Οι καλές αφορμές για τις κακές αποφάσεις

497

Γράφει ο Στέλιος Ιατρού.

 

Μέχρι και πριν ελάχιστα χρόνια, τον ρόλο του εκνευριστικού μπάρμπα που μπλόκαρε κάθε σημαντική διεργασία στην ΕΕ στυλώνοντας τα πόδια ωσότου να γίνει το δικό του — δηλαδή να του παραχωρηθεί κάποιον προνόμιο ή καθεστώς εξαίρεσης — τον έπαιζε το Ηνωμένο Βασίλειο.

Την παράδοση αυτή που απέφερε οφέλη τη ζήλεψαν οι εκνευριστικοί έφηβοι της ΕΕ: η Μάλτα κυρίως σε ό,τι αφορούσε σκέψεις για κινήσεις εναντίον του Ερντογάν, που έτσι τις απέτρεπε με αρνησικυρία, και γενικά οι δέκα τελευταίες χώρες που γίναν μέλη της Ένωσης, προερχόμενες από την Ανατολική τέως κομμουνιστική Ευρώπη, διαπνεόμενες από κάμποσο διαφορετική παράδοση σκέψης και πράξης περί πολιτικής διαχείρισης. Α, και η Κύπρος, να μην ξεχνάμε την παρολίγον Κούβα της Μεσογείου, όμως εκείνης η αντίσταση κατά κανόνα μαλάκωνε μόλις ερχόταν σε θερμοκρασία δωματίου, λίγο πριν προσθέσουμε τη ζάχαρη για να φτιάξουμε τη βουτυρόκρεμα με την οποία αλείφαμε κάθε δηλητηριασμένο παντεσπάνι, και της το σερβίρουμε να το φάει.

Σήμερα, Πολωνία και Ουγγαρία είναι εκείνες που απέμειναν σταθερά στη λίστα με τους συνήθεις υπόπτους, με την δεύτερη ψηλά-ψηλά και μόνιμα, όσο δε για συγκεκριμένα, ιδιαίτερα ακανθώδη ζητήματα, ενεργοποιείται πολύ βολικά στο πλευρό της η τετραπλή συμμαχία του Βίσεγκραντ (Visegrád), που συμπληρώνεται απ’ την Τσεχία και τη Σλοβακία. Η στάση της Ουγγαρίας και ενίοτε της Συμμαχίας του Βίσεγκραντ να μπλοκάρουν οτιδήποτε έχει να κάνει με υψηλές προτεραιότητες των παλαιών ηγετών της Ένωσης προκειμένου να προωθήσουν τις δικές τους στοχοθεσίες προκαλεί σφοδρή ενόχληση σε κάποιες πρωτεύουσες της Παλαιάς Ευρώπης — ας μην κρύβομαι, ομιλώ για το Βερολίνο και το Παρίσι, που βλέπουν ότι με το Brexit απέμειναν και πάλι οι δύο κινητήρες της ιστορικής ευρωενωσιακής ατμομηχανής, και δεν ανέχονται τους απίθανους μικρούληδες που ξεφύτρωσαν τα τελευταία χρόνια να σηκώνουν κεφάλι. Ή έτσι τουλαχιστον πιστεύουν οι δύο πρωτεύουσες, παγιδευμένες στην ιστορική τους εμπλοκή, απ’ τον Γαλλοπρωσικό Πόλεμο (Ιούλιος 1870 έως τον Μάιο του 1871) κι εξής, πως όλη η Ευρώπη κινείται ακόμα στους ρυθμούς του Ναπολέοντος Γ΄και του Μπίσμαρκ.

Για να δικαιολογήσω τον τίτλο του κειμένου, η Ουγγαρία του αντιπαθητικού και αμφιλεγόμενου ηγεμόνα της, Όρμπαν, παρέχει σήμερα σε κάποιες χώρες της ΕΕ την «καλή αφορμή» για ν’ αρπάξουν με αποτροπιασμό τις πέρλες τους και με ιερή αγανάκτηση να επαναφέρουν την πρόταση Γιουνκέρ περί κατάργησης της «αρχής της ομοφωνίας», προτάσσοντας ως εμπειρικό πεδίο ιστορικής τεκμηρίωσης περί του ευλόγου της ιδέας την πρόσφατη δυστοκία στη λήψη αποφάσεων για τις εξωτερικές υποθέσεις, πραγματικότητα των τελευταίων δυο τριών ετών, ειδικά απέναντι σε Ρωσία και Τουρκία.

Τραγική ειρωνεία, αν με ρωτήσετε, που πρόσεξα πως δεν με ρωτήσατε, γιατί η χώρα που επανέφερε την κακή ιδέα περί κατάργησης της αρχής της ομοφωνίας ήταν η Γερμανία του απερχόμενου Χάικο Μάας, η οποία διατηρεί ειδική σχέση τόσο με το Κρεμλίνο όσο και με το νεοχαλιφικό Σαράι. Σε τούτο, η απερχόμενη Καγκελάριος Μέρκελ ακολουθεί την πραγματιστική πολιτική θεωρία του Βίλι Μπραντ, πως ταυτόχρονα η Γερμανία θα μπορούσε να συνεργάζεται με τους τυράννους που αντιπαθεί κι υποψιάζεται όλος ο κόσμος, με τα έργα της, όσο θα τους καταδικάζει σε θέματα ηθικής τάξης, με τα λόγια της, και πως κάτι τέτοιο δεν περιέχει καμία αντίφαση διαλυτική για την πολιτική αυτή επιλογή.

Ο Μάας είναι ο τελευταίος που θα όφειλε να μιλήσει σχετικά, καθώς ουδέποτε υπήρξε επιτυχημένος στην προώθηση άλλης ατζέντας συλλογικότερης, ενωσιακής στόχευσης πέραν εκείνης της Γερμανίας, την οποίαν ορθότατα πράττει και υπηρετεί, ειδικά διότι η κυβέρνησή του συνεργάστηκε αγαστά με ακριβώς εκείνους τους προβληματικούς διεθνείς παράγοντες που παρέχουν τις αφορμές για την επανεξέταση της αρχής της ομοφωνίας και την αναζήτηση περί του τίς πταίει.

Έχει άραγε διαλάθει σε κάποιον πως η Γερμανία είναι αυτή που παρέχει εμπράκτως καθώς και με ηθελημένες παραλείψεις της επαρκή κάλυψη στην τουρκική ασυδοσία στην Ανατολική Μεσόγειο; Με το να συντηρεί ακόμα σε ατέρμονη διαβούλευση κάθε διεργασία λήψης απόφασης, εάν αυτή θα πονούσε την Τουρκία; Με την καταγέλαστη, επιπλέον, «Επιχείρηση Ειρήνη» στη Λιβύη, που υποχρέωσε τόσες μα τόσες αντισυσπειρώσεις να σχηματιστούν στην περιοχή προκειμένου κάπως να μετριάσουν την ευρωενωσιακή αποτυχία και να γεμίσουν τα κενά της, κι έτσι εξακολουθούμε να βλέπουμε Ιταλία, Γαλλία, Ισπανία να δραστηριοποιούνται μεμονωμένα στην περιοχή, έξω απ’ τις θεσμικές εντολές της ΕΕ, από κοντά και το Μαρόκο, η Ελλάδα, τα Εμιράτα, η Σαουδική Αραβία, η Αίγυπτος, οι ΗΠΑ, και καμποσες ακόμα δυτικές και περιφερειακές δυνάμεις που επιχειρούν ν’ αντιμετωπίσουν τη ρωσική και τουρκική επιρροή εκεί;

Η αλλοπρόσαλλη δημόσια συμπεριφορά του Ντόναλντ Τραμπ χρωμάτισε πορτοκαλί, στο χρώμα του make-up που φορούσε ο κλόουν του Οβάλ Γραφείου, την ειδάλλως πάγια και deep-state αμερικανική αντίδραση στις πολλές και less than salubrious συναλλαγές Βερολίνου-Μόσχας, βλ. ενδεικτικά Nord Stream 2 που θα εξαρτήσει ενεργειακά τη Βόρεια και Κεντρική Ευρώπη απ’ τη Ρωσία, και πβλ. το μακρόχρονο ξέπλυμα ρωσολιγαρχικού χρήματος μέσω της αμαρτωλής Deutsche Bank και των παρακλαδιών της, λ.χ. στην Κύπρο. Έτσι, εκφρασμένες απ’ τον κλόουν, οι θεμελιωμένες αμερικανικές ενστάσεις και οι προειδοποιήσεις προς την ΕΕ πως υπό την γερμανική ηγεμονία χόρευε βαλς με επικίνδυνους και αντινατοϊκούς παίκτες δεν απέκτησαν κύρος ανάμεσα στο ευρωπαϊκό τους ακροατήριο, κι ας καταδείκνυαν μια από τις κάμποσες ρίζες του κακού που εστοίχειωνε και στοιχειώνει ακόμα την ευρωενωσιακή αβελτηρία στη διαχείριση των εξωτερικών υποθέσεων της. Δεν ήταν η Ουγγαρία που τα προώθησε αυτά, και δεν ευθύνεται η Βουδαπέστη για το ευρωενωσιακό χρήμα που φτάνει στις κακιστοκρατίες των ανατολικών και ανατολιτών τυράννων και τους συντηρεί απ’ τα ταμεία της Ένωσης συνολικά και των κρατών μελών ξεχωριστά.

Μικρή παρέκβαση για τη γερμανική ηγεμονία: υπήρξε τέτοια; Υπάρχει; Μήπως τη φανταστήκαμε; Μήπως λέω υπερβολές; Η απάντηση είναι πως υπήρξε και υπάρχει ηγεμονία με αιτίες δυο λογιών: πρώτης λογής, η ηγεμονία που προέκυψε από την οικονομική ισχύ της Γερμανίας (που ισχύς είναι το μέγεθος που μετράει την μεταβολή του παραγόμενου έργου πάνω στη γραμμή του χρόνου), και δεύτερης λογής, η ηγεμονία που προέκυψε από την απουσία, το έλλειμμα, την ανεπάρκεια ισχύος άλλων πόλων μέσα στην Ενωση. Δεν ευθύνεται μονάχα η Γερμανία για την εφήμερη ηγεμονία που της επετράπη να διαμορφώσει. Ευθύνεται καί το κενό, που κάποτε θα πρέπει ν’ αρχίσουμε να βλέπουμε καί τους κενούς χώρους, να τους εξετάζουμε, να τους αξιολογούμε, και να τους λαμβάνουμε υπόψη στις προσεγγίσεις μας.

Μονάχα μια τυφλή προσκόλληση στο τί επιθυμούμε να δούμε κι όχι στο τί πραγματικά συμβαίνει, μια εθελούσια υποταγή μας στη συμπάθειά μας θα μας απέτρεπε απ’ το ν’ αναγνωρίσουμε εκείνο που καταγράφεται, αναλύεται, σχολιάζεται, και τεκμηριώνεται ως βερολινέζικη ηγεμονία εντός της markedly soft power EE. Είναι κάτι που το κέρδισε η Γερμανία, αλλά φοβείται να το δηλώσει απερίφραστα ως τέτοιο, το απορρίπτει δε και διαρρήδην ένεκα του κακόφημου ιστορικού της κατά τον 20ό αιώνα. Όμως ήταν η σιδηρά χειρ της Καγκελαρίου που ισοπέδωσε τους Γάλλους, ποκοπίκους Προέδρους Σιράκ, Σαρκοζί, και Ολάντ, όταν η Ένωση περνούσε κάθε λογής κλυδωνισμούς, ήταν αυτή που έσβησε απ’ τον χάρτη μονομιάς τους σταθερά δύοντες και μάλλον τυχάρπαστους Βρετανούς Πρωθυπουργούς Τόνι Μπλερ, Ντέιβιντ Κάμερον, και Τερέζα Μέι, οι οποίοι πιο πολύ νοιάζονταν να εξασφαλίσουν την υποστήριξη του Ρούπερτ Μέρντοκ, ήταν η Καγκελάριος που με τον Βόλφγκανγκ Σόυμπλε εξόρισε στις ερημιές μιας διαρκώς επαπειλούμενης επιβολής μνημονίων τους αμέτρητους Ιταλούς και Ισπανούς ομολόγους της, και είδαμε τί συνέβη σε Ελλάδα και Κύπρο κατά την πρώτη, δεκαετή φάση της Μνημονιακής μας Εποχής. Όλα αυτά συνέβησαν με τη Γερμανία να στυλώνει τότε τα πόδια στις Συνόδους και στα άτυπα Eurogroups, προβάλλοντας το εξής θεσμικότατο επιχείρημα, που θα ήθελα κάποιος να το επιστρέψει στην απερχόμενη Καγκελάριο σε απάντηση για την επαναφορά της ιδέας κατάργησης της ομοφωνίας: έλεγε τότε εκείνη πως «στην ΕΕ συνδιαλεγόμαστε μέσα στα θεσμικά όργανα και τις συνόδους μας, και πείθουμε ο ένας τον άλλον με επιχειρήματα, και έτσι προχωράμε, με συμβιβασμούς. Η δύναμη της ΕΕ βρίσκεται στην τέχνη του συμβιβασμού.» Επαινούσε τότε τον συμβιβασμό ως το θεμέλιο του ευρωενωσιακού οικοδομήματος, μα τώρα άραγε έχασε την υπομονή της, τέσσερις μόλις μήνες προτού αποσυρθεί απ’ την Καγκελαρία, και θέλει να ξεμπερδεύει μαζί του; Κρατήστε το.

Πίσω στον Χάικο Μάας και την πρότασή του, η καλή αφορμή για σκέψεις που δίνει η μονίμως προβληματική ουγγρική στάση μέσα στις συνόδους θα έπειθε να ξεφορτωθούμε τη σοφή, παλαιά θέσπιση της ομοφωνίας μονάχα εκείνους που μένουν στα επιφαινόμενα για το ποιά είναι η αιτία που η ΕΕ δεν λαμβάνεται στα σοβαρά διεθνώς στις εξωτερικές της υποθέσεις, παρά μονάχα ως αργοκίνητο μαμούθ με τον εγκέφαλο ενός σπουργιτιού.

Η κατάργηση της αρχής της ομοφωνίας θα ήταν μια εσαεί κακή απόφαση στηριγμένη πάνω στην καλή αφορμή της εφήμερης περίστασης, γιατί θα συνέχεε τις αφορμές με τα αίτια, ακριβώς με την ελαφρότητα που αναλύονται τα πάντα όλα σήμερα σε μιαν ανάρτηση στα σόσιαλ.

Που οφείλεται η δυστοκία, λοιπόν, εάν όχι στο στύλωμα των ποδιών απ’ την εκάστοτε ουγγρική, βαλτική, μαλτέζικη, γερμανική, κυπριακή, τσεχική, πολωνική, σλοβακική, βουλγαρική, κ.ο.κ. ξεροκεφαλιά; Ξόφλησε η τέχνη του συμβιβασμού με επιχειρήματα; Ήταν ποτέ πραγματικά συμβιβασμός, ή μήπως πάντοτε περνούσε η γερμανική προτεραιότητα και ντυνόταν στη συνέχεια το κείμενο των πορισμάτων της Συνόδου με παραγράφους που έμεναν ανενεργές, απλά εμβαλλόμενες για να ικανοποιήσουν και τους ιθαγενείς σαν χάντρες και καθρεφτάκια; Και γιατί να μην ακρωτηριάσουμε τη θεσμική παράδοση της ΕΕ χάριν της περίστασης;

Η δυστοκία οφείλεται σε δομικούς λόγους που την παράγουν, κι όχι σε όρους και τρόπους εκτέλεσης των διεργασιών και των λειτουργιών στα όργανά της.

Η ΕΕ δεν έχει κανένα ισχυρό θεσμικά, ή αλλιώς να το πω, κανένα με θεσμική περιγραφή και σαφήνεια κατοχυρωμένο προσωπικό ή συλλογικό όργανο που να διαθέτει την εντολή και έτσι την ελευθερία αυτοτελούς χειρισμού εξωτερικών υποθέσεων δίχως την υποχρέωση ν’ αναζητά για κάθε του βήμα, ενέργεια, και πράξη την συγκατάθεση των εκλεγμένων κυβερνήσεων των κρατών μελών. Δεν έχει έναν άνθρωπο να τρέχει στον Σαρλ Μισέλ, να του λέει δυο κουβέντες, και μετά να παίρνει εντολή να κανει ετούτο ή εκείνο, λ.χ. κυρώσεις, πολέμους, παρεμβάσεις, επεμβάσεις, αφού ούτε κι ο Σαρλ Μισέλ διαθέτει τέτοιαν εξουσία για να παράσχει τέτοια εξουσία σε κάποιον άλλον.

Κι αυτό είναι μια ορθότατη θεσμική, ιδρυτική επιλογή, όχι ένα κενό που προέκυψε τυχαία, αλλά μια επιλογή που συνδέεται με τη νομιμοποίηση των οργάνων που ειδάλλως θα παρήγαν δεσμευτική ευρωενωσιακή πολιτική, όμως στο όνομα τίνος; Του εαυτού τους;

Δεν είναι η Ουγγαρία που παρεμποδίζει τα πράγματα, όταν ασφαλώς παρεμποδίζει τις διεργασίες για τα εξωτερικά, μα το γεγονός πως κάτι τέτοιο, να εκπονείται σοβαρή εξωτερική πολιτική, δεν εγγραφεται στους σκοπούς της Ένωσης, ακόμα, όπως προδήλως φανερώθηκε στα ναυάγια των κατά καιρούς Συνόδων με θέμα τη θέσπιση και εφαρμογή κυρώσεων εναντίων διαφόρων διεθνών ταραχοποιών και παραγόντων αποσταθεροποίησης, λ.χ. Ρωσίας, Λευκορωσίας, κ.ο.κ.

Πολλοί μιλούν και γράφουν μανιασμένα στα σόσιαλ και στους δήθεν γεωπολιτικής ενημέρωσης ιστότοπους αγνοώντας τις ιδρυτικές Συνθήκες, τις Συμφωνίες που τις εξέλιξαν, και τις αρμοδιότητες των οργάνων της ΕΕ, και ζητούσαν πράγματα απ’ τη Φεντερίκα Μογκερίνι παλιότερα, νυν απ’ τον Ζοζέπ Μπορέλ ή τον Σαρλ Μισέλ και την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, τα οποία δεν ανήκουν μέσα στις δυνατότητες των αξιωμάτων τους, και ’δω δεν θ’ αναφέρω καν την αδυναμία των δύο τελευταίων να παίξουν μουσικές καρέκλες, προσφάτως στο Σαράι του νεοΧαλίφη.

Ζητούμε απ’ την ΕΕ να κάνει πράγματα που έχουν τεθεί παλαιότερα και απορρίφθηκαν απ’ τους λαούς, και με αφορμή το momentum θεσμικών εκτροπών που συντελεστηκαν μέσα στην πανδημία, περίοδο που είδε ένα θυελλώδες power grab εκ μέρους πολλών πολλών κυβερνήσεων — όχι όμως και εκ μέρους της Καγκελαρίας του Βερολίνου που επέδειξε προσήλωση στο Σύνταγμα και τη θεσμικότητα, ακόμα κι όταν με ηπιότητα εφάρμοσε μέτρα περιστολής των ελευθεριών για πολύ λίγο συγκριτικά με άλλες κυβερνήσεις — φαίνεται πως άνοιξε η όρεξη και η ευκαιρία ν’ ανατρέψουμε ύπουλα, βιαστικά, ευκαιριακά κάποια θέσμια που είχαμε ιδιαίτερα σοβαρούς λόγους να τα θεμελιώσουμε, όταν το είχαμε κάνει.

Οι λόγοι εκείνοι δεν έχουν εκλείψει σήμερα, ειδικά όταν δεν διαθέτουμε ήδη εγκατεστημένο ένα σύστημα ελέγχου, λογοδοσίας, και δικλείδων ασφαλείας, που θα κρατούσε μακριά το ενδεχόμενο αυτό το νέο, που θα ήθελαν ορισμένοι να εισαγάγουν προς αντικατάσταση του παλαιού, να παρεκτραπεί σε αυθαιρεσία και αυταρχισμό. Οι δύο αυτές λέξεις σημαίνουν η μεν πρώτη το να εκλέγεται κανείς από μόνος του και να επιλέγει από μόνος του τί θα πράξει και πώς θα πολιτευτεί, η δε δεύτερη το ν’ απορρέει η αρχή, η εξουσία, απ’ τον εαυτό σου, όχι λογουχάρη απ’ τη νομιμοποιητική αρχή ύπαρξής ενός κράτους, για παράδειγμα απ’ τον λαό.

Η καλή αφορμή της disruptive Ουγγαρίας είναι μια φενάκη που, δείχνοντας με το δάχτυλο τον αντιπαθητικό ύποπτο, πάει ν’ αποκρύψει το πραγματικό αίτιο, για να κερδίσει και κάτι καιροσκοπικά.

Το πραγματικό αίτιο είναι πως η ΕΕ δεν διαθέτει ένα ισχυρό καταστατικό κείμενο συμφωνημένο από όλους που να προσδιορίζει με κάθε δυνατή σαφήνεια ή έστω ένα υπό διαμόρφωση κείμενο για το πού θέλει να κατευθυνθεί όσον αφορά την ολοκλήρωσή της. Ισχυρό σημαίνει που να γεννά ισχύ στον πραγματικό μας κόσμο, και ισχύς είπα τί σημαίνει. Ελλείψει τέτοιας ισχύος και κειμένου κατεύθυνσης, συμβιβαστήκαμε ιστορικά με την προσωρινά ισχυρότερη κατεύθυνση που επικράτησε μεταξύ των κρατών μελών μας, η οποία ήταν η γερμανική, που με τη σειρά της *δεν* είναι, παρά την κουραστική, ανέξοδη, knee-jerk γερμανοφοβία, μια κατεύθυνση επιθετικής στοχοθεσίας, τύπου ΗΠΑ, Κίνας, Ρωσίας, αλλά μια κατεύθυνση soft power που νομίζει πως κάτι κάνει, ενώ τελικώς δεν κάνει πολλά, παρεμποδίζοντας και τους άλλους απ’ το να κάνουν οτιδήποτε ισχυρό, όσα τέλος πάντων που εάν τα έκανε θα παρήγε ισχύ και θα την σέβονταν οι αντίπαλοι. Παρά τη μόδα να μιλούμε για την εποχή της ανάδυσης των soft powers, αυτό το παραθυρο ευκαιρίας έχει ήδη κλείσει, καθώς φανέρωσε η πανδημική κρίση, που διέλυσε οικονομίες, κοινωνίες, και καταχρέωσε γενιές, όταν έστειλε πολλές εθνικές οικονομίες στη μόνη πρόσοδο: τον καταστροφικό υπερδανεισμό με τριακονταετή και δεκαετή ομόλογα, ζώντας το όνειρο ενός ανέμελου σοβιετισμού που υποθηκεύει το μέλλον.

Αντ’ αυτού, η πρόταση Μάας ψάχνει τρόπους, προκειμένου να λαμβάνονται στα όργανα αποφάσεις που η γερμανική ισχύς θα μπορούσε ευκολότερα να περάσει, και αυτές να επιβάλλονται δεσμευτικά για όλους, οι οποίοι από κυρίαρχα έθνη θα μετατρέπονταν σε υπηκόους που θα εκτελούσαν την εντολή της πλειοψηφίας. Ναι, αλλά πώς συγκροτείται μια πλειοψηφία; Πώς θα συγκέντρωνε συμμάχους γύρω της η Μάλτα; Με την ίση ευχέρεια που επιβάλλει το εκτόπισμά της η Γερμανία; Όχι βέβαια, και τούτο θα ήταν μια πονηρή πλάνη αν το πιστεύαμε, εάν δε φτάναμε εκεί, τότε σύντομα θα προέκυπτε δυσαρέσκεια, και νέες αποχωρήσεις απ’ την ΕΕ, γιατί κανείς δεν θα άντεχε διαρκώς να ζει κάτω από μιαν επιβολή άνευ συνδιαμόρφωσης.

Η δυστοκία οφείλεται όχι στην Ουγγαρία, μήτε στην αρχή της ομοφωνίας, αλλά στην διαρκή φθορά της γερμανικής μονοφωνίας, η οποία οφείλει για το δικό της κέρδος πρώτα και συνάμα για το ευρωενωσιακό να επιστρέψει στην τέχνη του διαλόγου και του συμβιβασμού, κι όχι να κοιτάζει πώς να καταργήσει τα ελάχιστα όπλα των αδυνάμων, προκειμένου να περνά μονάχα το δικό της.