Παιδικό Άσθμα: Πότε αυξάνεται κατά 34% ο κίνδυνος

510

Τι ακριβώς παρατήρησαν οι ερευνητές.

 

Η έκθεση των εμβρύων στα αντιβιοτικά στη μέση έως και το τέλος της κύησης ενδεχομένως να συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο άσθματος στα παιδιά, σύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύθηκε στο Archives of Disease in Childhood. Το εύρημα, πάντως, παρατηρήθηκε μόνο ανάμεσα σε παιδιά που γεννήθηκαν φυσιολογικά, επομένως η σύνδεση αυτή μπορεί να επηρεάζεται από την μέθοδο του τοκετού.

Η χρήση αντιβιοτικών κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης αυξάνεται με γοργούς ρυθμούς τα τελευταία χρόνια και προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι τα φάρμακα αυτά μπορεί έμμεσα να επηρεάζουν το υπό ανάπτυξη έμβρυο -σε μεγάλο βαθμό όπως πιστεύεται- επειδή τροποποιούν το εντερικό μικροβίωμα της μητέρας, το οποίο καθορίζει εξαρχής το μικροβίωμα του παιδιού.

Ωστόσο δεν έχει γίνει σαφές αν ο χρόνος έκθεσης ή η μέθοδος τοκετού επιφέρουν κάποια διαφορά. Για να μάθουν, λοιπόν περισσότερα οι ερευνητές επιστράτευσαν συμμετέχοντες στην Εθνική Κοόρτη Γεννήσεων της Δανίας (DNBC), η οποία δημιουργήθηκε το 1996 προκειμένου να διερευνήσει τις επιπτώσεις των προγεννητικών και πρώιμων εκθέσεων στην υγεία.

Από τα 96.832 που γεννήθηκαν από τις γυναίκες που είχαν εγγραφεί στην κοόρτη, στην παρούσα μελέτη συμπεριλήφθηκαν τα 32.651, με τους ερευνητές να αποκτούν πληροφορίες για τη σχετική υγεία και τον τρόπο ζωής των μητέρων, τις προγεννητικές εκθέσεις και την υγεία των παιδιών μέσω τηλεφωνικών και διαδικτυακών ερωτηματολογίων. Οι τηλεφωνικές συνεντεύξεις πραγματοποιήθηκαν μεταξύ της 16ης και 30ης εβδομάδας της κύησης και μία φορά μετά τον τοκετό. Στη συνέχεια οι μητέρες συμπλήρωσαν ερωτηματολόγια σχετικά με την υγεία των παιδιών τους όταν αυτά ήταν 11 ετών.

Σύμφωνα με τα ευρήματα, συγκριτικά με τις μητέρες που δεν λάμβαναν αντιβιοτικά κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, εκείνες που το έκαναν ήταν πιο πιθανό να αναφέρουν άσθμα, να έχουν καπνίσει κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, να είναι υπέρβαρες/παχύσαρκες και ήταν λιγότερο πιθανό να εγκυμονούσαν το πρώτο τους παιδί, στοιχεία που αποτελούν δυνητικούς παράγοντες επιρροής. Πάντως είχαν όλες την ίδια ηλικία.

Κατά τη διάρκεια της περιόδου ελέγχου μετά τον τοκετό, 4.238 (13%) παιδιά ανέπτυξαν άσθμα και από αυτά τα 804 (15%) είχαν μητέρες που λάμβαναν αντιβιοτικά στην εγκυμοσύνη. Συνολικά, 5.522 (17%) παιδιά γεννήθηκαν από μητέρες που λάμβαναν αντιβιοτικά όσο ήταν έγκυες και τα παιδιά αυτά είχαν 14% υψηλότερες πιθανότητες να αναπτύξουν άσθμα.

Ωστόσο, τέτοιος συσχετισμός δεν βρέθηκε στην περίπτωση που τα αντιβιοτικά λαμβάνονταν κατά το πρώτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης. Αντίθετα, συγκριτικά με τα παιδιά των οποίων οι μητέρες δεν λάμβαναν αντιβιοτικά, όσων το έκαναν από το μέσο έως το τέλος της εγκυμοσύνης (4-9 μήνες), είχαν 17% υψηλότερες πιθανότητες άσθματος.

Ο συνολικός, όμως, συσχετισμός ανάμεσα στην έκθεση του εμβρύου στα αντιβιοτικά και στο παιδικό άσθμα παρατηρήθηκε μόνο σε παιδιά που γεννήθηκαν φυσιολογικά και όχι με τη μέθοδο της καισαρικής, με την απόλυτη διαφορά να ξεπερνά κατά ελάχιστα το 2%.

Στα παιδιά που γεννήθηκαν φυσιολογικά, οι πιθανότητες πιο σοβαρού παιδικού άσθματος -που θα απαιτούσε θεραπεία τα επόμενα χρόνια- ήταν 34% υψηλότερες από ό,τι στα παιδιά που γεννήθηκαν μεν φυσιολογικά αλλά οι μητέρες τους δεν έπαιρναν αντιβιοτικά κατά την εγκυμοσύνη.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονιστεί ότι η μελέτη ήταν παρατηρητική, επομένως δεν αποδεικνύει αιτία, ενώ και οι ερευνητές δεν έλαβαν υπόψη τους τη λήψη αντιβιοτικών νωρίτερα στη ζωή των μητέρων ή κατά τον θηλασμό, παράγοντες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τα αποτελέσματα.

Οι επιστήμονες, πάντως, σημειώνουν ότι τα αποτελέσματά τους βρίσκονται σε συνάφεια με την θεωρία ότι οι επιδράσεις των αντιβιοτικών επηρεάζουν το προερχόμενο από τη μητέρα μικροβίωμα στα παιδιά που γεννιούνται φυσιολογικά και αυτό μπορεί να αυξάνει τις πιθανότητες παιδικού άσθματος.

«Η άσκοπη χρήση αντιβιοτικών κατά την εγκυμοσύνη θα πρέπει να ισορροπήσει έναντι των αυξανόμενων στοιχείων σχετικά με τις δυσμενείς μακροχρόνιες επιπτώσεις στην υγεία των παιδιών, καθώς και με τις ευρύτερες ανησυχίες σχετικά με την αντιμικροβιακή αντοχή», καταλήγουν οι ειδικοί.