Σε έναν κόσμο δίχως Κίνα

706

Γράφει ο Στέλιος Ιατρού.

Ένας αποπαγκοσμιοποιημένος κόσμος—για να μην γελιόμαστε, εννοώ
αποκινεζοποιημένος—μας ακούγεται αδιανόητος, γιατί η κοινή μας εμπειρία τα τελευταία
τριάντα χρόνια περιέχει τόση πολλή και τόσο ισχυρή Κίνα παντού γύρω μας, ώστε έχουμε
εξοικειωθεί με την ιδέα πως άνευ αυτής ο κόσμος μας δεν θα υπήρχε, και δεν
κοντοστεκόμαστε ν’ αμφιβάλλουμε για τις ακλόνητες παραδοχές μας. Η αλήθεια είναι πως
ο κόσμος θα εξακολουθούσε να υπάρχει, μα θα ήταν διαφορετικός, κι έτσι, προτείνω αντί
να μας αποθαρρύνει η διερεύνηση ενός ερωτήματος όπου κατοικεί η απειλή περί
ανυπαρξίας του κόσμου, να καταπιαστούμε μ’ ένα ερώτημα που θα προσεγγίζει τον άνευ
Κίνας κόσμο ως χωροχρόνο διαμορφωτικών μετασχηματισμών—δεν είναι καν ανήκουστη η
επεξεργασία τέτοιων ερωτημάτων, διότι έχουν ήδη ξεκινήσει διεργασίες, που έχει
επιταχύνει η πανδημική κρίση, ειδικά η ανταπόκριση της Δύσης και της Κίνας σ’ αυτήν.
Όταν τους παρασχεθεί επαρκής ενέργεια τη στιγμή που τη χρειάζονται και στα σημεία που
απαιτείται, όταν δηλαδή δεχθούν ευμενή οργανωτική και τροφοδοτική επιστασία, τα
συστήματα που διέρχονται ακόμα και υπαρξιακή κριση τείνουν να επανέρχονται σε
ισορροπία, που διαφέρει μεν απ’ την αμέσως προτέρα τους κατάσταση, κι αυτό είναι
αναμενόμενο να συμβεί, αλλά μετά τους πρώτους κραδασμούς, συνηθίζεται ο νέος,
πάντοτε ατελής και υπό διαρκή διαμόρφωση κόσμος που διαδέχεται τον παλαιό. Μας ήταν
αδιανόητος ένας κόσμος μετά από ενδεχόμενη κατάρρευση της ΕΣΣΔ, γιατί μολονότι
επεξεργαζόμασταν σενάρια ενός κόσμου χωρίς την ΕΣΣΔ—it sounded possible but
unlikely—και μολονότι ήσαν απτά τα σημάδια πως το τέλος πλησίαζε, μεταθέταμε διαρκώς
τη στιγμή του τέλους στη σκέψη μας, προβληματιζόμενοι για τους ακριβείς μηχανισμούς
που θα ωθούσαν το σώμα έξω απ’ την αδράνειά του, έξω δηλαδή απ’ την τάση διατήρησης
της τρέχουσας τότε κινητικής του κατάστασης, προς μία νέα ρότα. Στο μεταξύ, παρενέβη η Ιστορία.

Έχω κάποιες φορές δημοσιεύσει σχετικά με τις σημαδιακές απορρυθμίσεις που βιώνει η
οικονομία σχέσεων μεταξύ Κίνας και Δύσης τα τελευταία χρόνια, της ισόβιας προεδρίας Σι
Ζινπίνγκ (λ.χ. κλικ εδώ), και άμα το καλοσκεφτείτε, παρόλο που η πρώτη πρόσφατη ηχηρή
αμερικανική παρέμβαση εναντίον της Κίνας είχε περάσει απαρατήρητη—επρόκειτο για μια
ομιλία του Αμερικανού Αντιπροέδρου Μάικ Πενς, στις 24 Οκτωβρίου 2019, όπου την
περιέγραφε ως ανταγωνιστή κι εχθρό των ΗΠΑ και της Δύσης (κλικ εδώ)—η Κυβέρνηση
Μπάιντεν εξακολούθησε πολύ ζωηρά και προσηλωμένα εκείνην την έναρξη πορείας ρήξης
που δόθηκε τότε, διότι ασφαλώς δεν ανήκε η ιδιοκτησία της στην τυχοδιωκτική Προεδρία
Τραμπ, και απ’ τις πρώτες μέρες της Υπουργίας Μπλίνκεν η Κίνα περιγράφηκε με τους
ίδιους όρους, τόσο κατά τις επαφές του Αμερικανού Υπουργού με τον Κινέζο ομόλογό του,
όσο καί σε δημόσιες τοποθετήσεις σειράς ανώτερων Αμερικανών αξιωματούχων, και τέλος
απ’ τον ίδιο τον Πρόεδρο Μπάιντεν, με την Ουάσιγκτον να φαίνεται αποφασισμένη ν’
αποκόψει το δυνατόν συντομότερο τους περισσότερους δεσμούς εξάρτησης εταίρων και
συμμάχων της απ’ την Κινεζική οικονομία, θα τολμούσα δε να πω καί απ’ την Ταϊβάν (βλ.κεφ. 9 εδώ), παρά τις διακηρύξεις πως δεσμεύονται για την άμυνα της νήσου (23 Μαΐου
2022).

Ας δούμε σήμερα συνοπτικά μερικά πράγματα που αφορούν τρία θεμελιώδη για τον
ανεπτυγμένο μας βιομηχανικό κόσμο μέταλλα, τον χαλκό, τον σίδηρο, και το αλουμίνιο, και
τη θέση που κατέχει η Κίνα στην οικονομία τους μέσα στην παγκόσμια αγορά.

Α. Χαλκός
Ο χαλκός είναι απαραίτητος παντού γύρω μας. Ο κόσμος των ηλεκτρικών εφαρμογών
απορροφά περίπου τα τρία τέταρτα του χαλκού που εξορύσσεται—από καλώδια και
ημιαγωγούς μέχρι τις ΑΠΕ και τους ηλεκτρικούς κινητήρες, απ’ τη βιομηχανία, στα δίκτυα,
στα νοικοκυριά. Ο κατασκευαστικός τομέας και τα νομισματοκοπεία αξιοποιούν τον
υπόλοιπο. Η ζήτηση για χαλκό αναμένεται ν’ αυξηθεί στο μέλλον σ’ έναν κόσμο
εκβιομηχάνισης και αστικοποίησης.

Στο κέντρο της συζήτησης για τον χαλκό βρίσκεται η Κίνα: με ραγδαία εκβιομηχάνιση και
αστικοποίηση σε τεράστια έκταση για τεράστιο πληθυσμό, με παγκοσμίως ασύγκριτη
απορρόφηση πόρων ενέργειας και πρώτων υλών, εισάγει μετάλλευμα αλλά και
επεξεργασμένο μέταλλο περισσότερο απ’ οποιονδήποτε άλλο, ενώ διαθέτει τουλάχιστον
δέκα απ’ τα είκοσι μεγαλύτερα χυτήρια του πλανήτη.

Σ’ έναν κόσμο αποπαγκοσμιοποίησης, απορρύθμισης της εφοδιαστικής αλυσίδας,
εμπορικών πολέμων, κυρώσεων, περιχαράκωσης διά της ανάδυσης νέων power blocks, οι
περισσότεροι παραγωγοί χαλκού μπορεί μεσοπρόθεσμα να βαδίσουν σ’ ένα αβέβαιο τοπίο.
Η προσφορά χαλκού σε εμπορικά αποδοτικές τιμές εξαρτάται ευθέως απ’ τη ζήτησή του
στους τομείς του εξηλεκτρισμού, της οικοδομής, και των μεταφορών, στους οποίους η Κίνα
είναι η μεγαλύτερη και ταχύτερα αναπτυσσόμενη αγορά. Ενδεχόμενος αποκλεισμός της απ’
το παγκόσμιο σύστημα, λογουχάρη κατά το πρόσφατο πρότυπο της Ρωσίας, θα έπληττε
πολλούς παραγωγούς μεταλλεύματος όπως και καταναλωτές του τελικού μετάλλου.
Στη Χιλή και το Περού βρίσκονται τα χαμηλότερου λειτουργικού κόστους ορυχεία με το
υψηλότερης ποιότητας μετάλλευμα του πλανήτη, κατά μήκος των πολλών ρηγμάτων της
Ερήμου Ατακάμα. Οι δύο χώρες καλύπτουν αθροιστικά το 40% των παγκόσμιων αναγκών.
Σε μια εποχή δίχως Κίνα, εάν εξαιρέσουμε τους φοβερούς σεισμούς που την πλήττουν, η
Χιλή προβάλλει ως το πιο βολικό, ειδικά για τις ΗΠΑ, μερικό υποκατάστατο για την
παραγωγή χαλκού, απ’ την εξόρυξη του μεταλλεύματος μέχρι το τελικό προϊόν, επειδή
διαθέτει δικά της χυτήρια, σχετική πολιτική σταθερότητα, και επαρκή εθνική ασφάλεια, για
τα δεδομένα της Λατινικής Αμερικής.

Β. Σίδηρος
Την Εποχή του Χαλκού, που δεν έληξε πριν από τρεις χιλιάδες χρόνια, διαδέχθηκε η Εποχή
του Σιδήρου. Το σιδηρομετάλλευμα παρέχει το βασικότερο συστατικό του χάλυβα, που
συντέλεσε αποφασιστικά στη βιομηχανική εποχή, κρατά δε όρθιο τον κόσμο μας
οπλίζοντας το άλλο υλικό που αρχίζει να λείπει: το σκυρόδεμα. Προσεγγίζοντας την εικόνα του σιδήρου στην παγκόσμια αγορά, σκοντάφτουμε και πάλι πάνω στην Κίνα, την οποία
συναντούμε στη διασταύρωση δύο σύγχρονων αναπτυξιακών τάσεων: απ’ τη μια μεριά
έχουμε εκεί τη ραγδαία εκβιομηχάνιση και την αστικοποίηση, κι απ’ την άλλη τη
χαρακτηριστική κινεζική υπερχρηματοδότηση μεγαλεπήβολων, πολυετών δημόσιων και
πολεοδομικών έργων.

Η πρώτη τάση εκδηλώνεται με την κατασκευή νέων δρόμων, γεφυρών, λιμένων
(θαλάσσιων και χερσαίων), κτηρίων, πολεοδομίας και δικτύων, βιομηχανικών μονάδων, της
«Πρωτοβουλίας Μία Ζώνη Ένας Δρόμος», ακόμα και οχυρωμένων τεχνητών νησιών στη
Νότια Σινική Θάλασσα, υποδομών κάθε λογής, που απαιτούν ανεξάντλητες ποσότητες
χάλυβα. Η δεύτερη τάση της Κίνας, προς υπερχρηματοδότηση, εκφράζεται κατά κανόνα με
έναν μάλλον μη αποδοτικό τρόπο, όπου προκύπτουν πολλές διαρροές πόρων προς άδηλες
κατευθύνσεις, καταλήγοντας δε σε υπεροικοδόμηση, δηλαδή πέραν των αναγκών, σε
υπερκοστολόγηση, διότι η διαφθορά είναι μέρος της κινεζικής, γραφειοκρατικής
κουλτούρας απ’ την εποχή της αυτοκρατορίας, και σε σπατάλη πρώτων υλών.
Ο κινεζικός αγώνας δρόμου απ’ τα τέλη της δεκαετίας του 1980 για ραγδαία εκβιομηχάνιση
και εκρηκτική αστικοποίηση—μιας και η οικονομία της οργανώνεται πάνω σ’ ένα δίκτυο
613 πόλεων χωρισμένων σε τέσσερις κατηγορίες με πολλαπλά κριτήρια ισχύος, με εννέα να
συγκροτούν τις λεγόμενες «Εθνικές Κεντρικές Πόλεις», όπου γεννάται ο πλούτος και
διαχέεται προς τις περιφέρειες κλιμακωτά (βλ. ενδεικτικά το άρθρο μου για την Τιάντζιν,
στο οποίο παρέπεμψα ανωτέρω)—υπήρξε τόσο εκτενής, ξέφρενος, και
υπερχρηματοδοτημένος, ώστε η Κίνα να καταστεί όχι μονάχα ο μεγαλύτερος παραγωγός
χάλυβα, αλλά και ένας απ’ τους πέντε μεγαλύτερους εισαγωγείς παγκοσμίως, κατεξοχήν
του υψηλότερης ποιότητας χάλυβα, που η ίδια δεν παράγει.

Τυπικά για κινεζικό πρότζεκτ μακράς πνοής, η δική της, υπερχρηματοδοτημένη παραγωγή
χάλυβα κατέληξε να είναι χαμηλότερης ποιότητας απ’ ό,τι απαιτούσαν οι ανάγκες
εκβιομηχάνισης και αστικοποίησης της χώρας. Σήμερα η Κίνα είναι η μεγαλύτερη
εξαγωγέας χάλυβα, κι έτσι εισάγει όλον τον σίδηρο που μπορεί να προμηθευτεί, τρεις
φορές περισσότερο απ’ όσο αθροιστικά ο υπόλοιπος κόσμος. Το 2020 είχε εισαγάγει 1,17
δισεκατομμύρια τόνους σιδηρομεταλλεύματος, αύξηση 9,5% απ’ το 2019. Το 62% απ’ αυτό
προερχόταν απ’ την Αυστραλία, το 21% απ’ τη Βραζιλία, και το 17% από άλλες χώρες.
Η Κίνα έχει διακόψει τα τελευταία δύο-τρία χρόνια τις διπλωματικές σχέσεις με την
Αυστραλία, που διαθέτει το ένα τρίτο του παγκόσμιου αποθέματος εξορύξιμου σιδήρου,
και εξάγει το ήμισυ του παγκοσμίως διακινούμενου σιδηρομεταλλεύματος, με τη Βραζιλία
να εξάγει περίπου το 25%, και το υπόλοιπο 25% κάμποσες άλλες χώρες, όπως η Ρωσία, η
Ουκρανία, η Ινδία, και η Νότια Αφρική. Εισάγει απ’ όλες αυτές.

Οι περισσότερες ανεπτυγμένες ή αναπτυσσόμενες χώρες αναζητούν σιδηρομετάλλευμα
είτε από επιχώρια εξόρυξη, είτε εισάγοντας από σχετικά κοντινές τους χώρες, ενώ
ανακυκλώνουν συστηματικά χάλυβα, που συνήθως προέρχεται από οικοδομές που
κατεδαφίζονται—περίπου το 1% των κτηρίων ετησίως. Η Κίνα, πάλι, δεν φείδεται εξόδων
για μαζικές εισαγωγές σιδηρομεταλλεύματος ακόμα κι απ’ την άλλη άκρη του πλανήτη, ενώ μάλλον αδιαφορεί για την ανακύκλωση, γιατί δεν διαθέτει ακόμα πολλά γηρασμένα κτήρια
με χάλυβα, προσφερόμενα για κατεδάφιση.

Προκύπτει μια διάσταση ανάμεσα στους μετρημένους ρυθμούς παραγωγής χάλυβα στον
υπόλοιπο πλανήτη και στην άμετρη ανάγκη της Κίνας για σιδηρομετάλλευμα, σίδηρο, και
υψηλής ποιότητας χάλυβα, που την εξαρτά απ’ το παγκοσμιοποιημένο τοπίο. Θα ωφελούσε
να την εξετάσουμε με φόντο τις τρέχουσες συνθήκες αναδυόμενης αποπαγκοσμιοποίησης
και πολλών εμποδίων στην εφοδιαστική αλυσίδα.

Αφ’ ενός, ο κύριος όγκος του παγκοσμίως διακινούμενου σιδηρομεταλλεύματος προέρχεται
από χώρες υπό ελάχιστη απειλή αποσταθεροποίησης, εάν αποπαγκοσμιοποιηθεί ο κόσμος
μας. Σε σειρά φθίνουσας παραγωγής: Αυστραλία, Βραζιλία, Ινδία, Νότια Αφρική, Καναδάς,
και Ηνωμένες Πολιτείες. Αφ’ ετέρου δε, ο κύριος όγκος εξαγώγιμου χάλυβα προέρχεται από
χώρες υπό αυξημένη έως πολύ μεγάλη απειλή οικονομικής αποσταθεροποίησης μέσα σ’
έναν κόσμο ευρύτερης ρευστότητας των κανόνων, αστάθειας ισχύος, πολέμου, και
αποπαγκοσμιοποίησης. Σε αύξουσα σειρά: Ουκρανία, Γερμανία, Ρωσία, Νότια Κορέα,
Ιαπωνία, και Κίνα. Πρόσφατα το Bloomberg δημοσίευσε σχετικό άρθρο για τις 101 χώρες
που μέχρι το τέλος του 2022 και καθ’ όλο το 2023 κινδυνεύουν με εσωτερική
αποσταθεροποίηση—έχω γράψει κι εγώ κάτι πραγματάκια κατά καιρούς για το θέμα (βλ.
ενδεικτικά εδώ και εδώ) ένεκα της αδυναμίας αποδοτικής ανταπόκρισης των κυβερνήσεων
στις απανωτές κρίσεις, του υπερπληθωρισμού, της ενεργειακής δίψας, των θεσμικών
τριγμών που επιφέρει η άνοδος ενός συχνά ρωσοκίνητου εθνικολαϊκισμού, της ενδημικής
δημαγωγίας γηρασμένων πολιτικών κατεστημένων, των αδιεξόδων στις σχέσεις αρχόντων
και αρχομένων που ετρώθησαν απ’ την προβληματική πανδημική ανταπόκριση, κ.ά.
Με τις μεταπανδημικές συνθήκες—που δεν έχουν λήξει, καθώς φανερώνει η αλυσίδα των
δυστοπικών κινεζικών lockdowns, για τα οποία μαθαίνουμε πολύ λίγα πλέον, και
ανεξαιρέτως δυσμενή—να ναρκοθετούν το διεθνές εμπορικό τοπίο και να πλήττουν
περαιτέρω την εφοδιαστική αλυσίδα, με την παγκόσμια οικονομία να τρεκλίζει προς τον
στασιμοπληθωρισμό και την ύφεση (κλικ εδώ), με τα σοβαρά ελλείμματα στη διαθέσιμη
ενέργεια, συνάμα δε με τις επιπλοκές της Ρωσικής Εισβολής και Κατοχής στην Ουκρανία, ο
κόσμος μας μοιάζει να ολισθαίνει προς την έλλειψη φτηνά εμπορεύσιμου ποιοτικού
χάλυβα την ίδια στιγμή που περισσεύει το εξορυσσόμενο μετάλλευμα.

Η λύση την οποία προωθεί εντατικά η Ουάσιγκτον τον τελευταίο ενάμιση χρόνο με τη
σύμπηξη πλαισίων συνεργασίας που προετοιμάζονταν λίγο χρόνια νωρίτερα, ειδικά στον
Ινδοειρηνικό, όπως η AUKUS, Quad, και IPEF, καθώς και η νέα επενδυτική πρωτοβουλία των
G7, «Partnership for Global Infrastructure and Investment», είναι να υποκαταστήσει τον
κινεζικό τομέα χαλυβουργίας, αναπτύσσοντας ισχυρό χαλυβουργικό τομέα σε εταιρικές και
συμμαχικές χώρες-παραγωγούς σιδηρομεταλλεύματος. (Γι’ αυτές τις κινήσεις έχω μη
εξαντλητικώς αναφερθεί στην εισαγωγή του άρθρου εδώ).

γ. Αλουμίνιο
Το τρίτο εξαιρετικά χρήσιμο μετάλλευμα της βιομηχανικής εποχής μας είναι ο βωξίτης, η
πρώτη ύλη για την κατασκευή του αλουμινίου. Η διαδικασία παραγωγής αλουμινίου ξεκινά απ’ τ’ ανοιχτά ορυχεία επιφανείας του βωξίτη (strip mining), ο οποίος υφίσταται στη
συνέχεια επεξεργασία βρασμού μέσα σε διάλυμα υδροξειδίου του νατρίου, προκειμένου
να παραχθεί ένα ενδιάμεσο κεραμικό προϊόν με τη μορφή λευκής σκόνης, το οξείδιο του
αργιλίου ή αλουμίνα, που βρίσκει εφαρμογή σε πολλά προϊόντα, όπως διάφορα κεραμικά,
χρώματα, φίλτρα, μόνωση, και στην αλεξίσφαιρη θωράκιση των εκσυγχρονισμένωνστρατευμάτων.

Περίπου το 90% της παραγόμενης αλουμίνας ηλεκτροφορείται προκειμένου να προκύψει
απ’ αυτήν το αλουμίνιο, το οποίο στη συνέχεια υφίσταται επεξεργασία μέχρι να καταστεί
ελατό και όλκιμο, ν’ αποκτήσει δηλαδή τις ιδιότητες των μετάλλων, και να αξιοποιηθεί στην
πλέον ευρεία γκάμα προϊόντων από ελαφρύ μέταλλο με χαμηλού κόστους αγωγιμότητα,
όπως σύρματα, φύλλα μετάλλου, κουτάκια αναψυκτικών, σωληνώσεις, ανταλλακτικά
μηχανημάτων, αυτοκίνητα, αεροπλάνα, κ.ο.κ. Κατά κανόνα, τέσσερις τόνοι βωξίτη
αποδίδουν δύο τόνους αλουμίνας, κι αυτή αποδίδει έναν τόνο αλουμινίου. Επίσης, είθισται
οι ίδιες εταιρείες που εξορύσσουν τον βωξίτη να φτιάχνουν και την αλουμίνα εκεί πλησίον,
ενώ οι μονάδες παραγωγής αλουμινίου βρίσκονται αλλού, συχνά σε άλλες χώρες.

Η Κίνα έχει εξαντλήσει τα εμπορικώς και βιομηχανικώς αξιοποιήσιμα αποθέματα βωξίτη
που διέθετε, με ελάχιστες, χαμηλής ποιότητας ποσότητες να της απομένουν, που απαιτούν
υψηλότερα κόστη εξόρυξης και επεξεργασίας, με υψηλότερη δαπάνη ηλεκτρικής ενέργειας
για ισχνότερο τελικό προϊόν ανά τόνο μεταλλεύματος. Συνεπώς, εισάγει με αδηφαγία
βωξίτη απ’ όλες τις πιθανές χώρες προέλευσης. Το 2021, απορρόφησε τα δύο τρίτα του
διεθνώς εμπορεύσιμου βωξίτη και αλουμίνας, ενώ παρήγαγε τα τρία πέμπτα του
παγκόσμιου αλουμινίου. Στη συνέχεια, εξήγαγε το μεγαλύτερο μέρος του αλουμινίου πίσω
στις διεθνείς αγορές, και αυτό το σχήμα περιγράφει με απλά λόγια την αλληλεξάρτηση των
τελευταίων με την Κίνα.

Γίνεται αντιληπτό πως σ’ έναν αποπαγκοσμιοποιημένο κόσμο με λιγότερη Κίνα στο
παραγωγικό/εμπορικό μίγμα, είτε ένεκα Δυτικής περιχαράκωσης και αποκλεισμού, είτε
ένεκα εσωτερικής κινεζικής κατάρρευσης, ας πούμε λόγω κατάρρευσης των εφοδιαστικών
αλυσίδων ή των lockdowns, ο κόσμος θα βιώσει σοβαρές ελλείψεις σε αλουμίνιο, έχοντας
για δεκαετίες εμπιστευθεί την παραγωγή του σχεδόν εξολοκλήρου στην Κίνα.
Να φτιάξουμε, λοιπόν, κι αλλού χυτήρια. Όχι; Παρόμοια με το σιδηρομετάλλευμα, το
πρόβλημα δεν εντοπίζεται στις χώρες εξόρυξης του βωξίτη—η Αυστραλία παράγει πάνω
από 25% των παγκόσμιων εξαγωγών, ενώ από 10% παράγει η Βραζιλία, η Ινδία, και η
Γουινέα (2 η σε αποθέματα βωξίτη), όλες τους χώρες που δεν θα βλαφτούν βαριά σ’ ένα
αποκινεζοποιημένο περιβάλλον. Το πρόβλημα εντοπίζεται στη διαθεσιμότητα φτηνής
ηλεκτρικής ενέργειας, η παραγωγή της οποίας απαιτεί φτηνή και απρόσκοπτη εισροή
ορυκτών καυσίμων σε άφθονες ποσότητες, αφού περίπου το 40% του κόστους παραγωγής
αλουμινίου απ’ το ορυχείο μέχρι το τελικό προϊόν οφείλεται στη δαπάνη ηλεκτρισμού, και
τούτο, μάλιστα, σε χώρες όπως ο Καναδάς, η Νορβηγία, και η Ρωσία, όπου η ενέργεια είναι
ούτως ή άλλως φτηνή, ή κρατικώς επιχορηγούμενη, ή διαθέτουν πρόσβαση σε ΑΠΕ,
λογουχάρη υδροηλεκτρικές ή πυρηνικές μονάδες, ή σε ανεξάντλητο φυσικό αέριο και
φτηνό αργό πετρέλαιο, συνθήκη που περιορίζει τις βολικές για τη Δύση επιλογές τόπων
εγκατάστασης μιας νέας βιομηχανίας του αλουμινίου. Σε χώρες που δεν διαθέτουν τέτοιες δυνατότητες παροχής φτηνής ενέργειας, το αυξημένο ενεργειακό κόστος θα εκτινάξει καί
την τιμή του τελικού προϊόντος.

Υπάρχει την τελευταία εξαετία μια χώρα, όπως έχω εξηγήσει σε κείμενό μου για το αργό
πετρέλαιο (κλικ εδώ), όπου η επανάσταση του σχιστολιθικού πετρελαίου (shale oil) την
κατέστησε τόπο παραγωγής της φτηνότερης ηλεκτρικής ενέργειας στον δυτικό κόσμο, και
μάλιστα χωρίς στρεβλώσεις με ημερομηνία λήξης, όπως επιχορηγήσεις και παραχωρήσεις
προνομίων κόντρα στους κανόνες της ελεύθερης αγοράς, κι αυτή δεν είναι παρά οι
Ηνωμένες Πολιτείες.

Με τις νέες νομοθετικές πρωτοβουλίες της Κυβέρνησης Μπάιντεν για τις υποδομές, τα
δίκτυα, και τις επενδύσεις σε τεχνολογία και ανάπτυξη, μαζί με τη γεωγραφία και το κλίμα
που ευνοεί τις ΑΠΕ, οι ΗΠΑ φαίνεται να διαθέτουν το πιο ελπιδοφόρο δυναμικό για ένα
φτηνό ενεργειακό μίγμα διαθέσιμο στη βιομηχανία—ειδικά σε νότιες πολιτείες πλησίον του
Μισισιπή και στο Τέξας, που διαθέτει καί ανταγωνιστικούς ενεργειακούς πόρους αλλά καί
πρόσβαση σε υδάτινους δρόμους για τις μεταφορές.

Την ίδια στιγμή η ΕΕ των κοντόφθαλμων και ανέμπνευστων ηγετών, με τα πολλά εσωτερικά
αδιέξοδα στις χώρες τους, εξαντλεί σε ατέρμονες Συνόδους Κορυφής τη φαυλοκυκλική
εργαλειοθήκη της στο να βαφτίζει λύση την αυτοστέρηση και την επιβολή ενεργειακού
δελτίου στους δοκιμασμένους και δυσφορούντες λαούς της, έπειτα απ’ την εξαιρετικά
προβληματική πανδημική και την αναποτελεσματική αντιπληθωριστική, επιδοματική
διαχείριση, και όλα αυτά απέναντι σ’ έναν κόσμο που θα εξακολουθήσει ν’ αναπτύσσεται,
όσο η ίδια θα βυθίζεται στο πρόβλημα διαβουλευόμενη με τον εαυτό της, πρόβλημα που
ασφαλώς δεν θα λυθεί με την επιβολή στερήσεων στους πολίτες της, και γι’ αυτό, επειδή
θα επιμείνει και μάλιστα επιβαρυμένο, είναι κάπως σόλοικο οι προτάσεις της Κομισιόν να
προβάλλονται ως λύσεις—αλλά, ας περιμένουμε να δούμε το νέο πακέτο της Προέδρου της
Επιτροπής. Προς το παρόν, ας τις λέγαμε εναλλακτικές επιλογές, εργαλεία, ή μέτρα. Λύσεις,
όχι.