Το τελευταίο μεταβυζαντινό Ελληνικό (Ρωμέικο) κράτος ήταν στον Πόντο

3410

Γράφει ο Κοσμάς Θεοδωρίδης.

Θυμόμαστε κι εφέτος στις 19 Μαΐου την Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, κομμάτι της ευρύτερης Γενοκτονίας των Χριστιανών της Μικράς Ασίας. Η συμβολή των πληθυσμών αυτών διαχρονικώς στην πορεία του Ελληνισμού υπήρξε πολύπλευρη και σημαντικότατη, όπως έγραφε και ο Χαλκοκονδύλης «Ἕλληνάς τε ὄντας τὸ γένος, καὶ τὰ ἤθη τε ἅμα καὶ τὴν φωνὴν προϊεμένους Ἑλληνικήν» αλλά για ιστορικούς και κυρίως πολιτικούς λόγους έχει μελετηθεί λίγο και εκτιμηθεί ακόμα λιγότερο. Εστιάζουμε και εν μέρει δικαίως στα τραγικά επεισόδια της ιστορίας μας και παραβλέπουμε το μεγαλείο που κρύβει. Επειδή οι μικρές ιστορίες συναποτελούν την αντίληψη της Ιστορίας, ειδικώς στο ευρύ κοινό, εις ανάμνησιν των γεγονότων και των πεσόντων επανέρχομαι στην μικρή ιστορία της πτώσεως του Δουκάτου της Χαλδίας (γνωστό στην Αγγλική βιβλιογραφία ως Torul Principality, Πριγκιπάτο της Δορύλης) που ήταν το τελευταίο Ρωμέικο κρατίδιο, απόγονος του Ελληνιστικού κόσμου και της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας  που κατέλαβαν οι Οθωμανοί το 1479.

Όπως έχουμε ξαναδεί, από τα τέσσερα τελευταία κράτη απογόνους της  Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και κατ΄ επέκτασιν του Ελληνιστικού κόσμου που έπεσαν στα χέρια των Οθωμανών, το Δεσποτάτο του Μυστρά (1460), την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντος (1461), την Αυθεντία της Θεοδωρούς (1475) και το Δουκάτο της Χαλδίας (1479) τα τρία βρίσκονταν στην περιοχή του Ευξείνου Πόντου, ιστορικής κοιτίδος του Ελληνισμού. Το λιγότερο μελετημένο είναι το τελευταίο, που έως την πτώση της Τραπεζούντος το 1461 ήταν τμήμα της, διοικούμενο από την αριστοκρατική οικογένεια των Καβασιτών. Μετά την πτώση  της πρωτεύουσας ωστόσο παρέμεινε στα χέρια των Ελλήνων, κάτι που διασώζεται στις παραδόσεις και τα τραγούδια της περιοχής, αλλά δε φαίνεται να υπάρχει ούτε ως απλή αναφορά στα ιστορικά βιβλία της χώρας μας.  Μόνο από τις μάλλον σπάνιες αναφορές σε αγγλόφωνες και τουρκικές πηγές μπορούμε να ανασυστήσουμε τα γεγονότα της υπάρξεως και της πτώσεως του.

Στην περιοχή της Άρδασσας – Αργυρουπόλεως στη Χαλδία λοιπόν, διατηρήθηκε για δεκαοκτώ χρόνια μετά την πτώση της Τραπεζούντος ένας ανεξάρτητος θύλακας με χριστιανό ηγεμόνα (Greek Lord στις αγγλόφωνες αναφορές) που στηριζόταν στα εντυπωσιακά κάστρα της περιοχής μεταξύ των οποίων η Δορύλη (Torul, Άρδασσα), η Ζάγχα ή Τζάνιχα (πάνω από την παλαιά Αργυρούπολη που ονομαζόταν και Καν) και η Τσολόχαινα (επίσης Γόλαχα), όπου οι Bryer & Winfield εικάζουν ότι ήταν η πρωτεύουσα ως ιστορική έδρα των Καβασιτών Δουκών.  Η Άλωση της ιστορικής πρωτεύουσας του Πόντου το 1461 δεν κατάφερε να γαληνεύσει την περιοχή καθώς οι σκληροτράχηλοι και εραστές της ελευθερίας πρόγονοί μας συνέχισαν τις απελευθερωτικές προσπάθειες. 

Εικόνα 1. Η περιοχή του Δουκάτου της Χαλδίας που κατέλαβε ο Βαγιαζήτ το 1479

Στον Χαλκοκονδύλη αναφέρεται ότι η περιοχή του Μεσοχαλδείου ανήκε και υπερασπιζόταν από τους Καβασίτες Δούκες, «χωρία (…) τὰ περὶ τὸ Μεσοχάλδειον, Καβασιτάνων ὄντα τῶν ὑπάρχων, τοῦ τε πανσεβάστου καὶ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ» και ο Μωάμεθ ανέθεσε στον Χιτήρη της Αμασείας να τα καταλάβει. Ωστόσο, ένα μεγάλο μέρος της περιοχής και κυρίως τα οχυρά κάστρα φαίνεται ότι παρέμειναν στα χέρια Ελλήνων ηγεμόνων και  αναφέρεται μάλιστα ότι έπαιξε ρόλο τόσο στις αναταραχές και επαναστατικές κινήσεις εναντίον των Οθωμανών στην ευρύτερη περιοχή μεταξύ Χαλδίας και ακτής (Ματσούκα), όσο και στην προσπάθεια ανακατάληψης της Τραπεζούντας το 1472 από τον Αλέξιο Κομνηνό. Ο τελευταίος, είχε την υποστήριξη του Ουζούν Χασάν, ή Χασάν του Μακρού, Σουλτάνου των Ασπροπροβατάδων και συζύγου της θρυλικής Δέσποινας Χατούν ή Θεοδώρας Μεγάλης Κομνηνής, όπως άλλωστε και το Πριγκιπάτο της Δορύλης. Έχει ενδιαφέρον ότι στην εκστρατεία του κατά της Αυτοκρατορίας το 1461 ο Μωάμεθ ο Β’, ο Πορθητής, σοφά απέφυγε το πέρασμα από τα κάστρα της Χαλδίας, αν και αυτός ήταν ο πλέον βατός δρόμος για την Τραπεζούντα, ίσως γιατί εκτίμησε ότι θα ήταν αδύνατο να ξεπεράσει την αντίσταση τους.

Πολύ αργότερα, αφού είχε εμπεδωθεί η κυριαρχία των Οθωμανών στην περιοχή, έστειλε τον γιο του και μελλοντικό σουλτάνο Βαγιαζητ ΙΙ να την κατακτήσει , κάτι που έγινε αμέσως μετά το θάνατο του Ουζούν Χασάν το 1478, όπως είπαμε το 1479. Την απόδειξη για αυτό τη βρίσκουμε παραδόξως εκτός από τα ποντιακά δημοτικά τραγούδια σε Οθωμανικά Χρονικά που βεβαίως είναι εξ όσων αντιλαμβάνομαι, περίπου άγνωστα στην Ελλάδα. 

 

Εικόνα 2. Απόσπασμα από το χρονικό του Ιμπν Κεμάλ που αναφέρεται ονομαστικά στα κάστρα που κατέλαβε ο Βαγιαζήτ. 

Κατέκτησε ο Βαγιαζήτ, μας λέει ο Ιμπν Κεμάλ ένα Γεωργιανό Κάστρο -στο Γεωργιανό πριγκιπάτο  της Σωτηρόπολης (νυν Borcka-Macakel)- και τα τρία στη Χαλδία, Δορύλη, Τσεζρέ και Τζάνιχα, την παλιά Αργυρούπολη. Να ήταν ο Αλέξανδρος Καβασίτης ο τελευταίος Δούκας ή ήταν ο γιός του; Δε μας το λέει ο Ιμπν Κεμάλ, αλλά μας λέει ότι τα πήραν από τους «απίστους».  Έτσι, έπεσαν τα τελευταία ελεύθερα Ρωμέικα κάστρα το 1479 και μαζί τους τελείωσε ο έσχατος απόγονος της βυζαντινής Αυτοκρατορίας και του Ελληνιστικού κόσμου. Ο Ελληνισμός ωστόσο παρέμεινε πεισματικά ριζωμένος στην περιοχή που ήταν μητέρα πάμπολλων κοινοτήτων σε όλη την Μικρά Ασία και τον Καύκασο, που μέχρι τη Γενοκτονία και την Ανταλλαγή αποτελούνταν από ακραιφνείς «Ἕλληνάς τε ὄντας τὸ γένος, καὶ τὰ ἤθη τε ἅμα καὶ τὴν φωνὴν προϊεμένους Ἑλληνικήν». 

Τους θυμόμαστε και τους τιμούμε.