Πολιτική συμμαχία με άξονα το δημοκρατικό κέντρο

383

Γράφει ο Δημήτρης Θωμάς.

Το χρονικό διάστημα που διανύουμε οι προσεκτικοί παρατηρητές της πολιτικής σκηνής στη χώρα διαπιστώνουν, την εδραίωση μιας πολιτικής συμμαχίας η οποία έχει σαφή ιδεολογικά και πολιτικά χαρακτηριστικά, στιβαρή πολιτική έκφραση και εκπροσώπηση, ενώ την ίδια ώρα, οι πολιτικοί και ιδεολογικοί αντίπαλοι της κυβερνητικής παράταξης και της ευρείας κοινωνικής συμμαχίας που τη στηρίζει, είναι αδύναμοι, κατακερματισμένοι, διχασμένοι, και με μειωμένη αξιοπιστία λόγω προτέρου πολιτικού βίου

Από την αρχή της θητείας του ως Πρόεδρος της ΝΔ, ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατάφερε να τηρήσει την οικογενειακή πολιτική παράδοση, που θέλει το κόμμα ανοικτό και πολυσυλλεκτικό, κόμμα που σέβεται τις αρχές και αξίες ανθρώπων από ολόκληρο το πολιτικό φάσμα, με παράλληλο σεβασμό στις δημοκρατικές αξίες και το σύνταγμα της χώρας, και να διευρύνει την πολιτική επιρροή της παράταξης της οποίας ηγείται, υπό το πρίσμα του πολιτικού πραγματισμού και του ευρωπαϊκού και δυτικού προσανατολισμού της χώρας.

Η νίκη στις βουλευτικές εκλογές έδωσε την ευκαιρία στον Κυριάκο Μητσοτάκη και το επιτελείο του να εφαρμόσει τα πολιτικά σχέδια και να υλοποιήσει τις προεκλογικές εξαγγελίες της ΝΔ, προωθώντας μέσα σε άλλα, και την ανάταξη και αναμόρφωση του πολιτικού σκηνικού, διευρύνοντας την ιδεολογική επιρροή και το πολιτικό στίγμα της ευρύτερης κεντροδεξιάς παράταξης. Το εγχείρημα ήταν και παραμένει δύσκολο αλλά όχι ακατόρθωτο, και απαιτεί συνέχιση λεπτών χειρισμών αλλά και αποφασιστικών κινήσεων τόσο σε ιδεολογικό όσο και πολιτικό – κοινωνικό επίπεδο.

Τούτη την ώρα η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν εκπροσωπεί μόνο την κεντροδεξια συντηρητική παράταξη του Κωνσταντίνου Καραμανλή, αλλά αποτελεί πολιτική έκφραση με ευρείας συμμαχίας που καταλαμβάνει όλο το χώρο από τις παρυφές της δημοκρατικής δεξιάς ως τις παρυφές της δημοκρατικής αριστεράς, με σχεδόν πλήρη κατάληψη και εκπροσώπηση του ευρύτερου χώρου, τόσο της σύγχρονης και πατριωτικής σοσιαλδημοκρατίας, των εκσυγχρονιστών μεταρρυθμιστών, του φιλελεύθερου κέντρου, της δημοκρατικής πατριωτικής αριστεράς, και φυσικά της ευρείας κεντροδεξιάς παράταξης.

Η ευρεία εκπροσώπηση του κυβερνητικού πλέον μπλοκ, οικοδομείται στον αντίποδα του αριστερού όσο και του δεξιού λαϊκισμού, αντιπαλεύει τον ολοκληρωτισμό σε όλες του τις εκφράσεις και εκφάνσεις, αποδοκιμάζει και καταδικάζει απόλυτα την τρομοκρατία και κάθε μορφή πολιτικής και κοινωνικής βίας, ενώ παράλληλα στηρίζεται στον υγιή πατριωτισμό των Ελλήνων, σέβεται την πολιτιστική παράδοση και τις αξίες του Ελληνισμού, την θρησκευτική ταυτότητα και την Εκκλησία, πάντοτε στο πλαίσιο των συνταγματικών και δημοκρατικών ελευθερίων αλλά και του ευρωπαϊκού νομικού και πολιτικού κεκτημένου, με φίλτρο το ρεαλισμό και τον πραγματισμό.

Την ίδια ώρα η κυβερνητική παράταξη πολιτεύεται με ρεαλισμό και αυτοπεποίθηση στο επίπεδο των διεθνών σχέσεων, ακολουθώντας μια πολυκύμαντη εξωτερική πολιτική, διατηρώντας άριστες σχέσεις με Ουάσινγκτων, Λονδίνο, Παρίσι, Βερολίνο, Μόσχα, Πεκίνο, Δελχί, αλλά παράλληλα συμμετέχοντας δραστήρια και στον πυρήνα των ευρωπαϊκών πολιτικών εξελίξεων, τις Βρυξέλλες. Οι σχέσεις με πολλές χώρες της ευρύτερης περιοχής είναι άριστες, και η κυβέρνηση έχει καταφέρει να απομονώσει διπλωματικά την Άγκυρα, παρά τον όποιο θόρυβο προκαλεί ο Πρόεδρος Ερντογάν, που απειλείται πλέον από μια βαθιά οικονομική και νομισματική κρίση που κανείς δεν γνωρίζει που θα οδηγήσει.

Για μια ακόμη φορά, την ώρα που σε ολόκληρο τον κόσμο ενισχύονται οι τάσεις απομονωτισμού, οικονομικού προστατευτισμού αλλά και αυταρχισμού, ειδικά εκ μέρους κάποιων ηγετών που αισθάνονται καλύτερα όταν συναναστρέφονται μεταξύ τους, παρά όταν έρχονται σε επαφή με τους πολίτες, τον Τύπο και βουλευτές των χωρών τους, η Ελλάδα αποτελεί πρότυπο δημοκρατίας και ελευθερίας, μια χώρα που αποκατέστησε τη διεθνή της εικόνα και συνομιλεί δημιουργικά και εξισορροπιστικά με όλες τις μεγάλες και σημαντικές πρωτεύουσες του πλανήτη.

Παρά ταύτα η κυβέρνηση έχει να αντιμετωπίσει τρεις μεγάλες προκλήσεις, τη διαχείριση του μεταναστευτικού – προσφυγικού ρεύματος που έχει διεθνείς διαστάσεις που δεν δύναται να ελέγχξει απόλυτα, ζητήματα εσωτερικής ασφάλειας και τρομοκρατίας, καθώς και την τουρκική επιθετικότητα που λαμβάνει όχι μόνο συμβατικές αλλά και ασσύμετρες – υβριδικές διαστάσεις. Παρά την ως τώρα επιτυχημένη αντιμετώπιση της πανδημίας, αυτή σε συνδυασμό με τα τρία προαναφερθέντα σημαντικά ζητήματα, απειλούν δυνητικά τον πυρήνα της ασφάλειας, της σταθερότητας, της οικονομικής ανάπτυξης, απειλούν την ίδια την ύπαρξη της χώρας, γι αυτό και η κυβέρνητική παράταξη δεν θα πρέπει να επαναπαύεται στις δάφνες τις και τις πολιτικές της επιτυχίες, αλλά θα πρέπει να προετοιμάζεται για την ολοκήρωση του κυβερνητικού προγράμματος, όποια δυσκολία και αν έχει να αντιμετωπίσει.

‘Ολα αυτά προϋποθέτουν τη διατήρηση των ποιοτικών χαρακτηριστικών του ιδεολογικού και πολιτικού χαρακτήρα των κυβερνητικών πράξεων και σχεδίων, σε συνδυασμό με το σεβασμό όλων εκείνων που συνθέτουν την ευρεία κυβερνητική πολιτική πλειοψηφία, με άξονα το φιλελεύθερο κέντρο και την δεξιά – κεντροδεξιά, με περισσή προσοχή στον κίνδυνο κάποιες ισχυρότατες κοινωνικά και ιδεολογικά πολιτικές ομάδες εντός κυβερνήσεως, να αυτοαπομονωθούν και να δυσαρεστήσουν την ευρεία πλειοψηφία που στηρίζει είτε θετικά είτε κριτικά το κυβερνητικό πείραμα. Στόχος φυσικά είναι η οριστική έξοδο της χώρας από την πολυεπίπεδη κρίση, και η απομόνωση πολιτικών στοιχείων που πάντοτε επενδύουν στη διάλυση και την οικονομική δυσπραγία για να επιβιώσουν και να διατηρήσουν την επιρροή τους, επιζητώντας την καταστροφή της χώρας ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία που απατώνται ότι, τους δικαιώνει, εις βάρος της ελευθερίας και της ευημερίας των πολλών.