Τσίπρας: Προοδευτική κυβέρνηση για να σταματήσει ο εφιάλτης

212

«Αυτή τη στιγμή χρειάζεται η χώρα μια προοδευτική κυβέρνηση να σταματήσει αυτόν τον εφιάλτη, να σταματήσει αυτή την κατηφόρα», τονίζει ο Αλέξης Τσίπρας σε συνέντευξη του στο Euractiv. Παράλληλα εκφράζει την ανησυχία του για την αναβάθμιση του διεθνούς ρόλου της Τουρκίας λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, προσθέτοντας πως το γεγονός ότι δεν υπάρχουν δίαυλοι επικοινωνίας, εγκυμονεί κινδύνους.

Ειδικότερα ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ αναφέρει ότι η κοινωνία περνάει «μεγάλη κρίση»: «τα νοικοκυριά δεν μπορούν να βγάλουν τον μήνα, «οι λογαριασμοί του ρεύματος έχουν δημιουργήσει μια εκρηκτική κατάσταση, διότι σε όλη την Ευρώπη είχαμε ενεργειακό πληθωρισμό αλλά είχαμε κατά μέσο όρο 39%. Στην Ελλάδα 62%». Σημειώνει ότι «αυτό το 23% παραπάνω, είναι πληθωρισμός Μητσοτάκη», οι πολιτικές επιλογές που έκανε «και η αντίληψη που είχε και έχει ότι τα πάντα μπορεί να τα ρυθμίζει η αγορά και ότι τα πάντα πρέπει να κρίνονται όχι με βάση και στόχευση την κοινή ωφέλεια, αλλά με τις τιμές στο ταμπλό του Χρηματιστηρίου και ότι, εν τοιαύτη περιπτώσει, δεν μπορούμε να παρέμβουμε στα μεγάλα κέρδη των επιχειρήσεων». Είπε ότι έτσι βρεθήκαμε «με πρωταθλήτρια μια Δημόσια, υποτίθεται Επιχείρηση, τη ΔΕΗ, σ’ ένα τρομακτικό ράλι αισχροκέρδειας στην ενέργεια, όπου έχουν βγάλει πάνω από 1,5 δισ. υπερκέρδη» και έκανε λόγο για «τρομακτική αφαίμαξη από κάθε νοικοκυριό και κάθε επιχείρηση».

Σχετικά με τη συζήτηση για τις συνεργασίες αναφέρει ότι όποιος αυτοπροσδιορίζεται ως προοδευτικός καλώς το κάνει, όμως το κρίσιμο είναι να γίνει συζήτηση «πού συμφωνούμε και πού διαφωνούμε, τι θέλουμε να κάνουμε, τι δεν θέλουμε να κάνουμε». «Δυστυχώς, αυτό δεν έχει ξεκινήσει ακόμα, όχι με δική μου ευθύνη. Αλλά κυρίως σε ό,τι αφορά την προοπτική μιας προοδευτικής κυβέρνησης, κυρίως εξαιτίας της επιλογής του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ να μην ανοίξει τα χαρτιά του, τα προγραμματικά του χαρτιά, για λόγους προεκλογικής σκοπιμότητας. Το σέβομαι, κάποια στιγμή όμως θα αναγκαστεί να τα ανοίξει», λέει. Αναφέρει ότι δεν μπορεί να γνωρίζει αν ο κ. Βαρουφάκης θα είναι στη Βουλή ή όχι και ποιοι θα είναι οι συσχετισμοί.

Υπογραμμίζει ότι αυτό που γνωρίζει με απόλυτη σαφήνεια είναι ότι «αν θέλουμε να υπάρξει πολιτική αλλαγή στη χώρα και μια κυβέρνηση η οποία θα νοιαστεί, μέσα σε δύσκολες συνθήκες, αλλά θα νοιαστεί για το συμφέρον των πολλών και όχι για τα κέρδη των λίγων, αυτό μπορεί να γίνει μόνο μ’ έναν τρόπο: Αν στις εκλογές με απλή αναλογική βγει πρώτο κόμμα ο ΣΥΡΙΖΑ». Τότε, σημειώνει, «θα ανοίξει ο δρόμος για τη συγκρότηση της προοδευτικής κυβέρνησης, με όσες δυνάμεις μπορούν να συμβάλλουν ώστε να διαμορφωθεί η κοινοβουλευτική πλειοψηφία από την πρώτη Κυριακή, χωρίς να χρειαστεί να πάμε σε δεύτερη εκλογική αναμέτρηση».

Παράλληλα απαντά κατηγορηματικά «όχι» στο ερώτημα αν υπάρχουν προϋποθέσεις ή συνθήκες που θα έκανε συγκυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ με τη ΝΔ. Αναφέρει ότι δεν φέρνει αστάθεια το εκλογικό σύστημα, αλλά οι επιλογές των κομμάτων, η κουλτούρα της μη συνεργασίας. Ο ίδιος σημειώνει ότι «υγιείς συνεργασίες δεν είναι μεταξύ των δυο βασικών πόλων του πολιτικού συστήματος, είναι έκαστου πόλου κάθε φορά, του ενός εκ των δύο, με δυνάμεις με τις οποίες μπορεί να βρίσκει προγραμματική σύγκλιση». Ερωτηθείς σχετικά αναφέρει ότι «οι Ευρωσοσιαλιστές είναι προφανές ότι θα επιθυμούσαν μια κυβέρνηση προοδευτική στην Ελλάδα με τη συνεργασία του μεγαλύτερου κόμματος της ευρύτερης Αριστεράς, με το μικρότερο κόμμα του χώρου αυτού της Κεντροαριστεράς».

Αναφορικά με την έκθεση των «Δημοσιογράφων χωρίς σύνορα», σημειώνει ότι «είναι ντροπιαστικό να κατατάσσεται η χώρα στην 108η θέση για την ελευθερία του Τύπου, στην τελευταία θέση μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών, ακόμα χαμηλότερα κι από την Ουγγαρία του Όρμπαν και ανάμεσα σε χώρες του τρίτου κόσμου». Μιλά για δύο πρόσωπα του κ. Μητσοτάκη, «από τη μια το επιτηδευμένο πρόσωπο ενός φιλοευρωπαίου εκσυγχρονιστή κι από την άλλη, στην πράξη, το πρόσωπο ενός ακραίου λαϊκιστή…», «που έχει βάλει κάτω από τις φτερούγες του τους ακραίους του πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα, των ‘ορφανών’ του Λαϊκού Ορθόδοξου Συναγερμού, Βορίδη, Γεωργιάδη, Πλεύρη…», «που έχει φτάσει στο σημείο να εξαγγέλλει από το βήμα της Βουλής τη δίωξη δημοσιογράφων, που βγάζει δεκάδες εκατομμύρια ευρώ για να χρηματοδοτεί Μέσα Ενημέρωσης χωρίς κριτήρια με πρόσχημα την πανδημία». Τόνισε ότι συνειδητά μιλά για «καθεστώς που επιχειρεί να στήσει ο κ. Μητσοτάκης και στην ενημέρωση και στον τρόπο που εργαλειοποιεί τη Δικαιοσύνη και στον τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρεται συνολικά απέναντι στη διαφορετική άποψη».

Για το αν έχει κλείσει ο κύκλος της λιτότητας στην ΕΕ ο κ. Τσίπρας ευελπιστεί ότι αυτή η περίοδος έχει παρέλθει, παρότι κάποιες δυνάμεις θα επιμένουν «να επαναφέρουν αποτυχημένες στρατηγικές στο τραπέζι». «Αλλά θέλω να πιστεύω ότι έχει περάσει και η Ευρωπαϊκή Ένωση έκανε πολύ σημαντικά βήματα για την αντιμετώπιση της πανδημικής κρίσης, που αν τα είχε κάνει από το 2008-2009, όταν ξεκίνησε η κρίση η οικονομική, θα είχε αποφύγει πάρα πολλές κακοτοπιές», τονίζει. Επισημαίνει ότι το κρίσιμο τώρα είναι η αναπτυξιακή προοπτική και η κοινωνική συνοχή, η αποφυγή της παγίδας του στασιμοπληθωρισμού. Συνεπώς τονίζει ότι χρειάζονται επεκτατικές πολιτικές για μεγαλύτερο διάστημα, χρονική επέκταση της ρήτρας διαφυγής, αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας, Σύμφωνο Βιώσιμης Ανάπτυξης και Σύγκλισης που πρέπει να έχει κοινωνικά κριτήρια και όχι μόνο κριτήρια που αφορούν τα δημοσιονομικά.

Ο κ. Τσίπρας τονίζει ότι και αυτή η κυβέρνηση και η επόμενη και η μεθεπόμενη, «δεν θα χρειαστεί νέο μνημόνιο διότι υπήρξε μια κυβέρνηση που ρύθμισε το χρέος και έβγαλε τη χώρα από τα μνημόνια», σημειώνοντας ότι το μεγάλο πλεονέκτημα της Ελλάδας είναι η ρύθμιση του χρέους, «ότι έχουμε ακόμα για 7-8 χρόνια έναν καθαρό διάδρομο πολύ χαμηλών αποπληρωμών». Τονίζει ότι αυτό «ίσως είναι η σημαντικότερη παρακαταθήκη της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ για τις τρέχουσες γενεές στη χώρα, αρκεί αυτή τη μεγάλη παρακαταθήκη να μη το σκορπίσουμε».

Υπογραμμίζει πως το πρόβλημα του πληθωρισμού -11,2%, σχεδόν 2,5 μονάδες πάνω από τον ευρωπαϊκό μ.ο.-, σε συνδυασμό με το εισόδημα που είναι «από τα χαμηλότερα στην ΕΕ», «αναπόφευκτα μας οδηγεί σε κοινωνική κλιμάκωση και κρίση κι αυτό είναι το πρώτιστο που πρέπει ν’ αποτρέψουμε».

Σχετικά με τις γαλλικές εκλογές αναφέρει μεταξύ άλλων ότι «σε μεγάλο βαθμό ο Εμμανουέλ Μακρόν πλήρωσε το γεγονός ότι παραμέλησε την κοινωνία και τις ανάγκες της, ότι επέμεινε σε μια νεοφιλελεύθερης κοπής οικονομική πολιτική η οποία διεύρυνε τις ανισότητες» και «την πολιτική αλαζονεία να θεωρεί ότι ακριβώς επειδή οι βασικοί πολιτικοί του αντίπαλοι προέρχονται από τα λεγόμενα άκρα του πολιτικού φάσματος, δεν θα κινδυνεύσει». Εκτιμά ότι το φαινόμενο που βλέπουμε σήμερα στη Γαλλία, «είναι το πρώτο από μια σειρά παρόμοια που θα δούμε το επόμενο διάστημα οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις». Ανέφερε για τον Μελανσόν ότι έχει διαφωνήσει μαζί του σε καίρια ζητήματα και «πέτυχε να δημιουργήσει μια ευρύτατη συσπείρωση από την Αριστερά της Αριστεράς ως τη Σοσιαλδημοκρατία», κάτι που «δημιουργεί μια ελπίδα».