Γράφει ο Παναγιώτης Παύλος
Ακούγοντας τις πρόσφατες δηλώσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη από τις Βρυξέλλες με τις οποίες καταφέρθηκε αμυνόμενος κατά του πλήθους των Ελλήνων που διατηρώντας μνήμη, νου και γνώση καταγγέλλουν τη δυστοπία της κυβέρνησής του στα ελληνοτουρκικά, αβίαστα μου γεννήθηκαν ορισμένα ερωτήματα. Ερωτήματα τα οποία εγείρονται στη βάση της δέσμευσης την οποία ο νυν Πρωθυπουργός είχε καταθέσει ενώπιον του ελληνικού λαού. Στην τελευταία μεγάλη προεκλογική ομιλία του στο Θησείο, το 2019, ο κύριος Μητσοτάκης διακήρυσσε διαπρυσίως στο πλήθος που εναπέθετε τυφλά σε αυτόν την ελπίδα της χρηστής διακυβέρνησης του τόπου, ύστερα από μια τραγική θητεία και διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ με αποκορύφωμα την εκχώρηση ονόματος και ιστορίας της Μακεδονίας στους Σκοπιανούς κατόπιν απαίτησης της Γερμανίας και των ΗΠΑ, ότι θα είναι Πρωθυπουργός «όλων των Ελλήνων».
Εγείρεται λοιπόν πλέον εμφατικά σωρεία αμείλικτων ερωτημάτων γύρω από την αντίληψη του Πρωθυπουργού για το αν έχει μέχρι σήμερα εκπληρώσει στο ελάχιστο τη δέσμευσή του ενώπιον του ελληνικού λαού. Αν, παραδείγματος χάριν, όντως ένωσε τους Έλληνες όταν το επιτελείο του υιοθέτησε την άκρως διχαστική ρητορική κατά «ψεκασμένων», κι αν τους ενώνει τώρα που τους χαρακτηρίζει «πατριώτες της φακής».
Ένωσε άραγε τους Έλληνες:
Όταν τους κατηνάγκασε σε υποχρεωτικό εμβολιασμό υπό τη Δαμόκλειο Σπάθη της απώλειας των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων όπως αυτά απορρέουν από τη Χάρτα Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Εθνών;
Όταν ενέσπειρε διχόνοια και μίσος μέσα στην ελληνική κοινωνία επαναφέροντας συνθήκες εθνικού διχασμού, ακόμη κι εντός της ελληνικής οικογένειας, μετατρέποντας την Ελλάδα σε ένα ατελείωτο σκηνικό «Κράμερ εναντίον Κράμερ», για να θυμηθώ τους Ντάστιν Χόφμαν και Μέριλ Στρηπ;
Όταν εξανάγκασε την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος να εκτραπεί από τη δισχιλιόχρονη λειτουργική παράδοσή της για χάρη της οριζόντιας επιβολής συγκεκριμένων πολιτικών επιλογών της κυβέρνησής του;
Όταν είχε κλείσει τον ελληνικό λαό στα σπίτια του με απαγόρευση κυκλοφορίας και δυσβάστακτα για ορισμένους πρόστιμα, την ίδια ώρα που οι Πακιστανοί λαθρομετανάστες είχαν από την κυβέρνησή του το ελεύθερο να κατακλύζουν τις πλατείες της Αθήνας, και δη του Συντάγματος, μεταφέροντας διεθνώς ένα μήνυμα ισλαμικής κυριαρχίας στην καρδιά της Ελλάδος;
Ήταν αυτά υπεύθυνη στάση ενός Πρωθυπουργού που ήθελε να ενώσει τους Έλληνες;
Ή, μήπως, ήταν ηθικά υπεύθυνη πράξη η διαχείριση, από πλευράς της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας του Κυριάκου Μητσοτάκη, του τραγικού δυστυχήματος στα Τέμπη; Όπου επιχειρήθηκε μια άνευ προηγουμένου συγκάλυψη όχι μόνον των αιτίων του δυστυχήματος αλλά και των συνεπειών του; Όταν ακόμη και σήμερα διαρκώς έρχονται στη δημοσιότητα στοιχεία τα οποία, εάν είχαν προκύψει σε μια χώρα όπως η Νορβηγία, θα είχαν ρίξει την κυβέρνηση για λόγους ευθιξίας μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα;
Αλήθεια, πόσο ευχαριστημένος είναι ο Πρωθυπουργός, που γονείς των εξαϋλωμένων παιδιών στο τρένο των Τεμπών αναγκάστηκαν να αναζητήσουν πολιτική στήριξη από την αντιπολίτευση για τα αυτονόητα, και εισπράττουν μέχρι σήμερα ασύλληπτες ύβρεις και προσβολές από ανθρώπους που εργάζονται για την τυφλή υπεράσπιση των κυβερνητικών πολιτικών;
Τον ικανοποιεί, αλήθεια, το γεγονός ότι, όπως και άλλοι γονείς, η κυρία Μαρία Καρυστιανού, μια από τις πολυάριθμες μανάδες που θα θρηνούν μέχρι να κλείσουν τα μάτια τους την ξαφνική απώλεια των παιδιών τους, δέχεται τόνους λάσπης, διαρκή δολοφονία χαρακτήρος και τόσα άλλα απερίγραπτα, επειδή έκανε το «λάθος» να μην συμβιβαστεί με τις ετεροχρονισμένες κρατικές πρόνοιες, κι επειδή επέλεξε να μετατρέψει τον ασύλληπτο θρήνο και πόνο της σε δύναμη αγωνιστική υπέρ της αληθείας, όχι με όρους εκδικητικότητας αλλά με μοναδική πρόθεση να υπηρετήσει αυτό που κι ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης ευαγγελίστηκε -στην αρχή-, τον εκσυγχρονισμό και εξορθολογισμό της λειτουργίας του ελληνικού κράτους;
Άραγε, πώς ανέχεται τόσο ψεύδος ο Πρωθυπουργός όταν το δεξί του χέρι, ο τότε Υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης, που και σήμερα ως επικεφαλής της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδος υποπίπτει διαρκώς και ακατάπαυστα σε τραγικά επικίνδυνα σφάλματα, έβγαινε ανερυθρίαστα κι επιχειρούσε να επιβάλει στον ελληνικό λαό το αδιανόητο αφήγημα του «τοπικού σταθμού τοπικής τηλεδιοίκησης», επιτάσσοντας σιωπή στις φωνές έμπειρων ειδικών υπαλλήλων του ΟΣΕ που αποδείκνυαν το αντίθετο, και ισχυριζόμενος με ύφος εκατό καρδιναλίων μπροστά από χάρτινες μακέτες σταθμού ελέγχου των γραμμών, ότι όλα ήταν καλώς καμωμένα;
Και έρχεται, ύστερα από όλα αυτά, την περασμένη Πέμπτη από τις Βρυξέλλες ο Πρωθυπουργός να χαρακτηρίσει προσβλητικά ως «υπερπατριώτες» και «πατριώτες της φακής» την πλειοψηφία των Ελλήνων που όχι μόνον βίωσαν όλα τα ανωτέρω, αλλά και που τώρα αντιδρούν με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο καθώς παρακολουθούν στενά εδώ και πάνω από δύο χρόνια την κυβέρνησή του να επιδιώκει με «γενναιότητα» «συμβιβασμούς» και «υποχωρήσεις» – λόγια του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι αυτά – στα ελληνοτουρκικά και δη στην υπερτρισχιλιόχρονα ελληνική θάλασσα, το Αιγαίο;
Αλήθεια, είναι βέβαιος ο Πρωθυπουργός ότι οι άνθρωποι που τον συμβουλεύουν ενδιαφέρονται πραγματικά για την ανάπτυξη της χώρας, ή απλώς για τον ατομικό πλουτισμό τους εις βάρος της εθνικής κυριαρχίας; Είναι ικανοποιημένος που σύμβουλοί του στην εξωτερική πολιτική, όπως ο νεαρός βουλευτής Σερρών Τάσος Χατζηβασιλείου, αλλά και όλοι οι υπόλοιποι τους οποίους η κοινή γνώμη γνωρίζει πλέον καλά, τον παρασύρουν στο να επικαλείται το έπος του Έβρου ωσάν να του το χρώσταγε η Ελλάδα και όχι αυτός στην Ελλάδα;
Ποιός ακατάσχετος μινιμαλισμός έχει εγκαθιδρυθεί στα μυαλά ορισμένων συνεργατών του ώστε είχαν τη φαεινή ιδέα να επικαλεστούν με εμφανή ολοκληρωτισμό το ελάχιστο αυτονόητο χρέος ενός Προέδρου κυβερνήσεως;
Ή, μήπως, νομίζει ότι δεν θυμόμαστε τον αδυσώπητο αγώνα που δόθηκε από το σύνολο των «πατριωτών της φακής», προκειμένου η κυβέρνησή του να επιλέξει τελικώς τις φρεγάτες Μπελαρά έναντι των σαπιοκάραβων που οι Αμερικανοί εταίροι μας ήθελαν να μας φορτώσουν για να ξεφορτωθούν;
Θεωρεί ο Πρωθυπουργός ότι ο ελληνικός λαός δεν δικαιούται να έχει λόγο για το πού διοχετεύονται τεράστια ποσά των χρημάτων του, ιδίως όσον αφορά στην άμυνα της πατρίδας του;
Ή μήπως, δεν είναι ενήμερος για τις εκστρατείες δολοφονίας προσωπικότητας που διεξήγαγαν κομματικοί υπάλληλοι της Νέας Δημοκρατίας εναντίον όσων εξέφραζαν επιφυλάξεις; Αλλά, ακόμη και η αναφορά στα Ραφάλ: είναι ή δεν είναι αυτονόητη υποχρέωση μιας κυβέρνησης να πράξει πάν δυνατόν για να θωρακίσει τη χώρα;
Έχει λησμονήσει ο Πρωθυπουργός και οι συν αυτώ ότι είναι διαχειριστές των όσων ο ελληνικός λαός τους εμπιστεύθηκε, και όχι αφεντικά;
Και έρχεται τώρα και γίνεται ο ίδιος τιμητής αυτών που του εμπιστεύθηκαν την εθνική κυριαρχία, εγκαλώντας τους, διότι βλέπουν σωρεία τραγικών σφαλμάτων από ανθρώπους τους οποίους εμπιστεύεται περισσότερο από όσο πρέπει;
Γελιέται ο Πρωθυπουργός αν νομίζει ότι γνωρίζει, αυτός προσωπικά και οι επιλεγμένοι συνεργάτες του, το Διεθνές Δίκαιο και το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας καλύτερα από πλήθος ειδικών τους οποίους καθυβρίζει συστηματικά το κομματικό σύστημα και το πλαίσιο πολιτικών ελίτ από το οποίο προέρχεται τόσο ο ίδιος όσο και άλλες ομάδες συμφερόντων που τον περιτριγυρίζουν. Αν έχει την αίσθηση ότι τα ζητήματα εθνικής κυριαρχίας δεν είναι καίρια και ζωτικά για τους Έλληνες, ψηφοφόρους του και μη, απατάται.
Αν ο κ. Μητσοτάκης θεωρεί ότι δεν αντιλαμβανόμαστε την παντελή απουσία ιστορικά δίκαιων διεκδικήσεων της Ελλάδος από την παρούσα κυβέρνηση έναντι μιας απολύτως αναθεωρητικής Τουρκίας η οποία αλωνίζει:
– τη Θράκη με πράκτορες που κατευθύνει ο Τούρκος Πρόεδρος και ο Υπουργός Εξωτερικών Φιντάν μπροστά στα μάτια του ιδίου και του Υπουργού Εξωτερικών Γεραπετρίτη,
– το κεντρικό Αιγαίο με drone τα οποία η κυβέρνησή του, και ο Υπουργός Άμυνας Δένδιας, αδιαφορεί να αναχαιτίσει,
– το ανατολικό και νότιο Αιγαίο με στρατιές λαθρομεταναστών που ο Υπουργός Μεταναστευτικής πολιτικής Παναγιωτόπουλος υποκρίνεται ότι δεν βλέπει,
Αν νομίζει ο Πρωθυπουργός -τη στιγμή που ο ίδιος αρνείται να θεσπίσει Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας και Εθνικό Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής με θεσμικό ρόλο στα εθνικά θέματα- ότι ο φοβικός μινιμαλισμός των διαφόρων κατευναστικών λόμπι, τύπου ΕΛΙΑΜΕΠ, της διαπλοκής εγχώριων και εξωχώριων συμφερόντων εκφράζει και εκπληρώνει τα εθνικά δίκαια της ελληνικής πατρίδας, τότε ασελγεί ο ίδιος στο σώμα της Ελλάδας, του εδάφους της, της ιστορίας της και του λαού της. Είναι πραγματικά αδιανόητο να θεωρεί κανείς φυσιολογικό ότι ένας Πρωθυπουργός δικαιούται να αποφασίζει ουσιαστικά μόνος του για το μέλλον ενός λαού ερήμην του ιδίου του λαού.
Στην ελληνική γλώσσα, πατριώτης είναι αυτός που αγωνίζεται ανιδιοτελώς για την πατρίδα του, την προάσπιση της εθνικής κυριαρχίας της, και την προαγωγή των εθνικών δικαίων της, σεβόμενος ταυτόχρονα κάθε άλλη πατρίδα. Όταν ένας Πρωθυπουργός που έχει διακηρύξει δημοσίως τη βούλησή του για υποχωρήσεις, δακτυλοδεικνύει και προσβάλλει αυτούς που επιμένουν αυτονόητα στα ανωτέρω χαρακτηρίζοντάς τους προσβλητικά ως «υπερπατριώτες» τότε σημαίνει ότι ο ίδιος έχει εκπέσει από το χρέος του πατριωτισμού, και επιχειρεί να κρύψει την ευτέλεια και τη γύμνια του προσβάλλοντας αυτούς που εμμένουν στις πραγματικές κόκκινες γραμμές, και προδίδοντας αυτά που ο ίδιος έχει ορκιστεί να υπηρετεί: την πατρίδα του, το Σύνταγμα της χώρας του, και το Διεθνές Δίκαιο.