Συντονισμένες αποτυχίες δεν συμβαίνουν από ατύχημα

776

Γράφει ο Στέλιος Ιατρού.

 

Κοιτώντας τα πράγματα από μακριά, αναπόδραστα «βλέπομεν γὰρ ἄρτι δι’ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι» όπως λέει ο Παύλος στην Α΄ προς Κορινθίους επιστολή του, 13.12, δηλαδή τα στιγμιότυπα του κόσμου γύρω μας, που φτάνουν σε μας, έρχονται μέσα από έναν φακό που επιλέγει τί θα μας δείξει, κι έτσι μας λείπουν πολλά, ώστε τελικά η εικόνα που λαμβάνουμε να είναι αινιγματική, να μην περιγράφει μηδέ ν’ αφηγείται κάθε όψη της πραγματικότητας με πάσα πιστότητα, αλλά ν’ αφήνει περιθώρια γι’ απορίες, ερωτήσεις, ασάφειες, κι αβεβαιότητες.

Επειδή, όμως, αποστρεφόμαστε τις αβεβαιότητες, οι άνθρωποι τείνουμε να καταλήγουμε βιαστικά σ’ ερμηνείες βάσει των έστω αυτών ολίγων που φτάνουν σε μας, ειδικά όταν μας συγκινούν με λόγια και με εικόνες και ξανά με λόγια που μας ερμηνεύουν βολικά τί είναι αυτό που μας δείχνουν οι εικόνες, μας κινούν δηλαδή συθέμελα μέσα στον κόσμο των συναισθημάτων μας. Πώς ν’ αρνηθούμε τον κόσμο των συναισθημάτων μας; Δεν είναι αυτά μια πραγματικότητα άξια να τραβά όλην την προσοχή μας;

Έτσι καταλήγουμε να βλέπουμε οριστικότητες τέτοιας λογής όπως και τα σττιγμιότυπα, οριστικότητες μέσα στη ζώσα ιστορία της στιγμής μας, εκείνο το «άρτι» του Παύλου, εκεί που κάθε σελίδα οποιουδήποτε ιστορικού βιβλίου θα μας παραινούσε απλά με την αφήγησή της πως υπάρχουν μονάχα δυναμικότητες, εξελίξεις, ρευστότητα, παράλληλοι σχεδιασμοί και πολλές παράλληλες δράσεις, ανταγωνιστικές βουλήσεις, διαρκής δε μεταβολή και κίνηση.

Συνάμα, παρακολουθούμε την παραγωγή έργου ανά στιγμή αλλά μας διαλανθάνει η μεταβολή του έργου πάνω στη γραμμή του χρόνου, που είναι ένα μέγεθος που το λέμε ισχύ. Συγχέουμε τη δύναμη που γεννά έργο με την ισχύ. Σκεφτείτε το λίγο, για συνώνυμα τα έχουμε στον καθημερινό μας λόγο. Πιστεύουμε, ας πούμε, πως κάποια χώρα που έχει δύναμη, εεε μάλλον θα παράγει και έργο κι έτσι θα παράγει και ισχύ. Δεν είναι πάντα έτσι, γιατί για να προκύψει έργο πρέπει να εφαρμοστεί η δύναμη, και για να μετρηθεί η ισχύς πρέπει να παρακολουθήσουμε πώς το έργο που παράγεται μεταβάλλεται διαχρονικά.

Είπαμε, θέλουμε βεβαιότητες κι οριστικότητες, και απεχθανόμαστε την ιδέα της μεταβολής, διότι εάν το ενσωματώναμε κάτι τέτοιο στην αντίληψή μας για την πραγματικότητα, τούτο θα μας έβγαζε απ’ τον στατικό κόσμο των οριστικών μας συμπερασμάτων και θα μας έριχνε στη δυσβάσταχτη ευθύνη να παρακολουθούμε στο συγχρονικό επίπεδο κάθε παράλληλη εξέλιξη και στο διαχρονικό κάθε μεταβολή του παραγόμενου έργου, δηλαδή την ισχύ που εδώ μπορεί να πυκνώνει κι εκεί μπορεί ν’ αραιώνει.

Η κατάσταση στο Αφγανιστάν θα παραμείνει ρευστή και αβέβαιη, σταθερότητα δεν θα προκύψει, κι ας προκύπτουν καθημερινά εικόνες απόπειρας εκ μέρους των Ταλιμπάν να προβάλλουν την σταθερότητα της δικής τους κυριαρχίας πάνω σ’ αυτό που λένε πως έχουν κατακτήσει, το οποίο δεν ταυτίζεται με το όλον μήτε στο τώρα μήτε στο αύριο. Τα έχω ξαναγράψει για τις ιδιαιτερότητες του τόπου εκείνου, και τα γράφουν και τόσοι άλλοι, μερικοί καλύτερα από την ταπεινή μου μετριότητα.

Το χάος της επιχείρησης εκκένωσης εκπλήσσει και οι εικόνες που γεννά σοκάρουν. Παρά τους δεκατέσσερις μήνες που διέθεταν όλες οι Δυτικές Δυνάμεις ν’ αποσυρθούν απ’ τη χώρα, με χρονική αφετηρία την 29η Φεβρουαρίου 2020, όταν ο Μάικ Πομπέο και ο μουλλάς Αμπντέλ Γανί Μπαραντάρ υπέγραψαν τη Συμφωνία τους στη Ντόχα του Κατάρ, τόσο οι ΗΠΑ, όσο καί οι ευρωενωσιακές χώρες φάνηκε σ’ εμάς τους θεατές πως χρονοτρίβησαν μέσα στη μακαριότητα της μονοθεματικής ατζέντας της πανδημίας. Δεν ήταν έτσι, μα έτσι μας φάνηκε, γιατί δεν παρακολουθούμε την ισχύ που παράγεται κι εδώ κι εκεί και παραπέρα. Αυτή η δική μας άγνοια ήταν που αξιοποιήθηκε από κείνους που έχουν την ευθύνη να ηγούνται του Δυτικού Κόσμου και να παρακολουθούν τα πάντα, όπως και κάνουν, να μην έχετε αμφιβολία.

Εδώ υπήρχε κι ένα στοιχείο ιδιοτέλειας, διότι όπως υπαινίσσονται οι παραδοχές σχεδόν όλων των σημαντικών Δυτικών ηγετών, τάχα δεν ανέμεναν να πέσει η Καμπούλ τόσο γρήγορα, Κυριακή 15 Αυγούστου, μόλις δεκαοκτώ με είκοσι ώρες αφότου έπεσε η Κανταχάρ την προηγουμένη ημέρα, Σάββατο 14 Αυγούστου, και κάπου οκτώ ώρες μετά τη Τζαλαλαμπάντ.

Έτσι — επιχειρούν να μας πείσουν — δεν προετοιμάστηκαν για κάτι που εκτιμώ πως ποτέ πραγματικά δεν τους ένοιαξε: την εκκένωση ανθρώπων τους οποίους ποτέ δεν ήθελαν να φέρουν στις χώρες τους ως πρόσφυγες πολέμου, διότι ήλπιζαν πως μετά την αποχώρηση των ΗΠΑ, περί της οποίας είχε προειδοποιήσει δις ο Πρόεδρος Μπάιντεν, πρώτα στις 13 Απριλίου 2021 (για τις 11 Σεπτεμβρίου ως απώτατο όριο) και κατόπιν στις 8 Ιουλίου (για τις 31 Αυγούστου), θα τους παρείχετο απ’ τη θρυλούμενη αφγανική ένοπλη άμυνα χρόνος και περιθώριο να κάνουν με την διάδοχη κατάσταση, με τους Ταλιμπάν που όλοι έβλεπαν ότι έρχονταν, ό,τι είχαν επιχειρήσει να κάνουν και με το Ιράν, όταν ο Πρόεδρος Τραμπ απέσυρε τις ΗΠΑ (8 Μαΐου 2018) απ’ τη συμφωνία του ΟΗΕ για τα πυρηνικά του Ιράν, κι όμως είχε επιχειρήσει εντούτοις να την διατηρήσει ζωντανή μέσω του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ (14 Αυγούστου 2020), τότε που πανηγυρικά όλοι στο Σ.Α. του είπαν «όχι» στην παράταση των κυρώσεων εναντίον της Τεχεράνης, κυρώσεις που έληξαν στις 30 Νοεμβρίου του 2020, κρισίμως δε ήσαν οι ευρωενωσιακοί σύμμαχοι των ΗΠΑ μαζί με το Ηνωμένο Βασίλειο που έτριψαν τα χέρια τους, βλέποντας στη λήξη ισχύος των κυρώσεων την ευκαιρία που τους ανοιγόταν για κερδοφόρα deals με το καθεστώς των Αγιατολάχ.

Βεβαίως γνωρίζουμε πως το νήμα της Τεχεράνης τελικά το έκοψε πρώτη η Κίνα, στις 29 Μαρτίου του 2021, όταν περίπου αγόρασε το κράτος για είκοσι πέντε χρόνια με δυνατότητα παράτασης έναντι κάπου τριακοσίων δισεκατομμυρίων δολλαρίων, από δε την εμπειρία μας περί των κινεζικών συμφωνιών με όλες της αφρικανικές χώρες (πλην Σουαζιλάνδης) γνωρίζουμε ότι οι συμφωνίες του Πεκίνου έρχονται με ρυθμίσεις αποκλειστικότητας.

Ας επιστρέψω, όμως, στη ρευστότητα της στιγμής που σε πολλούς μοιάζει για οριστικότητα και τους σοκάρει μέχρι παράλυσης λόγω της συναισθηματικής τους φόρτισης και λόγω των γνωστικών τους προκαταλήψεων, οι οποίες εδράζονται ασταθώς πάνω στο τί νομίζουμε πως γνωρίζουμε έτσι πρόχειρα απ’ το Αφγανιστάν της εποχής 1989-2001 κι επομένως αναμένουμε πως θα επαναληφθεί και τώρα στατικά κι αμετάβλητα. Πρόκειται γι’ αυτό το «έσοπτρον» της επιστολής του Παύλου προς τους Κορινθίους, που συνιστά μιαν ουσιώδη γνωστική προκατάληψη που ακόμα και σήμερα τα δυτικά think tanks επιχειρούν να περιορίσουν την επιρροή της στην αντίληψή μας.

Της δίνουν ένα άλλο όνομα, την αποκαλούν “tunnel vision”, εγώ το έχω περιγράψει σε παλιότερη αρθρογραφία μου ως «τηλεσκοπική θέαση» και αφορά ένα αντιληπτικό ναρκοπέδιο στο οποίο εθελουσίως βαδίζουμε στη δυτική επιστήμη και ανάλυση ένεκα της υπερβολικής εξειδίκευσης του κάθε καλού ερευνητή, που ναι, μας παρέχει απαραίτητα οφέλη, όμως απ’ την άλλη μεριά μας στερεί άλλα. Ανακύπτει όταν μια προσέγγιση φέρνει πολύ κοντά στο μάτι του παρατηρητή έναν μικρό μόνον τομέα ενδιαφέροντος, αποκλείοντας τα συμφραζόμενά του, εκείνο που ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ είχε περιγράψει ως εξής: «Ιστορία είναι αυτό που εκτυλίσσεται γύρω από δυο τύπους στο κέντρο του πλάνου, όσο τους παρακολουθούμε προσηλωμένοι να επιχειρεί ο ένας να πείσει τον άλλον πως έχει δίκιο». Αυτό που εννοούσε ο διακεκριμένος σκηνοθέτης είναι πως προσηλωνόμαστε στο εντυπωσιακό δρώμενο στο κέντρο του πλάνου, αλλ’ η υπόθεση εκτυλίσσεται πέρα απ’ αυτούς, κι ενώ είναι το πλέον σχετικό για την πλοκή θέαμα, για την υπόθεση είναι μάλλον παρελκυστικό.

Στην Ιστορία, και σε τούτο μας συγκρατεί η Ιστορία των Παθών και των Συναισθημάτων, καμιά φορά τα πλέον εντυπωσιακά θεάματα είναι και τα πιο παρελκυστικά για το τί είναι γνήσια σχετικό με την πραγματικότητα, και τί σχετίζεται μεν μ’ αυτήν αλλά δεν καθορίζει την εξέλιξή της, που αυτό το τελευταίο είναι που ωφελεί να μας προβληματίζει.

Το αφήγημα των ημερών μας, λοιπόν, είναι πως η Δύση αιφνιδιάστηκε, και πως απέτυχε να οργανώσει μιαν επιχείρηση μεγάλης εκκένωσης όχι μονάχα των Δυτικών υπηκόων και πολιτών, αλλά και πλήθους Αφγανών που είχαν εκτεθεί συνεργαζόμενοι τόσα χρόνια με τις δυνάμεις κατοχής. Εάν το αποδεχθούμε, θα έχουμε πιστέψει πως συντονίστηκαν τυχαία οι τόσοι αιφνιδιασμοί των τόσων Δυτικών Δυνάμεων και συντονίστηκαν οι αποτυχίες τους. Όμως έτσι θα εκκινούσαμε από την εσφαλμένη παραδοχή πως όντως οι Δυνάμεις είχαν πρόθεση.για μια μεγάλη εκκένωση, και θα προχωρούσαν κάααποια στιγμή σ’ αυτήν, εάν δεν αιφνιδιάζονταν, και εάν σήμερα το μέγεθος της κρίσης έξω απ’ το Αεροδρόμιο «Χαμίντ Κατζάι» δεν ξεπερνούσε τις δυνάμεις τους.

Είναι όμως έτσι; Τί τεκμήρια διαθέτουμε, πρώτον πως αιφνιδιάστηκαν, και δεύτερον πως οι Δυτικοί ηγέτες που σήμερα προσποιούνται τους μεγάλους φιλανθρώπους, λοιδορώντας εμάς που ετοιμαζόμαστε για τα χειρότερα, ήσαν διατεθειμένοι να κουβαλήσουν στη Δύση τουλάχιστον δυόμιση διακόσιες πενήντα χιλιάδες Αφγανούς που είχαν σπεύσει να ξεφύγουν απ’ την κατάκτηση των Ταλιμπάν, λες και αγνοούμε πως κάτι μια τέτοιας κλίμακας προσφυγική φιλοξενία έχει καταστεί κόκκινο πανί για τους Ευρωπαίους ψηφοφόρους;

Πρώτον, δεν αιφνιδιάστηκαν, διότι είχαν προηγηθεί τα δύο σχετικά Προεδρικά Διαγγέλματα Μπάιντεν, δεύτερον βδομάδες τώρα οι Δυτικές κυβερνήσεις εξέδιδαν συστάσεις στους πολίτες τους να επιστρέψουν στη Δύση ενόψει του κινδύνου των Ταλιμπάν. Αφ’ ετέρου, σε καμία περίπτωση δεν ήσαν διατεθειμένοι να επιτρέψουν τη μετανάστευση ¼ του εκατομμυρίου Αφγανών, το λιγότερο.

Από πού προκύπτει το νούμερο και από πού προκύπτει ο ισχυρισμός μου; Τις ημέρες πριν την πτώση της Καμπούλ, μιας πόλης εξακοσίων πενήντα χιλιάδων κατοίκων, είχαν συρρεύσει εκεί από πόλεις που έπεφταν σαν ντόμινο στους Ταλιμπάν περίπου διακόσιες πενήντα χιλιάδες άνθρωποι. Αυτοί, πιστεύετε, εγκατέλειψαν τα σπίτια τους για να παραμείνουν στο Αφγανιστάν και μετά που θα έπεφτε η Καμπούλ, και πως απλά δεν ήθελαν να τους πιάσουν στα σπίτια τους; Όχι βέβαια, ήθελαν συνολικά να διαφύγουν τον κίνδυνο. Ο αριθμός λοιπόν θα ήταν τουλάχιστον τόσος, χωρίς να βάλω μέσα τους ίδιους τους κατοίκους της Καμπούλ που επίσης.θα προτιμούσαν να εγκαταλείψουν με ασφάλεια τη χώρα τους. Και πώς γνωρίζουμε πως δεν ήταν πρόθεση της Δύσης να τους εξυπηρετήσει; Η κοινή πρόσφατη εμπειρία το φανερώνει, και το γεγονός ότι πληρώνουν την Τουρκία και την Ελλάδα για να λειτουργούμε ως αποθήκες ψυχών, αρκεί να μην μεταβούν άλλοι στην κυρίως Ευρώπη, μένοντας αντιθέτως στις παρυφές της, στις οποίες λένε τώρα πως θα μας τους επιστρέψουν απ’ τη Γερμανία.

Για μένα είναι φανερό πως δεν συντονίστηκαν από αιφνιδιασμό ή από ατυχία τόσες Δυτικές αποτυχίες εκκένωσης αλλ’ από επιτυχία σχεδιασμού ν’ αφεθεί η κατάσταση να ξεφύγει, ώστε να μπορούν εδώ στη Δύση να επικαλεστούν κάμποσοι ηγέτες-δημαγωγοί ξανά ενώπιον των λαών τους το επιχείρημα που έγινε πιπίλα κατά την πανδημία, τόσο οικείο στο άκουσμα που κανείς πια δεν κοντοστέκεται να το αμφισβητήσει στον πυρήνα του:

«Το σοκ είναι πολύ μεγάλο για την πρωτόγνωρη κατάσταση που βιώνουμε, και δυστυχώς εκφεύγει των ανθρώπινων δυνατοτήτων να το αντιμετωπίσουμε. Αλλά θα σώσουμε συμβολικά μερικές εκατοντάδες ή και χιλιάδες έστω, θα διαβουλευθούμε, θα συσκεφτούμε, θα συνεννοηθούμε, θα μιλήσουμε τώρα, να βρούμε πόσους θέλει να πάρει ο καθένας, κατόπιν εορτής, όσο περνάνε οι μέρες, γιατί αιφνιδιαστήκαμε κιόλας. Κι αν έχετε αντιρρήσεις να σας φέρναμε εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες, καλοί μας Δυτικοί πολίτες, σίγουρα δεν θα έχετε αντιρρήσεις εάν σας συγκινήσουμε με εικόνες τραγωδίας των ρεπορτάζ, ειδικά για τις γυναίκες (που όμως κυρίως άντρες βρέθηκαν στο αεροδρόμιο κι εκκενώθηκαν) και τη μοίρα που τις περιμένει.»

Εάν ως θεατές δεν εμπλεκόμασταν συναισθηματικά με την tunnel vision των εικόνων του αεροδρομίου, ίσως ν’ αναρωτιόμασταν κυνικά, όπως η Ιστορία παραινεί να κάνουμε, μήπως δεν επρόκειτο γι’ αποτυχία αλλά για μια πραγματικότητα που προέκυψε επειδή κανείς πραγματικά δεν προσπάθησε να επιτύχει. Ποιός αιφνιδιασμός των Ευρωπαίων; Ξαναλέω: είχαν από βδομάδες τώρα συμβουλεύσει τους υπηκόους και πολίτες τους να εγκαταλείψουν τη χώρα, επομένως διέθεταν γνώση και χρόνο προετοιμασίας αερογέφυρας. Η Άνγκελα Μέρκελ πήρε αυτές τις μέρες πιο πολλές πτήσεις για να δει Πούτιν και Ζελένσκι απ’ όσες απέστειλε η Γερμανία για να εκκενώσει κόσμο απ’ την Καμπούλη.

Στην Ιστορία της τελευταίας εκατονταετίας δεν είναι η πρώτη φορά που ένα καθεστώς κυριεύει μια πόλη και στη συνέχεια με μια διεθνώς ορατή εκατόμβη εγκαθιστά την εξουσία του: απ’ τη δική μας εμπειρία, τέτοια ήταν η περίπτωση της Σμύρνης το 1922, που είχε συγκλονίσει τ’ αναγνωστικά κοινά των δημοσιογραφικών ανταποκρίσεων στη Δύση, αλλ’ όχι τους εκεί ευρισκόμενους Δυτικούς στόλους που επέτρεψαν τη σφαγή δίχως να ρίξουν μια κανονιά. Την ίδια στιγμή, οι τέως συμμαχικές μας Δυτικές κυβερνήσεις εφάρμοζαν τους όρους μιας σειράς από συνεννοήσεις και συμφωνίες που είχαν συνάψει με τον Κεμάλ, όλες τους διαγκωνιζόμενες για το ποιά θα πρωτοπλαγιάσει μαζί του στο κρεβάτι των ευκαιριών που τους ανοίγονταν στην μεταοθωμανική Ανατολία.

Ακόμα, θα μπορούσαμε να δούμε πως ο τέως Πρόεδρος Άσραφ Γάνι βρήκε καταφύγιο στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το καθεστώς των οποίων απέστειλε την ίδια ημέρα τον Υπουργό των Εξωτερικών του στην Άγκυρα για να συναντηθεί ή ν’ αναμετρηθεί με τον από δεκαετίας αντίζηλό του μέσα στον μουσουλμανικό κόσμο, τον νεο-Χαλίφη Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος από τα νεανικά του χρόνια διαθέτει δεσμούς με σκοτεινές φυσιογνωμίες μέσα στους σημερινούς λογίους ηγέτες των Ταλιμπάν και με ελεύθερους συνεργάτες τους ακόμα, από κείνους που έχουν αλλάξει πολλές φορές πλευρό, και ο οποίος διά της ιδιότυπης τουρκοϊσλαμικής διπλωματίας του (2016 κι εξής) επιχειρεί να καθιερωθεί ως παράγων με λόγο έγκυρο και βαρύνοντα μέσα στη μουσουλμανική ούμμα, την υπερκοινότητα του Ισλάμ που οι ουαχαμπιστές των Εμιράτων και της Σαουδικής Αραβίας λαμβάνουν πολύ στα σοβαρά υπόψη και όχι σαν μια αστεία υπόθεση γραφικών λαών προσκολλημένων σε δοξασίες και αρχαίες παραδόσεις. Το φρόνημα είναι asset και η πρόσβαση σ’ αυτό resource.

Πάλι δεν είναι η πρώτη φορά που ένας έκπτωτος ηγέτης βρίσκει καταφύγιο κάπου, κι αυτό δεν γίνεται ποτέ γι’ ανθρωπιστικούς λόγους, μα για λόγους μακρόπνοου σχεδιασμού κι αξιοποίησης από κείνον που επιλέγει να εκτεθεί παρέχοντάς του άσυλο, διότι γνωρίζει πως ούτως ή άλλως έχει εμπλακεί σε μια πολύ άγρια κονίστρα εδώ και πολλά χρόνια, και κάθε του επιλογή έρχεται με ρίσκα, τα οποία είναι πρόθυμος ν’ αναλάβει. Τί παράδειγμα να πρωταναφέρω; Εμείς εδώ στην Καθ’ υμάς Ανατολή το είδαμε αυτό όταν ο Πάπας της Ρώμης δέχθηκε να φιλοξενήσει τον Θωμά Παλαιολόγο, αδελφό του τελευταίου Αυτοκράτορα Ρωμαίων Κωνσταντίνου ΙΑ΄ Δραγάση του Παλαιολόγου, και τελευταίο νόμιμο Δεσπότη του Μυστρά το 1460, όχι από αγάπη, αλλά για να συντηρεί στην Ρώμη τον φερόμενο ως νόμιμο Αύγουστο της Νέας Ρώμης, μέχρι να βολιδοσκοπήσει τους ηγεμόνες της Χριστιανικής Ευρώπης αν θα ήσαν πρόθυμοι ν’ αναλάβουν κάποια νέα Σταυροφορία για την ανάκτηση του Μοριά και της Κωνσταντινούπολης απ’ τον ακόμα ολοκαίνουργιο Καίσαρα κι Αυτοκράτορα Ρωμαίων, τον Μωάμεθ Β΄ τον Πορθητή. Η σκέψη δεν ήταν άστοχη αρχικά, αλλά με τον καιρό κατέστη φανερό πως κανείς στην Ευρώπη δεν ενδιαφερόταν πραγματικά για κάτι τέτοιο, κι έτσι τα τέκνα του, Ανδρέας και Μανουήλ, κατέληξαν να επιχειρούν να πουλήσουν τα δήθεν δικαιώματά τους στον Βυζαντινό θρόνο σε ηγεμόνες που επιθυμούσαν να γεμίσουν την τιτλοφορία τους με χαμένα στέμματα, μολονότι βέβαια η αδελφή τους Ζωή-Σοφία παντρεύτηκε τελικά ακριβώς μ’ αυτήν την προίκα τον Μεγάλο Πρίγκιπα της Μόσχας Ιβάν Γ΄ Βασίλιεβιτς, κι έτσι έπιασε η παπική επένδυση, που έκτοτε μας κληροδότησε τη θεωρία «Μόσχα: Τρίτη Ρώμη». Η υπόθεση αυτή φάνηκε να ενταφιάζεται όταν ο δεύτερος γιος, Μανουήλ, πήγε τελικά στην Κωνσταντινούπολη κι αναγνώρισε ως νόμιμο Αυτοκράτορα Ρωμαίων τον Σουλτάνο Μωάμεθ, ο οποίος τον αντάμειψε μ’ ένα παλάτι, μια σύζυγο, και ετήσιες προσόδους άξιες της ευγενικής του καταγωγής. Οριστικότητα; Όχι βέβαια, γιατί μετά τον θάνατο του Μωάμεθ, η Οθωμανική Αυτοκρατορία πέρασε μια φάση μοναρχικής κρίσης, και τότε αναζωπυρώθηκε προσωρινά η ελπίδα μήπως κάτι θα μπορούσε να συμβεί, κάποια παρέμβαση, αν και ο ιστορικός χρόνος της Δύσης είχε προχωρήσει ήδη στον Νέο Κόσμο.

Για όσους παρακολουθούν τις γεωπολιτικές εξελίξεις, τα γεγονότα των ρεπορτάζ συντάσσουν συγκλονιστικές αλλ’ εφήμερες αράδες μέσα σε μεγάλες παραγράφους, κι αυτές είναι μικρές στιγμές μέσα σε σελίδες, όπου η εφαρμογή δύναμης από μεγάλες βουλήσεις παράγει έργο, και στο πέρασμα του χρόνου παράγεται ισχύς.

Μπορούμε άραγε στο μεταξύ ν’ αγνοήσουμε τους ανταγωνισμούς Ερντογάν στην Ερυθρά θάλασσα (σε Αίγυπτο διά της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, Σουδάν, Νότιο Σουδάν, Αιθιοπία, Ερυθραία, Κέρας της Αφρικής, μισή Σομαλία) με τους Εμιρατινούς και τους Σαουδάραβες για τη λεηλασία του φρονήματος και την άσκηση επιρροής μέσα στον Αραβικό Κόσμο, ακριβώς στο ίδιο γεωστρατηγικό πεδίο όπου δραστηριοποιείται καί η Κίνα, εκείνη με πολύ βαθύτερους σχεδιασμούς και μεγαλύτερες επενδυτικές δαπάνες;

Μπορούμε ν’ αγνοήσουμε όλες τις αντιερντογανικές συσπειρώσεις του 2020-2021 αραβικών κρατών στο πλευρό των δύο Αραβικών μοναρχιών και στο πλευρό του Ισραήλ;

Μπορούμε ν’ αγνοήσουμε την προσέγγιση Τουρκίας – Πακιστάν και την παράλληλη προσέγγιση Κίνας – Ιράν, το οποίο είναι σιιτικό όπως και ο σιιτικός ιρανικός πληθυσμός στις ανατολικές και νότιες επαρχίες του Αφγανιστάν, που τώρα θα βρεθούν στο στόχαστρο των Ταλιμπάν, τους οποίους στήριξαν είκοσι χρόνια τώρα για την επιστροφή στην εξουσία οι μυστικές υπηρεσίες και η στρατιωτική ελίτ του Πακιστάν;

Μπορούμε ν’ αγνοήσουμε τη νέα στρατηγική τοποθέτηση των ΗΠΑ μετά το τέλος της Εποχής Ομπάμα, απ’ το 2016 κι εξής δηλαδή, που βγάζει εκτός κάδρου ως αναξιόπιστους συμμάχους το Πακιστάν και την Τουρκία, επαναφέρει στο κέντρο το Ισραήλ, που η Κυβέρνηση Ομπάμα το έβλεπε σαν βαρίδι, και επιχειρεί να συμμαζέψει τις όχι ανεξάντλητες δυνάμεις και τους όχι ανεξάντλητους πόρους των ΗΠΑ προς τον σκοπό της όρθωσης ενός νέου οχυρωματικού περιβόλου για τη Δύση στη γραμμή Αιγύπτου – Ισραήλ – Κύπρου – Ελλάδας;

Οι εικόνες του χάους στην Καμπούλ είναι αναντίρρητες, όμως, ενώ μοιάζουν απολύτως pertinent λόγω του ισχυρού τους ειδησεογραφικού και συναισθηματικού μηνύματος, παραμένουν irrelevant στην ευρύτερη γεωστρατηγική εικόνα που εκτυλίσσεται ακάθεκτη ολόγυρα αυτών των στιγμιοτύπων, εικόνα που δεν θα όφειλε να περιέχει τον αιφνιδιασμό μας, εφόσον μπορούμε ν’ ανασύρουμε στη μνήμη μας όλην την παρελθούσα πενταετία της διαρκούς αποχώρησης των ΗΠΑ από πολέμους και κατοχές χωρών στη Μέση Ανατολή και Κεντρική Ασία, καταστάσεις στις οποίες έριχναν ατελεύτητους ποταμούς χρήματος και έχυναν το αίμα των παιδιών τους, ενώ ο κόσμος γύρω τους ανασυγκροτείτο σε μπλοκ αντιδυτικού αναθεωρητισμού δαπανώντας πολύ μικρότερους πόρους.

Για τις ΗΠΑ, που κι εγώ μεταξύ άλλων προβληματίζομαι μήπως παρακολουθούμε την πτώση τους απ’’ τον θρόνο της Υπερδύναμης, αυτό είναι τμήμα σχεδιασμού από το 2014 κι εξής, επί Ομπάμα, όταν τα κέντρα στρατηγικού ενδιαφέροντος μεταφέρθηκαν στη Νότια Σινική Θάλασσα και την Ανατολική Μεσόγειο, προτιμώντας ελαφρύτερες για τον προϋπολογισμό τους παρεμβάσεις κι εμπλοκές. Παρά τις φανφάρες του, ο Ντόναλντ Τραμπ δεν απέστη απ’ αυτόν τον σχεδιασμό που τον ξεπερνούσε, εφαρμόζοντας την αποχώρηση απ’ το Ιράκ, τη Συρία, και απ’ το Αφγανιστάν όπως είχε καθοριστεί από άλλους προ εκείνου και πέραν εκείνου. Πρόκειται για σχεδιασμούς που συνέχισε ο Πρόεδρος Μπάιντεν με κλειστά μάτια.

Εικόνες αποτυχημένων εκκενώσεων έχουμε ξαναδεί απ’ τους Αμερικανούς, τόσο στη Σαϊγκόν επί Προεδρίας Φορντ όσο και στην Τεχεράνη, της πρεσβείας τους εκεί, επί Προεδρίας Κάρτερ, και όμως παρέμειναν Υπερδύναμη. Επομένως, ας μην βιαζόμαστε να φτάσουμε σε συμπεράσματα επηρεασμένοι απ’ τα συναισθήματά μας για τη στιγμή. Οι ΗΠΑ αποφάσισαν μετά τη μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 πως η εποχή της ανηλικιότητας των συμμάχων και των εξαρτημένων τους στον πλανήτη έληξε. Η ΕΕ συσσώρευε πλεονάσματα μακαριότητας κι έβγαλε όλα της τα κόμπλεξ έναντι των αδυνάμων μελών της για μια δεκαετία κατά την οποία έχασε την ευκαιρία να γίνει κάτι παραπάνω από ’να αργόσυρτο μαμούθ, κι έμεινε απροσάρμοστη απέναντι στον μεταβαλλόμενο κόσμο έξω απ’ αυτήν. Η Ρωσία δεν έχασε την ευκαιρία ν’ απλώσει γύρω της μιαν αχλή μεταψυχροπολεμικού assertive rogue state, προκειμένου να κρύψει τις σοβαρές αδυναμίες και τις εγγενείς ανεπάρκειές της πίσω από την απειλητική εικόνα δήθεν ενός παράγοντα που θα καταφύγει και στο απροσδόκητο ακόμα, εάν χρειαστεί. Η Κίνα στο μεταξύ αγόρασε όλην την Αφρική, ένα μέρος της Ασίας, και κάνει ανοίγματα στην Λατινική Αμερική, λογουχάρη στον Παναμά.

Στο Οβάλ Γραφείο, τουλάχιστον απ’ τον Μάιο του 2020, βρίσκεται ένας φάκελος της αμερικανικής Intelligence Community που ρίχνει σκιές ενεργού ευθύνης στην Κίνα για την έκρηξη και την διάδοση της πανδημίας. Ο φάκελος αυτός επικαιροποιείται κάθε εξήντα ημέρες, και μέχρι τώρα καμία ανατροπή δεν έχει επέλθει προς το αισιότερον. Η συσπείρωση δυνάμεων και πόρων των ΗΠΑ υπαινίσσεται πως ετοιμαζόμαστε για κάτι μεγάλο ή για κάτι που θα σβήσει, επειδή δεν μπορεί να του επιτραπεί να γίνει μεγάλο, μέσα στους επόμενους μήνες του 2021 και τους πρώτους του 2022. Θα είναι ένα make or break moment, κατά την μαντεία που έλαβε ο Κροίσος όταν ερώτησε τόσο τους Δελφούς όσο και το Αμφιαράειον τί θα συνέβαινε εάν εξεστράτευε εναντίον των Μηδοπερσών:

«τῶν δὲ μαντηίων ἀμφοτέρων ἐς τὠυτὸ αἱ γνῶμαι συνέδραμον, προλέγουσαι Κροίσῳ, ἢν στρατεύηται ἐπὶ Πέρσας, μεγάλην ἀρχήν μιν καταλύσειν» (Ηροδότου Ιστορίαι 1.53.3), που σημαίνει σε νέα ελληνικά «τα δε προλεγόμενα στον Κροίσο καί των δύο μαντείων συμφωνούσαν στο ίδιο συμπέρασμα, πως εάν εξεστράτευε εναντίον των Περσών, θα κατέλυε μια μεγάλη αυτοκρατορία».

Batten down the hatches.