Σουλτάνος ή Χαλίφης; Η λεηλασία του μουσουλμανικού φρονήματος που επιδιώκει ο Πρόεδρος Ερντογάν

942

Γράφει ο Στέλιος Ιατρού

Την περασμένη Πέμπτη, 18 του μήνα, ο Χρήστος Μυτιλινιός με φιλοξένησε στη ραδιοφωνική του εκπομπή, Black Out, στα Παραπολιτικά 90,1 να κουβεντιάσουμε αχάραγα στις έξι-παρά το πρωί για τα τουρκολιβυκά, τα ελληνοϊσραηλινά, και τα ελληνοαιγυπτιακά των τελευταίων μας ημερών. 

Εκεί με ρώτησε εάν θεωρώ πιθανό να χάσει τις επόμενες εκλογές ο Σουλτάνος Ερντογάν, μιας και σύμφωνα με κάποια δημοσκόπηση υπολείπεται του Δημάρχου Κωνσταντινούπολης Εκρέμ Ιμάμογλου κατά επτά ποσοστιαίες μονάδες. Του απάντησα πως παραήταν αισιόδοξος, και τον ρώτησα τί ήταν ακριβώς αυτό που δεν έχει καταλάβει σχετικά με τα δημοκρατικά ήθη του Ερντογάν, ενώ παρατήρησα — και ο Χρήστος συμφώνησε — πως όταν τον αποκαλούμε «Σουλτάνο» υποτιμούμε τη φιλοδοξία του, που αποδίδεται ακριβέστερα με την τιτλοφορία «Χαλίφης και Ιμάμης».

Πράγματι, ο Τούρκος Πρόεδρος έχει δηλώσει πως η δημοκρατία είναι σαν το λεωφορείο: το παίρνεις, είπε, για να σε πάει μέχρι τον προορισμό σου και μετά κατεβαίνεις στη στάση που σε βολεύει, παρομοίωση με την οποία ήθελε να υπογραμμίσει πως οι λειτουργίες της δημοκρατίας δεν είναι παρά προσωρινά εργαλεία στη διάθεση ενός φιλόδοξου ηγεμόνα, του οποίου ο απώτερος προορισμός κείται κάπου πέρα απ’ τα όρια της δημοκρατίας, κι έτσι την ξεπερνά. Δεν υπηρετείται εκείνη απ’ τον ηγέτη, αλλά ο ηγέτης υπηρετείται απ’ τους θεσμούς και τους μηχανισμούς της δημοκρατίας. 

Ο Ερντογάν δεν σκοπεύει να παραμείνει Πρόεδρος του κοσμικού κράτους της Τουρκίας, αλλά να καταστεί κάτι ανώτερο που θα του παράσχει υπερεθνική ακτινοβολία και, το κυριότερο, επιρροή μέσα στον μουσουλμανικό κόσμο: Χαλίφης και Ιμάμης των Σουνιτών, ιδανικά δε καί μερίδας των Σιιτών. Μας έχει δώσει, μάλιστα, και ενδείξεις περί αυτής του της στοχοθεσίας. 

Στο άρθρο που ακολουθεί θ’ αναπτύξω με απλά λόγια, αλλ’ όχι εξαντλητικά:

  • Τί είναι ιστορικά το Ισλάμ και τί το Χαλιφάτο;
  • Πώς το Χαλιφάτο συνδέεται με τους Τούρκους και τους Αιγυπτίους, και πώς αυτό το παρελθόν συμβάλλει στην ερμηνεία του παρόντος, όπως θά ’λεγε κι ο Θουκυδίδης;
  • Τί είναι ο Χαλίφης, και πώς εξυπηρετεί τον Ερντογάν αυτή η θέση μέσα στον Ισλαμικό κόσμο;
  • Τί είναι το σχίσμα μεταξύ Σουνιτών και Σιιτών, και πώς το χειρίζεται ο Ερντογάν;
  • Πώς έχουν αυτή τη στιγμή οι ισορροπίες στη γειτονιά μας;

Το Ισλάμ είναι ένα ιστορικό φαινόμενο συγκρότησης πολιτικοθρησκευτικής κοινότητας πάνω σε μια κοινή αίσθηση ταυτότητας που οικοδομήθηκε ανάμεσα σε πληθυσμούς αρχικά της Χετζάζης, δηλαδή της δυτικής ακτής της Αραβικής Χερσονήσου που βρέχεται απ’ την Ερυθρά Θάλασσα, και επεκτάθηκε στη συνέχεια μέσω κατακτητικών πολέμων και πληθυσμιακής αφομοίωσης σε μεγάλο τμήμα του τέως Περσο-Ελληνο-Ρωμαϊκού κόσμου της Ύστερης Αρχαιότητας. Κρατούμε τις λέξεις «κοινότητα» και «ταυτότητα», ενώ την αίσθηση ταυτότητας βοηθά να τη δούμε ως φρόνημα που για τους πρωταγωνιστές του σήμερα συνιστά asset προς αξιοποίηση ή λεηλασία με την κατάλληλη μόχλευση και διαχείριση.

Το Ισλάμ δεν είναι μόνο θρησκευτικό ή μόνο πολιτικό φαινόμενο μέσα στην ανθρώπινη ιστορία, αλλά ισοβαρώς και τα δύο μαζί, και για δεκατέσσερις αιώνες έγινε αντιληπτό ως τέτοια πραγματικότητα απ’ τους ίδιους τους Μουσουλμάνους όσο καί τους Χριστιανούς, προτού η ευρωπαϊκή αποικιοκρατία, η δυτική παρέμβαση στο Ανατολικό Ζήτημα τον 19ο αιώνα και στις αρχές του 20ού, και η επείσακτη νεωτερικότητα του πετρελαίου, της μεταποικιοκρατίας, και του Ψυχρού Πολέμου επιβάλλουν μιαν επιδερμική — όπως απέδειξε η Αραβική Άνοιξη (Δεκέμβρης του 2010 – Δεκέμβρης του 2012) — ψευδαίσθηση κάποιας κρατικής συγκρότησης που έμοιαζε ελαφρά στον τύπο του δυτικού εθνικού κράτους, ενώ από κάτω εξακολουθούσε να ισχύει η φυλετική και η θρησκευτική οργάνωση, που επανήλθαν στην επιφάνεια όταν εξέπεσαν τα πρότερα καθεστώτα. 

Μ’ άλλα λόγια, αυτοί οι πληθυσμοί έχουν εκπαιδευτεί μέσα από μια μακραίωνη παράδοση να βλέπουν τους εαυτούς τους ως τμήματα μιας πολιτικοθρησκευτικής υπερκοινότητας (supra-community) όλων των Μουσουλμάνων, που τη λέμε ummah, και μέσα στην οποία η μικρότερη συστατική κοινότητα είναι η φυλή, και όχι τόσο το έθνος (Sha’b), που είναι δυτική σύλληψη του 19ου αιώνα κι εξής. Συρία, Ιράκ, και Λιβύη ήσαν τέτοια κράτη φαινομενικώς συγκροτημένα γύρω από ένα προσωποκεντρικό, συγκεντρωτικό μηχανισμό εξουσίας, του Χάφεζ ελ-Άσαντ (Hafez al-Assad, 1971-2000), του Σάνταμ Χουσέιν (Saddam Hussein Abd al-Majid al-Tikriti, 1979-2003), και του Μουάμαρ Καντάφι (Muammar Mohammed Abu Minyar Gaddafi, 1969-2011), αντίστοιχα, οι οποίοι διατηρούσαν την εύθραυστη ενότητα των κρατών τους με παροχή «πάκτων» στους φυλάρχους και με προγραφές σε βάρος όσων θεωρούσαν ως απειλή, και όταν πια οι ίδιοι βγήκαν απ’ τη μέση, τα κράτη τους διαλύθηκαν βυθιζόμενα στο χάος. Αυτό το χάος είναι που επανέφερε στο προσκήνιο την αξία της θρησκευτικής κοινότητας και ταυτότητας για την παραγωγή ιστορίας.

Τί σημαίνει αυτό σήμερα; Σημαίνει πως επειδή η ummah ακόμα βιώνει εμπειρικά τον ιστορικό χρόνο του Ισλάμ, όποιος γνωρίζει πώς να διαχειριστεί τα ιστορικά ζητούμενα αυτών των κοινωνιών απ’ τη Μαυριτανία μέχρι την Ινδονησία και την Κίνα που συγκροτούν τη μουσουλμανική υπερκοινότητα αποκτά πρόσβαση στο απολύτως υπαρκτό περιθώριο να χειριστεί το φρόνημα των λαών αυτών, γεμίζει χωρίς ανταγωνισμό τα κενά επιρροής που άφησαν πίσω τους τα εξαφανισμένα καθεστώτα και οι ΗΠΑ των αποτυχημένων προεδριών Μπους, Ομπάμα, και Τραμπ, προκειμένου να παρέμβει στο εσωτερικό τους, κι έτσι να αυξήσει την επιρροή του πέραν της δικής του επικράτειας, ώστε να ελέγξει ζώνες πρωτογενούς παραγωγής, εμπορίου, ενέργειας, και κάθε λογής πόρων, να μοχλεύσει ακόμα καί σχέσεις με άλλες υπερδυνάμεις, λογουχάρη αναμετρώμενος με τη Δύση των ΗΠΑ και της ΕΕ, διαχειριζόμενος ως μεγάλος παίκτης όψεις μείζονων ζητημάτων της εποχής μας, όπως η μετανάστευση των λαών, η κρίση του πόσιμου νερού, της παγκόσμιας υγείας, της γεωργίας, και ασφαλώς η περιβαλλοντική κρίση.

Ποιά έκφραση γνώρισε ιστορικά το Ισλάμ, ποιό ήταν το κατεξοχήν όχημα και εκδήλωσή του; Ήταν το πολίτευμα που γνωρίζουμε ως Χαλιφάτο, και το οποίο κυβερνούσε τη μουσουλμανική κοινότητα όπου γης. Απ’ το 622 (Εγίρα) έως τον θάνατό του, το 632 (Έτος Εγίρας 11), ο Προφήτης Μωάμεθ κατόρθωσε με εκατό πολεμικές επιχειρήσεις, επιδρομές, επιθέσεις, πολιορκίες, και αλώσεις να διαδώσει το νέο θρήσκευμα στην περιοχή της Χετζάζης στην Αραβική Χερσόνησο, αλλ’ όταν πέθανε δεν είχε ορίσει με σαφήνεια τον πολιτικοθρησκευτικό του διάδοχο, τον λεγόμενο Χαλίφη (khalīfah) και ηγέτη όλης της ummah, τουλάχιστον με σαφήνεια για τους Σουνίτες, διότι τα πράγματα ήσαν αλλιώς για τους Σιίτες.

Οι Άραβες φύλαρχοι, οι σύντροφοι του Προφήτη, και πρόσωπα κύρους μέσα στη νέα θρησκευτική κοινότητα συνήλθαν τότε σε μια συλλογική διαδικασία που ονομάστηκε shura, κι εξέλεξαν τον πεθερό του Μωάμεθ, παλιότερο και στενότερο σύντροφό του ήδη κατά την Εγίρα (Hijra) απ’ τη Μέκκα στη Γιάθριμπ, μετέπειτα Μεδίνα, τον Άμπου Μπακρ (Abu Bakr Abdullah ibn Uthman, 632-634, της φυλής Banu Taym), τον Αβουβάχαρο ή Αποκάπρη των Βυζαντινών πηγών, ως πρώτο Χαλίφη του λεγόμενου Πατριαρχικού Χαλιφάτου ή Χαλιφάτου Ρασιντούν (al-Khilāfah ar-Rāšidah, το Χαλιφάτο των Ορθώς Κοθοδηγημένων Χαλιφών, όπως τους αποκαλούν οι Σουνίτες αλλ’ όχι οι Σιίτες). Να υπενθυμίσω εδώ πως ο τέως ηγέτης του Ισλαμικού Κράτους της Συρίας και του Ιράκ (ISIS) ονομαζόταν Άμπου Μπακρ αλ Μπαγκντάτι, προφανώς για να παραπέμπει στον πρώτο Πατριάρχη Χαλίφη.

Οι εκλογείς του Άμπου Μπακρ ήσαν οι πλειοψηφούντες Σουνίτες, απ’ τη λέξη sunna που είναι η παράδοση της διδασκαλίας του Προφήτη, και sunni που δηλώνει εκείνον που ακολουθεί την παράδοση του Προφήτη, ενώ στην εκλογή του Άμπου Μπακρ εναντιώθηκαν οι Σιίτες, ονομασμένοι έτσι απ’ τη λέξη “Shia-t-Ali” που σημαίνει τη σχισματική παράταξη, το κόμμα του Άλι. Επρόκειτο για τον εξάδελφο και γαμπρό του Μωάμεθ, Άλι ιμπν Άμπου Τάλιμπ (Alī ibn ʾAbī Ṭālib, απ’ τη φυλή Banu Hashim), ο οποίος ήταν ο πρώτος που ασπάστηκε τα Ισλάμ απ’ τον ίδιο τον Μωάμεθ, ο πρωτόκλητος θα λέγαμε, και αναδείχθηκε τέταρτος και τελευταίος Χαλίφης (656-661) του Ρασιντούν. Οι Σιίτες πίστευαν και εξακολουθούν να πιστεύουν πως «Χαλίφης και Ιμάμης» δεν επιτρέπεται να εκλέγεται ο οποιοσδήποτε, ας πούμε μέσα από συλλογικές διαδικασίες όπως η shura, αλλ’ τέτοιος αναδεικνύεται απευθείας απ’ τον ίδιο τον Αλλάχ κάποιος συγγενής του Προφήτη ή έστω μέλος της φυλής του. Ενώ για τους Σουνίτες ιμάμης είναι ένας οποιοσδήποτε πνευματικός ηγέτης και ο επικεφαλής της προσευχής, για τους Σιίτες ο Ιμάμης είναι ένας πραγματικός πολιτικοθρησκευτικός ηγέτης με θεήλατη εξουσία, και τέτοιος μπορεί να είναι μονάχα ένας απόγονος και διάδοχος του Προφήτη ή μέλος της φυλής του, γι’ αυτό και συνάμα με τη Μέκκα οι Σιίτες της Δωδεκάτης Σχολής προσκυνούν καί στους έντεκα τάφους των Ιμάμηδων, ενώ ο τάφος του δωδέκατου Ιμάμη, του Μέχντι, αγνοείται γιατί έχει αποκρυβεί για τους ανθρώπους. 

Οι Σιίτες έκτοτε δεν αναγνώρισαν ως νόμιμους Χαλίφες τους εκλεγμένους διαδόχους του Προφήτη, μήτε τον Άμπου Μπακρ, μήτε τους Ουμάρ (634-644) και Ουθμάν (644-656), μήτε τις Χάντιθ τους και όσων τους διαδέχθηκαν εκλεγόμενοι από shura ή επικρατώντας στους εμφυλίους που ακολούθησαν. Χάντιθ ονομάζονται οι προφορικές διδαχές, ερμηνείες, και οδηγίες που οι ιμάμηδες διατυπώνουν ερμηνεύοντας το Κοράνι. Κοράνι και Χάντιθ συνθέτουν τον ισλαμικό κώδικα διαβίωσης, τον Ισλαμικό Νόμο που γνωρίζουμε ως Σαρία. Οι Σιίτες δέχονται μονάχα τις Χάντιθ του Μωάμεθ, του Άλι, και των δικών του νομίμων διαδόχων, ενώ τους χωρίζουν κι άλλες θεολογικές διαφορές προς τους Σουνίτες, λογουχάρη προσεύχονται μονάχα τρεις φορές ημερησίως έναντι πέντε των Σουνιτών, στους δε πέντε πυλώνες της πίστης των Σουνιτών (Shahada: ομολογία της πίστης, Sawm: νηστεία του Ραμαζανιού, Salat: προσευχή, Zakat: ελεημοσύνη, Hajj: προσκύνημα στη Μέκκα) οι Σιίτες προσθέτουν κι άλλους πέντε, Tawhid: ο Αλλάχ είναι ένας, Nubuwa: ο Μωάμεθ είναι ο Προφήτης του, Adl: ο Αλλάχ είναι δίκαιος, Mu’ad: η πίστη στην ανάσταση και κρίση των νεκρών, και Imama: η πίστη πως οι απόγονοι του Προφήτη είναι οι πραγματικοί Χαλίφες και Ιμάμηδες.

Το Πατριαρχικό Χαλιφάτο ολοκλήρωσε ταχύτατα την κατάκτηση της Αραβικής Χερσονήσου, της Αιγύπτου, της Συρίας, Παλαιστίνης, και της Σασσανιδικής Περσίας, όμως έληξε με την δολοφονία του Άλι ενώ προσευχόταν, και την άνοδο των Ομαϋαδών υπό τον Χαλίφη Μουάβιγια (Muāwiya ibn Abī Sufyān, Μωαβίας κατά τις Βυζαντινές πηγές, 661-680), σπουδαίο κατά ξηράν και κυρίως κατά θάλασσαν στρατηλάτη, που μετέφερε την έδρα του Δεύτερου Χαλιφάτου στη Δαμασκό, και τούτο κατέστη μια πρώτη απομάκρυνση απ’ την ελίτ της Αραβικής Χερσονήσου. Μέχρι τα τέλη του 10ου αιώνα, η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είχε χάσει την πρωτοκαθεδρία στη Μεσόγειο, η Κωνσταντινούπολη πολιορκήθηκε δύο φορές από τους Άραβες, και παράλληλα συγκλονίστηκε απ’ την πρώτη φάση της Εικονομαχίας, πιθανώς με την επίδραση των ανεικονικών δογμάτων του Ισλάμ που είχαν επηρεάσει και τις αντιλήψεις του Λέοντος Γ΄ Ισαύρου (717-741) και του υιού του Κωνσταντίνου Ε΄ (741-775), εξαίρετων μα και ανυποχώρητων Ρωμαίων αυτοκρατόρων του 8ου αιώνα.

Το 681, ο γιος του δολοφονημένου Άλι, Χουσέιν, μαζί με εβδομήντα δύο πιστούς συντρόφους του και μέλη του οίκου του εκστράτευσε από τη Μέκκα στην Καρμπάλα στο σημερινό Ιράκ, και συγκρούστηκε μ’ ένα τεράστιο στράτευμα που ανήκε στον Χαλίφη Γιαζίντ Α΄, γιο του Μωαβία (Yazīd ibn Muāwiyah ibn Abī Sufyān, 680-683), με την αντιπαράθεση να διαρκεί δέκα ημέρες. Ο Χουσέιν ηττήθηκε και η κεφαλή του εστάλη στη Δαμασκό ως φόρος στον Γιεζίντ, τον Σουνίτη Χαλίφη των Ομαϋαδών. Ο αποκεφαλισμός του αποσκοπούσε στον αποκεφαλισμό της γενιάς του Άλι των Σιιτών, και κάθε άμεσου απογόνου του Προφήτη, μιας κι εξοντώθηκαν συνάμα και όλα τα μέλη της οικογένειάς του στην Καρμπάλα, όμως αυτό το γεγονός κατέστη κεντρικό αφήγημα στη σιιτική μαρτυρική παράδοση, που τιμάται ετησίως ως Ashoura, η ιερότερη μέρα στο σιιτικό εορτολόγιο.

Το Χαλιφάτο των Ομαϋαδών ανέτρεψαν με επανάσταση το 750 οι Αββασίδες που μετέφεραν το Τρίτο Χαλιφάτο στη Μεσοποταμία, ιδρύοντας κοντά στα ερείπια της Σασσανιδικής Κτησιφώντος τη Βαγδάτη, επί Αρ-Μανσούρ το 762. Το Χαλιφάτο των Αββασιδών έφτασε στη Χρυσή Εποχή της δύναμης, των τεχνών, των γραμμάτων, και του πλούτου της Βαγδάτης του παραμυθιού, θέτοντας οριστικά στο περιθώριο την αραβική ελίτ, και επαφιόμενο ολοένα και περισσότερο στην αφομοίωση μη Αράβων στη διοίκηση και στη γραφειοκρατία κατεξοχήν με την άνοδο του περσικού Οίκου των Βαρμακιδών, υιοθετώντας τον κομψότερο πολιτισμό των Περσών, και ενισχύοντας τις καλλιτεχνικές και πολιτισμικές επαφές του με τους Βυζαντινούς, παρόλο που εξακολουθούσαν αμείωτες και σφοδρές κάθε χρόνο οι επιδρομές στη Ρωμαϊκή επικράτεια. Ο πέμπτος και σπουδαιότερος ίσως Χαλίφης τους, ο Αρούν Αρ-Ρασίντ (Hārūn Ar-Rašīd, 786-809, ο αποκαλούμενος Ααρών ο Ορθόδοξος και Δίκαια Καθοδηγημένος Χαλίφης, ο Αρών ή Ααρών των Βυζαντινών πηγών) μακάριζε την τύχη του λέγοντας πως στην αχανή επικράτειά του ο ήλιος ποτέ δεν έδυε — όπως αργότερα επαναλάμβανε ο Κάρολος Ε΄ των Αψβούργων για τη δική του — και δεχόταν στο πολύχρυσο σαράι του διπλωματικές αποστολές ακόμα κι απ’ τον Καρλομάγνο των Φράγκων.

Πολύ σύντομα, όμως, οι Αββασίδες αποξένωσαν τόσο τους μη Άραβες Μαουάλι όσο και τους Πέρσες γραφειοκράτες, που απέκτησαν συνείδηση της ισχύος και της επιρροής τους, και έτσι σταδιακά το Τρίτο Χαλιφάτο κατατμήθηκε: στην Ιβηρική παραχώρησαν τον έλεγχο της Ανδαλουσίας στους Ομαϋάδες το 751, το Μαρόκο στους Ιδρισίδες (768), τη Σικελία και την Ιφρικίγια (Αφρική: Κυρηναϊκή, Τριπολιτανή, Τυνησία, και Ανατολική Αλγερία) στους Αγλαβίδες (800), το Χορασάν και την Υπερωξιανή στους Σαμανίδες και την Περσίδα στους Σαφαρίδες (δεκαετία του 870), τη δε Αίγυπτο στους Φατιμίδες, που έλεγχαν και τη Χετζάζη με τις δύο ιερές πόλεις, Μέκκα και Μεδίνα. Τους τελευταίους διαδέχθηκαν στην Αίγυπτο οι Κουρδικής καταγωγής Αγιουβίδες του Σαλαντίν, του θριαμβευτή επί των Σταυροφόρων, ο οποίος ανέλαβε βεζύρης των Φατιμιδών το 1169 αλλά τους ανέτρεψε το 1171.

Οι Αββασίδες είδαν τρεις φορές τη Βαγδάτη να πέφτει σε ξένα χέρια, αλώσεις που συνέβαλαν στην παρακμή τους και στον περιορισμό της ισχύος τους στη Μεσοποταμία και σε σταδιακά ολοένα και διακοσμητικότερο, θρησκευτικό ρόλο μέσα στο Ισλάμ: το 945 στους Ιρανούς Βουγίδες, το 1055 στους Σελτζούκους Τούρκους, και το 1258, στους Μογγόλους του Χουλαγκού Χαν που λεηλάτησαν τη Βαγδάτη κι εκτέλεσαν τον Χαλίφη Ελ-Μούστασιμ. Οι Αββασίδες κατέφυγαν τότε στο Κάιρο, το 1261, που είχε στο μεταξύ περάσει στον έλεγχο των Μεμελούκων, ενός Κουμανικού φύλου απ’ την Κριμαία, αρχοντικών δούλων πολεμιστών και μισθοφόρων που το 1250 ανέτρεψαν τους Αγιουβίδες, και είχαν ιδρύσει το δικό τους Σουλτανάτο, το οποίο σταδιακά πήρε τον έλεγχο της απωλεσθείσας Χετζάζης, Συρίας, και Μεσοποταμίας. Ο Αββασίδης Χαλίφης παρείχε θρησκευτική νομιμοποίηση και γόητρο στον Μαμελούκο Σουλτάνο, ενώ διατηρούσε το πνευματικό του κύρος επί των Σουνιτών. 

Ο Σουλτάνος Μουράτ Α΄ των Οθωμανών (1362-1389) ήταν ο πρώτος που αμφισβήτησε ανοιχτά το κύρος του Αββασίδη Χαλίφη του Καΐρου, διεκδικώντας για τον ίδιο όχι μονάχα τον τίτλο του Σουλτάνου αλλά του Χαλίφη και Ιμάμη μέσα στην ummah. Εδώ ξεκινά το νήμα που θέλει να ξαναπιάσει ο Ερντογάν στα χέρια του.

Η ταχεία άνοδος των Οθωμανών σε Μικρασία και Βαλκάνια, και η προβολή των ηγετικών τους διεκδικήσεων μέσα στην ummah συνάντησε την αντίδραση και την εχθρότητα μεταξύ των παλαιών Μουσουλμάνων: Αράβων, Σύρων, Βαγδατινών, Περσών, και Αιγυπτίων, που όλοι τους θεωρούνταν αριστοκρατικότεροι απ’ τους βάρβαρους, επήλυδες Ασιάτες, με μακρά πολιτισμική παράδοση και περηφάνεια κερδισμένη στα πεδία των μαχών και του πνεύματος, αν και αναγνώριζαν πως οι Οθωμανοί είχαν καταστεί μια περίπου ασταμάτητη πολεμική μηχανή, εξαιρουμένης της πανωλεθρίας του Βαγιαζίτ Α΄ στη Μάχη της Άγκυρας (1402) απ’ τις δυνάμεις του Ταμερλάνου, μα δεν αρνούνταν πως ήσαν πλέον «το ξίφος και η ασπίδα του Ισλάμ» καθώς και «η μάστιγα του Αλλάχ πάνω στους απίστους». 

Η μεγάλη κίνηση έγινε απ’ τον Μωάμεθ τον Πορθητή, που κυριεύοντας το 1453 την Βασιλίδα Πόλη προσέθεσε στην τιτλοφορία του τον επίζηλο, αρχαίο, και ευγενέστατο, Οικουμενικό τίτλο των Καισάρων και Αυτοκρατόρων Ρωμαίων, που ουδέποτε κανένα απ’ τα τρία προγενέστερα Χαλιφάτα είχε κατορθώσει να κατακτήσει. Προσέξτε εδώ, και δεν μπορώ να το υπογραμμίσω πιο εμφατικά, ότι σε όλον τον μεσαίωνα υπήρχαν μόλις δύο ηγεμόνες που διεκδικούσαν την υπερεθνική κυριαρχία: απ’ τη μια μεριά, ο Βασιλεύς και Αυτοκράτωρ Ρωμαίων, που ήταν ο Εκλεκτός του Θεού στη Γη κι εξουσίαζε κατά τη ρωμαϊκή αυτοκρατορική ιδέα όλην την Οικουμένη, ακόμα και κείνην που εκείτο εκτός του ρωμαϊκού imperium, και ο Χαλίφης του Ισλάμ απ’ την άλλη, που η εξουσία του επίσης εκτεινόταν πάνω σε όλην την μουσουλμανική κοινότητα, καθώς και ήταν υπεύθυνος απέναντι στον Αλλάχ καί για τους απίστους που ζούσαν εντός και εκτός του Χαλιφάτου.

Ο Οθωμανός Σουλτάνος Σελίμ Α΄ Γιαβούζ  (1512-1520) κατέκτησε με τους Γενιτσάρους του, που χειρίζονταν αρκεβούζια, τη Μέση Ανατολή, τη Μεσοποταμία και Συρία, την Αίγυπτο, και τη Χετζάζη, καταλύοντας το Σουλτανάτο των Μαμελούκων ιππέων, που κατέρχονταν στη μάχη περήφανα οπλισμένοι με γιαταγάνια και τόξα, έπειτα απ’ τον νικηφόρο Οθωμανομαμελουκικό Πόλεμο του 1516-’17. Εκτέλεσε στη Γκίζα τον τελευταίο Μαμελούκο δυνάστη, τον Τουμάν Μπέι, και αιχμαλώτισε τον έβδομο και τελευταίο Αββασίδη Χαλίφη του Καΐρου, Ελ-Μούταουακιλ Γ΄ (Al-Mutawakkil), μονοπωλώντας πλέον τον τίτλο του Χαλίφη, που όπως είδαμε είχε ενισχύσει την οικουμενικότητά του με το στέμμα των Ρωμαίων Καισάρων. Αργότερα, στα χρόνια μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774), πλάστηκε ο μύθος πως ο Ελ-Μούταουακιλ οδηγήθηκε με την οικογένειά του στην Κωνσταντινούπολη, κι εκεί, πολύ ευλαβικά, παρέδωσε στον Σελίμ Α΄ τον τίτλο του καθώς και τα διάσημά του: το ξίφος και τον μανδύα του Προφήτη. Το ανέκδοτο πλάστηκε για να δώσει κύρος στο περιεχόμενο της Συνθήκης, η οποία αναγνώριζε στους μεν Ρώσους την προστασία όλων των Χριστιανών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στους δε Οθωμανούς Σουλτάνους ως Χαλίφες την προστασία πλέον όλων των μουσουλμάνων που βρίσκονταν εκτός της Οθωμανικής επικράτειας.

Τον Ερντογάν κακώς τον περιπαίζουν τα ημιμαθή ελληνικά μέσα ενημέρωσης ως Σουλτάνο, την ίδια στιγμή που αγοράζουν τούρκικα σήριαλ και ριάλιτυ τραγικής ποιότητας, όταν επιδιώκει ν’ αυτοπροβληθεί ως κάτι περισσότερο: ως Χαλίφης δηλαδή όλου του Σουνιτικού κόσμου, ως πολιτικός μα και θρησκευτικός ηγέτης. Πώς επιχειρεί να το πετύχει αυτό; 

Πρώτον, χρειάζεται ένα ιερό τέμενος με παραμυθένια ακτινοβολία μέσα στην ummah, και αυτό δεν μπορεί να είναι κανένα απ’ τα προσκηνύματα και τεμένη που ελέγχονται σήμερα απ’ τους Άραβες ή Πέρσες δυνάστες, λογουχάρη στην Ιερουσαλήμ, στη Μέκκα, στη Βαγδάτη, στο Κάιρο, ή στη Δαμασκό και την Κούφα, τα οποία συνδέονται με τα πρώτα Τρία Χαλιφάτα, αλλά με το Τέταρτο, το γνήσια Οθωμανικό. Αυτό το τέμενος θα είναι το υπερένδοξο τέμενος της Αγιασοφιάς.  Όπως έχει δηλώσει ο εκπρόσωπός του, ό,τι κι αν αποφανθεί το Ανώτατο Δικαστήριο για τη μετατροπή χρήσης της Αγιασοφιάς, η απόφασή θα εκληφθεί απλά ως συμβουλευτική και ο Πρόεδρος θα πράξει όπως εκείνος επιθυμεί, ούτως ή άλλως.

Δεύτερον, χρειάζεται να τελέσει μια τρανή λατρευτική πράξη ως ηγέτης, να ηγηθεί δηλαδή μιας προσευχής, ρόλος που σουνιτικά ανήκει στον ιμάμη, έστω και αν σιιτικά δεν μπορεί να θεωρηθεί νόμιμος Ιμάμης, γιατί δεν είναι απόγονος του Προφήτη. Όμως σε πρώτη φάση τον απασχολεί ο σουνιτικός κόσμος, που συνιστά το 87% της ummah. Με τον σιιτικό επιδιώκει σύνδεση μέσω του πλειοψηφικά σιιτικού Αζερμπαϊτζάν, ενός πλούσιου κράτους που αισθάνεται ότι ανήκει στο ίδιο έθνος με τους Τούρκους, όπως περίπου οι Κύπριοι μ’ εμάς — εάν εξαιρέσουμε την ατυχή δήλωση του υπουργού Οικονομικών της Κύπρου, Χάρη Γεωργιάδη, το 2015, τη χρονιά των αμέτρητων Eurogroup και της κόψης του ξυραφιού για τη χώρα μας, όταν ο Γεωργιάδης είχε σταθεί απέναντί μας και στο πλευρό των Ευρωπαίων, δηλώνοντας (με τ’ αυτιά μου τον άκουσα) πως η Κύπρος μοιράζεται μεν μια γλώσσα και πολιτισμική συγγένεια με μας αλλά μέχρι εκεί, και πως δεν θα μας υποστήριζε. Δεν κατάλαβα ποτέ γιατί απλά δεν είχε σωπάσει ή δεν είχε πει πως όσα έλεγαν οι Γιάνης κι Αλέξης παραήταν παράλογα, και χρειάστηκε να εκστομίσει κάτι τέτοιο. Σήμερα ακούω Κύπριους αναλυτές να μας ψέγουν πως επιτρέψαμε να φτάσει το Φατίχ στα χωρικά τους ύδατα και πως οφείλαμε να το είχαμε σταματήσει κάπου στο Αιγαίο με μια φρεγάτα το καλοκαίρι του 2019, προκαλώντας θερμό επεισόδιο. Χμμ…ΟΚ, όμως μοιραζόμαστε απλά μια πολιτιστική συγγένεια, δεν είναι έτσι; Ε; Λοιπόν, δεν είναι έτσι, Κύπριοι αδελφοί μου, και χαίρομαι που είδατε ξανά πως μοιραζόμαστε υπαρξιακά συμφέροντα επιβίωσης.

Τρίτον, ο Ερντογάν πρέπει πέρα απ’ την ανάληψη του ρόλου του Ιμάμη να γεμίσει και το κενό του Χαλίφη, ξεθεμελιώνοντας τη λαϊκή φυσιογνωμία του Κεμαλικού Κράτους, όπως έχει ήδη αρχίσει να το ξηλώνει απ’ το θέρος του 2017 και την αποτυχία του πραξικοπήματος εις βάρος του. Γιατί και πώς; Η κεμαλική κοσμική παράδοση γεννήθηκε με την οικοδόμηση μιας νέας εθνικής ταυτότητας που ήρθε ν’ αντικαταστήσει τη θρησκευτική ταυτότητα του υπερεθνικού, μουσουλμανικού millet της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και η οποία εκφράστηκε με την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας το 1923. Έξι μήνες μετά, τον Μάρτη του 1924, η διεργασία ολοκληρώνεται στο επίπεδο των συμβόλων με μια τομή: την καθαίρεση κι εκδίωξη του τελευταίου Οθωμανού Χαλίφη, Αμπντούλ Μετζίτ Β΄. 

Ο Αμπντούλ Μετζίτ ήταν ξάδερφος του έκπτωτου 36ου Οθωμανού Σουλτάνου, Μεχμέτ Στ΄ (1918-1922), και ο ίδιος εξελέγη Χαλίφης απ’ την Τουρκική Εθνοσυνέλευση της Άγκυρας (19 Νοεμβρίου 1922) — βλέπετε πως οι Σουνίτες Χαλίφες εκλέγονταν από συλλογικά όργανα, τη shura, όπως ο πρώτος Πατριάρχης Χαλίφης, Άμπου Μπακρ — κι εγκαταστάθηκε ως τέτοιος στην Κωνσταντινούπολη στις 24 Νοέμβρη του ίδιου έτους. Τα πράγματα άλλαξαν μέσα σ’ ένα τετράμηνο, και με την οριστική εκδίωξή του στις 3 Μαρτίου 1924, κηρύχτηκε έκπτωτη η Οθωμανική Δυναστεία. Αναδείχθηκε σ’ έναν απ’ τους σπουδαιότερους ζωγράφους της Ύστερης Οθωμανικής τέχνης, συνέλεγε πεταλούδες, και πέθανε στο Παρίσι το 1944, τη μέρα της απελευθέρωσης απ’ τους Γερμανούς Ναζί. Πολύ συμβολικά και μελετημένα για τον ίδιο και τη δυναστεία του, ο Βασιλιάς Σαούντ μπιν Αμπντουλαζίζ αλ Σαούντ της Σαουδικής Αραβίας μερίμνησε αργότερα να ταφεί ο τελευταίος Οθωμανός αυτός εκλεγμένος Χαλίφης στη Μεδίνα, την πόλη του Προφήτη, κάπως σαν επιστροφή του Χαλιφάτου στη Χετζάζη, επενδύοντας έτσι με κύρος τη δική του δυναστεία, η οποία δεν έχει κανένα έρεισμα στον τίτλο του Χαλίφη, μιας και πριν τους Οθωμανούς ο τίτλος αυτός ανήκε στους Αββασίδες του Καΐρου που είχαν έλθει απ’ το Τρίτο Χαλιφάτο, εκείνο της Βαγδάτης. 

Για να πετύχει τον αντικεμαλικό του σχεδιασμό, ο Ερντογάν επιχειρεί να ενδυθεί τον μανδύα του Χαλίφη, εκείνον που δήθεν παρέδωσε στον Σελίμ Α΄ ο Ελ-Μούταουακιλ Γ΄ χωρίς να χάσει όμως τον εθνικισμό των Τούρκων απ’ τον έλεγχό του. Προς τον σκοπό αυτό, ο Ερντογάν έχει ενστερνιστεί και τροποποιήσει βολικά για τον ίδιο το θεολογικοπολιτικό ιδεολόγημα που είναι γνωστό ως Τουρκοϊσλαμική Σύνθεση (Türk-İslam sentezi). Πρόκειται για ένα ανιστορικό, μεγαλοϊδεατικό κατασκεύασμα που επιχειρεί με αθεμελίωτους συλλογισμούς και σαθρές, αντιφατικές ερμηνείες της ιστορίας να παντρέψει τον τουρκικό εθνικισμό του περίφημου Κεμαλικού Όρκου περί συλλογής όλης της χαμένης τουρκικής γης με την προστασία του Ισλαμικού Κόσμου και την διεκδίκηση πρωτοκαθεδρίας μέσα σ’ αυτόν. Σε τούτο, η Τουρκοϊσλαμική Σύνθεση αναλαμβάνει πρόθυμα την ιστορική αποστολή που κάποτε αποδιδόταν στους Οθωμανούς ως «ξίφος και ασπίδα του Ισλάμ» και «μάστιγα των απίστων», μιας και μέσα στον μουσουλμανικό κόσμο οι Τούρκοι αναγνωρίζονταν ως ισχυρότατη πολεμική μηχανή, αλλ’ ως κατώτεροι σε καταγωγή και παράδοση συγκριτικά με τους Άραβες, Σύρους, και Πέρσες, των τριών πρώτων Χαλιφάτων.  

Ειδικά απέναντι στην Αίγυπτο, ο Ερντογάν παίζει ένα μπλεγμένο παιχνίδι ύπουλης ανάμιξης στις εσωτερικές της υποθέσεις, υποστηρίζοντας ήδη τουλάχιστον απ’ το 2011 τη Μουσουλμανική Αδελφότητα (στο εξής Μ.Α.) στο έργο της ανατροπής του Χόσνι Μουμπάρακ και της ανάδειξης της Κυβέρνησης Μόρσι, του πρώτου δημοκρατικά εκλεγμένου προέδρου της χώρας. Η Μ.Α. είναι μια πλειοψηφικά σουνιτική οργάνωση στην Αίγυπτο και στην Ιορδανία. Ιδρύθηκε στην Αίγυπτο το 1928 απ’ τον Χάσαν ας-Μπάννα, και στους σκοπούς της δήλωνε πως είχε τη φιλανθρωπία, την δικτύωση των πιστών μέσα στην κοινωνία, και τη διάδοση της πίστης. Εξελίχτηκε σε μιαν οργάνωση-ομπρέλα για διάφορες ισλαμιστικές ομάδες στη Συρία, το Σουδάν, την Ιορδανία, το Κουβέιτ, την Υεμένη, τη Λιβύη, την Τυνησία (όπου βρίσκεται και στην εξουσία), και το Ιράκ, ενώ τελεί υπό την προστασία και υποστήριξη του Ερντογάν.  Παράλληλα, ο τελευταίος αποκτά παρουσία στα νότια της Αιγύπτου, μέσα στην Ερυθρά Θάλασσα με πλοία και βάση, παρουσία στη Σομαλία στο Κέρας της Αφρικής, και στην Τυνησία, όπου υποστηρίζει ένα απ’ τα κόμματα της κυβέρνησης που ανήκει στη Μ.Α., με τον πρόεδρο του οποίου έχουν ανταλλάξει εγκάρδιες επισκέψεις. Εδώ βέβαια μπλέκει μέσα στα πόδια της Ιταλίας που πάντοτε θεωρούσε την Τυνησία προνομιακό της πεδίο, όμως τα πράγματα αλλάζουν. Συνάμα, διαθέτει τρεις ή τέσσερις ενεργές φρεγάτες στ’ ανοιχτά της Λιβύης που παρωδούν την επιχείρηση IRINI που δήθεν εποπτεύει το εμπάργκο όπλων στη Λιβύη, και ερευνητικά σκάφη στα χωρικά ύδατα της Κύπρου, σφίγγοντας τον κλοιό γύρω απ’ την Αίγυπτο που διαθέτει μέσα στον δικό της τομέα το σπουδαιότατο υπεράκτιο οικόπεδο Zohr, με 30 τρισεκατομμύρια κυβικά πόδια φυσικού αερίου, που όμως πώς θα τ’ αντλήσει;

Ο σημερινός Πρόεδρος της Αιγύπτου Αμπντέλ Φατάχ Ας-Σίσι ήταν τέως διοικητής των Μυστικών Υπηρεσιών του Στρατού, τέως Στρατηγός και Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού, είχε υπηρετήσει στη Σαουδική Αραβία που καθόλου δεν καλοείδε την τουρκική παρεμβατικότητα μέσα στις μουσουλμανικές υποθέσεις, και διορίστηκε Υπουργός Άμυνας στην Κυβέρνηση Μόρσι (Αύγουστος 2012), όμως μαζί με άλλους ανέτρεψε τον ισλαμιστή πρόεδρο, που φυλακίστηκε και πέθανε στο κελί του. Τον Μόρσι αντικατέστησε ο υπηρεσιακός πρόεδρος Μανσούρ, τέως πρόεδρος του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Στις μέρες του ξεκίνησε η πρόσφατη δίωξη της Μ.Α., συνέχεια εκείνης της προεδρίας Νάσερ, καθώς και πλήθους αντικαθεστωτικών. Ο Σίσι έπαιξε κεντρικό ρόλο στις διώξεις, αναλαμβάνοντας μάλιστα την επιχείρηση  της αστυνομίας που έμεινε γνωστή ως η Σφαγή της Ραμπάα (14 Αυγούστου 2013), όταν σε δύο πλατείες σκοτώθηκαν με την επέμβαση της αστυνομίας μεταξύ 900-2.600 οπαδοί του Μόρσι που έκαναν καθιστική διαμαρτυρία. Ο Σίσι αποχώρησε απ’ το στράτευμα τον Μάρτη του 2014, και τον Μάιο του ίδιου έτους εξελέγη πρόεδρος με ποστοστό 97%. Με ίδιο ποσοστό επανεξελέγη το 2018, έναντι ενός φιλικού αντιπάλου, του Μούσα Μουστάφα Μούσα, αφού όλοι οι άλλοι υποψήφιοι είχαν εξαφανιστεί μυστηριωδώς, φυλακιστεί, ή εκβιαστεί ν’ αποχωρήσουν.

Σήμερα ο Σίσι ηγείται της δεύτερης φτωχότερης μουσουλμανικής χώρας μετά τη Σομαλία, έχοντας κληρονομήσει την οικονομική καταστροφή που του άφησαν οι Μουμπάρακ και Μόρσι. Η Αίγυπτος ζει βασικά με τη χρηματική υποστήριξη της Σαουδικής Αραβίας και των Εμιράτων, που επιχειρούν να την κρατήσουν όρθια ως ανάχωμα (buffer state) έναντι της σαρωτικής τουρκικής επέκτασης στη Βόρεια Αφρική. Απέναντί τους στέκεται στο πλευρό της Τουρκίας το rogue state του Κατάρ, που απ’ τον Ιούνιο του 2017 έχει απομονωθεί απ’ τον Αραβικό Σύνδεσμο ως κράτος που υποστηρίζει την τρομοκρατία, με πρωτοβουλία του Μοχάμεντ Μπιν Σάλμαν, Πρίγκιπα Διαδόχου των Σαούντ. Θα τον θυμάστε απ’ την υπόθεση της φόνευσης και ακρωτηριασμού μέσα στην Σαουδαραβική πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη του δημοσιογράφου Γκ. Χασόχσι, που τον λέγαμε Κασόγκι. Είναι αδίστακτος, όμως καμιά φορά έτσι γράφεται η ιστορία, με κυνισμό και αποφασιστικότητα για αδίστακτες πράξεις.

Στο εσωτερικό της χώρας, ο Σίσι βρίσκεται αντιμέτωπος με μια ισλαμιστική τρομοκρατική οργάνωση τζιχαντιστικής φύσης, την Wilayat Sinai (Βιλαέτι του Σινά), που τροφοδοτείται με προσωπικό απ’ τα υπολείματα του Ισλαμικού Κράτους της Συρίας και με χρήματα απ’ το Κατάρ και την Τουρκία. Δεν έχει εκκαθαρίσει το βαρύ κράτος της Αιγύπτου απ’ την Μ.Α. που λέγεται πως ελέγχει καίριες υπηρεσίες, όπως την χαρτογραφική υπηρεσία του Στρατού, αλλά και διαθέτει ισχύ και κύρος ανάμεσα στον λαό. Η κρίση των υδάτων του Νείλου τον πιέζει υπαρξιακά για την γεωργία της χώρας, με τα φράγμα που κατασκευάζει η Αιθιοπία και σιγοντάρει το Σουδάν. Στο βάθος, όπου βλέπει ο αναγνώστης Αιθιοπία ας διαβάζει Κίνα, και όπου Σουδάν ας διαβάζει Τουρκία. 

Συνάμα, στα δυτικά του ο Σίσι έχει τον εξαιρετικά εξασθενημένο Χαλίφα Χάφταρ, το «κουτσό άλογο» που κανείς πια δεν υποστηρίζει, πέραν ίσως των Εμιράτων, και που μάλλον οδεύει προς θυσία ως άλλη Ιφιγένεια, και τους Ρώσους που υποστηρίζοντας τον Αγκίλα Σάλεχ, πρόεδρο του Κοινοβουλίου στη Βεγγάζη, επιχειρούν να παγιώσουν την παρουσία τους στη Λιβύη, μοιράζοντας ζώνες επιρροής με τους Τούρκους, όπως κάποτε με τη Συνθήκη Κιουτσούκ Καϊναρτζή. Απ’ την Τρίπολη προελαύνουν οι Τούρκοι προς τ’ ανατολικά, ο έβδομος στρατός στον κόσμο και δεύτερος στο ΝΑΤΟ, που διαθέτουν ήδη τρία μεγάλα πεδία άντλησης πετρελαίου (Καντάμες, Μουρζούκ, και Σίρτη) και πάνω από 7.500 τζιχαντιστές στο πλευρό του Σάραζ. Η πρόσφατη πρωτοβουλία του Σίσι για ανακωχή στη Λιβύη έπεσε στο κενό, αφού αμέσως απερρίφθη απ’ την ΕΕ, της οποίας η θέση είχε διατυπωθεί στην παρωδία που ήταν η Σύνοδος του Βερολίνου (όπου προκλητικά η Άνγκελα Μέρκελ μας απέκλεισε, περιφρονώντας προσωπικά τον Κυριάκο Μητσοτάκη) και στη λεγόμενη Μυστική Σύνοδο της Μάλτας, ενώ ο Σάραζ απάντησε διά του αντιπροσώπου του πως οι δυνάμεις του θα εξακολουθήσουν να προελαύνουν μέχρι να πετάξουν στη θάλασσα τον Χάφταρ. 

Οι Τούρκοι, που όπως είπα επηρεάζουν τη Μ.Α. στο εσωτερικό της Αιγύπτου, ετοιμάζονται να ενεργοποιήσουν το Τουρκολιβυκό Σύμφωνο για να αποκτήσουν και υπεράκτια οικόπεδα άντλησης ορυκτών καυσίμων στα λιβυκά χωρικά ύδατα, ενώ ο Σίσι δεν δυσκολεύεται να διακρίνει και την επιστροφή των Βρετανών (ΒΡ) και Ιταλών (ΕΝΙ) μεταποικιοκρατών αγαστά στο πλευρό του Ερντογάν, οι οποίοι ανέλαβαν χερσαία και θαλάσσια πεδία άντλησης. Για τους νασερικούς στρατιωτικούς, όπως ο Σίσι, οι Βρετανοί είναι διάολοι που με σκληρό κι επώδυνο αγώνα οι Αιγύπτιοι έδιωξαν απ’ τη χώρα τους, και τώρα ο Ερντογάν τους επιστρέφει από την πίσω πόρτα μέσω της παραχώρησης που η ΕΝΙ τους έκανε τον Δεκέμβρη του 2019.

Αυτά τα λιβυκά υπεράκτια οικόπεδα θα οριστούν μέσα στο καλοκαίρι απ’ την Κυβέρνηση Εθνικής Συνεννόησης (Government of National Accord, GNA) του Σάραζ, θα δοθούν στην ΕΝΙ και στην ΒΡ, ενδεχομένως και στις ΕΧΧΟΝ και TOTAL, και είτε στην καλύτερη περίπτωση θα εφάπτονται προς εκτάσεις ελληνικού ενδιαφέροντος ΝΔ της Πελοποννήσου και της Κρήτης, είτε θα τα επικαλύπτουν. Μιλώ για δυο ελληνικά οικόπεδα που είχαν οριστεί από τον Νόμο Μανιάτη που μάλλον διαθέτουν κοιτάσματα φυσικού αερίου πιο μεγάλα ακόμα κι απ’ του Κατάρ. Για να δώσω μια εικόνα, τα κοιτάσματα του Κατάρ εκτιμώνται σε αξία περί τα 5 τρισεκατομμύρια δολλάρια. Σωστά διαβάσατε. Πώς θα συμβεί αυτό; Πρέπει να κατανοήσουμε πως μια χώρα διαθέτει αποκλειστικά μονάχα δύο κυριαρχικά δικαιώματα στην υφαλοκρηπίδα της για την περιοχή πέραν των χωρικών της υδάτων: το δικαίωμα της εξερεύνησης (exploration) της υφαλοκρηπίδας και της εκμετάλλευσης (exploitation) ενεργειακών πόρων που θα βρει εκεί, κι αυτή η υφαλοκρηπίδα είναι ελληνική και εκτείνεται και πέραν της λεγόμενης μέσης γραμμής, εάν ποτέ προσδιορίζαμε ΑΟΖ με τη Λιβύη του Σάραζ, γιατί η μέση γραμμή αφορά την επιφάνεια της θάλασσας, αλλά η υφαλοκρηπίδα σύμφωνα με την UNCLOS 1982 ξεκινά απ’ τον αιγιαλό και φτάνει μέχρι το ηπερωτικό ανύψωμα που εκφύεται από την ωκεάνεια άβυσσο. Η ΑΟΖ, απ’ την άλλη μεριά, αφορά τη στήλη του ύδατος πάνω απ’ την υφαλοκρηπίδα, και σ’ αυτήν επιτρέπεται ανεμπόδιστα η έρευνα (research) ακόμα και σε σκάφη τρίτης χώρας εάν συμβαίνει σε διεθνή ύδατα, που είναι ύδατα πέραν των δώδεκα μιλίων απ’ τον αιγιαλό. Στηρίζοντας την Κυβέρνηση-μαριονέτα του Σάραζ, ο Ερντογάν πρόκειται να εξασφαλίσει συμβόλαια και εκτάσεις άντλησης σε ξηρά και θάλασσα για την τουρκική κρατική εταιρεία, και στο πλευρό του θα σταθούν οι κερδισμένες Βρετανία και Ιταλία μέσω των εταιρειών τους που ήδη δραστηριοποιούνται στη Λιβύη με την επίνευση της Άγκυρας και της Μόσχας, την ίδια στιγμή που η Ελληνική Διαχειριστική Εταιρεία Υδρογονανθράκων παραμένει ακέφαλη και πρακτικά ανύπαρκτη. Δεν είναι η πρώτη φορά που η Ιταλία επιδιώκει τα συμφέροντά της, που συγκρούονται με τα ελληνικά, και στη διαδρομή μπλοκάρει τα δικά μας.

Ακούμε αυτές τις μέρες για τον πολυθρύλητο East Med που όλο υπογράφεται και ποτέ δεν κατασκευάζεται. Γιατί; Πρώτον, διότι τον μπλοκάρουν η Ιταλία που διαθέτει την ΕΝΙ με συμφέροντα στη Λιβύη, η Βρετανία με συμφέροντα της BP επίσης στη Λιβύη, και η Γερμανία που προωθούσε με τον Nord Stream 1 (και τον 2, που όμως μπλοκάρησε o Τραμπ) την πλήρη εξάρτηση της Κεντροδυτικής Ευρώπης απ’ τη Gazprom του Πούτιν, γιατί η Άνγκελα έχει άριστες σχέσεις με τη Ρωσία, γράφοντας στα παλιά της τα παπούτσια τόσο τις αποφάσεις του πολιτισμένου κόσμου για κυρώσεις και εμπάργκο στη Ρωσία με αφορμή την προσάρτηση της Κριμαίας και την παράνομη κατοχή της Ανατολικής Ουκρανίας, όσο και την απόφαση να στραφεί η ΕΕ σε διαφοροποιημένες πηγές ενέργειας αποφεύγοντας την παγίδευση σε μονάχα μία  πηγή καυσίμου. 

Δεύτερον, ο East Med δεν προχωρά μήτε και θα προχωρήσει γιατί είναι πανάκριβος, απαιτώντας να τοποθετηθούν σωλήνες στον βυθό της Μεσογείου από τέσσερις χώρες που δεν ενδιαφέρονται ή δεν διαθέτουν τα μέσα για να το πράξουν, αλλά χρησιμοποιούν τις υπογραφές αυτές για εσωτερική κατανάλωση. Το Ισραήλ του υπόδικου για σκάνδαλα διαφθοράς Νετανιάχου δεν βλέπει κανέναν σοβαρό λόγο να ρισκάρει μια σύγκρουση με την Τουρκία, όταν οι οικονομικά ασθενείς και απρόθυμες Ελλάδα και Κύπρος ακόμα δεν έχουν καν ορίσει μεταξύ τους ΑΟΖ και δεν τολμούν ν’ αγγίξουν το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας, υπό την απειλή του τουρκικού casus belli. Όταν, ακόμα, η Αίγυπτος διέρχεται μια δυσθεώρητη οικονομική κρίση, και οι ΗΠΑ κλείνονται στα κωμικά εσωτερικά τους ζητούμενα (αμβλώσεις, Obamacare, Black Lives Matter, Me Τoo, Green New Deal της AOC, μεσσιανική υποδοχή Γκρέτα Τούνμπεργκ, διορισμός συντηρητικών ομοσπονδιακών δικαστών απ’ τη Ρεπουμπλικανική Γερουσία, επανεξέταση του δικαιώματος οπλοκατοχής, κ.ά.) όπως και σε πραγματικά επείγοντα προβλήματα (πανδημία, ύφεση, ανεργία, δημόσιο χρέος, προεκλογική περίοδος, απομονωτισμός των ΗΠΑ του Τραμπ). 

Το Ισραήλ είναι ένα σοβαρό κράτος που γνωρίζει ποιός είναι ο εχθρός του, και που έχει προσέξει ότι ο Ερντογάν έχει εγκαταλείψει απ’ το 2010 κι εξής τη βραχύβια συμμαχία και συνεργασία μαζί του, καθώς ένα τέτοιο διπλωματικό άνοιγμα τον τοποθετούσε στο πλευρό του ιστορικού εχθρού του Ισλάμ στη Μέση Ανατολή (πόλεμοι του 1948, 1967, και 1973), εμποδίζοντάς τον στις ευρύτερες ισλαμικές του φιλοδοξίες. Ο Ερντογάν προσηλώθηκε στην μεταστροφή αυτή απ’ τη στιγμή που εγκατέλειψε μάλλον οριστικά το πλανεμένο όνειρο της τουρκικής ένταξης στην ΕΕ, πραγματικότητα που του κατέστη οδυνηρά αισθητή έπειτα απ’ τις τόσες αρνήσεις που συνέλεξε. Στο εξής, αποφάσισε να στραφεί προς τους (πλειοψηφικά σουνιτικούς) τουρκικούς λαούς της Κεντρικής Ασίας, να τους φέρει στη σφαίρα επιρροής της Τουρκίας προβάλλοντας την Τουρκοϊσλαμική Σύνθεση, ιδιαίτερα τους Σιίτες Αζέρους, και ν’ αξιοποιήσει τα ευρωπαϊκά «πάκτα» δισεκατομμυρίων που λαμβάνει ετησίως όχι για τους σκοπούς που του παρέχονται, αλλά για τον πολεμικό εξοπλισμό της χώρας του και για την ενίσχυση των Μουσουλμάνων Αδελφών. Ειδικά προς το Αζερμπαϊτζάν, καταβλήθηκε πετυχημένη προσπάθεια να οικοδομηθούν ισχυροί δεσμοί εθνοτικής συγγένειας και κοινής ιστορικής ερμηνείας μεταξύ των δύο κρατών, προκειμένου να διαμορφωθεί ένα φρόνημα κοινής ταυτότητας των δύο λαών, επ’ ωφελεία αμφοτέρων, αφού το μεν νεογέννητο Αζερμπαϊτζάν επιθυμεί να συνδεθεί με το ένδοξο ιστορικό βάθος των Οθωμανών Τούρκων, οι δε Τούρκοι με τα ενεργειακά αποθέματα της Κασπίας και του Καυκάσου που ελέγχει το Μπακού. Η ισλαμική διπλωματία του Προέδρου, όμως, δεν σταμάτησε εκεί, αλλ’ επεκτάθηκε μέχρι την πάμφτωχη Σομαλία και την σπαρασόμενη απ’ τον πόλεμο Υεμένη, ενώ μάλλον βρέθηκε πίσω απ’ την Αραβική Άνοιξη της Αιγύπτου, πιθανότατα δε της Λιβύης και της Τυνησίας, υποστηρίζοντας με χρήμα τις εκεί δυνάμεις της Μ.Α.

Δεύτερον, σε πείσμα ΗΠΑ και ΝΑΤΟ, η Τουρκία έχει συσφίξει τις σχέσεις της με τη Ρωσία του Πούτιν, αγοράζοντας συστοιχίες πυραύλων S-400 — έχει ήδη παραλάβει μία συστοιχία και περιμένει τη δεύτερη, ενώ παράλληλα συνομιλεί χαλαρά με τις ΗΠΑ για τους Patriot νέας γενιάς, στην κατασκευή των οποίων προτίθεται μάλιστα και να συμμετάσχει, συνομιλίες που ελπίζω να παγώσουν, όπως οι αντίστοιχες για τα F35 — και μοιράζοντας με το Κρεμλίνο ζώνες επιρροής σε Συρία και Λιβύη, κάτι που δεν έχει διαλάθει μήτε στο Ισραήλ μήτε στην Αίγυπτο, μήτε στη Σαουδική Αραβία και τα Εμιράτα. Η συνεννόησή του με τη Ρωσία συμβάλλει στο χαλιφικό προφίλ του Προέδρου, μέσω της παράδοσης που ξεκινά στους νεότερους χρόνους με τη Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774). Στη Συνθήκη εκείνη, η Τσαρική Ρωσία αναγνωριζόταν ως ύπατη προστάτιδα όλων των χριστιανών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η δε Υψηλή Πύλη ως προστάτιδα όλων των μουσουλμάνων και εκτός της οθωμανικής επικράτειας, με τον Οθωμανό Σουλτάνο ως να προβάλλεται αμέσως μετά ως Χαλίφης και Ιμάμης. Ο Ερντογάν κατανόησε, πως αναβαθμιζόμενος σε προνομιακό συνομιλητή του νέου Τσάρου της Ρωσίας, αναλαμβάνει ξανά για τον ισλαμικό κόσμο τον αντίστοιχο ρόλο που επιφυλάσσει η Ρωσία στον εαυτό της για τον ανατολικό χριστιανικό κόσμο. Εάν δεν έχετε αντιληφθεί το κύρος των Ρώσων στην ανατολική χριστιανοσύνη, ανεβείτε μια βόλτα στη Θεσσαλονίκη, να του δείτε που επωφελούνται απ’ την αιχμαλωσία της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως.

Ο Πρόεδρος Ερντογάν δεν ενοχλεί όμως μονάχα την Αίγυπτο με τις κυκλωτικές του κινήσεις, ή την θορυβημένη Ιταλία, που κινδυνεύει να χάσει την Τυνησία της και την Αλβανία, η οποία παραχώρησε και δεύτερη ναυτική βάση στην Τουρκία, because why not — όσο εμείς ασχολιόμασταν με ποιός ξέρει ποιά φαρσική εθελοτυφλότητα. Αγγίζοντας μέσω της επιρροής του στην Μ.Α. καί το Μαγκρέμπ (Αλγερία, Μαρόκο) θυμάται την κατάκτηση της Βόρειας Αφρικής απ’ τον Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή και τον Σελίμ Β’ τον 16ο αιώνα, προκαλώντας οψίμως ανησυχία καί στη Γαλλία του Εμανουέλ Μακρόν, που νοιαζόταν μονάχα ν’ αγοράσει τα νερά μας και να μας πουλήσει πανάκριβες, αργές φρεγάτες, όσο τον ικετεύαμε να συμβάλει στο να ολοκληρωθεί η τελευταία μνημονιακή αξιολόγηση. Ελέγχοντας τις τουρκικές δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας, τη διαλυμένη Συρία, τη βυθισμένη στο χάος Λιβύη, την ενθουσιώδη Τυνησία, και το ασταθές Μαγκρέμπ ελέγχει κάτι πολύ πιο αβάσταχτο για τους Ευρωπαίους αιρετούς άρχοντες: τις μεταναστευτικές ροές απ’ την υποσαχάρια Αφρική και την Κεντρική Ασία, που φανταστείτε σε ποιό θρήσκευμα ανήκουν πλειοψηφικά. Στο Σουνιτικό Ισλάμ. 

Πιστεύει πραγματικά κανείς πως ο Ερντογάν σκοπεύει να ηττηθεί απ’ τον καλό κυριούλη Εκρέμ Ιμάμογλου και να εγκαταλείψει την προεδρία, ενώ χειρίζεται τόσες υποθέσεις σε τόσα επίπεδα, και βρίσκεται τόσο κοντά στο να καταστεί de facto ο χαλίφης και ιμάμης του Σουνιτικού κόσμου; Θα δούμε στις 15 Ιουλίου εάν θα προσευχηθεί στην Αγιασοφιά, και αυτή θα είναι μια δημόσια χειρονομία συμβολικού χαρακτήρα ενός τέτοιου πολιτικοθρησκευτικού ηγεμόνα.