; Αυτό είναι το λάθος ερώτημα. Δεν χρειαζόμαστε εξήγηση για τη φτώχεια, μιας και είναι η αφετηρία των πάντων. Είμαστε όλοι φτωχοί μέχρι να αρχίσουμε να παράγουμε πλούτο. Μεγάλη προσοχή στους λαϊκιστές και δημαγωγούς, λοιπόν!