Τι είναι η Candida Auris, που έχει προκαλέσει ανησυχία – Ο επικίνδυνος ζυμομύκητας που προκαλεί συστηματικές λοιμώξεις

342

Ο μύκητας Candida Auris ενδέχεται να μας απασχολήσει ιδιαίτερα τα επόμενα χρόνια, μετά την πανδημία του κορονοϊού, όπως διαφάνηκε από όσα είπε ο καθηγητής Παθολογίας Λοιμώξεων στην Ιατρική Σχολή ΕΚΠΑ και γ.γ. της Ελληνικής Εταιρείας Λοιμώξεων Νίκος Σύψας.

Συγκεκριμένα, ο κ. Σύψας αποκάλυψε, μιλώντας στο 21ο Πανελλήνιο Συνεδρίου Λοιμώξεων, ότι έχει εντοπιστεί σε όλα τα νοσοκομεία της 1ης ΥΠΕ, δηλαδή της Αττικής, με καθένα να έχει καταγράψει τουλάχιστον ένα περιστατικό, τα οποία ευτυχώς έχουν απομονωθεί.

ΕΟΔΥ: Τι είναι η Candida auris
Η Candida auris είναι ζυμομύκητας που για πρώτη φορά απομονώθηκε το 2009 στην Ιαπωνία από το αυτί ασθενούς, από όπου και το όνομά του είδους (auris = αυτί στα λατινικά).

Η δυνατότητα πρόκλησης διεισδυτικής λοίμωξης αναγνωρίστηκε το 2011 όταν απομονώθηκε από το αίμα 3 ασθενών με σηψαιμία στη Ν. Κορέα. Από τότε, στελέχη Candida auris απομονώθηκαν σε διάφορες περιοχές του κόσμου σε Ευρώπη, Αμερική, Ασία, Αφρική και Αυστραλία, τόσο ως σποραδικά περιστατικά ή από νοσοκομειακές επιδημίες, και κυρίως ως αποικισμός του γαστρεντερικού συστήματος ασθενών νοσηλευόμενων σε ΜΕΘ.

Η διεξαγωγή της αλληλουχίας ολόκληρου του γονιδιώματος των δειγμάτων Candida auris από χώρες στις περιοχές της Ανατολικής Ασίας, της Νότιας Ασίας, της Νότιας Αφρικής και της Νότιας Αμερικής οδηγεί στο συμπέρασμα ότι διαφορετικά στελέχη Candida auris εμφανίστηκαν και διασπάρθηκαν σε πολλές περιοχές παγκοσμίως την ίδια σχεδόν περίοδο.

 

 

O ζυμομύκητας Candida auris αναγνωρίζεται πλέον ως μία αναδυόμενη παγκόσμια απειλή για την δημόσια υγεία για τέσσερις κύριους λόγους:

1. Εμφανίζει αντοχή σε σημαντικά αντιμυκητικά φάρμακα όπως οι αζόλες και συχνά αντοχή και σε άλλες κατηγορίες αντιμυκητικών φαρμάκων όπως οι εχινοκανδίνες και η αμφοτερικίνη Β, που χρησιμοποιούνται συνήθως για τη θεραπεία διεισδυτικών / συστηματικών λοιμώξεων από στελέχη Candida.

2. Η ταυτοποίηση του ζυμομύκητα εμφανίζει σημαντικές δυσκολίες με αποτέλεσμα να μην επαρκούν οι συνήθεις εργαστηριακές μεθοδολογίες ταυτοποίησης. Η εσφαλμένη ταυτοποίηση του μπορεί να οδηγήσει σε ακατάλληλη διαχείριση και θεραπευτική αντιμετώπιση των ασθενών.

3. Προκαλεί επιδημίες σε μονάδες υγειονομικής περίθαλψης. Για το λόγο αυτό, είναι σημαντικό να αναγνωριστεί έγκαιρα η C. auris σε νοσηλευόμενους ασθενείς, ώστε να ληφθούν άμεσα οι ειδικές προφυλάξεις για την πρόληψη της διασποράς του.

4. Το CDC θεωρεί την C. auris ως ένα αναδυόμενο παθογόνο παράγοντα, επειδή έχει καταγραφεί αυξανόμενος αριθμός λοιμώξεων σε πολλές χώρες, από τότε που αναγνωρίστηκε.

Παθογένεια C. auris

Η C. auris προκαλεί συστηματικές λοιμώξεις, όπως βακτηριαιμίες, λοιμώξεις μαλακών μορίων και χειρουργικού πεδίου. Έχει επίσης απομονωθεί από δείγματα αναπνευστικού και ούρων, αλλά δεν είναι σαφές εάν προκαλεί λοιμώξεις αναπνευστικού ή ουροποιητικού συστήματος.

Όπως και άλλες λοιμώξεις από Candida, οι λοιμώξεις από C. auris διαγιγνώσκονται συνήθως με καλλιέργεια αίματος ή άλλων βιολογικών υγρών. Λοιμώξεις έχουν διαγνωστεί σε ασθενείς όλων των ηλικιών, από πρόωρα βρέφη έως ηλικιωμένους.

Ωστόσο, η C. auris είναι πιο δύσκολο να απομονωθεί από τις καλλιέργειες συγκριτικά με άλλους, συνηθέστερους τύπους Candida. Ο μέσος χρόνος διάγνωσης της λοίμωξης από C auris είναι 19 ημέρες από την εισαγωγή, ενώ η θνητότητα μπορεί να φτάσει έως 70%, αν πρόκειται για μυκηταιμία. Παράλληλα μπορεί να συγχέεται με άλλους ζυμομύκητες, όπως με την C. haemulonii, έτσι για τη σωστή ταυτοποίηση της C. auris απαιτούνται ειδικές μικροβιολογικές τεχνικές.

Από τα περιορισμένα δεδομένα που διαθέτουμε μέχρι σήμερα, οι παράγοντες κινδύνου για λοιμώξεις από C. auris είναι γενικά παρόμοιοι με τους παράγοντες κινδύνου για άλλους τύπους λοιμώξεων από στελέχη Candida.

Επισημαίνονται όμως οι δύο παρακάτω παράγοντες:

ταξίδι σε χώρες με τεκμηριωμένες λοιμώξεις από C. auris. Επιπρόσθετος κίνδυνος είναι η νοσηλεία σε μονάδα με ασθενείς με λοίμωξη από C. auris. Οι περισσότεροι ασθενείς εμφάνισαν λοίμωξη κατά τη διάρκεια νοσηλείας τους για άλλους λόγους. Οι άνθρωποι που ταξιδεύουν σε αυτές τις χώρες για να αναζητήσουν ιατρική περίθαλψη ή νοσηλεύονται εκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα μπορεί να εμφανίσουν αυξημένο κίνδυνο λοίμωξης από C. auris.

πρόσφατη νοσηλεία με παρεμβατικούς χειρισμούς, όπως διασωλήνωση και τοποθέτηση κεντρικών ενδαγγειακών καθετήρων. Οι περισσότερες λοιμώξεις από C. auris μπορούν να θεραπευτούν με τη χορήγηση των εχινοκανδινών. Ωστόσο, ορισμένες λοιμώξεις από C. auris είναι ανθεκτικές και στις τρεις κύριες κατηγορίες αντιμυκητικών φαρμάκων, καθιστώντας τις λοιμώξεις αυτές δυσίατες. Σε αυτή την περίπτωση, μπορεί να απαιτηθεί ακόμη και συνδυασμός αντιμυκητικών φαρμάκων σε υψηλές δόσεις.

Μέτρα πρόληψης και ελέγχου

Τα στελέχη C. auris μπορούν να διασπαρούν σε χώρους υγειονομικής περίθαλψης μέσω επαφής με μολυσμένες περιβαλλοντικές επιφάνειες ή εξοπλισμό ή από άτομο σε άτομο.

Ο βασικός πυρήνας των μέτρων ελέγχου στο νοσοκομειακό περιβάλλον είναι:

Έγκαιρη ταυτοποίηση του ζυμομύκητα σε επίπεδο γένους και είδους και ο εντοπισμός ασθενών με λοίμωξη ή αποικισμό από το συγκεκριμένο παθογόνο.
Απομόνωση ασθενούς σε μονόκλινο θάλαμο – εφαρμογή συνθηκών απομόνωσης
Εφαρμογή των Προφυλάξεων Επαφής από όλους όσους εμπλέκονται στη φροντίδα του ασθενούς
Διάθεση αποκλειστικού νοσηλευτή για τον ασθενή με C. auris και αποκλειστικού εξοπλισμού.
Εφαρμογή Βασικών Προφυλάξεων με έμφαση στην Υγιεινή των Χεριών από όλους του επαγγελματίες υγείας του κλινικού τμήματος νοσηλείας του ασθενούς.
Καθαρισμός και απολύμανση του χώρου νοσηλείας του ασθενούς (καθημερινός και τελικός καθαρισμός) με συνιστώμενα προϊόντα.
Απολύμανση επαναχρησιμοποιήσιμου ιατρονοσηλευτικού εξοπλισμού.
Επικοινωνία και ενημέρωση μεταξύ των κλινικών τμημάτων ή των νοσοκομείων σε περιπτώσεις μεταφοράς του ασθενούς.
Έλεγχος επαφών νεοδιαγνωσθέντων ασθενών για τον εντοπισμό φορέων από C. auris.
Επιτήρηση για την έγκαιρη διάγνωση νέων λοιμώξεων, παρακολούθηση επίπτωσης και αξιολόγησης της αποτελεσματικότητας των εφαρμοζόμενων μέτρων για τον έλεγχο της διασποράς των παθογόνων.
Οι ασθενείς με C. auris πρέπει να τοποθετούνται σε μονόκλινους θαλάμους με την εφαρμογή βασικών προφυλάξεων και προφυλάξεων επαφής. Εάν είναι διαθέσιμος περιορισμένος αριθμός απομονώσεων, οι θάλαμοι θα πρέπει να προορίζονται για ασθενείς που ενδέχεται να διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο μετάδοσης της C. auris, όπως ασθενείς που χρειάζονται συχνότερη και πολυπλοκότερη φροντίδα και φέρουν καθετήρες. Εναλλακτικά της απομόνωσης συστήνεται η συν-νοσηλεία ασθενών με το ίδιο πολυανθεκτικό στέλεχος C.auris.

Στο μέτρο του εφικτού θα πρέπει να ελαχιστοποιηθεί ο αριθμός του προσωπικού που φροντίζει τον ασθενή με C. auris. Εάν υπάρχουν πολλοί ασθενείς με C. auris σε μια νοσηλευτική μονάδα, θα πρέπει να ενισχυθεί το προσωπικό των συγκεκριμένων τμημάτων.

Πέραν της απομόνωσης ισχύουν όλα αυτά τα μέτρα που συμπεριλαμβάνονται στις συνθήκες απομόνωσης και εφαρμόζονται και για την πρόληψη της διασποράς των πολυανθεκτικών βακτηρίων (σχετικές οδηγίες ΟΕΔΥ-2015).