Ο σημερινός αριστερός πνευματικός αρχοντοχωριατισμός

1397

Γράφει ο Γιάννης Κίτσος.

Παρακολούθησα πρόσφατα μια συνέντευξη του διεθνούς πλέον φήμης έλληνα συνθέτη, Σταμάτη Σπανουδάκη. Με συγκλόνισε η μαρτυρία του για στοχοποίηση του από μεγάλη μερίδα του λεγόμενου «προοδευτικού» χώρου, και αρκετών «έντεχνων» καλλιτεχνών όχι για το καλλιτεχνικό του έργο αλλά για τις προσωπικές και πολιτικές του απόψεις, αλλά και θρησκευτικές του πεποιθήσεις. Εξίσου συγκλονιστική υπήρξε η μαρτυρία του για τις δυσκολίες που αντιμετώπισε να κάνει γνωστό το έργο του, πάλι εξαιτίας των προσωπικών και πολιτικών του απόψεων, αλλά και θρησκευτικών του πεποιθήσεων.

Πρόκειται για ακριβώς τον ίδιο τρόπο που κάποιοι αντιμετώπισαν τον καλλιτέχνη του εκθέματος στο πωλητήριο του Μουσείου Μπενάκη το οποίο έχει προς πώληση ένα γούρι με την Μαντώ Μαυρογένους και στο οποίο αναγράφονται οι εξής λέξεις: «υγεία, καύλα, επανάσταση». Τη στιγμή που ο καλλιτέχνης εκθέτει το έργο του αποφασίζει να εγείρει τα συναισθήματα του καλλιτεχνικού κοινού. Και σκοπός του δεν είναι απαραίτητα να εγείρονται τα θετικά. Φαντάζεστε να βάζαμε περιορισμό σε αυτό; Θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει, λόγου χάρη, έργο τρόμου αν απαγορεύαμε στον καλλιτέχνη να προβάλει σκηνές βίας;

Αυτό που αξίζει να κρίνουμε, λοιπόν, δεν είναι το συναίσθημα που εγείρει το εκάστοτε έργο τέχνης αλλά η διάρκεια του στον χρόνο. Άλλοτε γυρεύαμε στο καλλιτέχνημα το στοιχείο που του προσέδιδε αιωνιότητα, τις αιώνιες αξίες που εξέφραζε· τώρα γυρεύουμε τα στοιχεία με τα οποία εκφράζει τον καιρό του, γυρεύουμε εκείνο που σήμερα μας απασχολεί, αλλά αύριο θα περάσει και θα σβήσει, τις σχετικά ρευστές αξίες του καιρού μας. Η διαφορά του δημιουργού του εκθέματος στο Μουσείο Μπενάκη με τον Σταμάτη Σπανουδάκη είναι ότι ο δεύτερος είναι ένας από τους καλλιτέχνες που έχουν καταφέρει να προσδώσουν την αιωνιότητα στο καλλιτέχνημα τους.

Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος στο Η ζωή σε απόσταση αναφέρει για την τέχνη: «Σε κάθε εποχή όλα τα έργα που εμφανίζονται σοβαρά και με την αξίωση ότι είναι έργα σύγχρονης τέχνης – μάλιστα, γνήσιες εκφράσεις της εποχής – πρέπει να προσφέρονται στο φως της δημοσιότητας, να προβάλλονται σε εκθέσεις, σε συναυλίες, σε βιβλία. Πρέπει να προσφέρεται ανεμπόδιστα η ελευθερία να φανερωθεί κάθε τι νέο, όταν μάλιστα προβάλλει την αξίωση ότι ανοίγει νέους δρόμους. Δεν πρέπει καμία μορφή παράδοσης, καλλιτεχνικής, θρησκευτικής ή κοινωνικής, να φράξει τον δρόμο του καινούριου προς το κοινό. Η κριτική, και αυτή πρέπει να είναι ελεύθερη, ακόμα και ως αντίδραση της παράδοσης. Ο χρόνος τελικά θα κάνει τη διαλογή, ανάμεσα σε αυτό που υπήρξε αληθινή τέχνη ή παραστράτημα».

Μετά τις μεγάλες πνευματικές μορφές του 20ου αιώνα, της αποκαλούμενης γενιάς του 30’, η Ελλάδα δεν έχει να επιδείξει άλλη αξιόλογη διεθνή παρουσία. Τον 20ο αιώνα  δυο έλληνες ποιητές θα έπαιρναν το Νόμπελ Λογοτεχνίας, ο Σεφέρης το 1963 και ο Ελύτης (Οδυσσέας Αλεπουδέλης που υιοθέτησε το ψευδώνυμο Ελύτης, εν μέρει προς τιμήν του υπέρμαχου του κινήματος του υπερρεαλισμού, Γάλλου Πολ Ελυάρ) το 1979.

Ποιος δεν γνωρίζει το μοναδικό έργο των συγγραφέων Γιώργου Θεοτοκά και Μ. Καραγάτση (το πραγματικό του όνομα ήταν Δημήτριος Ροδόπουλος); Αλλά και του Δημήτρη Πικιώνη που μετά από σπουδές στο Μόναχο και στο Παρίσι επέστεψε στην Ελλάδα, όπου θα γινόταν σπουδαίος αρχιτέκτονας και θα ασκούσε επιρροή στην ελληνική αρχιτεκτονική για πολλές δεκαετίες. Τη ζωγραφική του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα, του υπερρεαλιστή Νίκου Εγγονόπουλου, του Γιάννη Τσαρούχη και του Γιάννη Μόραλη που διαμορφώθηκαν αυτή την περίοδο. Του συνθέτη Νίκου Σκαλκώτα και Δημήτρη Μητρόπουλου, γνωστότερου ως μαέστρου της Φιλαρμονικής της Νέας Υόρκης τη δεκαετία του 1950. Όλοι αυτοί οι νεωτεριστές στις δημιουργικές τέχνες στις δημιουργικές τέχνες θα αποκτούσαν, μερικοί νωρίτερα και άλλοι αργότερα, διεθνή αναγνώριση σε κλίμακα την οποία δεν πέτυχε ποτέ καμιά άλλη γενιά στην Ελλάδα πριν ή ύστερα από αυτούς.

Αν εξαιρέσει, λοιπόν, κανείς την ομολογουμένως επιτυχημένη γενιά του 30’, και πέρα από τη γενιά αυτή, έναν Μάνο Χατζηδάκη, έναν Μίκυ Θεοδωράκη και μια Μαρία Κάλλας,  το ιδιαίτερα ανησυχητικό είναι ότι στον χώρο της σύγχρονης ελληνικής τέχνης κυβερνούν οι αριστερές κλίκες, οι ομάδες και οι προσωπικές συμπάθειες. Πολλοί θέτουν ως ορόσημο το καθεστώς του Μεταξά, όπου ακούσια του υπήρξε επωφελές για την ελληνική αριστερά, η οποία, παρά τις επίσημες διώξεις, θα κυριαρχούσε στην πνευματική ζωή της χώρας από τη δεκαετία του 1940, αλλά κυρίως από τη δεκαετία του 60’, και μετά. Από τότε η τέχνη αποκτά πολιτικό χαρακτήρα αριστερού ολοκληρωτισμού και «ορθότητας». Και εκεί έγκειται και η πνευματικής μας ένδεια.

Όπως μαρτυρά και ο Διονύσης Σαββόπουλος σε πρόσφατη συνέντευξη του, «πολιτικά απέτυχε η γενιά του 60’. Απέτυχε γιατί ήταν αντιφατικά ότι έλεγαν. Δεν μπορούσαν να συνθέσουν πολιτική γλώσσα… Το ενδιαφέρον είναι ότι ενώ πολιτικά αποτύχαμε το πολιτιστικό προϊόν που γέννησε η λαχτάρα μας απεδείχθη πολύ ισχυρό… Σε μεγάλο ποσοστό οι πλασιέ βιβλίων ήταν Μακρονησιώτες, που μόλις γύρισαν από την εξορία άνοιγαν ένα βιβλιοπωλείο, ένα μικρό εκδοτικό οίκο. Και έφτασε αυτό κάποια στιγμή στις επόμενες δεκαετίες να γίνει ένα κατεστημένο στην κουλτούρα γενικώς. Δηλαδή η αριστερά μπήκε στις πολιτιστικές σελίδες των εφημερίδων ας πούμε, μπήκε στους ραδιοφωνικούς σταθμούς, μπήκε στα πανεπιστήμια απολύτως. Μπήκε στα διαφημιστικά γραφεία». Έτσι, έχουμε φτάσει στο σημείο που η πρόσβαση στα καλλιτεχνικά πράγματα μόνο μέσω φίλων της αριστεράς μπορεί να γίνει. Και τις δεκαετίες αυτές εκμηδενίζεται ο ελεύθερος άνθρωπος και μεταβάλλεται σε κύτταρο μιας συνολικά διευθυνόμενης μάζας.

Το ακόμη πιο ανησυχητικό και συνάμα προκλητικό είναι ότι πλέον φαινόμενο, όχι μόνο πολιτικό αλλά και καλλιτεχνικό, όχι μόνο τοπικό αλλά και παγκόσμιο, της σημερινής εποχής είναι ότι η μειοψηφία έχει το δικαίωμα να επιβάλλει τη θέληση της στην πλειοψηφία και στηριγμένοι στην αρχή αυτή μπορούν να εξουσιάσουν, ακόμα και στην τέχνη, αδιαφορώντας για τη γνώμη και τη θέληση της πλειοψηφίας, με τη δικαιολογία ότι οι λίγοι ξέρουν καλύτερα από τους πολλούς τι συμφέρει το σύνολο. Στην δημοκρατία, ό,τι είναι θέληση του λαού το καθορίζει ο επικρατών νόμος και την αξία στο καλλιτέχνημα το στοιχείο που του προσδίδει αιωνιότητα. Όχι ο επικρατών θόρυβος… Όχι ο σημερινός αριστερός πνευματικός αρχοντοχωριατισμός!!!