Σταυρωθήκαμε ή έχει κι άλλο;

332

Οκτώ χρόνια τώρα μια ολόκληρη χώρα ζει κάτι σαν την εβδομάδα των Παθών. Οι Έλληνες στην αρχή της δεκαετίας εισήλθαμε στην εθνική μας Ιερουσαλήμ καβάλα όχι στο γαϊδουράκι αλλά στο Καγιέν και έκτοτε βασανιζόμαστε και ταλαιπωρούμεθα, σχιζόμαστε εσωτερικώς και τραβάμε «του Χριστού τα πάθη», όμως, τουλάχιστον προς ώρας, χωρίς Ανάσταση στα άμεσα πλάνα μας.

Ειδικά τα πρώτα μνημονιακά χρόνια η «παθολογία» είχε γίνει κάτι σαν εθνική μας ενασχόληση. Ήταν τότε που, σοκαρισμένοι από τον ερχομό των αρχιερέων του ΔΝΤ και της ΕΕ, προσπαθούσαμε μέρα-νύχτα να ερμηνεύσουμε την κακή μας τύχη και να ρίξουμε φως στο γιατί η μοίρα μας επεφύλαξε αυτό το παιγνίδι. 

Οικονομολόγοι, κοινωνικοί επιστήμονες, αναλυτές, δημοσιογράφοι, πολιτικοί, συγγραφείς, καλλιτέχνες, όλοι όσοι είχαμε δημόσιο λόγο ξημεροβραδιαζόμαστε στις ραδιοσυχνότητες και τα τηλεπαράθυρα δίνοντας απαντήσεις ως προς το γιατί φθάσαμε εδώ που φθάσαμε. Όλη μας η εθνική ύβρις έγινε κέντημα που το δουλεύαμε σταυροβελονιά με περισσή μαεστρία.

«Φταίει το ζαβό το ριζικό μας! – Φταίει ο Θεός που μας μισεί! – Φταίει το κεφάλι το κακό μας! – Φταίει πρώτ’ απ’ όλα το κρασί! Ποιος φταίει; ποιος φταίει; Kανένα στόμα δεν τό βρε και δεν τό πε ακόμα», τα λόγια του Βάρναλη ακούγονται σαν προφητεία για την Ελλάδα της δεύτερης δεκαετίας της τρίτης χιλιετίας. Διότι, μέσα στη γενική μας ομφαλοσκόπηση, φαίνεται ότι τελικώς δεν καταλήξαμε πουθενά.

Μπορεί να βγάλαμε άπειρα συμπεράσματα, για το πώς ζήσαμε για χρόνια κάτω από ένα κρατικοδίαιτο και ολιγαρχικό μοντέλο επίπλαστης ευμάρειας με δανεικά, όμως έτσι όπως συμφωνήσαμε, έτσι και τα πετάξαμε τελικά στον κάλαθο των αχρήστων. Το χειρότερο, μαζί τους αγνοήσαμε κι άλλα, σημαντικότερα ακόμα συμπεράσματα για το πώς μας κατέστρεψε ένας διαρκώς υφέρπων διχασμός, μια εμφυλιακή ατμόσφαιρα τρεφόμενη και από την «ιδεολογική ηγεμονία».

Κάπως έτσι κλήθηκε ο λαός να επιλέξει τον Ιησού ή τον Βαραββά του το καλοκαίρι του 2015. Αποτέλεσμα, να γίνει το βαθύτερο σημείο του πάθους ταυτόσημο με την επιθετικότερη εκδήλωση της εθνικής μας νόσου, που βρήκε το όχημά της στον φανατισμό, τόσο στις πλατείες και τον όχλο, όσο και στις ψυχές μας. Μαστίγιο και ακάνθινο στεφάνι οι επιλογές λαού και ηγεσίας – και οι Πιλάτοι εταίροι να νίπτουν τας χείρας των.

Σταυρωθήκαμε τελικά; Μένει κι άλλη ανηφόρα σ’αυτόν τον Γολγοθά; Πλησιάζοντας το Πάσχα του 2018, ίσως, αντί να ρωτάμε αν έρχεται τελικά η Ανάσταση σ’αυτόν τον ταλαίπωρο τόπο,  θα έπρεπε να σκεφθούμε αν το δράμα μας έχει όντως κορυφωθεί. Διότι, αν το σκεφθούμε, κατά τη διάρκεια όλης αυτής της διαδρομής όλο με έκπληξη διαπιστώνουμε πως έχει κι άλλο, έχει και χειρότερα.

Η Ανάσταση δεν είναι κάτι εξωγενές. Κανείς δεν θα μας αναστήσει για λογαριασμό μας. Αν συνεχίσουμε έτσι, όμως, μάλλον θα λάβουμε μια «βοήθεια». Κάποιος θα μας καρφώσει τελικά στο σταυρό με τρόπο που δεν θα μας αφήνει άλλο περιθώριο: Θα σβήσουμε ή θα επανέλθουμε.