Τι περιμένει η Κίνα από τον Μπάιντεν

1073
Μπάιντεν

Συνήθως τα κομματικά συνέδρια των Δημοκρατικών και των Ρεπουμπλικανών αποτελούν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία, για να γνωρίσουν οι ψηφοφόροι τις πολιτικές τους, σε εσωτερικό επίπεδο. To 2020 όμως και η αμερικανική προεκλογική εκστρατεία, έδωσαν κάποια στοιχεία για το τι μπορεί να περιμένει το Πεκίνο από τη νέα αμερικανική κυβέρνηση. Υψηλόβαθμα στελέχη κινεζικών εταιρειών επισημαίνουν στο βρετανικό δίκτυο BBC, ότι η επερχόμενη Προεδρία του Τζο Μπάιντεν φαντάζει πιο ελκυστική στα μάτια των Κινέζων, καθώς τέσσερα ακόμη χρόνια με Τραμπ, θα ήταν εντελώς απρόβλεπτα.

To Πεκίνο εκτιμά ότι η Προεδρία Μπάιντεν, θα είναι το ίδιο, ίσως και περισσότερο σκληρή στις σχέσεις με την Κίνα, θεωρείται όμως πιθανότερο, οι σχέσεις αυτές να στηρίζονται περισσότερο στη λογική και τον πραγματισμό, αντί σε ρητορικές εξάρσεις και ιδεολογικές αντιπαλότητες. Αυτό που είναι ξεκάθαρο για το Πολιτικό Γραφείο στο Πεκίνο είναι ότι η σκληρή στάση της Ουάσινγκτον σε μια σειρά από ζητήματα αναμένεται να συνεχιστεί απρόσκοπτα, ακόμη και μετά την εναλλαγή στην εξουσία, και την έλευση Μπάιντεν στο Λευκό Οίκο.

Το πρώτο μεγάλο ζήτημα που απασχολεί τους Κινέζους που ανησυχούν σφόδρα, είναι η αποσύνδεση των οικονομιών της Κίνας και των ΗΠΑ, αποσύνδεση στην οποία αναφέρεται συνεχώς στα τουίτ του ο Πρόεδρος Τραμπ, και που ουσιαστικά σημαίνει τη σταδιακή αποσύνθεση των οικονομικών και επιχειρηματικών σχέσεων που έχουν χτίσει οι δύο πλευρές τα τελευταία τριάντα χρόνια. Τα πάντα είναι στο τραπέζι και παραμένουν ανοικτά ζητήματα προς επίλυση, όπως η πιθανή απόσυρση μεγάλων μονάδων παραγωγής αμερικανικής ιδιοκτησίας από την ηπειρωτική Κίνα, ως την αλλαγή ιδιοκτησίας μεγάλων κινεζικών εταιρειών που εδρεύουν στις ΗΠΑ.

Η κυβέρνηση Τραμπ επισπεύδει την αποσύνδεση αμερικανικών και κινεζικών εταιρειών, επικαλούμενη λόγους ασφαλείας και κλοπής πνευματικών δικαιωμάτων και νέας τεχνολογίας. Έτσι εταιρείες Κινέζων ωθούνται σε πολιτική τεχνολογικής ανεξαρτησίας, καθώς κατανοούν όπως λένε επιχειρηματικά στελέχη, ότι δεν μπορούν να έχουν εμπιστοσύνη στους Αμερικανούς την ώρα που ξεσπά πόλεμος σε τομείς όπως αυτός της τεχνητής νοημοσύνης.

Επιπλέον, οι αμερικανικές αρχές προωθούν νέα λογιστικά πρότυπα και κανονισμούς για τη λειτουργία εταιρειών, ωθώντας κινεζικές εταιρείες σε έξοδο από την αμερικανική αγορά, κάτι το οποίο δεν αναμένεται να αλλάξει άρδην υπό την Προεδρία Μπάιντεν, καθώς εκείνοι που κατηγορούν τους Κινέζους για πολλά από τα προβλήματα της αμερικανικής οικονομίας, ανήκουν τόσο στο Δημοκρατικό όσο και στο Ρεπουμπλικανικό κόμμα. Καθώς η αμερικανική πίεση εντείνεται, κινεζικές εταιρείες αποσύρουν μετοχές από τις αμερικανικές αγορές και τις τοποθετούν για παράδειγμα, στα χρηματιστήρια της Σαγκάης ή του Χονγκ Κονγκ.

Η Κίνα είναι η χώρα που ωφελήθηκε περισσότερο από τη διαδικασίας οικονομικής παγκοσμιοποίησης των τελευταίων 30 ετών, που έβγαλε από τη φτώχεια εκατοντάδες εκατομμύρια Κινέζους, αυτό είναι όμως που επισημαίνει και ο Πρόεδρος Τραμπ, που υποστηρίζει ότι η Αμερική έγινε φτωχότερη και η Κίνα πλουσιότερη, και ότι αυτό πρέπει να αλλάξει, κάτι που συμμερίζονται και αρκετοί μέσα στο Δημοκρατικό κόμμα. Η κυβέρνηση Τραμπ έχει επιβάλλει εμπορικούς δασμούς και υψώνει εμπορικά τείχη, η ελευθερία του εμπορίου περιορίζεται, κάτι που το Πεκίνο γνωρίζει ότι ουσιαστικά δεν θα αλλάξει μετά την είσοδο Μπάιντεν στο Λευκό Οίκο.

Οι Global Times, όργανο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας, εκτιμούν ότι η αλλαγή στάσης των ΗΠΑ είναι στρατηγική και δύσκολα θα αλλάξει. Ένα από τα πλεονεκτήματα της παγκοσμιοποίησης λένε Κινέζοι αξιωματούχοι είναι ότι αυτή ενισχύει την ασφάλεια μεταξύ των μερών που επιδίδονται σε εμπορικές, οικονομικές και επιχειρηματικές συναλλαγές, περιορίζοντας τις ανοικτές συγκρούσεις και την ένταση, κάτι που τώρα φαίνεται να αλλάζει.

Πολλά στελέχη μεγάλων εταιρειών της Ασίας, θεωρούν τη σκληρή σύγκρουση ΗΠΑ – Κίνας αναπόφευκτη. Η εκτόξευση κινεζικών πυραύλων στη νότια Σινική Θάλασσα καταδεικνύει τους κινδύνους που ελλοχεύουν για την παγκόσμια ασφάλεια και οικονομία. Διεθνείς αναλυτές εκτιμούν ότι ο επανακαθορισμός των σχέσεων ΗΠΑ – Κίνας θα αυξήσει την ένταση στις διεθνείς σχέσεις και θα προκαλέσει τριγμούς στην παγκόσμια οικονομία.