Ο κοινός παρονομαστής και η ειδοποιός διαφορά

468

Γράφει ο Δημήτρης Τζανιδάκης*

Δεν χωρά αμφιβολία ότι η τελευταία εικοσαετία στην Ελλάδα, ήταν αρκετά έντονη από θετικής αλλά και αρνητικής άποψης, για πολλούς και διαφορετικούς λόγους. Είσοδος στη νομισματική ένωση του ευρώ, διοργάνωση Ολυμπιακών Αγώνων, σπουδαίες αθλητικές διακρίσεις σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο (16 Ολυμπιακά μετάλλια, Euro 2004, EuroBasket 2005), και ξαφνικά κρίση, χρεωκοπία, και είσοδος στη λιτότητα και τη μνημονιακή περίοδο. Έχουμε να κάνουμε συνεπώς, με μια οξεία εναλλαγή συναισθημάτων εντός μικρού χρονικού διαστήματος.

Η τελευταία 10ετία της κρίσης άλλαξε άρδην με ισοπεδωτικό τρόπο το πολιτικό, οικονομικό αλλά και κοινωνικό γίγνεσθαι της χώρας. Μιας χώρας που επί σειρά ετών ζούσε σε μια πλαστή ευμάρεια μη γνωρίζοντας τα επακόλουθα αυτής της μακράς ευημερίας. Παρότι η κρίση έφερε συνταρακτικές αλλαγές συλλήβδην, κοινός παρονομαστής της περιόδου προ και μετά κρίσης υπήρξε ένας: ο λαϊκισμός, η έπαρση και η αλαζονεία της πολιτικής εξουσίας, είτε από την πλευρά της κυβέρνησης είτε από αυτήν της αντιπολίτευσης.

Προ κρίσεως επικρατούσε το δίπολο Σημίτης-Καραμανλής και μετέπειτα Καραμανλής-Γ. Παπανδρέου. Από την στιγμή που υπήρχε στην κοινωνία η προαναφερθείσα αίσθηση ευμάρειας, ο πολιτικός διάλογος και τα κριτήρια ψήφου είχαν να κάνουν με το κόμμα εκείνο που θα υποσχόταν τα περισσότερα και θα επεδείκνυε το μεγαλύτερο ζήλο στο κομμάτι των πελατειακών σχέσεων μεταξύ εξουσίας και ψηφοφόρων. Οι κομματικοί στρατοί στα καλύτερα τους και τα ρουσφέτια φυσιολογική καθημερινή πραγματικότητα. Γίνεται αμέσως αντιληπτό ότι από την στιγμή που επικρατούσε ένα τέτοιο κλίμα, κανείς δεν θα τολμούσε να γίνει δυσάρεστος, να μιλήσει για μεταρρυθμίσεις, εξορθολογισμό, περικοπές και αξιολόγηση του δημοσίου τομέα. Ήταν σα να αναπτυσσόταν μια ωρολογιακή βόμβα την οποία το πολιτικό σύστημα αντί να προσπαθήσει να απενεργοποιήσει, μεγέθυνε συνεχώς φοβούμενο το πολιτικό κόστος.

Μετά τις κομβικές, όπως απεδείχθησαν εκλογές του 2009, όταν η χώρα άρχισε σιγά-σιγά να αισθάνεται τα απότοκα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης και με έναν Γ. Παπανδρέου, μη γνωρίζοντας ή αγνοώντας την κατάσταση και έχοντας ήδη μείνει στην ιστορία για την φράση «λεφτά υπάρχουν», και την πλήρη ανικανότητα διαχείρισης της κρίσης, περάσαμε στην περίοδο των μνημονίων, όπου η χώρα απέκτησε ένα νέο δίπολο εξουσίας. Το ΝΔ-ΠΑΣΟΚ μετετράπη σε Μνημόνιο-Αντιμνημόνιο και κατ’ επέκταση σε ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ, από την στιγμή που η ωρολογιακή βόμβα «έσκασε» την περίοδο που στην εξουσία βρισκόταν το ΠΑΣΟΚ, το οποίο και διαμέλισε. Ενώ θα περίμενε κανείς λόγω της κρισιμότητας της κατάστασης μια ρητορική ενωτική, χωρίς λαϊκισμούς, αλαζονεία και μεγάλες υποσχέσεις, συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Η αντιπαράθεση έγινε εντονότερη, το πολιτικό επίπεδο έπεσε χαμηλότερα, και ο λαϊκισμός κορυφώθηκε. Στην κορύφωση αυτή συνέβαλε τα μάλα, η παράταξη του ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης Τσίπρας, ο οποίος με τον μανδύα του αριστερού και αντισυστημικού ηγέτη, υποσχόταν κατάργηση των μνημονίων, διαγραφή του ελληνικού χρέους, αύξηση μισθών και συντάξεων, κατάργηση του ΕΝΦΙΑ και πολλά άλλα μεγαλεπήβολα σχέδια. Ακολούθησε η διχαστική περίοδος του δημοψηφίσματος όπου οι Έλληνες κατά την προσφιλή τους συνήθεια από αρχαιοτάτων χρόνων, χωρίστηκαν σε δύο στρατόπεδα, και στην πορεία ένα τρίτο και πιο σκληρό μνημόνιο.

Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι κατά κανόνα υπήρχε στην χώρα μια αντιπολίτευση που λαΐκιζε, υποσχόταν περισσότερα αγνοώντας τα οικονομικά δεδομένα και τον ρεαλισμό των προτάσεων της, με αποτέλεσμα όταν στη συνέχεια αναλάμβανε την εξουσία, όχι μόνο να μην πραγματοποιεί τις υποσχέσεις της, αλλά να κάνει επί της ουσίας μεγαλύτερη ζημιά στην χώρα.

Κατά τα τελευταία αυτά χρόνια της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, παρατηρήσαμε κάτι πρωτοφανές για τα ελληνικά δεδομένα. Μία αντιπολίτευση υπό την ηγεσία του Κυριάκου Μητσοτάκη, η οποία ουδέποτε μπήκε στην λογική προεκλογικών υποσχέσεων ώστε να γίνει αρεστή ανάμεσα στους ψηφοφόρους και που ανέδειξε την ανάγκη για μεταρρυθμίσεις, αξιολόγηση του δημοσίου τομέα, νέες επενδύσεις και ιδιωτικοποιήσεις. Διατηρώντας δηλαδή μια υπεύθυνη στάση, ακολούθησε μία ρηξικέλευθη πολιτικά ρητορική την οποία θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει ως μη δημοφιλή και ίσως αντιλαϊκή για το ευρύ κοινό.

Στις Ευρωεκλογές και Δημοτικές εκλογές του περασμένου Μαΐου, συνετελέσθη μία πολύ άνετη επικράτηση της ΝΔ, μια επικράτηση που βάσει του εύρους της διαφοράς και της κυριαρχίας σε όλες σχεδόν τις περιφέρειες και τους μεγάλους δήμους, μπορεί να χαρακτηριστεί πρωτόγνωρη, και επί της ουσίας αποτέλεσε το έναυσμα για την μεγάλη πολιτική αλλαγή της 7ης Ιουλίου. Έπειτα απ’ τις συνεχόμενες αυτές ευρείες εκλογικές νίκες της ΝΔ με αποκορύφωμα τις εθνικές εκλογές, θα μπορούσε κανείς να περιμένει όχι απλώς πανηγυρισμούς, αλλά ίσως και μια αλαζονική διάθεση παραπάνω, κρίνοντας από αντίστοιχες περιπτώσεις στο παρελθόν. Ο τρόπος που χειρίστηκε ο Κυριάκος Μητσοτάκης τις συνεχόμενες αυτές επιτυχίες συνάδει απόλυτα με την στάση που διατηρούσε τα προηγούμενα χρόνια ως πρόεδρος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Δίχως ίχνος αλαζονείας, χωρίς διάθεση για πανηγυρισμούς, τυχόν ρεβανσισμούς και με ενωτικό χαρακτήρα, επέλεξε να κρατήσει χαμηλούς τόνους, επισημαίνοντας την κρισιμότητα της κατάστασης και την ανάγκη για ηρεμία, σεμνότητα και πολιτική σταθερότητα.

Η νηφάλια ταπεινή και καθ’ όλα υπεύθυνη στάση του σε συνδυασμό με την αντιπολιτευτική ρητορική της ΝΔ όλα αυτά τα χρόνια, αποτελεί την ειδοποιό διαφορά της τελευταίας εικοσαετίας ως στάση κόμματος αλλά και ως διαχείριση αποτελέσματος. Δε μένει παρά να διαπιστώσουμε στην πράξη, αν αυτή η φωτεινή εξαίρεση θα λειτουργήσει ως εφαλτήριο για μια νέα εποχή στη διακυβέρνηση της χώρας, με υψηλό επίπεδο, ήθος και ύφος πολιτικής αντιπαράθεσης αλλά κυρίως με αποτελεσματικότητα, οικονομική ανάπτυξη και συμφωνία λόγων και πράξεων. Είναι η ειδοποιός διαφορά που χρειάζεται πραγματικά η χώρα μας.

 

 *Οικονομολόγος, μεταπτυχιακός φοιτητής στο University College London (UCL)