Τα ώριμα προβλήματα ανώριμων στιγμών: Νησιά και θαλάσσιες ζώνες στην Ανατολική Μεσόγειο

1653

Στο άρθρο που ακολουθεί θα πραγματευτώ την ελληνικού ενδιαφέροντος υπόθεση του Καστελλόριζου που παρά την θρυλούμενη απομόνωσή του βρίσκεται απολύτως στο κέντρο της έριδάς μας με Τουρκία, Λιβύη, και Αίγυπτο· θα παρουσιάσω γενικά τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS 1982) και κάποιους ορισμούς που μας ενδιαφέρουν· θα παρουσιάσω, τέλος, το πώς έχει η νομολογία των Διεθνών Δικαστηρίων διαχειριστεί τις υποθέσεις οριοθέτησης θαλάσσιων ζωνών όπου εμπλέκονται νησιά

1. Πρόλογος

Την 4η Ιουλίου, οι ΗΠΑ θα γιορτάσουν την Επέτειο της Ανεξαρτησίας τους, όταν δηλαδή αποφάσισαν να πάρουν το πεπρωμένο τους στα δικά τους χέρια, εισάγοντας το προοίμιο της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας τους με το περίφημο “We the People”. Το έγγραφο αυτό διακηρύσσει σχετικά με τις κυβερνήσεις και τα δικαιώματα: “to secure these rights, Governments are instituted among Men, deriving their just powers from the consent of the governed.” Αποδίδω σε νέα ελληνικά: «Προκειμένου να εξασφαλίσουν αυτά τα δικαιώματα, οι κυβερνήσεις συγκροτούνται μέσα στις κοινωνίες των Ανθρώπων, και οι δίκαιες εξουσίες τους εκπορεύονται απ’ τη συναίνεση των κυβερνωμένων.» Οι Αμερικανοί Εθνοπατέρες, που βρίσκονταν σ’ επαφή με την αγγλική και γαλλική πολιτική φιλοσοφία του Διαφωτισμού, διακήρυξαν έτσι πως κράτη και κυβερνήσεις συγκροτούνται για να υπερασπιστούν τα δικαιώματα, τα οποία μάλιστα προϋπάρχουν των κρατών και των κυβερνήσεων. Αυτό το καθήκον πέφτει στους δικούς τους ώμους.

Στο άρθρο που ακολουθεί θα πραγματευτώ την ελληνικού ενδιαφέροντος υπόθεση του Καστελλόριζου που παρά την θρυλούμενη απομόνωσή του βρίσκεται απολύτως στο κέντρο της έριδάς μας με Τουρκία, Λιβύη, και Αίγυπτο· θα παρουσιάσω γενικά τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS 1982) και κάποιους ορισμούς που μας ενδιαφέρουν· θα παραθέσω, τέλος, το πώς έχει διαχειριστεί η νομολογία των Διεθνών Δικαστηρίων τις υποθέσεις οριοθέτησης θαλάσσιων ζωνών οπουδήποτε ενεπλάκησαν νησιά. Προσδοκία μου είναι να αντιληφθούμε πως η προσφυγή σ’ ένα δικαστήριο δεν θα μας αποφέρει με βεβαιότητα αυτό που είναι το εθνικώς συμφέρον· η υπεράσπιση του τελευταίου είναι έργο και καθήκον της ανεξάρτητης εθνικής κυβέρνησης που εκλέγει ο λαός και υπηρετεί τον λαό. Τούτο διότι απ’ την ιστορική προσέγγιση της νομολογίας προκύπτει πως υπάρχει διάσταση ανάμεσα στις προτεραιότητες των δύο σωμάτων: απ’ τη μια μεριά οι κυβερνήσεις, όπως λέει η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας των ΗΠΑ, εκλέγονται και ομνύουν να υπερασπιστούν τα εθνικά συμφέροντα και κυριαρχικά δικαιώματα, ενώ απ’ την άλλη, τα δικαστήρια συγκροτούνται για να υπηρετήσουν νομικές προτεραιότητες, τουτέστιν να εκδώσουν μιαν ισορροπημένη χαρτογραφικά (κατά την αντίληψη του δικαστηρίου) απόφαση που δεν θα προσκρούει βάναυσα στην ήδη διαμορφωμένη νομολογία τους.

Μια εξήγηση και για τον τίτλο: τα προβλήματα αυτά ανταποκρίνονται σε καταστάσεις που είναι ώριμες προς τακτοποίηση, όμως πολλοί παράγοντες της περιοχής δεν εμφανίζονται ως ώριμοι ακόμα να τις διευθετήσουν, κι έτσι οι στιγμές, συνεκδοχικά, δεν είναι ώριμες. 

Μολονότι το άρθρο θα εξαντλήσει τον αναγνώστη του με την έκτασή του, δεν φιλοδοξεί να εξαντλήσει κανένα θέμα, γιατί δεν συνιστά διατριβή. Για την σύνταξή του χρησιμοποιήθηκε έντυπο και προφορικό υλικό απ’ την ειδησεογραφία, από εργασίες, άρθρα, διαλέξεις, και συνεντεύξεις ειδικών (Λ. Δ. Χουλιάρας, Γ. Χρυσοχού, Π. Φωτίου, Χρ. Ροζάκης, Γ. Μάζης, Ά. Συρίγος, Αναστασία Στρατή και Κρ. Ιωάννου, A. G. Oude Elferink, T. Henriksen, M. Evans, D. Freestone, R. Barnes, L. Μ. Alexander, μεταξύ άλλων) και, τέλος, από τις αποφάσεις των διεθνών δικαιοδοτικών οργάνων.

2. Εισαγωγή: ἐξ οὗ δή τά πρῶτα διαστήτην ἐρίσαντε

Όλοι οι άνθρωποι φυσιολογικά διαθέτουμε χέρια, όμως το τί μας επιτρέπεται να κάνουμε μ’ αυτά τα χέρια ορίζεται απ’ τις ιστορικές περιστάσεις της απτής πραγματικότητας, και από νόμους, αφού άλλο το επιθυμητό, άλλο το εφικτό, και άλλο το επιτρεπτό. Καμιά φορά ο νόμος μας δένει τα χέρια, και είναι σαν να μην τα έχουμε, όμως ο νόμος δεν προβλέπει τα πάντα, κι έτσι υπάρχουν ανθρώπινες πράξεις σύννομες, πράξεις έκνομες, και πράξεις παράνομες. Κάθε πράξη κρίνεται από ένα δικαιοδοτικό όργανο, εάν προσφύγει κάποιος ενώπιόν του.

Έτσι και σ’ όλα τα νησιά αναγνωρίζεται καταρχήν δικαίωμα σε θαλάσσιες ζώνες (χωρικά ύδατα, ΑΟΖ, υφαλοκρηπίδα), όμως το τί ορίζεται ως νησί, το τί λογής θα είναι οι θαλάσσιες περιοχές του, ποιά η έκτασή τους, προς ποιά κατεύθυνση θα εκτείνονται, και το πώς η παρουσία ενός νησιού επηρεάζει την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών μεταξύ δύο κρατών, αυτά όλα αποτελούν αντικείμενο εξέτασης από ένα δικαιοδοτικό όργανο, γιατί άλλο η παροχή ενός δικαιώματος και άλλο η πρόσβαση στα αγαθά που η άσκηση του δικαιώματος θα εξασφάλιζε. 

Έτσι γεννάται μια έριδα μεταξύ διαφιλονικούντων κρατών, όπως και μια διάσταση ανάμεσα στο θεωρητικά προβλεπόμενο και στο πρακτικά παραχωρούμενο.

Μολαταύτα, ένας άνθρωπος κι ένα έθνος πρέπει να προασπιστούν τα συμφέροντά τους, γιατί τους πέπρωται να γεννήσουν πραγματικότητες κι όχι απλά να μελετήσουν διατάξεις νομίζοντας πως μελετώντας είναι σαν να έχει ήδη κριθεί οριστικά μια πραγματικότητα που τους απασχολεί. Προασπιζόμενος το συμφέρον του, ένας άνθρωπος οφείλει να κινήσει τα χέρια του για να παράξει έργο. Προασπιζόμενο τα συμφέροντά του, ένα έθνος οφείλει να προβεί σε όλες τις εφικτές και ωφέλιμες ενέργειες προκειμένου να παράξει συμφέροντα έργα. Το μέγεθος που μετράει την μεταβολή του παραγόμενου έργου πάνω στη γραμμή του χρόνου ονομάζεται ισχύς, και χωρίς ισχύ δεν μπορεί κανείς να προασπιστεί τα συμφέροντά του, ας πούμε μ’ ευχολόγια ή με θεωρίες περί του δικαίου: πρέπει να επιδιώξει την εφαρμογή του.

Η Ιστορία είναι η επιστήμη που μελετά τα έργα των ανθρώπων, τα οποία γεννούν πραγματικότητες, ενώ η Νομική είναι η τέχνη της δημόσιας διαλεκτικής έριδας με την οποία ο άνθρωπος επιχειρεί χρησιμοποιώντας τον νόμο να δείξει πως έχει δίκιο· “Die Kunst Recht zu behalten,” όπως είχε πει και ο Άρθουρ Σόπενάουερ, κι εννοούσε την τέχνη του να έχεις δίκιο ακόμα κι όταν έχεις άδικο, μιλώντας για την «εριστική διαλεκτική».

Στο κείμενο που θα διαβάσετε, θα επιχειρήσω ως ιστορικός να προσεγγίσω τη διάσταση ανάμεσα στη νομική φύση της οριοθέτησης θαλάσσιων ζωνών και στην ιστορική φύση των εθνικών συμφερόντων που συνδέονται μ’ αυτές τις ζώνες. Ανάμεσα στο τί είναι απαραίτητο να κάνουμε σχετικά με την οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών (χωρικών υδάτων, ΑΟΖ, υφαλοκρηπίδας) αφ’ ενός, και αφ’ ετέρου στο τί ενδεχομένως μας περιμένει εάν εναποθέσουμε την επίλυση των ζητημάτων αυτών όχι στην ισχύ των χειρών μας αλλά στην ισχύ ενός δικαιοδοτικού οργάνου, εκεί όπου η δική μας μέριμνα, δηλαδή η προάσπιση του δικού μας συμφέροντος, δεν θα είναι η δική του μέριμνα, τουτέστιν η έκδοση μιας απόφασης που δεν θα προσκρούει την προηγούμενη δική του νομολογία και δεν θ’ ανατρέπει βαρέως κείμενες νομικές αρχές και μεθοδολογίες. 

Θα παρουσιάσω εκλαϊκευμένα ιστορικές εφαρμογές της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (αγγλ. United Nations Convention on the Law of the Sea, UNCLOS 1982, Συνδιάσκεψη 1973-1982, τέθηκε σε ισχύ το 1994, επικυρώθηκε απ’ την Ελλάδα τον Μάιο του 1995, στο εξής «η Σύμβαση» ή “UNCLOS 1982”), και δεν θα εξαντλήσω το θέμα συζητώντας ακαδημαϊκά τις θεωρίες περί άρθρων δικαίου, αλλά θα διεξέλθω τις πραγματικότητες που η Σύμβαση γέννησε μέσα στο πρόσφατο ιστορικό παρελθόν. Θα το επιχειρήσω αυτό αξιοποιώντας πραγματικές υποθέσεις οριοθετήσεων θαλασσίων ζωνών που αφορούσαν νησιά και ηπειρωτικές ακτογραμμές και κρίθηκαν στο Διεθνές Δικαστήριο για το Δίκαιο της Θάλασσας (ΔΔΔΘ, 14 υποθέσεις υφαλοκρηπίδας) και στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (ΔΔΧ, 1 υπόθεση υφαλοκρηπίδας). 

Καλώ τον αναγνώστη να συγκρατήσει εδώ στοχαστικά πως φανερώνεται ιστορικά στη νομολογία ότι άλλο πράγμα είναι τα γενικόλογα άρθρα της Σύμβασης προτού φτάσει μια υπόθεση στο δικαστήριο, και άλλο το πώς πρακτικά επιλύθηκαν οι έριδες καταρχήν βάσει της ίδιας Σύμβασης αλλά ουσιαστικά βάσει μεθοδολογιών που διαμορφώθηκαν επί τόπου. Τούτο διότι προκύπτει διάσταση ανάμεσα στην καταρχήν αναγνώριση ενός δικαιώματος σ’ ένα νησί και στον ad hoc προσδιορισμό της έκτασης του δικαιώματος και της επήρειας ενός νησιού κατά την οριοθέτηση μιας θαλάσσιας ζώνης. Άλλο είναι να κουνάει κανείς το χάρτινο σημαιάκι του Διεθνούς Δικαίου, νομίζοντας πως τον ευνοεί η ερμηνεία που δίνει, και άλλο να δοκιμάζει είτε με δικές του εξωδικαστικές πρωτοβουλίες είτε με προσφυγή από κοινού σε δικαιοδοτικό μηχανισμό να διαμορφώσει πραγματικότητες που δεν θα προσκρούουν στη Σύμβαση, προς τις οποίες και οι υπόλοιπες δυνάμεις του πλανήτη θα τοποθετηθούν στη συνέχεια, αφού πρώτα διαμορφωθούν αυτές οι πραγματικότητες, κι όχι όσο κανείς απλώς θεωρητικολογεί περί του Δικαίου. Οι πλάνες που οι πόθοι μας γεννούν σχετικά με την θεωρία συχνά ανατρέπονται απ’ την ιστορική εμπειρία των γεγονότων, που ευνοούν διαχρονικά μια “Realpolitik.” 

Εάν έχουμε κάτι να περιμένουμε απ’ το μέλλον για τις δικές μας υποθέσεις που σχετίζονται με τα νησιά μας και με την οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών, και σκοπεύουμε να παραχωρήσουμε την κονίστρα όπου θα κριθούν τα συμφέροντά μας σε κάποια χέρια άλλα πέραν των δικών μας—χέρια που θα γεννήσουν ισχύ άλλη πέραν της δικής μας—ωφελεί με σύνεση να κοιτάξουμε το τί πραγματικά έχει συμβεί στο πρόσφατο παρελθόν, διεξερχόμενοι τη νομολογία, πέραν του τί ερμηνεύουμε θεωρητικά πως προβλέπει μια σειρά άρθρων μιας Σύμβασης. Η Ιστορία *δεν* είναι η επιστήμη των θεωρητικών συζητήσεων στις καστρινές μας βιβλιοθήκες, και τα καμπανάκια που κρούει δεν είναι των θεωρητικών κινδύνων, αλλά των ιστορικά επαληθευμένων ξανά και ξανά.

Οι ρυθμίσεις της UNCLOS 1982 είναι εσκεμμένα διατυπωμένες αφαιρετικά—και τούτο σε κάποιον βαθμό μπορεί να ιδωθεί ως αρετή για κάθε τέτοιο κείμενο δικαίου—προκειμένου να διαμορφώνουν ένα όσο το δυνατόν ευρύτερο πλαίσιο αναφοράς, που, χωρίς να φωτογραφίζει εκ προοιμίου καμία ειδική περίπτωση, θα επιτρέπει εντούτοις σε διεθνείς μηχανισμούς να επιλύουν σύννομα τις έριδες. Το γενικό πλαίσιο αυτό συγκεκριμενοποιείται κάθε φορά αναλόγως των ειδικών συνθηκών, περιστάσεων, και χαρακτηριστικών της κάθε υπόθεσης. 

Γι’ αυτό πρέπει να δούμε παραδείγματα αποφάσεων των διεθνών οργάνων που χειρίστηκαν συγκεκριμένες υποθέσεις εφαρμόζοντας τα μεθοδολογικά εργαλεία που νομικώς διέθεταν, αρχικά τη Συνθήκη της Γενεύης του 1958 και στη συνέχεια την UNCLOS 1982, σχετικά με την οριοθέτηση θαλασσίων περιοχών ανάμεσα σε νησιά και σε παρακείμενες ή αντικείμενες ακτογραμμές (maritime boundary delimitation between adjacent or opposite coastlines). 

Γεμίζοντας τα κενά ασάφειας, το Διεθνές Δικαστήριο διαμόρφωσε έτσι κατά περίπτωση μεθοδολογία, όχι πάντοτε διάφανη, στην οποία του παρέχεται το περιθώριο να προσφύγει εκ νέου κατά την κρίση ανάλογων μελλοντικών υποθέσεων, αν και όχι αυτούσια, όπως έχει ήδη γνωματεύσει το ΔΔΧ, και τούτο διότι εξετάζονται κάθε φορά οι «σχετικές περιστάσεις».

Να σημειώσω, τέλος, πως καίρια νομολογία διαμορφώθηκε όταν ακόμα δεν είχε τεθεί σε ισχύ η UNCLOS 1982· μολαταύτα, οι μεθοδολογικές αρχές που διαμορφώθηκαν μ’ αυτήν τη νομολογία συγκροτούν ζωντανό τμήμα του σώματος που εξακολουθεί να χρησιμοποιείται. Συνεπώς, η εξαγωγή κάποιων υποχρεωτικά γενικών αρχών που εμφανίζονται στη νομολογία μας ανοίγει ένα παράθυρο στον τρόπο που σκέφτεται και κρίνει το δικαστήριο.

3. Γενικά πώς σκέφτεται το Διεθνές Δικαστήριο;

Η υπάρχουσα αυτή νομολογία, εξεταζόμενη ψύχραιμα, φανερώνει πως μαξιμαλιστικές διεκδικήσεις—δεν είναι κακή λέξη αυτή, διαπραγματευτικά δεν βλάπτει να διατυπώνουμε καταρχάς τέτοιες διεκδικήσεις, προκειμένου να διαθέτουμε σε δεύτερη φάση ένα περιθώριο ελιγμού—συνιστούν για το δικαστήριο μάλλον ανεδαφικές προσδοκίες που παγιδεύουν σε αδιέξοδα την εσωτερική σκηνή μιας χώρας αλλ’ όχι τους δικαστές. Λαμβάνονται μεν υπόψη, γιατί κανείς δεν πρέπει να φύγει αδικημένος, όμως η κρίση του δικαστηρίου, όπως θα φανεί απ’ τις επιμέρους υποθέσεις, θέτει άλλες προτεραιότητες από κείνες των εθνικών συμφερόντων των κρατών που προσέρχονται ενώπιόν του, και επιλύει οριστικά τις υποθέσεις με τρόπους που τείνουν να μην ικανοποιούν καμία από τις δύο πλευρές, φανερά τουλάχιστον.

Α. Προτεραιότητα του Δικαστηρίου. Όπως θα προκύψει απ’ την παράθεση των υποθέσεων οριοθέτησης θαλάσσιων ζωνών όπου εμπλέκονται νησιά, το διεθνές δικαστήριο περιγράφει συστηματικά ως προτεραιότητά του κατά την εκφορά κρίσεων όχι την τυφλή συμμόρφωσή του προς το άρθρο 121 παρ. 2 της Σύμβασης—όπου το δικαίωμα των νησιών σε θαλάσσιες ζώνες αναγνωρίζεται ως ίδιο με κάθε άλλης χερσαίας έκτασης—αλλά «την επίτευξη μιας δίκαιης διευθέτησης» (the achievement of an equitable resolution) χάριν της οποίας βαρύνουν καθοριστικά οι λεγόμενες «σχετικές περιστάσεις» κάθε υπόθεσης (relevant circumstances). Κατανοούμε όλοι, εκτιμώ, πως οι ορισμοί «εθνικό συμφέρον» και «δίκαια διευθετημένο» δεν ταυτίζονται, γιατί το μεν πρώτο προσδιορίζεται διαχρονικά από ένα έθνος, το δε τελευταίο απ’ τη σύνθεση ενός δικαστηρίου και τη νομική του εκτίμηση. Έθνος και δικαστήριο υπηρετούν άλλες προτεραιότητες.

Β. Τί συμβαίνει πάντοτε. Κατά την οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών οπουδήποτε εμπλέκονται νησιά, το δικαστήριο πάντοτε καταπιάνεται με τον προσδιορισμό της έκτασης του δικαιώματος των συγκεκριμένων νησιών σε ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα, και της επήρειάς τους (effect) στην οριοθέτηση. Αυτό σημαίνει πως ποτέ δεν ξεκινά μια προσφυγή με τη βεβαιότητα ότι στο νησί θ’ αποδοθεί πλήρης επήρεια, αλλά με τη βεβαιότητα πως θα υπάρξουν ποσοστώσεις της επήρειας. Η ιστορική παρακολούθηση της νομολογίας φανερώνει πως το δικαστήριο αποδίδει αυξημένη βαρύτητα στο δικαίωμα του παρακείμενου ή αντικείμενου ηπειρωτικού κράτους και μειωμένη βαρύτητα στα ξένα νησιά στ’ ανοιχτά του. Συγκεκριμένα, συστηματικά το διεθνές δικαστήριο αναγνωρίζει πλήρη δικαιώματα θαλασσίων ζωνών στην ακτογραμμή του όμορου ηπειρωτικού κράτους και μειωμένα στο ξένο νησί, επειδή αυτό δεν αποτελεί την αποκλειστική πηγή δικαιώματος σε θαλάσσιες ζώνες για την χώρα στην οποία ανήκει, αλλά μέρος της πηγής του δικαιώματος. Κατανοούμε όλοι, εκτιμώ, πως de nobis fabula narratur, παναπεί πως ο λόγος ομιλεί για εμάς και την Τουρκία.

Γ. Με ποιά κριτήρια προσδιορίζονται το δικαίωμα και η επήρεια ενός νησιού. Για τον προσδιορισμό του δικαιώματος που έχει το νησί ενός παράκτιου κράτους και για το πώς αυτό επηρεάζει την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών με την παρακείμενη ή αντικείμενη ακτή ενός όμορου παράκτιου κράτους, προκύπτει απ’ την μελέτη της νομολογίας πως το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του κατεξοχήν τα ακόλουθα κυρίως γεωμετρικά κριτήρια, που *δεν* περιγράφονται στη Σύμβαση αλλά έχουν χρησιμοποιηθεί την εποχή πριν από την θέση σε ισχύ της UNCLOS 1982:

  • Το μέγεθος και συνάμα τη θέση του νησιού σε σχέση με τον ηπειρωτικό κορμό της χώρας στην οποία ανήκει και σε συγκριτική και αναλογική σχέση με την παρακείμενη ή αντικείμενη ακτή του όμορου παράκτιου κράτους.
  • Το μήκος των ακτών του νησιού συγκριτικά προς το μήκος της παρακείμενης ή αντικείμενης ακτής του όμορου παράκτιου κράτους (length of relevant coasts).
  • Κρίσιμες ιστορικές λεπτομέρειες, όπως η παλαιότερη αποδοχή ή η μη απόρριψη απ’ το ένα κράτος μιας απαίτησης ή ενός ισχυρισμού του άλλου κράτους σε μια διευθέτηση έστω ελάσσονος ζητήματος, λογουχάρη διευθετήσεις αλιείας. Γι’ αυτόν το λόγο τα πρόσωπα με ευθύνη οφείλουν να προσέχουν τί εκστομίζουν και τί υπογράφουν.

Στη ζώσα εμπειρία, διαπιστώνει κανείς ιστορικά δύο φάσεις στις κρίσεις του δικαστηρίου οποτεδήποτε χειρίστηκε υποθέσεις όπου εμπλέκονταν νησιά:

  • Πρώτη φάση. Απ’ τη δεκαετία του ’60 έως το 1992, στα νησιά αποδιδόταν συστηματικά κατά τις οριοθετήσεις όχι πλήρης αλλά μισή επήρεια (half effect) με κάποιες ελάχιστες και γι’ αυτό χτυπητές εξαιρέσεις. Βαρύνουσες υποθέσεις της περιόδου αυτής, όταν ακόμα ίσχυε η Συνθήκη της Γενεύης (1958) ήσαν: η προσφυγή Δανίας και Ολλανδίας εναντίον της Ομοσπονδιακής Γερμανίας στο ΔΔΧ για τις υφαλοκρηπίδες (Οκτώβριος 1967, κρίθηκε τον Φεβρουάριο του 1969)· η υπόθεση οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας μεταξύ Γαλλίας και Ηνωμένου Βασιλείου στη Μάγχη ενώπιον Διαιτητικού Δικαστηρίου (1977), όπου συνέβησαν ενδιαφέροντα πράγματα, λογουχάρη η απόδοση πλήρους επήρειας σ’ έναν βρετανικό σκόπελο, τον Eddystone Rock, επειδή κατά το παρελθόν η Γαλλία τον είχε αποδεχτεί ως σημείο βάσης για την οριοθέτηση βρετανικής αλιευτικής ζώνης· η οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας μεταξύ Λιβύης και Τυνησίας απ’ το ΔΔΧ (1982) και στη συνέχεια της οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας μεταξύ Λιβύης και Μάλτας (1985) όπου εμφανίζεται το «κριτήριο της δίκαιης αναλογικότητας» (equitable proportionality criterion) που αποσκοπεί στο να συσχετίσει αναλογικά βάσει κάποιας ευλογοφανούς αλλ’ αδιαφανούς μεθοδολογίας το μήκος των ακτών με τις αποδιδόμενες θαλάσσιες εκτάσεις· και η υπόθεση οριοθέτησης χωρικών θαλασσών μεταξύ Γουινέας και Γουινέας Μπισάου (1983) όπου απερρίφθη η μέθοδος της «γραμμής ίσης απόστασης» (equidistance line) χάριν της αρχής της «δίκαιης λύσης» (equitable solution) ένεκα της ιδιαίτερης γεωγραφικής διαμόρφωσης των ακτών.
  • Δεύτερη φάση. Από τις αποφάσεις οριοθέτησης στις υποθέσεις: α) των γαλλικών νησιών Saint-Pierre et Miquelon εναντίον του Καναδά (1992), και β) του νορβηγικού νησιού Jan Mayen εναντίον της Γροιλανδίας (1993), ξεκινά μια εποχή κατά την οποία κυμαίνεται κατά περίπτωση η απόδοση μειωμένης επήρειας των νησιών κατά την οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών. Μολονότι στη Σύμβαση τα νησιά εξομοιώνονται σε δικαιώματα με την ηπειρωτική ακτή, στην πράξη η έκταση του δικαιώματός τους προσδιορίζεται με διάφορες μη σταθερές μεθοδολογίες ανεξαιρέτως, και αυτό σημαίνει πως περιορίζεται. Κανείς δεν φεύγει, βέβαια, βαριά παραπονούμενος, αλλά και κανείς δεν φεύγει με το μέγιστο των αξιώσεών που διατυμπάνιζε στο εσωτερικό του, όταν αναχωρούσε για τη δίκη με τον φάκελο υπό μάλης. Τέλος, οι αποφάσεις των δικαστηρίων δεν λαμβάνονται in vitro, αλλά οι διεθνείς συσχετισμοί και οι πολιτικές σκοπιμότητες φαίνεται πως δεν παραγνωρίζονται απ’ τους δικαστές, καθιστώντας την κρίση μια υπόθεση όχι μονάχα νομικής φύσης αλλά καί έξυπνης αξιοποίησης της ιστορικής συγκυρίας, την οποία διαμορφώνουν τα έργα των έξυπνων ανθρώπων ή οι παραλείψεις των αβέλτερων. Να υπενθυμίσω, εδώ, πως η Σύμβαση τέθηκε σε ισχύ στις 16 Δεκεμβρίου 1994, και να σημειώσω πως η πρώτη υπόθεση που κρίθηκε βάσει αυτής ήταν μεταξύ Υεμένης και Ερυθραίας στις 17 Δεκεμβρίου 1999. 

Δ. Τί βαρύνει στο σκεπτικό του δικαστηρίου. Η μελέτη της νομολογίας φανερώνει πως κατά την κρίση του δικαστηρίου όσο πλησιέστερα βρίσκεται ένα νησί στον ηπειρωτικό κορμό της χώρας στην οποία ανήκει, τόσο λιγότερο βαρύνει κατά την οριοθέτηση μιας θαλάσσιας ζώνης. Εάν, πάλι, ένα νησί βρίσκεται μακριά ή κριθεί πως είναι απομονωμένο από τον εθνικό του κορμό—όπως κινδυνεύει να κριθεί το σύμπλεγμα της Μεγίστης (Καστελλόριζου)—τότε λαμβάνεται υπόψη το μέγεθος και το μήκος της ακτής του συγκριτικά με το μήκος της ακτής του παρακείμενου ή αντικείμενου όμορου κράτους κατά τη διαδικασία καθορισμού της πλήρους ή μερικής επήρειάς του πάνω στην οριοθέτηση. Ιστορικά, η επήρεια κρίνεται σχεδόν πάντοτε μειωμένη έναντι της ηπειρωτικής ακτής. Αυτό οφείλει να μας προβληματίσει, διότι είναι μάλλον απίθανο το ίδιο Διεθνές Δικαστήριο ν’ αποστεί απ’ την πρότερη μεθοδολογία του, μολονότι είναι αναμενόμενο να προβεί σε ελάσσονες τροποποιήσεις και προσαρμογές.

Ε. Η μετατόπιση της γραμμής ίσης απόστασης. Τέλος, από την εξέταση της νομολογίας προκύπτει ότι, όταν εμπλέκονται νησιά, το δικαστήριο σχεδόν πάντοτε καταλήγει να μετατοπίζει τη μέση γραμμή ή την γραμμή ίσης απόστασης (shifting of the median or equidistance line) ανισότιμα για τις δύο πλευρές που ερίζουν. Αυτό είναι κρίσιμο, διότι διαχρονικά η πατρίδα μας προτείνει στις διμερείς συνομιλίες της την καταφυγή στη λύση της γραμμής ίσης απόστασης για την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών (delimitation of maritime zones), κυρίως δε της υφαλοκρηπίδας.

Συμπέρασμα. Σε ό,τι σχετίζεται με την οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών οπουδήποτε εμπλέκονται νησιά,  οι παραπάνω διαπιστώσεις ενδεικνύουν πως ο αποδοτικότερος δρόμος για μια χώρα που επιθυμεί πραγματικά να της αποδοθούν καί στην πράξη εκείνες οι μέγιστες αξιώσεις της που αξιοποιούν την παρουσία νησιών της (αξιώσεις που υπηρετούν ιστορικές προτεραιότητες) δεν περνάει με χαμηλό ρίσκο μέσ’ απ’ την προσφυγή σ’ ένα διεθνές δικαστήριο ή διαιτητικό όργανο (που υπηρετούν νομικές προτεραιότητες), αλλά προτιμότερα μέσα από διμερείς συνεννοήσεις με τα όμορα κράτη, όπου βαρύνουν περισσότερο οι διπλωματικοί και συμμαχικοί συσχετισμοί. 

4. Τα εμπόδια για την ελληνική ΑΟΖ περνούν απ’ τη Λιβύη

Το τελευταίο οκτάμηνο, το αμφιλεγόμενο Τουρκολιβυκό Μνημόνιο Ερντογάν-Σάραζ της 27ης Νοεμβρίου 2019 επανέφερε με κατεπείγοντα τρόπο στο μέσον της ειδάλλως επιπόλαιης ή κοντόφθαλμης ελληνικής επικαιρότητας το ζήτημα της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης της χώρας μας. Η πρόσβαση στ’ αγαθά που απορρέουν απ’ το δικαίωμα στην ΑΟΖ απαιτεί την πρότερη εκδήλωση της σχετικής βούλησης μιας χώρας μέσω μιας εθνικής διακήρυξης, όπως η πρόσφατη κήρυξη ΑΟΖ με την Ιταλία, που μαζί της εκδηλώθηκε γενικά η ελληνική βούληση περί οριοθέτησης της συνολικής ΑΟΖ της χώρας μας, κι αυτό πρέπει να υπογραμμιστεί. Η οριοθέτησή της, όμως, σε όλη της την έκταση περνάει μέσα από επαφές με δύο αποσταθεροποιημένες και μία εχθρική χώρα: τη Λιβύη και την Αίγυπτο αφ’ ενός, και την Τουρκία αφ’ ετέρου. Αποκαλώ κατεπείγοντα τον τρόπο διότι κατέστη φανερό πως αυτή η επιφανειακά σύννομη υπογραφή παράνομων μνημονιακών ρυθμίσεων κατέστη επιταχυντής της δικής μας εσπευσμένης διπλωματικής αφύπνισης. 

Κοντά σ’ αυτά, το μνημόνιο γέννησε πραγματικότητες που δεν μπορούμε ν’ αγνοήσουμε, κι ας εδράζονται σε οφθαλμοφανώς παράνομες παραδοχές—όμως έτσι συμβαίνει στην Ιστορία—και θα γεννήσει προσεχώς, πολύ σύντομα, νέες τόσο από πλευράς Τουρκίας όσο κι από πλευράς Σάραζ: ακούω πως ο τελευταίος ετοιμάζεται μέσα στο καλοκαίρι να ορίσει υπεράκτια πεδία άντλησης υδρογονανθράκων στη λιβυκή θάλασσα, είτε επικαλύπτοντα, είτε προβληματικώς εφαπτόμενα σε ελληνικά τεμάχια του Νόμου Μανιάτη, διότι η Λιβύη έχει πειστεί απ’ την τουρκική ερμηνεία πως η Πελοπόννησος είναι νησί και πως έτσι δήθεν στερείται ολωσδιόλου δικαιωμάτων επί θαλασσίων ζωνών, σκοπεύει δε να τα παραχωρήσει σ’ εταιρείες όπως η ΕΝΙ, η ΒΡ, και η ΕΧΧΟΝ, που ήδη δραστηριοποιούνται σε χερσαία και θαλάσσια οικόπεδα της Λιβύης. Εάν δεν υπήρχε ελληνικός σχεδιασμός, ανυπερθέτως οφείλει να υπάρξει τώρα. Οι καιροί δεν περιμένουν την ακόμα ακέφαλη ελληνική διαχειριστική εταιρεία υδρογονανθράκων.

Το μνημόνιο αυτό αποτελεί τομή στις υποθέσεις της (πειρατικής;) διπλωματίας των υδρογονανθράκων της ευρύτερης περιοχής μας, καθώς α) με όχημα την υπογραφή αυτή, η Τουρκία επιχειρεί και μάλλον έχει ήδη γεμίσει καί με πλούσια φυσική παρουσία τα κενά δυτικής επιρροής στη Λιβύη, χώρα κρίσιμη για τους υδρογονάνθρακες και για τον έλεγχο των υποσαχάριων μεταναστευτικών ροών προς την ΕΕ, και β) μετατοπίζει απτά πλέον το πεδίο της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης απ’ τις συμβατικές έριδες του 20ού αιώνα περί της ελληνικής κυριαρχίας επί θαλάσσιων περιοχών και νήσων του Αιγαίου στα υπεράκτια πεδία κοιτασμάτων υδρογονανθράκων της Ανατολικής Μεσογείου, εισάγοντάς μας στον γενναίο νέο κόσμο της ενεργειακής κρίσης του 21ου αιώνα. 

Ο αγώνας δρόμου στον οποίον αποδύεται η ελληνική διπλωματία τις τελευταίες εβδομάδες συντελείται μέσα σε αντίξοα συμφραζόμενα πλανητικού πανικού και lockdown της πανδημίας ένεκα, καθώς κι ευρύτερου διπλωματικού απομονωτισμού ή αποδρομής παραδοσιακών παραγόντων της διεθνούς σκακιέρας απ’ το προσκήνιο, λογουχάρη των ΗΠΑ του Τραμπ, που ασχολούνται με τις εσωτερικές τους κρίσεις (καθαίρεση των αγαλμάτωνστο πλαίσιο της Historical Purification, Culture and Identity Wars, Cancel Culture, αξία της ζωής των Μαύρων, παταγώδης αποτυχία αντιμετώπισης της πανδημίας, προεκλογική χρονιά, κ.ά.), και της ΕΕ, που χώθηκε ξανά ομφαλοσκοπικά απ’ τις κκ. Λαγκάρντ, Φον ντερ Λάιεν, και Μέρκελ στο πουγκί της νομισματικής της ειρήνης και της συσσώρευσης πλεονασμάτων, την ίδια στιγμή που η post-Brexit Μεγάλη Βρετανία επιστρέφει δυναμικά στην περιοχή μέσω της ΒΡ, εταιρεία στην οποία ήδη απ’ το τελευταίο δίμηνο του 2019 έχει παραχωρήσει η ιταλική ΕΝΙ το 50% των δικαιωμάτων της στη Λιβύη σε στεριά και θάλασσα.

Στη νέα αυτή πραγματικότητα εμπλέκονται παλαιοί παράγοντες της περιοχής, πάρα πολλοί δρώντες με πολλαπλά συμρέροντα που συγκρούονται, τουτέστιν:

  • ο OPEC, που μάλλον διαθέτει πειστικό έρεισμα διεκδίκησης μέρους των κοιτασμάτων της Ανατολικής Μεσογείου ως συνέχειας των δικών του, κάτι που θ’ απασχολήσει τον Πρόεδρο Σίσι της Αιγύπτου, η οποία κατέχει το υπεράκτιο πεδίο Zohr με αστρονομικό κοίτασμα φυσικού αερίου.
  • το Ισραήλ του οψίμως υπόδικου για σκάνδαλα διαπλοκής και διαφθοράς Προέδρου Νετανιάχου, που όμως δεν αρνήθηκε ποτέ να συνομιλεί με την Ελλάδα, όπως δεν γνωρίζουμε εάν θα ισχύσει το αυτό και για τους διαδόχους του.
  • η διαλυμένη απ’ τους δύο εμφυλίους Λιβύη (2011 κ.εξ., και 2014 κ.εξ.), όπου συνάμα με τους επιχώριους μικροπαράγοντες (Σάραζ, Χάφταρ, Σάλεχ) δρουν και «παλαιστές» της διεθνούς κονίστρας μέσα απ’ αυτόν τον meta-proxy war (Ρωσία, Τουρκία, Αίγυπτος, Εμιράτα, Κατάρ, Βρετανία, ΗΠΑ, Ιταλία, Γερμανία, Γαλλία, οργανώσεις ισλαμιστικού προσανατολισμού και μισθοφόροι τζιχαντιστικού παρελθόντος επείσακτοι από Συρία) όπως και κολοσσοί εξόρυξης υδρογονανθράκων (ENI, BP, TOTAL, ΕΧΧΟΝ, και η TPAO.)
  • η αποσταθεροποιημένη Αίγυπτος του Σίσι, της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, του στραγγαλισμού του Νείλου απ’ το αιθιοπικό φράγμα GERD (βλ. στο βάθος Κίνα), της ισλαμιστικής τρομοκρατικής οργάνωσης Wilayat Sinai (βλ. στο βάθος Κατάρ) που είναι παρακλάδι του ISIL, και τέλος
  • η κλονισμένη απ’ την πρόσφατη οικονομική κρίση Κύπρος, που δεν διαθέτει τώρα ή στο μέλλον ναυτική ή άλλη στρατιωτική ισχύ, και με την οποίαν μάλλον συνετά δεν έχουμε έλθει ακόμα σε συμφωνία για τον ορισμό ΑΟΖ, διότι ίσως και να εκπλαγούμε εάν νομίζουμε πως νομικώς κατοχυρώνεται αυτομάτως η επαφή της ελληνικής με την κυπριακή ΑΟΖ.

Μπροστά μας έχουμε, λοιπόν, τουλάχιστον την ακανθώδη υπόθεση του νησιωτικού συμπλέγματος της Μεγίστης κατά την οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών με την Αίγυπτο και ασφαλώς με την Τουρκία, καθώς η τελευταία δεν αναγνωρίζει δικαίωμα ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας στο σύμπλεγμα των νησιών, και σε κανένα νησί. Αυτή είναι μια ανεξήγητη θέση στην εποχή μας, και τούτο διότι ακόμα και για χώρες που δεν έχουν υπογράψει τη Σύμβαση του Montego Bay, οι ρυθμίσεις της εξακολουθούν να ισχύουν, με την παραδοχή πως ισχύουν καί ως εθιμικό δίκαιο. Η Τουρκία ισχυρίζεται μηδενική επήρεια συνολικά για τα νησιά του Αιγαίου, κατεξοχήν όμως έναντι της Κρήτης, της Κάσου, της Καρπάθου, και της Ρόδου, που είναι κρίσιμα νησιά στην παρούσα φάση των επαφών μας με την Αίγυπτο και τη Λιβύη—είτε πρόκειται για τη Λιβύη του Σάραζ, με τον οποίον έχουμε διακόψει τις σχέσεις, όταν ορθώς απελάσαμε τον πρεσβευτή του· είτε του Χάφταρ, ο οποίος επιτρέπεται να αντιμετωπίζεται ως «καμένο χαρτί» μιας κι έχει ουσιαστικά απολέσει την υποστήριξη όλων πλην των Εμιράτων, πιθανώς της Αιγύπτου, και για λίγο ακόμα του Κρεμλίνου, όπως έχω ξαναγράψει εδώ κι εδώ στο Mea Culpa· είτε, τέλος, του Αγκίλα Σάλεχ, που εκπροσωπεί τον μόνο, θεωρητικά τουλάχιστον, συλλογικά εκλεγμένο θεσμό, το Κοινοβούλιο της Λιβύης στη Βεγγάζη.

Το εμπόδιο αυτό τίθεται προς εμάς απ’ την πλευρά της Αιγύπτου κατά τους δώδεκα διαπραγματευτικούς γύρους που είχαν προηγηθεί μέχρι τις προάλλες, όπως ενδεικνύει η μάλλον μη ενθαρρυντική έκβαση της πρόσφατης επίσκεψης του Υπ. Εξ. κ. Νίκου Δένδια στο Κάιρο.  Η εξέλιξη αυτή θα είχε φρενάρει το διπλωματικό momentum που είχε αναπτυχθεί με την υπογραφή της συμφωνίας οριοθέτησης της ελληνοϊταλικής ΑΟΖ, εάν δεν μεσολαβούσε την Τετάρτη, 1η Ιουλίου 2020, η αιφνιδιαστική επίσκεψη του κ. Δένδια στη Βεγγάζη, όπου συναντήθηκε με τον κ. Σάλεχ. Όπως ανακοινώθηκε, οι δύο άνδρες συζήτησαν μεταξύ άλλων θεμάτων ασφαλείας και ειρήνης των δύο χωρών, καί την προοπτική να ξαναπιάσουν το νήμα των συνομιλιών για την ελληνολιβυκή ΑΟΖ που αφέθηκε να πέσει χάμω στην άμμο της ερήμου το 2010 (ποιός να ήταν άραγε εκείνος ο παγκόσμια επιδραστικός διανοητής και μεγάλο πολιτικό κεφάλαιο που μας κυβερνούσε τότε;) κάμποσους μήνες πριν την καταστροφική Αραβική Άνοιξη που το 2011 ανέτρεψε τον Μουαμάρ Καντάφι. 

Προς τον Αγκίλα Σάλεχ έχουν στραφεί τις τελευταίες εβδομάδες τόσο οι Ρώσοι όσο κυρίως οι Αιγύπτιοι, αναγνωρίζοντας εμπράκτως πως οι μέρες του λεγόμενου στρατάρχη Χάφταρ είναι μετρημένες, έπειτα απ’ τις απανωτές του ήττες στα πεδία των μαχών. Τούτο παρέχει στον Σάλεχ μιαν ευχέρεια, να μην αισθάνεται επιτακτική την ανάγκη να εξαρτηθεί από μια συμμαχία μαζί μας, και να μην του είμαστε υπαρξιακά υπερπολύτιμοι, αλλά συμπληρωματικοί. Αυτό βοηθά καί εμάς, διότι μας απαλλάσσει απ’ την αμείλικτη υποχρέωση να εμπλακούμε τόσο στενά στη Λιβύη όσο έχει ήδη εμπλακεί η Τουρκία. Να σημειώσω συνάμα πως ο λεγόμενος πρόεδρος Σάραζ της θεωρητικά διεθνώς αναγνωρισμένης Κυβέρνησης Εθνικής Συνεννόησης (Government of National Accord, GNA), έχει απολέσει την ισχνή νομιμοποίησή του, ειδικά έπειτα απ’ την πρόσφατη δυσφορία της Γαλλίας, διότι είχε επιλεγεί ως δοτός επικεφαλής αυτού του ημιανύπαρκτου εκτελεστικού συμβουλίου μ’ ενιαύσια θητεία και δυνατότητα παράτασης ενός ακόμα έτους, όμως έκτοτε έχει διατηρήσει τη θέση του στην οποία τον κράτησαν οι τουρκικές αερογέφυρες που του κουβαλούν τζιχαντιστές, υλικό πολέμου, και αξιωματικούς του Τουρκικού Στρατεύματος. 

Έτσι, καλλιεργούνται προσδοκίες πως ένα αποδοτικό βήμα για την εκκεχειρία στη Λιβύη του Β΄ Εμφυλίου (2014 κ.εξ.) θα ωφελείτο απ’ την πρότερη απομάκρυνση των δύο κύριων πιονιών σ’ αυτήν την αναμέτρηση αδιαλλαξίας, των Σάραζ και Χάφταρ, και την προσωρινή έστω αντικατάστασή τους απ’ τον προσεκτικά μετριοπαθή μέχρι πρότινος κ. Σάλεχ του Κοινοβουλίου της Βεγγάζης. Προσδοκία μας θα ήταν να συνάψουμε γρήγορα ένα Μνημόνιο Δένδια-Σάλεχ περί οριοθέτησης ελληνολιβυκής ΑΟΖ, στο οποίο με την άρση του εμποδίου της Γαύδου επ’ ωφελεία ει δυνατόν της χώρας μας, θα ορίσουμε μιαν ΑΟΖ που πρακτικά θα καταστήσει άνευ σημασίας τις όποιες νομικές συνέπειες ισχυρίζονται η Άγκυρα και η Τρίπολη πως απορρέουν απ’ το δικό τους, παράνομο Μνημόνιο. Το αποκαλούμε παράνομο, όχι μονάχα γιατί συνήφθη από έναν ηγέτη που στερείται επαρκούς νομιμοποίησης—αυτό ίσως να μην επαρκεί, γιατί θεωρητικά ο Σάραζ διαθέτει ακόμα την ονομαστική αναγνώριση των διεθνών οργανισμών: ΟΗΕ, ΕΕ, και ΝΑΤΟ—αλλά γιατί κατά την υπογραφή του δεν ελήφθησαν υπόψη οι επήρειες των ελληνικών νησιών στην οριοθέτηση των δύο ΑΟΖ, Τουρκίας και Λιβύης. Σε τούτο η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας δεν χαρίζεται: πρέπει οπωσδήποτε να εξεταστεί και να προσδιοριστεί η επήρεια από ένα δικαιοδοτικό όργανο, δεν μπορεί έτσι απλά να παρακαμφθεί η παρουσία νησιών τρίτου παράκτιου κράτους, όπως θα εξηγήσω στο 6ο κεφάλαιο παρακάτω.

Επιστρέφοντας στα νησιά, η πενιχρή πρόοδος των ελληνοαιγυπττιακών συνομιλιών μοιάζει να έχει παγιδευτεί στην άμμο των αδιάλλακτων αιγυπτιακών αξιώσεων για μηδενικές έως ελάχιστες (1%-20%) επήρειες ορισμένων νησιών μας: Καστελλόριζου, Ρόδου, Καρπάθου, Κάσου, ακόμα και της Κρήτης. Μολονότι εκ μέρους μας μπορεί να υποστηριχθεί πειστικά ότι αυτά τα νησιά συγκροτούν ένα τόξο εθνικού εδάφους, αντιτείνεται από κάποιους πως η απομόνωση του μικροσκοπικού Καστελλόριζου έξω απ’ τον Αιγαιακό χώρο και μακριά απ’ τον ηπειρωτικό εθνικό κορμό υπονομεύει σοβαρά την ερμηνεία μας πως η επήρειά του θα μπορούσε αυτομάτως να γεννήσει συνορεύουσες ΑΟΖ Ελλάδας και Κύπρου ένεκα μονάχα του νησιωτικού τούτου συμπλέγματος.

Κοντά σ’ αυτά, προστίθεται ο πάγιος τουρκικός ισχυρισμός πως η Μεγίστη δικαιούται μονάχα περιορισμένη χωρική θάλασσα, που όμως δεν ερείδεται στην UNCLOS 1982. Απ’ την άλλη, το μέγεθος και η θέση των ελληνικών νήσων, και το μήκος της ακτογραμμής τους είναι τέτοια που κατά την υπάρχουσα νομολογία δεν προοιωνίζονται την οριοθέτηση μιας απέραντης ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας γύρω τους, ικανών να γεφυρώσουν την ελληνική με την κυπριακή ΑΟΖ, αποκλείοντας έτσι τις τουρκικές ακτές της Καρίας, Λυκίας, και Παμφυλίας απ’ τα δικαιώματά τους στην Ανατολική Μεσόγειο. Υπογραμμίζω, μ’ άλλα λόγια, πως η υπάρχουσα νομολογία παρέχει έναν οδηγό οριοθέτησης που θα ελαχιστοποιήσει την επήρεια του Καστελλόριζου, και γι’ αυτό ωφελεί ν’ αποφύγουμε την προσφυγή στο δικαστήριο.

Για τους λόγους αυτούς, φαίνεται πως έχουμε μπροστά μας έναν αποδεδειγμένα εχθρικό ανταγωνιστή, την Τουρκία, έναν εμπειρικώς αδιάλλακτο συνομιλητή, την Αίγυπτο, και έναν απρόβλεπτο, ενδεχόμενο συνομιλητή, τον Σάλεχ. Οι πρώτοι δύο έχουν ήδη μιλήσει με τις πράξεις τους, είτε επιλέγοντας την ανοιχτή αντιπαλότητα είτε την ανατολίτικη χρονοτριβή και το ατέρμονο παζάρεμα, κι έτσι όσον αφορά τις προσδοκίες μας για σύναψη ενός ακόμη μνημονίου οριοθέτησης ΑΟΖ μετά το ελληνοϊταλικό, οφείλουμε να ρίξουμε το βάρος μας ακόμα πιο φροντισμένα προς την κατεύθυνση της Βεγγάζης. Αντιθέτως, μια πιθανή στροφή μας προς διαιτησία ή δικαστική κρίση, ρισκάρει να μας αποκομίσει πολύ λιγότερα απ’ όσα μας συμφέρουν, ακριβώς ένεκα της μεθοδολογίας που παρέθεσα παραπάνω και θα τεκμηριώσω παρακάτω, απ’ το κεφάλαιο 6 κ.εξ.

Η μελέτη των περιπτώσεων της νομολογίας εκτιμώ πως θα υπαινιχθεί στον αναγνώστη και μιαν άλλη διάσταση που expressis verbis δεν θα την διαβάσει σε κάποιαν απόφαση: το δικαστήριο φαίνεται να μην αγνοεί κατά την κρίση του το διεθνές προφίλ και την ειδική διπλωματική βαρύτητα που διαθέτουν στην περιοχή και ευρύτερα οι χώρες που έχουν πρσφύγει σ’ αυτό, όπως ενδεχομένως να φανεί στις υποθέσεις που θ’ αναφέρω στις οποίες ενεπλάκη η Γαλλία έναντι της Βρετανίας και κυρίως του Καναδά. 

4.1 Πού θα κριθεί η υπόθεση του Καστελλόριζου;

Η υπογραφή του Τουρκολιβυκού Μνημονίου σήμανε το τέλος των χρόνων της αθωότητας, τότε που ακόμα η μία ελληνική κυβέρνηση φόρτωνε την μακάρια απραξία της στην επόμενη. Είτε έναντι των αιγυπτιακών απαιτήσεων, είτε κόντρα στους τουρκικούς ισχυρισμούς, είτε διερευνώντας τις προθέσεις και διαθέσεις της Βεγγάζης, το ελληνικό Υπουργείο των Εξωτερικών θα υποχρεωθεί να κινητοποιήσει 24/7 τόσο το νομικό του προσωπικό όσο και τη διπλωματική του γοητεία προς τρίτους, προκειμένου ν’ αγωνιστεί σαν να μην υπάρχει αύριο, γιατί πλέον δεν υπάρχει. Συμπαραστάτη του θα βρει το Υπουργείο της Εθνικής Άμυνας, στους πόρους και το προσωπικό του οποίου θα πέσει το βάρος της προβολής της όποιας ελληνικής ισχύος των όπλων, του μεγάλου μας του της θαλάσσης κράτους. 

Η συνηθισμένη μας μονολιθική, παθητική αντίδραση απέναντι στην τουρκική, πολύπλευρη, ενεργητική δράση μοιάζει να εξαντλείται διαχρονικά στη ρηματική καταγγελία των λεγόμενων «τουρκικών προκλήσεων» σε διεθνή fora που εμφανώς αδιαφορούν, ενίοτε μάλιστα μας αγνοούν και επιδεικτικά — βλ. τον αποκλεισμό της Ελλάδας απ’ τη Σύνοδο του Βερολίνου για τη Λιβύη. Τελούσαμε σε άρνηση (denial) απέναντι στην πραγματικότητα, στάση που δεν είχε αποδώσει κανένα ουσιώδες αποτέλεσμα εδώ και δεκαετίες· αντιθέτως, όσο διαιωνίζαμε τα ανώφελα νομίζοντας πως κάτι κάνουμε, εξαντλούσαμε τον πολύτιμο πόρο που είναι ο χρόνος. Όσο επιχειρούσαμε να κουκουλώσουμε το πρόβλημα εφαρμόζοντας τις ίδιες ανεπιτυχείς πρακτικές, τόσο φανερώναμε απτά:

  • Την εθελοτυφλότητά μας στο να συλλάβουμε την έριδα αυτή ως τμήμα ενός ευρύτερου και διαρκέστερου τουρκικού σχεδιασμού: επειδή εμείς αντιδρούμε αποσπασματικά τούτο δεν σημαίνει πως ο αντίπαλος δρα αποσπασματικά. Όταν τις αποκαλούμε «τουρκικές προκλήσεις», αυτό είναι μια εθελούσια πλάνη βαυκαλισμού μας, ενώ στην πραγματικότητα οι τουρκικές πρωτοβουλίες είναι βήματα εφαρμογής ενός μακρόπνοου και πάγιου σχεδιασμού ακατάβλητης διεκδίκησης, για το καθένα των οποίων η τουρκική πλευρά προειδοποιεί και κατόπιν υλοποιεί. Η απόπειρα συμπτωματικής θεραπείας της νόσου δεν απέδωσε την ίασή της.
  • Την αδυναμία μας ν’ απεμπλέξουμε τη διαχείριση των ζητημάτων εθνικής ασφαλείας και εθνικού συμφέροντος απ’ την προτεραιότητα της διατήρησης των εσωκομματικών ισορροπιών: δεν αποδίδει πια ν’ αναθέτουμε και να διοικούμε τα κρίσιμα αυτά υπουργεία σαν να ήσαν απολύτως όμοια με τα υπόλοιπα. Απαιτείται συνέχεια, συνέπεια, και αξιοποίηση προσώπων που επίστανται και ας μην κοσμούν τις κομματικές επετηρίδες. 
  • Την αδυναμία μας να αντιληφθούμε τις σημερινές υψηλές προτεραιότητες στη διεθνή κονίστρα και τους κανόνες του παιχνιδιού που ισχύουν για όλους τους άλλους, στο οποίο οφείλουμε να προσέλθουμε ως ενηλικιωμένο κράτος κι όχι ως (στο μυαλό μας) εξαρτημένο, ανήλικο μέλος μιας οικογένειας που δήθεν θα μας προστάτευε.
  • Την αδυναμία μας να συλλάβουμε και να πραγματώσουμε μιαν εικόνα του εαυτού μας και της παρουσίας μας στην περιοχή που θα μας καθιστούσε αξιόπιστους συνεργάτες τρίτων δυνάμεων, σφυρηλατώντας μαζί τους στρατηγικές συμμαχίες συμφερόντων, ώστε να σταθούν στο πλευρό μας στην ανάγκη μας, γιατί πλέον θα διαθέτουν δικά τους διακυβεύματα μέσα στο πεπρωμένο των δικών μας υποθέσεων.
  • Το αδιέξοδο των εφήμερων σχεδιασμών και την ανεπάρκεια των μέσων μας: μιλώντας για σχεδιασμό εκτίθεμαι στην κριτική πως παραείμαι αισιόδοξος, διότι αυτός προϋποθέτει διαχρονικότητα, η οποία δεν παρατηρείται πέραν της διαχρονικότητας στην απραξία, ενώ μιλώντας για τα μέσα μας, αυτά είναι πενιχρά, καθώς πέντε δεκαετίες λαϊκιστικού σκορπίσματος των εθνικών πόρων και άλωσης του κρατικού κορβανά προς μικροκομματική, προεκλογική εκμετάλλευση μας άφησαν ελλιπείς σε πολλά επίπεδα.

Απ’ το 1974 κι εξής, η Τουρκία φαινομενικά αυξάνει διαρκώς το πακέτο των ζητημάτων που θα επιθυμούσε να καταστούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης με την Ελλάδα, όμως αυτά χονδρικά εντάσσονται σε μόλις τρεις κατηγορίες αμφισβήτησης: α) της κυριαρχίας της Ελλάδας στο Αιγαίο, β) της υφαλοκρηπίδας του συμπλέγματος του Καστελλόριζου, και γ) της ελληνικής στρατικοποίησης των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου {που ήταν μεν όρος της Συνθήκης της Λωζάνης, αλλά αυτή ούτως ή άλλως δεν αφορούσε τα Δωδεκάνησα, ενώ υπήρξαν ανατροπές του όρους στη Συνθήκη του Μοντρέ σχετικά με τα Στενά, που η Τουρκία επέκτεινε καί στα δικά της νησιά, χωρίς αυτό να προβλέπεται).

Στην πρώτη κατηγορία εντάσσονται τουρκικές διεκδικήσεις και ενστάσεις που θα χάσουν την πρακτική σημασία τους, εάν η Ελλάδα αποφασίσει να ασκήσει μονομερώς το κυριαρχικό της δικαίωμα για επέκταση των χωρικών της θαλασσών απ’ τα 6 στα 12 ναυτικά μίλια, καθώς τα όρια της κυριαρχίας της θα επεκταθούν τότε σε τόση επιφάνεια και βυθό του Αιγαίου, ώστε οι τουρκικές αμφισβητήσεις να καταστούν εκ των πραγμάτων συμβολικές. Αληθεύει πως δεν μπορούμε ν’ αγνοήσουμε την τουρκική απειλή περί casus belli, όμως είχαμε οδηγηθεί στην παραλυτική απραξία και τον ακραίο κατευνασμό, έναν παραχωρητισμό άνευ προηγουμένου στη ζώσα εμπειρία που είχε συγχύσει την αποτροπή με την αποφυγή.

Η επέκταση της χωρικής θάλασσας στα 12 ναυτικά μίλια, κυριαρχικό δικαίωμα μονομερώς ασκούμενο σ’ όλον τον πλανήτη πλην της Ελλάδας, θα παρείχε διέξοδο: α) στο ζήτημα της υφαλοκρηπίδας, ώστε μονοψήφιο ποσοστό της ν’ απομείνει διαμφισβητούμενο, β) στο ζήτημα της διαφοράς εύρους χωρικής θάλασσας (6 ναυτικά μίλια) και εναερίου χώρου (10 ναυτικά μίλια), γ) στο ζήτημα των λεγομένων «γκρίζων ζωνών» που επιτρέψαμε να προστεθεί πονηρά ως όψη στο ερώτημα της κυριαρχίας επί βράχων και νησίδων, δ) στο ζήτημα των ορίων της ελληνικής Ζώνης Έρευνας και Διάσωσης και του FIR Αθηνών, που μετά την επέκταση στα δώδεκα μίλια θα περιλαμβάνουν τα ¾ του Αιγαίου. 

Απ’ τη μοναδικότητα του μηχανισμού διεξόδου απ’ όλα αυτά τα ζητήματα, κατανοεί κανείς πως συνθέτουν όψεις του ίδιου προβλήματος, και δεν συνιστούν αντικείμενα διαπραγμάτευσης. Αφρόνως το 2002, η Κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη, που είχε ηττηθεί στα Ίμια το 1996 σπεύδουσα ν’ απομακρύνει ατιμωτικά την Ελληνική Σημαία, ξεκίνησε «διερευνητικές συνομιλίες» με την Τουρκία προκειμένου, είχαν πει, να εξεταστεί από κοινού με την Τουρκία ο τρόπος της άσκησης του κυριαρχικού μας αυτού δικαιώματος. Δεν κατέληξαν πουθενά, ή μάλλον κατέληξαν εκεί όπου απέβλεπε η Τουρκία: α) στην ασύνετη αναγνώριση εκ μέρους μας «ζωτικών συμφερόντων» της στο Αιγαίο, β) στην αναγνώριση πως πρέπει να ερωτηθεί στο εξής για την άσκηση του ελληνικού κυριαρχικού δικαιώματος βάσει της αρχής της αμοιβαιότητας που εκείνη επικαλέστηκε απ’ το πουθενά, γ) στην επ’ αόριστον αναβολή της άσκησης του κυριαρχικού μας δικαιώματος, και δ) στην εγκαινίαση μιας ψευδεπίγραφης συνεννόησης μαζί της για ένα ζήτημα για το οποίο *δεν* προβλέπεται στη Σύμβαση του Montego Bay να γίνονται διαπραγματεύσεις.

Αντίθετα με την επέκταση της χωρικής θάλασσας στα 12 ναυτικά μίλια, που συνιστά απαράγραπτο, κυριαρχικό δικαίωμα, και με την ελληνική υφαλοκρηπίδα στο Αιγαίο, που απλά υφίσταται ήδη ως «φυσικό δικαίωμα», η επίλυση του ζητήματος του Καστελλόριζου δεν περνά μέσα από μονομερείς ενέργειες της Ελλάδας, λόγω της απομακρυσμένης θέσης του που θα το άφηνε έξω απ’ τη συνέχεια ακόμα και των στα 12 ν.μ. αυξημένων χωρικών μας υδάτων. Επιθυμία μας, επομένως, για την οποία οφείλουμε ν’ αγωνιστούμε, θα ήταν η αναγνώριση όσο το δυνατόν εκτενέστερων θαλάσσιων ζωνών (ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας) γύρω απ’ το σύμπλεγμα της Μεγίστης, προκειμένου να συνορεύει έτσι η ελληνική με την κυπριακή ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα, και να περιοριστούν οι αντίστοιχες τουρκικές θαλάσσιες ζώνες που προβάλλουν απ’ την ηπειρωτική της ακτογραμμή, τις οποίες η ίδια σύρει μέχρι τη θάλασσα της Λιβύης. Κάτι τέτοιο δεν είναι καθόλου βέβαιο ενώπιον ενός δικαιοδοτικού οργάνου, όπως εκτιμώ θα φανεί απ’ την παράθεση της νομολογίας παρακάτω. Τούτο δεν θα πρέπει να μας αποθαρρύνει απ’ το να το επιχειρήσουμε στο πλαίσιο διμερών συμφωνιών, πάντοτε χωρίς ανεδαφικές προσδοκίες, μήτε όμως και με ηττοπάθεια, διότι υπάρχουν δικαστικά προηγούμενα αναγνώρισης και πλήρους επήρειας ακόμα και σε βραχονησίδες ή σκοπέλους. Έχουμε αγωνιστεί και εναντίον χειρότερων προοπτικών, και τα καταφέραμε (βλ. Αγώνας της Ανεξαρτησίας, Βαλκανικοί Πόλεμοι, Έπος του ’40). 

Χωρίς αδικαιολόγητους μαξιμαλισμούς που μας καθιστούν αναξιόπιστους στη διεθνή σκηνή, εγκαταλείποντας δε φαιδρότητες του παρελθόντος όπως η «διπλωματία της κουμπαριάς» και η «διπλωματία των ζεϊμπέκικων», και αποθέτοντας την κατευναστική φοβικότητα απέναντι σ’ έναν προαιώνιο εχθρό που ποτέ δεν έκρυψε την έμπρακτη προσήλωσή του στη διενέργεια κατακτητικών πολέμων, οφείλουμε να συγκροτήσουμε ένα πλέγμα διμερών συμμαχιών με τις δυνάμεις της περιοχής (Ισραήλ, Αίγυπτο, Λιβύη, Κύπρο), προκειμένου να ενισχύσουμε την προβολή ισχύος μας στην Ανατολική Μεσόγειο, όπως δεν έχουμε πράξει τον τελευταίο αιώνα, και ομολογουμένως δεν διαθέτουμε ζώσα εμπειρία περί του πώς να το επιτύχουμε. Μολαταύτα, πρέπει να το δοκιμάσουμε. 

Σε κάθε περίπτωση, μας παρέχονται τρεις οδοί διευθέτησης της υπόθεσης της Μεγίστης:

Α. Το ευκταίο αλλ’ απίθανο σενάριο. Με διμερή διαπραγμάτευση μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου. Όπως αποκάλυψε ο κ. Δένδιας στην πρόσφατη συνέντευξή του στην εκπομπή 360° της Σοφίας Παπαϊωάννου στον ALPHA, η συνεννόηση με την Αιγυπτο θα μπορούσε να καταστεί και τριμερής ακόμα, μ’ ενδεχόμενη συμμετοχή της Τουρκίας, πάντοτε υπό το καθεστώς ειρήνης κι επί τη βάσει του Διεθνούς Δικαίου, που όμως η Άγκυρα δεν έχει υπογράψει, αλλά μ’ οποιαδήποτε εξαιρετική ρύθμιση επιλέξουν οι δύο ή τρεις δυνάμεις να οφείλει να συμβάλλει στην «επίτευξη δίκαιης διευθέτησης». It sounds possible but unlikely, καθώς έχει δείξει η πρόσφατη εμπειρία της αποτελμάτωσης, και διότι: α) την Αίγυπτο δεν την ελέγχει μοναχά ο Πρόεδρος Σίσι, αλλά καί ένα βαθύ, βαρύ κράτος, στους μηχανισμούς του οποίου κινούνται οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι, ισλαμιστική οργάνωση που εναρμονίζεται με τις χαλιφικές φιλοδοξίες του Τούρκου Προέδρου και με την ισλαμιστική τρομοκρατία του ISIL· β) διότι ακόμα και να μεταστρεφόταν ο Πρόεδρος Σίσι υπέρ μιας πιο διαλλακτκής στάσης, αυτό θα φαινόταν πλέον ως μειοδοσία, όταν ο ίδιος έχει εκκινήσει από μαξιμαλιστικές αξιώσεις, και θα εξετίθετο σ’ επικρίσεις στο εσωτερικό της χώρας του· και γ) διότι η Τουρκία έχει ήδη δείξει με το Τουρκολιβυκό Μνημόνιο πως έχουν κλείσει οι δίαυλοι επικοινωνίας κι έχει στερέψει η ούτως ή άλλως ανειλικρινής πρόθεση συνεννόησης με την Ελλάδα—η Τουρκία ποτέ δεν είδε το τραπέζι της διαπραγμάτευσης ως αναγκαίο, γιατί έχει την πεποίθηση πως την ευνοεί ένα σενάριο πολεμικής αναμέτρησης. Το παράνομο Μνημόνιο του Νοέμβρη του 2019 μιλά από μόνο του και γεννά ήδη απόρροιες υπέρ της Τουρκίας, ώστε αυτή να μην αισθάνεται την ανάγκη της ελληνικής συνδρομής στην υπόθεση. Το πρόσφατο τηλεφώνημα που δέχθηκε απ’ τον Έλληνα πρωθυπουργό έπειτα απ’ τη μεσολάβηση του Ιταλού Υπ.Εξ. Λουίτζι Ντι Μάγιο μάλλον θα ήταν συνετότερο να ερμηνευθεί ως χειρονομία οθωμανικής μεγαλοφροσύνης προς το θεαθήναι τοις ανθρώποις, και όχι ως άνοιγμα τέτοιων διαύλων. Ασθενέστερη εκδοχή αυτού του σεναρίου θα συνιστούσε η υπογραφή ενός Μνημονίου οριοθέτησης θαλάσσιων ζωνών μεταξύ Αθήνας και Βεγγάζης, που θα είχε αξία μονάχα εάν έσβηνε πάνω στον χάρτη την επαφή της τουρκικής με τη λιβυκή ΑΟΖ, και θα υπολόγιζε την Κρήτη με πλήρη επήρεια.

Β. Το απευκταίο, αλλ’ όχι απίθανο σενάριο. Στο τραπέζι μιας ανακωχής έπειτα από μείζον θερμό επεισόδιο ή σύρραξη Ελλάδας και Τουρκίας, όπου ο συσχετισμός θα ήταν πλέον μεταξύ της ισχύος του νικητή και της ανεπάρκειας του ηττημένου. Στην περίπτωση αυτή, η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας θα έχει πάει περίπατο. Η πρόσφατη ιστορική εμπειρία, της εμπλοκής της Τουρκίας σε τρία μέτωπα πολέμου (Συρία, Ιράκ, και στον υβριδικό εμφύλιο πόλεμο της Λιβύης) ενδεικνύει πως η Άγκυρα δεν σκιάζεται να ριφθεί σε πολεμικές περιπέτειες, και η διαχρονική ελληνοτουρκική εμπειρία φανερώνει ότι δεν έχουν λείψει τα πολεμικά συμφραζόμενα απ’ τις σχέσεις μας τόσων αιώνων. 

Γ. Η νομική ατραπός που ενδέχεται να μην μας ικανοποιήσει. Ενώπιον ενός διεθνούς δικαιοδοτικού ή διαιτητικού οργάνου, που θ’ αποφανθεί βάσει των μεθοδολογιών που έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί σ’ ανάλογες υποθέσεις, μ’ ενδεχόμενες τροποποιήσεις και προσθήκες αρμόζουσες στην εν λόγω περίπτωση. Η προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο για το Δίκαιο της Θάλασσας ή το Διεθνές Δικαστήριο τη Χάγης κατονομάζεται ως υποχρεωτικός μηχανισμός επίλυσης διαφορών σύμφωνα με την UNCLOS 1982, οι ρυθμίσεις της οποίας εκλαμβάνονται ως ανταποκρινόμενες καί στο εθιμικό δίκαιο, για όσες χώρες δεν την έχουν υπογράψει, βλ. Τουρκία. Ειδικά για την υφαλοκρηπίδα και την εκμετάλλευση των ορυκτών πόρων του βυθού, αυτό το ερώτημα παραμένει αποκλειστικά στη δικαιοδοσία του δικαστηρίου, ακόμα και παρά το γεγονός ότι η Τουρκία δεν έχει επικυρώσει τη Σύμβαση. Διατείνομαι πως ενδέχεται να μην μας ικανοποιήσει, αναλογιζόμενος α) τη λαϊκιστική εκμετάλλευση των εθνικών ζητημάτων στην πατρίδα μας, προς εξυπηρέτηση ευτελών προσωπικών φιλοδοξιών και μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων, και β) τη νομολογία που έχει διαμορφωθεί απ’ το Διεθνές Δικαστήριο κατά την κρίση υποθέσεων οριοθέτησης θαλάσσιων ζωνών οπουδήποτε εμπλέκονταν νησιά. 

Ακολουθούν δύο κεφάλαια, που μπορεί να παρακάμψει ο μυημένος αναγνώστης, που αισθάνεται ότι γνωρίζει τα πράγματα: το πρώτο συμπυκνώνει την ταυτότητα της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας και το δεύτερο παραθέτει ορισμούς και ιστορικές παρατηρήσεις, όπου έκρινα απαραίτητο. Στη συνέχεια, θα παραθέσω ορισμένες κεντρικές υποθέσεις που διαμόρφωσαν κρίσιμη για μας νομολογία.

5. Εύρος αντικειμένου της UNCLOS 1982

Η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982 προβλέπει ρυθμίσεις για το νομικό καθεστώς των ωκεανών και των θαλασσών του πλανήτη μας, και θεσπίζει κανόνες που διέπουν όλες τις χρήσεις των ωκεανών, των θαλασσών, και των πόρων τους, είτε αναφέρονται στη στήλη του νερού (water column), είτε στον βυθό (seabed), είτε στο υπέδαφος του βυθού (subsoil).

Στα βασικά της σημεία, η Σύμβαση περιγράφει τα νομικά καθεστώτα και τ’ αντίστοιχα δικαιώματα και υποχρεώσεις των κρατών στα μέρη των ωκεανών, τις περιοχές, ή αλλιώς στις ζώνες των ωκεανών (maritime zones or areas), που είναι χονδρικά οι εξής: α) η χωρική θάλασσα, β) η συνορεύουσα ζώνη, γ) η αποκλειστική οικονομική ζώνη, δ) η υφαλοκρηπίδα, ε) η ανοιχτή θάλασσα, και στ) ο διεθνής θαλάσσιος βυθός πέρα απ’ τα όρια της εθνικής δικαιοδοσίας.

Όσον αφορά τα παράκτια κράτη (riparian states), η Σύμβαση περιγράφει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους που σχετίζονται: α) με τον καθορισμό, και β) με τη διαχείριση των θαλασσίων ζωνών που τελούν υπό την κυριαρχία ή/και τη δικαιοδοσία τους. Αυτές οι ζώνες είναι: α) η χωρική θάλασσα, β) η συνορεύουσα ζώνη, και γ) οι αποκλειστικές οικονομικές ζώνες. Συνάμα, η Σύμβαση περιγράφει δικαιώματα και υποχρεώσεις τρίτων χωρών, όπως είναι γεωγραφικά μειονεκτούσες χώρες και κράτη δίχως ακτές.

Τόσο για τις παράκτιες όσο και για τις τρίτες χώρες χωρίς ακτές, η Σύμβαση καθορίζει: α) τις ελευθερίες της ανοιχτής θάλασσας (λ.χ. ναυσιπλοΐα, υπερπτήση, τοποθέτηση υποβρυχίων καλωδίων και σωληναγωγών, κατασκευή τεχνητών νησιών κι εγκαταστάσεων, αλιεία, και επιστημονική έρευνα), β) τις υποχρεώσεις των χωρών σημαίας, γ) τους κανόνες διατήρησης και διαχείρισης των ζωντανών πόρων της θάλασσας (λ.χ. συνεργασία, διαχείριση, κι εκμετάλλευση των κοινών αλιευτικών αποθεμάτων), δ) τους κανόνες εξερεύνησης (exploration) κι εκμετάλλευσης (exploitation) των ορυκτών πόρων του βυθού, συστήνοντας και τη Διεθνή Αρχή Θαλασσίου Βυθού που ρυθμίζει και εξουσιοδοτεί αυτές τις διαδικασίες, όπως και εισπράττει και κατανέμει δικαιώματα, ε) τις ευθύνες των παράκτιων κρατών σε κλειστές ή ημίκλειστες θάλασσες, στ) τους κανόνες και τις ευθύνες για την προστασία και διατήρηση του θαλάσσιου περιβάλλοντος, ζ) τους κανόνες για τη διεξαγωγή επιστημονικών θαλάσσιων ερευνών (research), η) τους κανόνες για την ανάπτυξη και τη μεταφορά θαλάσσιας τεχνολογίας, και θ) τον υποχρεωτικό μηχανισμό επίλυσης των διαφορών, οι οποίες παραπέμπονται: i) στο Διεθνές Δικαστήριο για το Δίκαιο της Θάλασσας (ΔΔΔΘ), ii) στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (ΔΔΧ), ή iii) σε διαιτησία. Το δικαστήριο όμως διατηρεί την αποκλειστική δικαιοδοσία για διαφορές σχετικά με την εκμετάλλευση του θαλάσσιου βυθού.

5.1 Ορισμοί και ιστορικές παρατηρήσεις

Ακολουθούν ορισμοί, για τους οποίους προτείνω ο αναγνώστης να συμβουλευτεί παράλληλα το σχεδιάγραμμα στην κορυφή του άρθρου. Όπως και νωρίτερα, παραθέτω σε παρένθεση και την αγγλική ορολογία, για όποιον ενδιαφέρεται ν’ αναζητήσει διεθνείς αναφορές.

Α. Χωρική θάλασσα (επίσης χωρικά ύδατα ή αιγιαλίτιδα ζώνη, αγγλ. territorial sea): είναι η θαλάσσια ζώνη που ξεκινά απ’ τις λεγόμενες γραμμές βάσης (baselines), που δεν ταυτίζονται ακριβώς με την ακτογραμμή (coastline) ενός παράκτιου κράτους, κι εκτείνεται σ’ απόσταση 12 ναυτικών μιλίων, κάτι που αρχικώς εθιμικά εφάρμοσαν οι άλλες 148 παράκτιες χώρες διαδοχικά, πλην της Ελλάδας (δεκαετία του 1960 κ.εξ.), καθεστώς επισήμως προβλεπόμενο καί στο άρθρο 3 της UNCLOS 1982 [σημ.: οι ΗΠΑ διαθέτουν ακόμα εκτενέστερες χωρικές θάλασσες]. Στη χωρική θάλασσα ασκούνται κυριαρχικά δικαιώματα στα εσωτερικά ύδατα (λ.χ. κόλπους, δέλτα ποταμών, κ.ά), στη στήλη του νερού, στον βυθό και στο υπέδαφός του, και στον υπερκείμενο εναέριο χώρο (airspace). Ένα παράκτιο κράτος ασκεί πλήρη κυριαρχία (sovereignty) στα χωρικά του ύδατα, μ’ εξαίρεση το δικαίωμα της αβλαβούς διέλευσης (innocent passage, ή transit passage για τα στενά) πλοίων τρίτων χωρών χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεση του κράτους. Με την παράνομη απειλή του τουρκικού casus belli (1974, και απ’ το 1995 με ψήφισμα της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης), η Ελλάδα αποθαρρύνθηκε να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 απ’ τα 6 ν.μ. (1936 κ.εξ.), όπως έκανε εντούτοις η Τουρκία στη Μαύρη Θάλασσα, ενώ ο εναέριός της χώρος εκτείνεται στα 10 μίλια (1931 κ.εξ.), και μάλιστα δέχθηκε ασύνετα να συζητήσει (2002) με την Τουρκία τον τρόπο άσκησης αυτού του ειδάλλως αποκλειστικού και μονομερώς ασκούμενου δικαιώματός της.

Β. Συνορεύουσα ζώνη (contiguous zone): μια λωρίδα νερού που εκτείνεται πέραν του εξωτερικού ορίου της χωρικής θάλασσας, έως τα επόμενα 12 ν.μ., στην οποία ένα κράτος μπορεί να ασκεί περιορισμένο έλεγχο, με σκοπό την πρόληψη ή την τιμωρία της παραβίασης των τελωνειακών, δημοσιονομικών, μεταναστευτικών ή υγειονομικών νόμων και κανονισμών στο έδαφός του ή στη χωρική του θάλασσα.

Γ. Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (AOZ, Exclusive Economic Zone): μια θαλάσσια ζώνη που εκτείνεται απ’ τη γραμμή βάσης έως τη μέγιστη απόσταση των 200 ν.μ.. Στην αποκλειστική οικονομική ζώνη τους, οι παράκτιες χώρες ασκούν κυριαρχικά τον έλεγχο όλων των φυσικών και οικονομικών πόρων τόσο της στήλης του νερού όσο και του βυθού και του υπεδάφους του (π.χ. αλιείας, έρευνας, εξερεύνησης και εκμετάλλευσης για ορυκτά κοιτάσματα, κ.ά.), ενώ έχουν και τον έλεγχο οποιασδήποτε ρύπανσης των εν λόγω πόρων. Στο τμήμα της ΑΟΖ που εκτείνεται σε διεθνή ύδατα, το παράκτιο κράτος δεν επιτρέπεται να παρεμποδίσει την διέλευση πλοίων τρίτων χωρών ή και τη διενέργεια επιστημονικής έρευνας (research) στη στήλη του νερού, αλλά όχι καί στον βυθό, γιατί τότε θα ήταν εξερεύνηση που δεν επιτρέπεται. Μάλιστα επιβάλλεται να παρεμποδίσει έρευνες στον βυθό ή στο υπέδαφός του, ακόμα και με ηχοβολισμό απ’ την επιφάνεια, γιατί τότε θίγονται τ’ αποκλειστικά του κυριαρχικά δικαιώματα στα ορυκτά κοιτάσματα του υπεδάφους. Σε περιπτώσεις όπως του Αιγαίου, όπου αντικείμενα ή παρακείμενα παράκτια κράτη εκτείνονται εγγύτερα των 400 ν.μ. μεταξύ τους, ο καθορισμός των αντίστοιχων ΑΟΖ προκύπτει με διμερή συμφωνία «προς επίτευξη μιας δίκαιης λύσης», ή με διαιτησία, ή τέλος με προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο.

Δ. Υφαλοκρηπίδα (continental shelf): μια γεωλογική ζώνη που εκτείνεται έως το εξωτερικό όριο του υφαλοπλαισίου (ρίζα του ηπειρωτικού ανυψώματος, κι όχι απλά η κορυφή του υφαλοπρανούς, όπως ίσχυε παλιότερα κατά τη Συνθήκη της Γενεύης, 1958) αλλά σε απόσταση τουλάχιστον 200 ν.μ. απ’ τις γραμμές βάσης της χωρικής θάλασσας μιας παράκτιας χώρας. Στην υφαλοκρηπίδα, το παράκτιο κράτος ασκεί αποκλειστικά τα κυριαρχικά δικαιώματα της εξερεύνησης (exploration) και εκμετάλλευσης (exploitation) του βυθού και του υπεδάφους του για ορυκτούς πόρους. Το παράκτιο κράτος μπορεί να τα ασκήσει στην υφαλοκρηπίδα του και πέραν της ΑΟΖ του, μέχρι 350 ν.μ. απ’ την ακτογραμμή ή τις γραμμές βάσης του, ή μέχρι 100 ν.μ. πέραν της ισοβαθούς καμπύλης 2.500 μέτρων, όποια απόσταση είναι η μεγαλύτερη· πρόκειται για κυριαρχικά δικαιώματα στον βυθό και στο υπέδαφός του, αλλά όχι πλέον στη στήλη του νερού.

Ε. Ανοικτή θάλασσα (high seas): ο ανοικτός ωκεανός, ιδίως αυτός που δεν εμπίπτει στη δικαιοδοσία καμίας χώρας.

ΣΤ. Κλειστές ή ημίκλειστες θάλασσες (enclosed or semienclosed seas): κόλπος, λεκάνη ή θάλασσα που περιβάλλεται από δύο ή περισσότερες χώρες και που συνδέεται με άλλη θάλασσα ή με τον ωκεανό με στενό δίαυλο, ή που αποτελείται καθ’ ολοκληρίαν ή κυρίως απ’ τις χωρικές θάλασσες ή τις αποκλειστικές ζώνες δύο ή περισσοτέρων παράκτιων χωρών. Σε τέτοιες θάλασσες γεννάται υποχρέωση συνεργασίας των παράκτιων κρατών μονάχα σε ζητήματα προστασίας του περιβάλλοντος κι επιστημονικής έρευνας (research) που, όπως έχω πει, ορίζεται ως τέτοια μόνον η έρευνα στη στήλη του νερού, κι όχι η εξερεύνηση στον βυθό (seabed exploration), ενώ τα κυριαρχικά δικαιώματα των παράκτιων κρατών δεν θίγονται στο ελάχιστο μήτε και καθίστανται αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Όπως έχουν τα πράγματα, με χωρική θάλασσα στα 6 ν.μ., το Αιγαίο αποτελεί ήδη μιαν ημίκλειστη θάλασσα με διεθνείς διαδρόμους στο εσωτερικό της και μόλις τέσσερα ανοίγματα διεθνών υδάτων: δύο στα νοτιοδυτικά, Κρήτης-Αντικυθήρων και Αντικυθήρων-Κυθήρων, και δύο στα νοτιοανατολικά, Κρήτης-Κάσου και Καρπάθου-Ρόδου, που θ’ απομείνουν μονάχα ένα, το Κρήτης-Αντικυθήρων, εάν ποτέ η πατρίδα μας τολμήσει να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 ν.μ.. Παραδείγματα κλειστών θαλασσών όπου δεν έχει έρθει η συντέλεια του κόσμου όταν παράκτια κράτη επέκτειναν τα όρια των χωρικών τους θαλασσών αποτελούν ο Περσικός Κόλπος (Ομάν και Ιράν στα Στενά του Ορμούζ) και η Βαλτική Θάλασσα (Δανία, Σουηδία, Γερμανία).

Ζ. Νησί (island): νησί είναι μια φυσικά διαμορφωμένη χερσαία περιοχή που περιβάλλεται από νερό και που εξέχει του νερού κατά την πλημμυρίδα, όπως ορίζει το άρθρο 121 παρ. 1 της Σύμβασης. Στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου, ορίζεται πως, με την εξαίρεση όσων ορίζει η παρ. 3, η χωρική θάλασσα, η συνορεύουσα ζώνη, η αποκλειστική οικονομική ζώνη, και η υφαλοκρηπίδα ενός νησιού καθορίζονται με τις προβλέψεις που ισχύουν απ’ τη Σύμβαση για οποιαδήποτε άλλη χερσαία περιοχή. Η παρ. 3 ορίζει πως βράχοι (rocks) που δεν μπορούν αυτοτελώς να συντηρήσουν ανθρώπινη παρουσία ή οικονομική δραστηριότητα δεν διαθέτουν αποκλειστική οικονομική ζώνη, μήτε και υφαλοκρηπίδα. Μάλιστα, με πρόσφατες αποφάσεις τους Διεθνούς Δικαστηρίου, αυτή η ανθρώπινη παρουσία και οικονομική δραστηριότητα πρέπει να είναι ιστορικά επαληθεύσιμη σε μακρό βάθος χρόνου, και σημαντική, όχι δηλαδή εφήμερη, προσχηματική, ή εικονική.

6. Οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών και νησιά

6.1 Γενικές παρατηρήσεις

Σε έριδες που σχετίζονται με την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών τα νησιά συνιστούν μια περιπλοκή για τα διεθνή δικαιοδοτικά όργανα ή τα όργανα διαιτησίας που καλούνται να επιλύσουν τα ζητήματα που ανακύπτουν. Όπως είπα νωρίτερα, τέτοιες περιπλοκές υποχρεώνουν τα δικαστήρια και τις επιτροπές να προσδιορίσουν την επήρεια των νησιών στην οριοθέτηση και τον ρόλο τους στα δικαιώματα των χωρών τους επί των θαλασσίων ζωνών.

Συχνά, ένα νησί μπορεί να βρίσκεται πολύ κοντά σε μιαν ακτή, και έτσι να γεννώνται ερωτήματα σχετικά με το εάν οφείλει να παράσχει εκείνο κι όχι η ηπειρωτική ακτή τα σημεία βάσης (base points) απ’ τα οποία θα συρθούν οι γραμμές βάσης κατά την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών (maritime boundary delimitation). 

Επιπλέον, μια άλλη περιπλοκή αφορά τα νησιά που βρίσκονται στ’ ανοιχτά, των οποίων οι θαλάσσιες ζώνες επικαλύπτονται με τις θαλάσσιες ζώνες ενός όμορου παράκτιου κράτους. Σε ιδανικές συνθήκες που σπάνια ισχύουν στον πλανήτη μας, το θαλάσσιο όριο μεταξύ δύο παρακείμενων ή αντικείμενων κρατών θα ήταν φυσιολογικά η γραμμή ίσης απόστασης (equidistance line), που είναι μια γραμμή κάθε σημείο της οποίας απέχει ίσα απ’ τις πλησιέστερες γραμμές βάσης των δύο παρακείμενων ή αντικείμενων κρατών.

Οπουδήποτε εμφανίζονται νησιά, ένα τέτοιο όριο γραμμής ίσης απόστασης χαράσσεται με κάποιον παραπάνω κόπο και περίσκεψη, ιδιαίτερα όταν ένας αριθμός νησιών βρίσκεται εκείθεν της γραμμής ίσης απόστασης που σύρεται ανάμεσα στις ηπειρωτικές ακτές των δύο κρατών (mainland coasts). Σε τέτοιες περιπτώσεις, το ζήτημα διευθετείται με δύο νομικώς παραδεκτούς τρόπους: α) με διαιτησία ή κρίση ενώπιον ενός δικαστηρίου, ή β) με τη σύναψη διμερούς συμφωνίας μεταξύ των δύο μερών. Σύμφωνα με τη Χάρτα των Ηνωμένων Εθνών, η προσφυγή στον πόλεμο ή στην απειλή πολέμου αποθαρρύνεται ως παράνομη πράξη, αρχή που επαναλαμβάνεται και στη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας. 

Προς τον σκοπό αυτό, ισχύουν κάποιοι γενικοί κανόνες για την οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών, και κάποιοι ειδικοί για τα νησιά. Τόσο κατά τη σύναψη διμερών συμφωνιών μεταξύ παράκτιων κρατών, όσο και στις κρίσεις που εκφέρονται από δικαστήρια ή επιτροπές διαιτησίας εξετάζεται με κάποιους τρόπους ο ρόλος και η επήρεια των νησιών στην οριοθέτηση των ζωνών και των δικαιωμάτων επ’ αυτών.

6.2 Γενικοί κανόνες για την οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών

Οι προσεγγίσεις σχετικά με την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών θα λέγαμε χονδρικά πως ήσαν δύο κατά τη Συνδιάσκεψη (1973-1982), οι οποίες συμβιβαστικά συντέθηκαν στο αφαιρετικό και κάπως δημιουργικά ασαφές τελικό αποτέλεσμα. Η πρώτη τάση ήταν εκείνη που πρότεινε να χαράσσεται αυτόματα μια γραμμή ίσης απόστασης, ενώ η δεύτερη προέκρινε «αρχές δίκαιης επίλυσης» των διαφορών (equitable resolution principles). Παράδειγμα της τελευταίας ήταν η Υπόθεση της Υφαλοκρηπίδας της Βόρειας Θάλασσας [The North Sea Continental Shelf Cases (Τhe Netherlands/Denmark v FE Germany) ICJ1, 20 Feb 1969].

Μας ενδιαφέρουν κατεξοχήν οι οριοθετήσεις δύο ζωνών: της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ. Η μεν υφαλοκρηπίδα υφίσταται ως «φυσικό δικαίωμα» ανεξάρτητα απ’ τη βούληση ενός παράκτιου κράτους ή ενός όμορου (αντικείμενου ή παρακείμενου) κράτους ν’ αποκτήσει τα δικαιώματα που του παρέχονται στη ζώνη αυτή. Για την ΑΟΖ, όμως, απαιτείται να εκδηλώσει το παράκτιο κράτος τη βούληση να την αποκτήσει με μια πράξη κήρυξης, και τότε του παρέχονται αμέσως όλα τα δικαιώματα που προβλέπει η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας στο προβλεπόμενο εύρος των 200 ν.μ.. Οριοθέτηση της ΑΟΖ απαιτείται όταν η απόσταση μεταξύ παρακείμενων ή αντικείμενων κρατών είναι μικρότερη των 400 ναυτικών μιλίων, επειδή όμως υπάρχει ασάφεια για τους ακριβείς κανόνες της οριοθέτησης στη Σύμβαση του Montego Bay, παρέχονται κάποιες εναλλακτικές επιλογές για τη διαδικασία με την οποία θα συμβεί αυτή, πάντοτε υπηρετώντας την προρρηθείσα προτεραιότητα της «δίκαιης λύσης».

6.2.1.Όργανα και τρόποι επίλυσης των διαφορών

Στο άρθρο 83 της Σύμβασης, ορίζεται πως τα κράτη οφείλουν αποκλειστικά με ειρηνικά μέσα να λύνουν τις διαφορές τους σχετικά με την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών, με όποια ειδικότερη μεθοδολογία επιλέξουν τα κράτη, αρκεί αυτή να μην προσκρούει στις αρχές της Σύμβασης εάν εμπλέκονται και τρίτες χώρες. Εάν αποτύχουν οι διμερείς αυτές συνεννοήσεις, η Σύμβαση εξακολουθεί να προτείνει μια συμβιβαστική διαδικασία, ειδάλλως ορίζει την προσφυγή τουλάχιστον του ενός κράτους στην κρίση ενός απ’ τα ακόλουθα δικαιοδοτικά όργανα:

Α. Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (International Court of Justice, ICJ, ΔΔΧ)

Β. Το Διεθνές Δικαστήριο για το Δίκαιο της Θάλασσας που εδρεύει στο Αμβούργο (International Tribune for the Law of the Sea, ITLS, ΔΔΔΘ)

Γ. Το Διαρκές Διαιτητικό Δικαστήριο (Permanent Court of Arbitration, PCA)

Δ. Ειδικό Διαιτητικό Δικαστήριο ανάλογα με τη φύση της διαφοράς

Ακόμα κι όταν ένα απ’ τα κράτη δεν έχει υπογράψει τη Σύμβαση, αλλά αποδέχεται την προσφυγή στο ΔΔΧ, υπογράφεται συνυποσχετικό μεταξύ των διαδίκων και η προσφυγή ακολουθεί το Καταστατικό του Δικαστηρίου. Όπως έχω γράψει νωρίτερα, δεν είναι απαραίτητο για μία χώρα να έχει υπογράψει τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, καθώς το Δικαστήριο αποδέχεται πως οι αρχές που περιγράφονται στη Σύμβαση συνιστούν αρχές καί στο εθιμικό δίκαιο που ειδάλλως θα εφαρμοζόταν ελλείψει της Σύμβασης.

6.2.2 Η προτεραιότητα της «δίκαιης λύσης»

Η προτεραιότητα αυτή προβάλλεται, όπως ανέφερα και νωρίτερα, ως η κεντρική είτε κατά τη διμερή συνεννόηση που η Σύμβαση προτείνει να λάβει χώρα μεταξύ των διαφιλονικούντων κρατών, είτε κατά τη δικαιοδοτική ή διαιτητική διαδικασία. Είναι και η πλέον ασαφής, αφού οποιαδήποτε προσπάθεια έγινε να διευκρινιστεί το πρακτικό της περιεχόμενο εξαντλήθηκε στον ορισμό εξίσου ασαφών κριτηρίων όπως της αναλογικότητας (proportionality principle, που όπως είδαμε εμφανίζεται το 1985 στην οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας μεταξύ Λιβύης και Μάλτας) μεταξύ του μήκους των ακτών και των θαλάσσιων περιοχών προς τις οποίες οι ακτές προβάλλουν, συγκριτικά πάντοτε με την αντικείμενη ή παρακείμενη ακτή, είτε κριτηρίων απόστασης και θέσης των νησιών απ’ τον ηπειρωτικό εθνικό τους κορμό ή την εδαφική συνέχεια, και πώς αυτή η συνέχεια μπορεί να οριστεί. Στην πράξη η ρευστότητα στην εφαρμογή αυτής της αρχής αντανακλά τη ρευστότητα της ίδιας της θάλασσας, και μάλλον πραγματώνεται με την ηρωική προσπάθεια των δικαστών ή διαιτητών να μην αφήσουν κανέναν παραπονεμένο, εάν το παράπονο εξαντλείτο στη συγκριτική μέτρηση εμβαδού θαλασσίων εκτάσεων. Στις μέρες μας, όμως, δεν είναι μονάχα το εμβαδόν που μας απασχολεί αλλά το τί βρίσκεται κρυμμένο στο υπέδαφος κάτω απ’ την συγκεκριμένη θαλάσσια περιοχή που θα σου αποδοθεί εδώ, εκεί, ή παραπέρα. 

Τα άρθρα 74 και 83 είδαμε πως εισάγουν την έννοια της «δίκαιης λύσης» ως σκοπό της προσφυγής στον μηχανισμό επίλυσης διαφορών. Αυτή η έννοια άνοιξε το περιθώριο για μιαν ευελιξία και δημιουργικότητα στην ερμηνεία του όρου κατά την επίλυση των διαφορών περί της οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών. Κατέστη κεντρικό ιδανικό στις διαδικασίες διμερούς συνεννόησης μεταξύ παράκτιων κρατών, που επιθυμούσαν να φέρουν σε μια ισορροπία τα συμφέροντά τους «με έναν δίκαιο τρόπο» (in an equitable manner). Παράδειγμα τέτοιας προσπάθειας ήταν η Συνθήκη των Στενών Τόρες ανάμεσα στην Αυστραλία και την Παπούα Νέα Γουινέα (The Torres Strait Treaty, υπεγράφη τον Δεκέμβριο το 1978, ετέθη σε ισχύ τον Φεβρουάριο του 1985). Αυτή προβλέπει τη δημιουργία μιας περίπλοκης, κοινής ζώνης ανάπτυξης, συμπεριλαμβανομένων των αλιευτικών πόρων στο Στενό Τόρες, όπου κατεξοχήν η Αυστραλία ασκεί την κυριαρχία σε μερικές εκατοντάδες νησάκια.

Σε άλλες περιπτώσεις, τα κράτη που έριζαν προσέφυγαν σε διαιτησία ή σε διεθνή δικαστήρια, όπου επίσης ως κεντρική προτεραιότητα ορίστηκε η επίτευξη της δίκαιης λύσης. Πυξίδα προς τον σκοπό αυτό παραμένουν οι ρυθμίσεις που περιέχονται στη Σύμβαση προκειμένου να επιτευχθεί η δίκαιη οριοθέτηση, και όχι κάποια άγνωστη, αυθαίρετα επιλεγμένη, ad hoc μέθοδος. Η νομολογία, επομένως, πάντοτε στηρίχθηκε στα σχετικά άρθρα των Συμβάσεων του 1958 και του 1982, γενονός που παρέχει μιαν αυξημένη προβλεψιμότητα όσον αφορά τον τρόπο που αναμένεται το δικαστήριο ή μια επιτροπή διαιτησίας να προσεγγίσει την εκάστοτε υπό εξέταση έριδα οριοθέτησης. 

Η ακριβής μεθοδολογία που κάθε δικαστήριο ή επιτροπή διαιτησίας επέλεγε κάθε φορά για να οριοθετήσει θαλάσσιες ζώνες παρουσίαζε κάποια διακύμανση, όμως με την ομόφωνη απόφασή του 2009 σχετικά με την Υπόθεση της Θαλάσσιας Οριοθέτησης στην Μαύρη Θάλασσα [Maritime Delimitation in the Black Sea Case (Romania v. Ukraine) ICJ3, 2009] το Διεθνές Δικαστήριο προέκρινε μια διαδικασία τριών σταδίων ως καταλληλότερη:

Πρώτο στάδιο. Το δικαστήριο οφείλει να οριοθετήσει χαράσσοντας μια προσωρινή γραμμή ίσης απόστασης (provisional equidistance line). Οπουδήποτε δεν υφίστανται εξαιρετικές περιστάσεις στη γεωγραφία της υπό οριοθέτηση περιοχής, αυτή μπορεί να καταστεί τελικά και η οριστική γραμμή. Προκειμένου να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, επιτρέπεται να αγνοηθούν εξαιρετικά ελάσσονες γεωλογικοί σχηματισμοί, λογουχάρη βράχοι ή πολύ μικρά νησάκια.

Δεύτερο στάδιο. Το δικαστήριο οφείλει να εξετάσει στη συνέχεια εάν πράγματι υφίστανται παράγοντες που υποχρεώνουν σε τροποποίηση ή μετατόπιση της προσωρινής γραμμής ίσης απόστασης, λογουχάρη η παρουσία μεγαλύτερων νησιών, και απαιτούν έτσι τη μετατόπιση της γραμμής προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση.

Τρίτο στάδιο. Το δικαστήριο οφείλει να επαληθεύσει πως η οριοθέτηση *δεν* οδηγεί σ’ ένα «άδικο αποτέλεσμα» (inequitable result), ένεκα κάποιας αξιοσημείωτης δυσαναλογίας (marked disproportion) ανάμεσα στον λόγο των αντίστοιχων μηκών ακτογραμμής και στον λόγο των σχετικών θαλάσσιων περιοχών που απονεμήθηκαν σε κάθε κράτος έπειτα απ’ τη χάραξη των ορίων. Με άλλα λόγια, το δικαστήριο οφείλει να εξετάσει την έκταση του θαλάσσιου χώρου που απονεμήθηκε σε κάθε κράτος σε σχέση με την ακτή του καθενός, για να διαπιστώσει εάν υπάρχει κάποια δυσανάλογη απονομή θαλάσσιας έκτασης προς τη μία ή την άλλη πλευρά. 

6.2.2 Γενικοί κανόνες προτού ληφθεί υπόψη η παρουσία νησιών

Πρώτος κανόνας. Όταν δύο κράτη με παρακείμενες ή αντικείμενες ακτές ερίζουν για την οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών, το άρθρο 15 της Σύμβασης ορίζει να προσέλθουν σε διαπραγμάτευση και να συνάψουν μια συμφωνία προς την επίλυση της μεταξύ τους έριδας. Εάν κάτι τέτοιο δεν καταστεί δυνατόν, κάθε κράτος μπορεί να επεκτείνει τη χωρική του θάλασσα μέχρι τη μέση γραμμή (median line), κάθε σημείο της οποίας απέχει ίσα απ’ τα πλησιέστερα σημεία των βασικών γραμμών, απ’ τις οποίες εκκινώντας μετράται το πλάτος των χωρικών υδάτων των δύο κρατών. 

Δεύτερος κανόνας. Εάν η έριδα αφορά την οριοθέτηση της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης ή της υφαλοκρηπίδας, η παρ. 1 των άρθρων 74 και 83 της Σύμβασης προβλέπει αντίστοιχα για καθεμία απ’ τις δύο ζώνες ότι η οριοθέτηση εκ μέρους των δύο κρατών που έχουν παρακείμενες ή αντικείμενες ακτές θα διαμορφωθεί έπειτα από συμφωνία βάσει του Διεθνούς Δικαίου, με σκοπό την «επίτευξη μιας δίκαιης λύσης» (the achievement of an equitable solution). Εάν κάτι τέτοιο δεν καταστεί δυνατόν εντός ενός ευλόγου χρονικού διαστήματος, η παρ. 2 των άρθρων 74 και 83 ορίζει να προσφύγουν τα δύο κράτη στον μηχανισμό επίλυσης των διαφορών της Σύμβασης. Μολονότι αναγνωρίζεται πως δεν έχουν επικυρώσει τη Σύμβαση όλα τα κράτη, το Διεθνές Δικαστήριο θεωρεί τις αρχές που αποτυπώνονται στα άρθρα 74 και 83 σχετικά με τη θαλάσσια οριοθέτηση ως ανταποκρινόμενες στο διεθνές εθιμικό δίκαιο, κι έτσι θεωρεί τις κρίσεις που θα διατυπώσει δεσμευτικές καί για τα τρίτα κράτη.

Τρίτος κανόνας. Σε κάποιες περιπτώσεις, δεν είναι εφικτή η οριοθέτηση με τη χρήση μιας ομαλής γραμμής ίσης απόστασης, λογουχάρη εκεί όπου η ακτογραμμή δεν είναι σταθερή ή οι παρυφές της περιλαμβάνουν νησίδες, υφάλους, βράχους, κ.ά. Σε τέτοιες περιπτώσεις, το δικαστήριο ή η επιτροπή μπορεί να χρησιμοποιήσει μιαν άλλη προσέγγιση που αποκαλείται «μέθοδος της πλάγιας γραμμής» ή «της διχοτόμου γραμμής γωνίας» (angle bisector method).

Τέταρτος κανόνας. Συνήθως, δεν προκύπτει διαφορά μεταξύ ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας, και η οριοθέτησή τους καταλήγει να είναι πρακτικά κοινή. Εντούτοις, αυτό εξετάζεται κάθε φορά. 

Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις οριοθέτησης θαλάσσιων ζωνών, η γεωγραφική διαμόρφωση υπαγορεύει την διαδικασία, ενώ άλλοι παράγοντες σε γενικές γραμμές δεν λαμβάνονται υπόψη, λογουχάρη ζητήματα περιβαλλοντικής προστασίας.

Συνάμα, δεδομένης της σημασίας που έχει για τη διαδικασία η χάραξη της προσωρινής γραμμής μέσης απόστασης, τα σημεία βάσης πάνω στις ακτές απ’ τα οποία θα χαραχθεί η γραμμή μέσης απόστασης επιλέγονται και προσδιορίζονται σχολαστικά.

6.2.3 Γενικοί κανόνες οριοθέτησης όπου υπάρχουν νησιά

Έχει διαπιστωθεί πως μήτε η νομολογία μήτε κάποια πρακτική που περιγράφεται σε εθνικό δίκαιο παρέχουν ένα σαφή, γενικό οδηγό με κανόνες αφορώντες την επήρεια που αναγνωρίζεται στα νησιά κατά την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών. Αυτό αληθεύει, με την έννοια πως δεν υπάρχει ένας τυφλοσούρτης. Εντούτοις, κάποιοι κανόνες προκύπτουν μέσα απ’ τις χαράξεις θαλάσσιων ορίων που έχουν ήδη κριθεί είτε από επιτροπές διαιτησίας και δικαστήρια είτε μέσα από διμερείς συνθήκες οριοθέτησης.

Πρώτος κανόνας. Το πολιτικό καθεστώς του νησιού θεωρείται άνευ σημασίας. Κρίνεται ως νομικά αδιάφορο στα συμφραζόμενα της οριοθέτησης θαλάσσιων ζωνών το εάν ένα νησί είναι πλήρως ενταγμένο στην πολιτική διοίκηση ενός κράτους ή εάν του έχει παραχωρηθεί κάποιο καθεστώς άλλης εξάρτησης.

Δεύτερος κανόνας. Ένα κράτος με δικό του νησί πολύ κοντά στην ηπειρωτική του ακτή—είτε πρόκειται για «βράχο» της παρ. 3 του άρθρου 121 της Σύμβασης, είτε όχι—μπορεί να χρησιμοποιήσει το νησί ως σημείο βάσης κατά τον καθορισμο των θαλάσσιων ζωνών του. Τούτο διότι η Σύμβαση είναι ασαφής σ’ αυτό το σημείο: το άρθρο 121 δεν λέει τίποτα σχετικά με τη χρήση ενός νησιού κατά τον καθορισμό ζωνών που γεννώνται από έναν μείζονα γεωγραφικό όρο πλησίον του. Εντούτοις, δεδομένου πως σε άλλους, συγκριτικά ελάσσονες γεωγραφικούς όρους, όπως λογουχάρη σε σκοπέλους (low-tide elevations), υποχωρούντα δέλτα ποταμών (subsiding deltas), και ύφαλους στις παρυφές της ακτογραμμής (fringing reefs) ρητώς αναγνωρίζεται ένας ρόλος κατά τον ορισμό σημείων βάσης, έτσι λοιπόν κατά μείζονα λόγο πρέπει να αναγνωριστεί ρόλος και σε σπουδαιότερους όρους, όπως ένα νησί. Απ’ την άλλη μεριά, όμως, ο βαθμός στον οποίο ένα τέτοιο νησί πλησίον της ακτής θα επηρεάσει τη γένεση και την οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών εξαρτάται απ’ τα συμφραζόμενα, όπως το μέγεθος και η θέση του νησιού. Για παράδειγμα, στην κρίση των Υποθέσεων της Υφαλοκρηπίδας της Βόρειας Θάλασσας, το Διεθνές Δικαστήριο απέρριψε τις επήρειες μικρών νησιών που βρίσκονταν πλησίον της ακτής, προσέγγιση που επαναλαμβάνεται και σε διακρατικές συμφωνίες καθώς και σε άλλες υποθέσεις που κρίθηκαν στο Διεθνές Δικαστήριο ή από επιτροπές διαιτησίας.

Τρίτος κανόνας. Νησιά που βρίσκονται στ’ ανοιχτά του ηπειρωτικού εθνικού κορμού δικαιούνται μεν πλήρεις θαλάσσιες ζώνες, αρκεί όμως να μην εμπίπτουν στο αντικείμενο της παρ. 3 του άρθρου 121 της Σύμβασης [σ.τ.σ. να μην είναι δηλαδή βραχονησίδες ανεπαρκείς για την συντήρηση ανθρώπινης ζωής και οικονομικής δραστηριότητας]. Εντούτοις, εάν οι ζώνες τους θα επικαλύπτονταν με ζώνες ηπειρωτικών παράκτιων κρατών είτε με ζώνες μεγαλύτερων νησιών, τότε το μικρότερο μέγεθος και η βραχύτερη ακτογραμμή του μικρότερου νησιού, που έτσι διαθέτει μικρότερη προβολή ακτής στη θαλάσσια περιοχή, είναι πιθανότερο να δώσουν μειωμένη επήρεια στο μικρότερο νησί κατά την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών από το δικαστήριο ή το διαιτητικό όργανο. Εδώ εμπίπτει το σύμπλεγμα του Καστελλόριζου.

Τέταρτος κανόνας. Μολονότι σε περιπτώσεις κατά τις οποίες έχουμε ένα μικρό νησί ενός παράκτιου κράτους να βρίσκεται πολύ κοντά στην ακτή ενός άλλου παράκτιου κράτους μπορεί να θεωρηθεί ότι το νησί καταπατά τα δικαιώματα του όμορου κράτους, στην πράξη, συνήθως το νησί και η ηπειρωτική ακτή συνιστούν τμήματα της ίδιας υφαλοκρηπίδας, η οποία έτσι δεν μπορεί να θεωρηθεί αποκλειστικά σχετιζόμενη μονάχα με ένα απ’ τα δύο διαφιλονικούντα μέρη. Σε τέτοια περίπτωση, το μικρότερο μέγεθος του νησιού συγκριτικά με το ηπειρωτικό κράτος κατά πάσα πιθανότητα θα οδηγήσει σε απόδοση μειωμένης επήρειας στο νησί κατά την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών μεταξύ του νησιού και της ηπειρωτικής ακτής από ένα δικαιοδοτικό ή διαιτητικό όργανο. Επίσης εδώ εμπίπτουν τα νησιά μας σε σχέση με την τουρκική, αιγυπτιακή, και λιβυκή ακτή. 

Πέμπτος κανόνας. Κάποιες φορές είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν σε μιαν οριοθέτηση καί σκοπελοι. Για παράδειγμα, ένας σκόπελος μπορεί να βρίσκεται σε μια θαλάσσια περιοχή επικαλυπτόμενων διεκδικήσεων από δύο διαφορετικά κράτη· στην περίπτωση αυτή, μπορούν αμφότερα τα κράτη να ισχυριστούν πως δικαιούνται να χαράξουν τη γραμμή βάσης τους απ’ αυτόν το σκόπελο. Παραταύτα, στην Υπόθεση Θαλάσσιας Οριοθέτησης και Χωρικών Ερωτημάτων μεταξύ Κατάρ και Μπαχρέιν [Maritime Delimitation and Territorial Questions, Qatar v. Bahrain, ICJ1, 16 Mar 2001] το ΔΔΧ απεφάνθη πως για λόγους οριοθέτησης τυχόν ανταγωνιστικές αξιώσεις από εκάτερα τα μέρη σχετικά με έναν σκόπελο που αμφότεροι διεκδικούσαν θ’αλληλοεξουδετερώνονταν εξ ανάγκης. Αντίθετα, στην Υπόθεση Οριοθέτησης Υφαλοκρηπίδας μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και Γαλλίας (1977-1978), που ήταν η πρώτη που κρίθηκε απ’ το Διαιτητικό Δικαστήριο βάσει της Συνθήκης της Γενεύης για την Υφαλοκρηπίδα (1958), το δικαστήριο αναγνώρισε πλήρη επήρεια στον βρετανικό βράχο Eddystone Rock, που ανέφερα νωρίτερα, παρά τις γαλλικές ενστάσεις πως ήταν σκόπελος εκτός του εξωτερικού ορίου της αιγιαλίτιδας ζώνης. Το δικαστήριο παρέκαμψε εντελώς την εξέταση του νομικού καθεστώτος του βράχου (βλ. πρώτο κανόνα ανωτέρω) και του απέδωσε πλήρη επήρεια, όταν εξακρίβωσε πως η Γαλλία τον είχε αποδεχτεί κατά το παρελθόν ως σημείο βάσης για την οριοθέτηση αλιευτικής ζώνης για το Ηνωμένο Βασίλειο (Ευρωπαϊκή Σύμβαση Αλιείας, 1964).

6.3 Πώς αντιμετωπίστηκαν τα νησιά στην πράξη;

Τόσο τα κράτη στις διμερείς τους συμφωνίες όσο και τα διεθνή δικαιοδοτικά όργανα διαχειρίστηκαν τη παρουσία νησιών όχι μονολιθικά αλλά με διάφορους τρόπους, εκ των οποίων τέσσερις ήσαν οι κυριότεροι.

6.3.1 Πρώτος τρόπος: η μετατόπιση της γραμμής ίσης απόστασης

Η παρουσία των νησιών σε μια διαφορά για την οριοθέτηση θαλάσσιων ορίων μπορεί να οδηγήσει σε μια μετατόπιση της μέσης γραμμής ή της γραμμής ίσης απόστασης που ειδάλλως θα χαρασσόταν βασισμένη μονάχα στην ηπειρωτική ακτογραμμή. Ταυτόχρονα, η μετατόπιση της γραμμής μπορεί να μην δώσει πλήρη επήρεια στα νησιά, αλλά να δοθεί κάποια μειωμένη, που θα εξαρτηθεί απ’ την εκτίμηση του οργάνου για το τί είναι «δίκαιο ή αναλογικό» (equitable or proportionate) σε κάθε δεδομένη περίπτωση.

Για παράδειγμα, στην προρρηθείσα Υποθεση της Αγγλογαλλικής Υφαλοκρηπίδας το δικαστήριο εξέτασε τον βαθμό στον οποίο θα επιτρεπόταν στις Νήσους Σίλι (Isles of Scilly, στα κορνουαλικά Syllan) να επηρεάσουν την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στον Ατλαντικό στα δυτικά του Στενού της Μάγχης ή αλλιώς Αγγλικού Διαύλου (English Channel). Εξετάζοντας κάμποσους γεωγραφικούς κυρίως παράγοντες, το δικαστήριο αποφάσισε να δώσει μονάχα μισή επήρεια σ’ όσα σημεία βάσης χρησιμοποιήθηκαν απ’ τις Νήσους Σίλι. Εξήγησε πως «η μέθοδος της απόδοσης μισής επήρειας συνίσταται στην οριοθέτηση της γραμμής ίσης απόστασης μεταξύ των δύο ακτών, πρώτον δίχως τη χρήση του υπεράκτιου νησιού ως σημείου βάσης, και δεύτερον με την χρήση του νησιού ως σημείου βάσης. Ένα όριο που αποδίδει μισή επήρεια στο νησί χαράσσεται στη συνέχεια στη μέση γραμμή μεταξύ των δύο γραμμών ίσης απόστασης. Αυτή η μέθοδος εκτιμά το δικαστήριο πως είναι προσήκουσα και πρακτικά συμφέρουσα προκειμένου να αποσβεστεί η δυσαναλογία και αδικία που ειδάλλως θα προέκυπτε απ’ την απόδοση πλήρους επήρειας στις Νήσους Σίλι ως σημεία βάσης για τον προσδιορισμό της διεύθυνσης του ορίου.»

Συνεπώς, το δικαστήριο έκρινε πως εφαρμογή δικαιοσύνης δεν θα ήταν να προβεί σε μιαν  απολύτως ισότιμη μεταχείριση, αλλά να αποσβέσει καθώς έπρεπε τα άδικα αποτελέσματα που θα παρήγαν οι γεωγραφικές στρεβλώσεις των ειδικών περιστάσεων. Εδώ, ως δίκαιη λύση εξελήφθη η διόρθωση ενδεχόμενων στρεβλώσεων εάν το δικαστήριο είχε εφαρμόσει την αρχή της μέσης γραμμής. 

Παρομοίως, κατά την οριοθέτηση του θαλάσσιου συνόρου στον Κόλπο του Μέιν μεταξύ Καναδά και ΗΠΑ, το δικαστήριο απέδωσε μισή επήρεια στο Νησί Σηλ (Seal Island) στ’ ανοιχτά της Νέας Σκωτίας (Nova Scotia), όταν χάρασσε ένα τμήμα της γραμμής ίσης απόστασης που όριζε το σύνορο μεταξύ των δύο χωρών [Delimitation of the Maritime Boundary in the Gulf of Maine Area (Canada/United States of America), ICJ1, Jan 1982, και ICJ4, Oct 1984]. 

Το ζήτημα της μετατόπισης της γραμμής ίσης απόστασης μπορεί ν’ ανακύψει, όμως, και κατά την περίπτωση που υπάρχουν όχι δυο μεταξύ τους παρακείμενες ή αντικείμενες ηπειρωτικές ακτές, αλλά μία ηπειρωτική ακτή και ένα νησί, όπως ενδιαφέρει την ελληνική υπόθεση. Σε τέτοια περίπτωση, η γραμμή της ίσης απόστασης μπορεί να μετακινηθεί κατά τρόπο που βλάπτει το νησί, βάσει του κριτηρίου σύγκρισης των μηκών των δύο ακτών, στο οποίο έχω αναφερθεί νωρίτερα, και άλλων παραγόντων. Έτσι, κατά την προρρηθείσα υπόθεση μεταξύ Δανίας και Νορβηγίας που αφορούσε τη Γροιλανδία (Δανία) και το νησί Jan Mayen (Νορβηγία) [Maritime Delimitation in the Area between Greenland and Jan Mayen (Denmark v. Norway) ICJ, 14 June 1993] το δικαστήριο αναγνώρισε μεν στο μικρό νησί της Νορβηγίας δικαίωμα σε θαλάσσιες ζώνες, αλλ’ αποφάσισε το όριο της γραμμής ίσης απόστασης ανάμεσα στο νησάκι και στην πολύ μεγαλύτερη Γροιλανδία να μην παράσχει πλήρη επήρεια στο πρώτο. Για να τεκμηριώσει αυτήν του την κρίση, το δικαστήριο επικαλέστηκε μεταξύ άλλων την μειονεξία του Jan Mayen σε μήκος ακτής συγκριτικά προς τη Γροιλανδία, κριτήριο που επανέρχεται όπως είδαμε. 

6.3.2 Δεύτερος τρόπος: η πλάγια γραμμή/ διχοτόμος γραμμή γωνίας

Η παρουσία νησιών μπορεί να καταστήσει απαραίτητη την εφαρμογή της μεθόδου που είναι γνωστή ως «πλάγια γραμμή» ή «διχοτόμος γραμμή γωνίας» (angle bisector line). Για παράδειγμα, στην Υπόθεση Εδαφικής και Θαλάσσιας Διαφοράς μεταξύ Νικαράγουας και Ονδούρας [Territorial and Maritime Dispute between Nicaragua and Honduras in the Caribbean Sea (Nicaragua v. Honduras) ICJ, 8 Oct 2007] το ΔΔΧ απέρριψε τη μεθοδολογία της γραμμής ίσης απόστασης προτιμώντας την μέθοδο της διχοτόμου γραμμής γωνίας. Σύμφωνα με το δικαστήριο, η χάραξη μιας γραμμής ίσης απόστασης θα παρείχε προβλήματα εξαιτίας της δυσκολίας να βρεθούν σταθερά σημεία βάσης κατά μήκος των ακτών, δεδομένης της αδιευκρίνιστης φύσης πολλών μικρών νησιών και νησίδων καθώς και της μεταβλητότητας του δέλτα του Ποταμού Κόκο, λόγω της απόθεσης ιλύος, και τέλος ένεκα διαφωνιών μεταξύ των δύο μερών σχετικά με τις γεωγραφικές συντεταγμένες. Κατά συνέπεια, το δικαστήριο χάραξε δύο ευθείες γραμμές κατά μήκος του μετώπου των ακτών των δύο χωρών, ούτως ώστε να σχηματίζουν μια γωνία, και στη συνέχεια χάραξε μια γραμμή που διχοτομούσε τη γωνία προεκτεινόμενη απ’ την ακτή μέσα στη θάλασσα, δηλαδή την διχοτόμο της γωνίας.

Επιπλέον, η παρουσία νησιών βάρυνε όταν το δικαστήριο χάραζε αποκλίσεις απ’ τη διχοτόμο γραμμή γωνίας. Στην υπόθεση Νικαράγουας-Ονδούρας, στις νησίδες Μπόμπελ, Σαβάννα, Σάουθ, και Πορτ Ρόγιαλ που ανήκαν στην Ονδούρα και βρίσκονταν έξω απ’ τα χωρικά ύδατα των δύο κρατών αναγνωρίστηκαν χωρικές θάλασσες 12 ν.μ.. Δεδομένης της εγγύτητάς τους προς την πλάγια γραμμή, το δικαστήριο τροποποίησε την γραμμή ώστε το όριο να καμπυλώνεται γύρω απ’ τις νησίδες, παραχωρώντας έτσι ακόμα μεγαλύτερο θαλάσσιο δικαίωμα στην Ονδούρα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το δικαστήριο αρνήθηκε να ενθυλακώσει (enclave) τις νησίδες αυτές της Ονδούρας μέσα στον τομέα της Νικαράγουας που οριζόταν με τη διχοτόμο γραμμή εντός χωρικών θαλασσών 3 ναυτικών μιλίων γύρω απ’ το καθένα, όπως είχε προτείνει η Νικαράγουα. Ο αριθμός των 3 ν.μ. ενδιαφέρει και εμάς στις σχέσεις μας με την Τουρκία, καθώς είναι ένας αριθμός που ευνοείται στους τουρκικούς σχεδιασμούς, και πρέπει να τον αποφύγουμε.

6.3.3 Τρίτος τρόπος: η ενθυλάκωση των νησιών

Μια εναλλακτική που εξετάζει το δικαστήριο όταν εμπλέκονται νησιά στην οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών είναι είτε να μετατοπίσει την γραμμή ίσης απόστασης/την διχοτόμο γραμμή που ξεκινά απ’ την ακτή και να την καμπυλώσει γύρω απ’ τα νησιά, είτε να διατηρήσει ομαλή αυτήν τη γραμμή και αντί καμπύλωσης να ενθυλακώσει τα νησιά μέσα σε δικές τους ζώνες.

Για παράδειγμα, στην Αγγλογαλλική Υπόθεση της Υφαλοκρηπίδας, η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο είχαν συμφωνήσει καταρχήν το όριο της υφαλοκρηπίδας τους να χαραχθεί ως γραμμή ίσης απόστασης οπουδήποτε οι δύο ακτές τους ήσαν αντικείμενες κατά μήκος του Στενού της Μάγχης. Τα δύο μέρη διαφώνησαν, όμως, στο ζήτημα της επήρειας των Αγγλονορμανδικών Νήσων (αλλιώς, Νήσοι της Μάγχης, Channel Islands) κατά την χάραξη αυτής της γραμμής. Η Βρετανία ισχυρίστηκε πως η γραμμή ίσης απόστασης που θα χαρασσόταν βάσει των ηπειρωτικών ακτών όφειλε να μετατοπιστεί προς τις Νήσους και εκεί να συναντηθεί με μιαν άλλη γραμμή ίσης απόστασης που έτρεχε ανάμεσα στις Νήσους και στη γαλλική ακτή. Η Γαλλία ισχυρίστηκε πως η γραμμή ίσης απόστασης όφειλε να παραμείνει σταθερά προσδιορισμένη βάσει των ηπειρωτικών ακτών, τουτέστιν στο μέσον του Στενού της Μάγχης, και πως οι Αγγλονορμανδικές Νήσοι όφειλαν να ενθυλακωθούν με δικές τους ανεξάρτητες υφαλοκρηπίδες. Το δικαστήριο συμφώνησε με το Η.Β., ότι οι Νήσοι δεν ήσαν απλά βραχονησίδες ή μικρονησίδες, και ότι διέθεταν σημαντικό πληθυσμό καθώς και μιαν ουσιαστική γεωργική και εμπορική οικονομία, περιστάσεις που τις καθιστούσαν σημαίνουσες από μόνες τους, αυτοτελώς απ’ το Η.Β.. Περαιτέρω, το δικαστήριο δήλωσε πως εάν οι Νήσοι ήσαν ουσιαστικά μια προβολή του ηπειρωτικού Η.Β., τότε η γραμμή ίσης απόστασης στο μέσον του Στενού θα όφειλε πράγματι αυτομάτως ν’ αποκλίνει με μια μεγάλη καμπύλη κατά τον τρόπο που είχε προτείνει το Η.Β. 

Plot twist: το δικαστήριο τελικά συμφώνησε με τη Γαλλία ότι οι Νήσοι όφειλαν να ενθυλακωθούν, διότι «η παρουσία των Βρετανικών νησιών εγγύς της Γαλλικής ακτής, εάν τους δοθεί πλήρης επήρεια κατά την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας θα έχει ως πρόδηλο αποτέλεσμα την ουσιαστική ελαχιστοποίηση της περιοχής της υφαλοκρηπίδας που ειδάλλως θα αποδιδόταν στη Γαλλική Δημοκρατία. Κατά την άποψη του δικαστηρίου, αυτό το γεγονός από μόνο του συνιστά μια περίσταση που γεννά αδικία και απαιτεί μια μεθοδολογία οριοθέτησης η οποία σε κάποιο βαθμό να θεραπεύει την αδικία.» Σκεπτόμενο έτσι, το δικαστήριο αποφάσισε ότι, προκειμένου να διατηρηθεί η προσήκουσα ισορροπία μεταξύ των δύο κρατών σε σχέση με την υφαλοκρηπίδα, ως παράκτιων κρατών που διαθέτουν περίπου ίσου μήκους ακτές στο Στενό, το όριο μεταξύ τους όφειλε πρωτογενώς να είναι μια γραμμή ίσης απόστασης στο μέσον του Στενού, και πως οι Αγγλονορμανδικές Νήσοι όφειλαν να ενθυλακωθούν προκειμένου ν’ αποκτήσουν δικά τους χωρικά ύδατα και υφαλοκρηπίδα 12 ν.μ..

Απ’ την άλλη μεριά, ένα δικαστήριο ή διαιτητικό όργανο μπορεί ν’ απορρίψει την ενθυλάκωση των νησιών, εάν κάτι τέτοιο φαίνεται πρακτικά ασύμφορο ή παρέχει μάλιστα και κινδύνους στη ναυσιπλοΐα. Έτσι, στο δεύτερο στάδιο των διαδικασιών μεταξύ της Ερυθραίας και της Υεμένης [Eritrea/Yemen, Sovereignty and Maritime Delimitation in the Red Sea, PCA, 9 Oct 1998] το Διαρκές Διαιτητικό Δικαστήριο απέρριψε την πρόταση της Υεμένης να οριστεί ένας θύλακας για τα Νησιά Χέικοκ (Haycock Islands) της Ερυθραίας και για τις Νοτιοδυτικές Βραχονησίδες που βρίσκονταν κοντά στα Νησιά Χάνις (Hanish Islands) της Υεμένης, κρίνοντας πως κάτι τέτοιο θα ήταν επικίνδυνο για το διεθνές ναυτικό εμπόριο που περνούσε από εκεί. Αντ’ αυτών, το δικαστήριο όρισε μια γραμμή ίσης απόστασης στο μέσον των νησιών της Ερυθραίας και των νησιών της Υεμένης.

6.3.4 Τέταρτος τρόπος: το «μανιτάρι»

Ο τέταρτος και τελευταίος απ’ τους κύριους τρόπους διαχείρισης της παρουσίας νησιών θα μπορούσε να περιγραφεί ως «η μέθοδος του μανιταριού». Όταν υπάρχουν νησιά ενός κράτους πολύ κοντά σε ένα άλλο κράτος, θα μπορούσαν να ενθυλακωθούν κατά τον τρίτο τρόπο. Εναλλακτικά, όμως, θα μπορούσε να δοθεί στο νησί ένας θύλακας που θα κύκλωνε το μεγαλύτερο μέρος του, και στη συνέχεια να χαραχθούν γραμμές που θα του όριζαν μιαν υφαλοκρηπίδα και μιαν αποκλειστική οικονομική ζώνη μέχρι το επιτρεπτό τους όριο, προβάλλουσες προς τα έξω, μακριά δηλαδή απ’ την ακτή του όμορου κράτους, που θα δημιουργούν έτσι έναν θαλάσσιο χώρο που μοιάζει με μανιτάρι. Αυτή η λύση αναγνωρίζει τη βασική θέση πως τα νησιά δικαιούνται πλήρεις θαλάσσιες ζώνες—εκτός εάν είναι βράχοι του άρθρου 121 παρ. 3 της Σύμβασης.

Για παράδειγμα, στην περίπτωση της διαιτησίας μεταξύ Καναδά και Γαλλίας για τα νησιά Saint Pierre et Miquelon [Delimitation of Maritime Areas Between Canada and France, 10 June 1992] το δικαστήριο βρέθηκε αντιμέτωπο με το πρόβλημα της παρουσίας δύο πολύ μικρών γαλλικών νησιών κειμένων πάρα πολύ κοντά στην καναδική ακτή της Νέας Γης (Newfoundland and Labrador). Κατ’ ουσίαν, τα δύο νησάκια περιβάλλονταν από χώρο που ειδάλλως θ’ ανήκε στις θαλάσσιες ζώνες του Καναδά. Έτσι, μία επιλογή θα ήταν να ενθυλακωθούν τα νησιά, με την απόδοση σ’ αυτά απλώς χωρικών υδάτων 12 ν.μ., και να παραχωρηθεί στον Καναδά όλος ο υπόλοιπος θαλάσσιος χώρος. Αυτό ήταν και το αίτημα του Καναδά, δεδομένης της συγκριτικής διαφοράς μεγέθους των νησιών και μήκους ακτών, και  του ότι σε άλλη περίπτωση τα νησάκια θα καταπατούσαν τη φυσική προβολή του χερσαίου χώρου του Καναδά στη θάλασσα. Επιπλέον, αυτή θα ήταν λογικά η προσέγγιση εάν το δικαστήριο ακολουθούσε το προηγούμενο των Αγγλονορμανδικών Νήσων στην υπόθεση της Αγγλογαλλικής Υφαλοκρηπίδας στη Μάγχη. Όμως στην Ιστορία δεν συμβαίνουν τα λογικώς επόμενα—εάν συνέβαινε έτσι, τότε θα γράφαμε πτυχιακές εξετάσεις καί στη μελλοντική Ιστορία, ενώ για την παρελθούσα δεν θα μελετούσαμε, απλά θα την εικάζαμε με τη λογική.

Αντιθέτως, η Γαλλία ετάχθη υπέρ μιας γραμμής ίσης απόστασης κάποιας μορφής, που θα απέκοπτε ένα σημαντικό μέρος της καναδικής ακτής απ’ τον θαλάσσιο χώρο που απλωνόταν μπροστά της.

Το δικαστήριο απέρριψε καί τις δύο προσεγγίσεις. Προκειμένου να καταλήξει σ’ ένα «δίκαιο αποτέλεσμα», το δικαστήριο απένειμε στα γαλλικά νησάκια, προς τα δυτικά, δηλαδή προς την κατεύθυνση του Καναδά, έναν εκτενή θύλακα 24 ν.μ., εξηγώντας πως αυτή η περιορισμένη επέκταση του θύλακα πέραν των τυπικών χωρικών υδάτων του δυτικού τομέα θα εκπλήρωνε σε κάποιον βαθμό την εύλογη προσδοκία της Γαλλίας για δικαίωμα πέραν της στενής ζώνης της χωρικής θάλασσας των 12 ν.μ., αποδεχόμενο ως ανεκτή κάποια καταπάτηση πάνω σε συγκεκριμένες καναδικές θαλάσσιες προβολές. Περαιτέρω, το δικαστήριο θεώρησε πως η Γαλλία δικαιούτο πλήρως μιαν εμπρόσθια θαλάσσια προβολή, σαν διάδρομο προς Νότον, μέχρι το απώτατο όριο των 200 ν.μ.. Ο λόγος ήταν πως τα νησάκια διέθεταν πρόσβαση στην ανοιχτή θάλασσα προς τα νότια, ανεμπόδιστη είτε από αντικείμενη είτε από παρακείμενη καναδική ακτή. Έτσι, το τελικό σχήμα του θαλάσσιου χώρου που δόθηκε στη Γαλλία έμοιαζε με ένα μανιτάρι: μια κυκλική περιοχή γύρω απ’ τα νησιά, και ένας στενός διάδρομος περίπου 10,5 ν.μ. πλατύς, εκτεινόμενος προς τα νότια μακριά απ’ την καναδική ακτή, μέχρι τα 200 ν.μ..

6.3.5 Συνδυαστικοί τρόποι

Συνδυασμοί μιας ή περισσότερων μεθόδων μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε μιαν οριοθέτηση. Για παράδειγμα, στην υπόθεση της Θαλάσσιας Οριοθέτησης μεταξύ Νικαράγουας και Κολομβίας [Territorial Dispute and Maritime Delimitation between Nicaragua and Colombia, ICJ, 19 Nov 2012] το ΔΔΧ χρησιμοποίησε τη γραμμή ίσης απόστασης, τη μετατόπιση της γραμμής λόγω της επήρειας ορισμένων νησιών, την ενθυλάκωση άλλων νησιών, και τη μέθοδο του «μανιταριού» σε διαφορετικά στάδια της διαδικασίας. 

Ας δούμε πώς έγινε αυτό. Επίδικος ήταν ένας θαλάσσιος χώρος στην Καραϊβική Θάλασσα· στ’ ανατολικά εκτεινόταν μια μακρά ακτή της Νικαράγουας και μερικά νησιά στις παρυφές της, ενώ στα δυτικά κάμποσα νησάκια της Κολομβίας μέσα και γύρω απ’ το Αρχιπέλαγος του Αγίου Ανδρέα. Χειριζόμενο την υπόθεση, το δικαστήριο εφάρμοσε μια προσέγγιση τριών σταδίων που είχε χρησιμοποιηθεί καί στην υπόθεση για την υφαλοκρηπίδα στη Μαύρη Θάλασσα. 

Α. Στο πρώτο στάδιο, το δικαστήριο χάραξε μια προσωρινή γραμμή ίσης απόστασης μεταξύ των σχετιζόμενων ακτών των δύο μερών, για τον σχεδιασμό της οποίας επέλεξε σημεία βάσης πάνω στα νησιά παρυφής της ακτής της Νικαράγουας και στα νησιά της Κολομβίας. Μερικά απ’ τα μικρότερα νησάκια υπό κολομβιανή κυριαρχία που βρίσκονταν μακριά απ’ τα κυρίως νησιά δεν χρησιμοποιήθηκαν ως σημεία βάσης απ’ το δικαστήριο.

Β. Στο δεύτερο στάδιο, το δικαστήριο εξέτασε εάν συνέτρεχε κάποια ειδική περίσταση που απαιτούσε τη μετατόπιση της προσωρινής γραμμής ίσης απόστασης προκειμένου «να επιτευχθεί το δίκαιο αποτέλεσμα». Το δικαστήριο αποφάσισε πως μια μετατόπιση ήταν προσήκουσα για δύο λόγους: α) για την σημαντική διαφορά ανάμεσα στα μήκη των σχετικών ακτών Νικαράγουας και Κολομβίας, και β) για τα γενικότερα γεωγραφικά χαρακτηριστικά της Κολομβιανής ακτής που αποτελείτο από μια σειρά νησιών που ήσαν πολύ μικρά και βρίσκονταν σε σημαντική απόσταση το ένα από τ’ άλλο, ώστε να μην συγκροτούν μια συνεχή ακτογραμμή. Πράγματι, μια προσέγγιση καθαρά βασισμένη στη γραμμή ίσης απόστασης θα στερούσε απ’ τη Νικαράγουα περίπου το 75% της θαλάσσιας περιοχής στην οποία πρόβαλλε η εκτενής ακτή της, παρά το γεγονός ότι ήταν και πολύ μεγαλύτερη απ’ το μήκος ακτών των κολομβιανών νησιών. 

Συνεπώς, το δικαστήριο αποφάσισε να δημιουργήσει μια γραμμή με συντελεστή στάθμισης (weighted line), στην οποία απέδωσε «στάθμιση 1» σε καθένα απ’ τα σημεία βάσης της Κολομβίας και «στάθμιση 3» σε καθένα απ’ τα σημεία βάσης της Νικαράγουας. Με άλλα λόγια, το δικαστήριο έφτιαξε μια νέα γραμμή, κάθε σημείο της οποίας απείχε τρεις φορές περισσότερο από ένα κύριο σημείο βάσης της Νικαράγουας απ’ όσο απείχε απ’ το κύριο σημείο βάσης πάνω στα νησιά της Κολομβίας. Ως αποτέλεσμα, προέκυψαν μια σειρά από καμπύλες γραμμές που το δικαστήριο εξομάλυνε στη συνέχεια με γεωδαισιακές γραμμές. 

Plot twist: περαιτέρω, το δικαστήριο αποφάσισε πως πιθανή επέκταση αυτής της σταθμισμένης γραμμής προς τον Βορρά και προς τον Νότο δεν θα ήταν δίκαιη. Αντ’ αυτού, το δικαστήριο αποφάσισε να χαράξει με τη μέθοδο του «μανιταριού» γραμμές σε γεωγραφικά πλάτη προς Βορρά και Νότο των κύριων νησιών της Κολομβίας μέχρι το όριο των 200 ν.μ. απ’ τις γραμμές βάσης της Νικαράγουας, αποδίδοντας στην τελευταία θαλάσσιες ζώνες στην πλήρη, επιτρεπτή έκταση των 200 ν.μ. βόρεια και νότια των κολομβιανών νησιών. Ταυτόχρονα, το δικαστήριο χρησιμοποίησε τη μέθοδο της ενθυλάκωσης για δύο μικρότερα νησιά της Κολομβίας που βρίσκονταν σε απόσταση απ’ τα κύρια νησιά της, στα οποία αποδόθηκαν χωρικά ύδατα 12 ν.μ.

Γ. Στο τρίτο στάδιο, το δικαστήριο εξέτασε μήπως το αποτέλεσμα ήταν δυσαναλογικό· συνέκρινε τον λόγο των θαλάσσιων περιοχών που απονεμήθηκαν σε κάθε κράτος με τον λόγο του μήκους των οικείων τους ακτών. Ο λόγος των υδάτων της Νικαράγουας έναντι της Κολομβίας ήταν 3,44 προς 1 συγκρινόμενος με τον λόγο των ακτογραμμών της Νικαράγουας έναντι της Κολομβίας που ήταν 8,2 προς 1. Το δικαστήριο έκρινε πως δεν υπήρχε κάποια σημαντική δυσαναλογία που ν’ απαιτεί περαιτέρω τροποποίηση της οριοθέτησης.

7. Δικαιώματα και υποχρεώσεις όσο εκκρεμεί μια έριδα

Κανονικά, ένα κράτος που διαθέτει την κυριαρχία πάνω σε ένα νησί, διαθέτει και τα κυριαρχικά δικαιώματα της εξερεύνησης και της εκμετάλλευσης όλων των φυσικών πόρων των θαλάσσιων περιοχών που σχετίζονται μ’ αυτό το νησί. Στην περίπτωση που ο επίδικος θαλάσσιος χώρος επικαλύπτεται απ’ τις διεκδικήσεις ενός άλλου κράτους—και αυτές μπορεί ν’ εγείρονται για τα χωρικά ύδατα, την ΑΟΖ, την υφαλοκρηπίδα, ή και την μείζονα υφαλοκρηπίδα—τότε εφαρμόζουν ορισμένοι βασικοί κανόνες.

Πρώτος κανόνας. Κάθε κράτος οφείλει να συμπεριφέρεται με καλή πίστη όσον αφορά τις διεκδικήσεις που εγείρει στη διαφιλονικούμενη θαλάσσια περιοχή. Αυτή η «καλή πίστη» λειτουργεί ως θεμελιώδης κανόνας του διεθνούς δικαίου, αλλά εμφανίζεται και στο άρθρο 300 της Σύμβασης, που δηλώνει: «τα κράτη οφείλουν να εκπληρώνουν με καλή πίστη τις υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτήν τη Σύμβαση και οφείλουν να ασκούν τα δικαιώματα, τη δικαιοδοσία, και τις ελευθερίες που αναγνωρίζει αυτή η Συμβαση με τρόπο που δεν θα συνιστά κατάχρηση των δικαιωμάτων.»

Δεύτερος κανόνας. Όσον αφορά αλληλοεπικαλυπτόμενες διεκδικήσεις, κάθε κράτος πρέπει φυσιολογικά να περιορίσει τις δραστηριότητές του εντός μιας προσωρινής γραμμής ίσης απόστασης σύμφωνα με το άρθρο 15 της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας.

Τρίτος κανόνας. Μέχρι τη σύναψη μιας συμφωνίας σχετικής με αλληλοεπικαλυπτόμενες διεκδικήσεις που αφορούν την ΑΟΖ ή την υφαλοκρηπίδα, κάθε κράτος αναλαμβάνει την θετική υποχρέωση να επιζητήσει διαπραγμάτευση μιας ενδιάμεσης, προσωρινής  διευθέτησης. Η παρ. 3 των άρθρων 74 (για ΑΟΖ) και 83 (για υφαλοκρηπίδα) της Σύμβασης προβλέπει: «όσο εκκρεμεί η σύναψη συμφωνίας κατά την παρ. 1, τα ενδιαφερόμενα κράτη οφείλουν να καταβάλουν κάθε προσπάθεια με πνεύμα κατανόησης και συνεργασίας προκειμένου να εισέλθουν σε προσωρινές διευθετήσεις πρακτικής φύσης, και τέτοιες διευθετήσεις δεν θα είναι δεσμευτικές για την τελική οριοθέτηση.» Θεωρείται θετική υποχρέωση διότι απαιτεί ρητά απ’ τα κράτη να επιζητήσουν προσωρινή διευθέτηση. Ταυτόχρονα, είναι μια υποχρέωση για τη γενικότερη συμπεριφορά τους, όχι κατ’ ανάγκη για το τελικό αποτέλεσμα: τα κράτη οφείλουν να καταβάλουν προσπάθεια, αλλά δεν υποχρεούνται να επιτύχουν κιόλας.

Τέταρτος κανόνας. Όσο εκκρεμεί η ολοκλήρωση μιας συμφωνίας σχετικής με αλληλοεπικαλυπτόμενες διεκδικήσεις σε μιαν ΑΟΖ ή υφαλοκρηπίδα, ένα κράτος δεν πρέπει να λάβει μονομερώς μέτρα που θα όξυναν περαιτέρω την υπάρχουσα έριδα. Όπως γράφει πάλι η παρ. 3 των άρθρων 74 και 83 αντίστοιχα για την κάθε ζώνη: «όσο εκκρεμεί η σύναψη συμφωνίας κατά την παρ. 1, τα ενδιαφερόμενα κράτη οφείλουν να καταβάλουν κάθε προσπάθεια με πνεύμα κατανόησης και συνεργασίας προκειμένου να μην διακινδυνεύσουν ή υπονομεύσουν τη σύναψη της τελικής συμφωνίας.» Αυτή είναι μια αρνητική υποχρέωση, γιατί περιγράφει τί δεν πρέπει να κάνουν, τί πρέπει ν’ αποφύγουν τα κράτη: μονομερείς ενέργειες που θα οξύνουν περισσότερο τη διαφορά. Συνάμα, και αυτή είναι μια υποχρέωση συμπεριφοράς, κι όχι αποτελέσματος.

Πέμπτος κανόνας. Κάθε κράτος οφείλει να αποφύγει τη χρήση βίας ή την απειλή για χρήση βίας εναντίον ενός κράτους με το οποίο ερίζει για θαλάσσιες περιοχές. Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 4 της Χάρτας των Ηνωμένων Εθνών, ένα κράτος δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιήσει βία ή να απειλήσει πως θα χρησιμοποιήσει βία εναντίον της εδαφικής ακεραιότητας ή πολιτικής ανεξαρτησίας ενός άλλου κράτους. Το άρθρο 301 της Σύμβασης  ενισχύει τον γενικό αυτόν κανόνα, σημειώνοντας: «κατά την άσκηση των δικαιωμάτων και την εκτέλεση των καθηκόντων τους, όπως ορίζονται από αυτήν τη Σύμβαση, τα κράτη μέλη θα απέχουν από οποιαδήποτε απειλή ή χρήση βίας εναντίον της εδαφικής ακεραιότητας ή της πολιτικής ανεξαρτησίας ενός άλλου κράτους ή κατά τρόπο ειδάλλως ασύμβατο με τις αρχές του διεθνούς δικαίου στην Χάρτα των Ηνωμένων Εθνών.»

Έκτος κανόνας. Κάθε κράτος μπορεί να εφαρμόσει επιτρεπτά αντίμετρα, όταν ένα άλλο κράτος παραβιάζει τις υποχρεώσεις του. Εάν ένα απ’ τα δύο κράτη που εγείρουν αξιώσεις σε μια διαφιλονικούμενη περιοχή πράττει εν αδίκω, λ.χ. προβαίνοντας σ’ ενέργειες που οξύνουν την έριδα ή αρνούμενο να διαπραγματευτεί μια προσωρινή διευθέτηση, τότε το άλλο κράτος μπορεί να εφαρμόσει επιτρεπτά αντίμετρα. Τέτοια αντίμετρα πρέπει να συμβάλλουν στη συμμόρφωση του άλλου κράτους προς τη Σύμβαση και να συνάδουν με τους γενικούς κανόνες περί αντιμέτρων, όπως έχουν οριστεί απ’ την Επιτροπή Διεθνούς Δικαίου (International Law Commission) το 2001, σχετικά με τις ευθύνες των κρατών για διεθνείς αδικοπραξίες.

Έβδομος κανόνας. Τα τρίτα κράτη υποχρεούνται να μην παρέχουν βοήθεια ή συνδρομή εν γνώσει τους σ’ ένα κράτος που ενεργεί εν αδίκω αναφορικά με διαφιλονικούμενες θαλάσσιες περιοχές. Εάν ένα απ’ τα διαφιλονικούντα κράτη πράττει εν αδίκω, όπως έχει καλυφθεί ανωτέρω, τότε τα τρίτα κράτη έχουν την υποχρέωση να μην το βοηθούν ή συντρέχουν στη συμπεριφορά του.

8. Επίλογος

Στις κρίσεις των διεθνών δικαστηρίων, οι κανόνες και οι εξαιρέσεις του δικαίου της θάλασσας συνθέτουν την ίδια ευέλικτη γραμματική των πιθανών αλλά προβλέψιμων εκβάσεων, όπως εκτιμώ ότι φάνηκε απ’ την παράθεση των υποθέσεων. Πρόκειται για μια γραμματική που μοιάζει είτε με τον έναν είτε με τον άλλο τρόπο να τεκμηριώνει αποφάσεις ήδη χτισμένες στην πραγματικότητα, προτού ζωγραφιστούν πάνω στους χάρτες με χάρακες και διαβήτες. Προβάλλεται πως μέριμνα είναι πάντοτε να γιατρέψουν την αδικία, όμως η φύση της αδικίας δεν μπορεί να εξαντλείται στη γεωμετρία, κι αυτό μου μοιάζει για ρητορισμό που με κάποιο μαγικό τρικ πλασάρεται ως αλήθεια, ενώ από πίσω μια πάλη εκτυλίσσεται στη διεθνή κονίστρα, όσο οι πιο επιδέξιοι παίκτες έχουν μαντέψει πώς να βαδίσουν πάνω στο όριο των νόμων, σαν σε τεντωμένο σχοινί.

Γράφει ο Iuvenalis: “Quemvis hominem, secum adtulit ad nos: grammaticus, rhetor, geometres, pictor, aliptes, augur, schoenobates, medicus, magus: omnia novit: Graeculus esuriens in coelum, iuserris, ibit.” Αποδίδω στα νέα ελληνικά: «Μαζί του κουβάλησε σε μας κάθε λογής άνθρωπο: τον γραμματικό, τον ρήτορα, το αρχιτέκτονα, τον ζωγράφο, τον προπονητή της πάλης, τον μάντη, τον σχοινοβάτη, το γιατρό, τον μάγο—γιατί ο γραικύλος που πεινάει όλα τα ξέρει: δώσε του την εντολή, και θα φτάσει και στον ουρανό». Δεν το είχε πει για καλό.

Πρέπει να μιλήσουμε για την Ελλάδα, που δεν θα πεινάει, δεν θα νομίζει πως τα ξέρει όλα προτού καν κριθούν μέσα από δοκιμασίες, και δεν θα πηδάει στον ουρανό σαν της δοθεί η εντολή από επικυρίαρχους. Πρέπει να μιλήσουμε για τον Έλληνα που δεν θα τον έχουν για μικρό και δεδομένο.