Την Παρασκευή έρχεται στην Αθήνα ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών, Χακάν Φιντάν. Τόνοι µελάνης έχουν αφιερωθεί στο αντικείµενο της συνάντησής του µε τον Γιώργο Γεραπετρίτη, στις εικασίες για το τι θα πάρουµε-τι θα δώσουµε, αν τελικά θα δώσουµε ή θα πάρουµε κι αν βρισκόµαστε ενόψει ενός νέου αδιεξόδου.
Κρίσιμο το τετ α τετ Γεραπετρίτη και Φιντάν
Οµολογουµένως, το συγκεκριµένο τετ α τετ είναι κρίσιµο. ∆ιότι οι δύο οµόλογοι δεν συναντώνται εθιµοτυπικά, για να παγιώσουν το καλό κλίµα. Αλλά για να φέρουν εις πέρας µια πολύ συγκεκριµένη διπλωµατική αποστολή, κατόπιν των σχετικών εντολών από πλευράς των δύο ηγετών.
Η «Κυριακάτικη Απογευµατινή» αποκαλύπτει τι θα συζητήσουν οι δύο υπουργοί, µέχρι πού είναι διατεθειµένη να φτάσει την κουβέντα η Αθήνα, πώς ήταν το κλίµα τις τελευταίες ηµέρες στα υπουργεία των δύο χωρών και ποιες είναι οι (ρεαλιστικές) προσδοκίες για την έκβαση της συνάντησης. Είθισται, λόγω της φύσης των διµερών µας σχέσεων και λόγω των ιστορικών µας διαφορών, η εκάστοτε ελληνοτουρκική συνάντηση να είναι άβολη και συνήθως τυπική. Τις περισσότερες φορές, αµφότερες οι πλευρές γνωρίζουν a priori ότι θα δώσουν συνέχεια σ’ έναν αδιέξοδο κύκλο ανταλλαγής απόψεων. Απλώς «ποντάρουν» στο ότι παρατείνεται το (εύθραυστο) καλό κλίµα. «Ακόµα κι αν συµφωνούµε πως διαφωνούµε, είναι κέρδος το ότι µιλάµε. ∆ιότι έτσι αποτρέπονται εντάσεις που θα µπορούσαν να οδηγήσουν σε κρίσεις. ∆εν ήταν πάντα έτσι», έλεγε αρµόδια διπλωµατική πηγή στην εφηµερίδα µας.
Το ζητούµενο εν προκειµένω είναι να µην επαναληφθεί το µοντέλο των διερευνητικών επαφών. Εγιναν 64 γύροι, ναυάγησαν όλοι και µάλιστα σε κάθε γύρο που ολοκληρωνόταν το κλίµα ήταν δυσµενέστερο απ’ ό,τι ήταν πριν κάτσουν οι δύο πλευρές στο τραπέζι και η ατζέντα της Τουρκίας ακόµα πιο διευρυµένη. Εξού και δεν θα πραγµατοποιηθεί 65ος γύρος. Αυτή τη φορά, οι κ. Γεραπετρίτης και Φιντάν -που ούτως ή άλλως διατηρούν πολύ τακτική επαφή κι ας µη δηµοσιοποιούν κάθε τους επικοινωνία- έχουν µια πολύ συγκεκριµένη αποστολή. Σκοπός τους είναι να διερευνήσουν αν υπάρχει ένα κοινό πλαίσιο, βάσει του οποίου θα µπορούσαν να συζητήσουν την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ. Αν καταλήξουν σ’ αυτήν την κοινή αφετηρία τότε θα µπορούσε, σε δεύτερο χρόνο, να ακολουθήσει η πιο τεχνοκρατική και νοµική προετοιµασία της δύσκολης αυτής της συζήτησης.
Ο καθοριστικός παράγοντας
Οι πιθανότητες δεν είναι µε το µέρος του ουσιαστικού διαλόγου. Μολονότι υπάρχει η πολιτική βούληση και το momentum, δεν είναι εύκολο να ξεπεραστούν διαφορές ετών. Ούτε είναι εύκολο κάποια από τις δύο πλευρές να βάλει νερό στο κρασί της. ∆ιότι πρόκειται για κρίσιµα ζητήµατα στον «πυρήνα» της εξωτερικής πολιτικής τους και οι υπουργοί λογοδοτούν στους λαούς τους και σε… πολύ απαιτητικά εσωτερικά ακροατήρια. Ο πολιτικός αυτός παράγων είναι καθοριστικός και δεν πρέπει να υποτιµάται. Ο κ. Γεραπετρίτης έχει ξεκαθαρίσει τόσο σε συνεντεύξεις του όσο και στους βουλευτές της Ν.∆., που συµµετέχουν στην Επιτροπή Εξωτερικών και Άµυνας της Βουλής, ότι η Ελλάδα δεν πρόκειται να συζητήσει θέµατα που άπτονται της κυριαρχίας και των κυριαρχικών της δικαιωµάτων. Αυτή είναι η «κόκκινη γραµµή» της Ελλάδας.
Από την πλευρά του, ο κ. Φιντάν σε δικές του συνεντεύξεις και σε διαρροές προς τον φιλοκυβερνητικό τουρκικό Τύπο έχει προαναγγείλει ότι θα ξεδιπλώσει όλη την αναθεωρητική ατζέντα της γείτονος. Οτι, δηλαδή, θα επιχειρήσει να θέσει επί τάπητος εκτός από την οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών και µια σειρά από άλλα θέµατα που η Ελλάδα λέει ότι είναι εκτός συζήτησης. Οπως την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών, τον εναέριο χώρο, τα χωρικά ύδατα και τα δικαιώµατα της µουσουλµανικής µειονότητας της ∆υτικής Θράκης που εκείνος επιµένει να βαφτίζει «τουρκική».
Αν εν τέλει τηρήσει αυτές τις… υποσχέσεις του, ο διάλογος δεν θα προχωρήσει. Επίσης, αν σε µια εβδοµάδα δεν υπάρξει συµφωνία επί του κοινού αυτού πλαισίου, µοιραία δεν θα υπάρξει συµφωνία ούτε για συνυποσχετικό ώστε να παραπεµφθεί η ελληνοτουρκική διαφορά στη Χάγη.
Παρά τις αντιθέσεις και τις αποστάσεις σε θέσεις και απόψεις τα δύο υπουργεία διακρίνονται από ισχυρή βούληση σε επίπεδο ηγεσίας ο διάλογος διαδικαστικά να συνεχίζεται. Για παράδειγµα, µόλις προχθές το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών εξέδωσε εµπρηστική ανακοίνωση, µε την οποία απορρίπτει τις παρατηρήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην ετήσια αξιολόγηση της Τουρκίας, ως υποψήφιας προς ένταξη χώρας, κάνοντας λόγο για «άδικες αξιολογήσεις». Η καθιερωµένη επίθεση στις Βρυξέλλες έγινε µέσω Αθηνών, µιας και ανέφερε επί λέξει: «Η Εκθεση αντικατοπτρίζει τις παράνοµες και µαξιµαλιστικές απόψεις της Ελλάδας και της ελληνοκυπριακής πλευράς, που είναι ασυµβίβαστες µε την πραγµατικότητα. Αγνοεί πλήρως τις θεµιτές ανησυχίες και τις δικαιολογηµένες πολιτικές της Τουρκίας και της Τουρκικής ∆ηµοκρατίας της Βόρειας Κύπρου (σ.σ. το ψευδοκράτος)».
Εύλογα θα µπορούσε να τεθεί το ερώτηµα προς τι το τραχύ και επιθετικό ύφος λίγες ηµέρες πριν από τη συνάντηση των δύο υπουργών. Αν, όµως, ανατρέξει κάποιος στις σχετικές ανακοινώσεις των περασµένων ετών θα διαπιστώσει ότι είναι σχεδόν… ίδιες. Κοινώς, οι Τούρκοι κάτι έπρεπε να βγάλουν για να ικανοποιήσουν το εσωτερικό τους ακροατήριο και αποφάσισαν να αναµασήσουν το γνωστό αφήγηµα. ∆εν κλιµάκωσαν όµως. Αυτή η αντίληψη και προσέγγιση κυριάρχησε στο νεοκλασικό στη Βασιλίσσης Σοφίας, εξού και δεν εξέδωσαν ανακοίνωση ως ανταπάντηση στους γείτονες. Τίθεται το ερώτηµαι για πόσο καιρό θα τηρούνται αυτές οι λεπτές ισορροπίες;
Πηγή: Parapolitika.gr