Ζημίες έως 200 δισ. στερλίνες στις βρετανικές τράπεζες

288

Νομίζει κανείς πως ακούει τους δείκτες των ρολογιών να καταγράφουν τα τελευταία δευτερόλεπτα που έχουν απομείνει μέχρι την εκπνοή της παράτασης της προθεσμίας για μια εμπορική συμφωνία ανάμεσα στο Λονδίνο και στην Ε.Ε. Οι ηγεσίες της Ε.Ε. και του Λονδίνου διαπραγματεύονται ζαλισμένες από τις επιπτώσεις της πανδημίας και εν μέσω προγραμματισμού του μαζικού εμβολιασμού, με την έκβαση των συνομιλιών να παραμένει αβέβαιη μέχρι τη στιγμή που συντασσόταν το παρόν.

Ελπίζουν ακόμη πως θα επιτύχουν «στο και πέντε» όσα δεν κατάφεραν στη διάρκεια των τεσσεράμισι ετών που έχουν παρέλθει από τον Ιούνιο του 2016 και την ιστορική απόφαση των Βρετανών να αποσχισθεί η χώρα τους από την Ε.Ε. Μια απόσχιση που δίνει τέλος σε 40 χρόνια ελεύθερων εμπορικών συναλλαγών ανάμεσα στη Γηραιά Αλβιώνα και σε ένα μεγάλο τμήμα της ηπειρωτικής Ευρώπης, αυτό που ανήκει στην Ε.Ε.

Ζητούμενο των παρατεταμένων συνομιλιών, μια εμπορική συμφωνία που θα αποτρέψει τη χαοτική έξοδο της Βρετανίας από την Ε.Ε., ενώ οι παρενέργειες μιας τέτοιας έκβασης γίνονται ήδη αισθητές σε όλα τα επίπεδα της οικονομικής ζωής.

Οι μεγαλύτερες διεθνείς τράπεζες που επί δεκαετίες έχουν κυρίως έδρα τους το City του Λονδίνου, το μεγαλύτερο χρηματοπιστωτικό κέντρο μετά τη Νέα Υόρκη, έχουν μεταφέρει τμήματα των δραστηριοτήτων τους σε ευρωπαϊκές μητροπόλεις. Σύμφωνα με τον Τζον Λίβερ, εμπειρογνώμονα της συμβουλευτικής ΕΥ, περίπου 10.000 θέσεις εργασίας έχουν χαθεί από το City του Λονδίνου και αντιπροσωπεύουν το 4% του συνόλου.

Ο αριθμός ωχριά, βέβαια, μπροστά στις δυσοίωνες προβλέψεις για απώλεια 232.000 θέσεων εργασίας για τις οποίες μιλούσε σχετική έρευνα του χρηματιστηρίου του Λονδίνου τους πρώτους μήνες μετά το δημοψήφισμα του 2016. Παράλληλα, όμως, από το 2016 και μετά, οι διεθνείς χρηματοπιστωτικοί κολοσσοί μετέφεραν σε άλλες ευρωπαϊκές μητροπόλεις δραστηριότητές τους συνολικής αξίας 1,2 τρισ. στερλινών, ποσού αντίστοιχου 1,62 τρισ. δολαρίων, ή το 14% του συνόλου.

Το ζήτημα ωστόσο είναι αυτό που αντιπροσωπεύει το City του Λονδίνου, το γιγάντιο αυτό χρηματοπιστωτικό κέντρο στο οποίο βασίζεται σε μεγάλο βαθμό η βρετανική οικονομία, και τι αντιπροσωπεύουν για το ίδιο το City οι συναλλαγές του με την Ε.Ε.

Σύμφωνα με την εταιρεία δεδομένων χρηματοπιστωτικού τομέα New Financial, την τριετία 2016-2019, περίπου το 25% των εσόδων ύψους 200 δισ. στερλινών, ή 270 δισ. δολαρίων, που άντλησε η Βρετανία από τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες προήλθε από διεθνείς συναλλαγές σχετικές με την Ε.Ε. Σε ό,τι αφορά τους κραδασμούς που θα υποστούν οι τράπεζες της Βρετανίας από ένα σκληρό Brexit, προ 10 ημερών η Τράπεζα της Αγγλίας ανακοίνωσε πως ο τραπεζικός κλάδος της χώρας είναι έτοιμος για να τoυς αντιμετωπίσει.

Επισήμανε μάλιστα ότι οι τράπεζες έχουν επαρκή κεφαλαιοποίηση για να αντέξουν ζημίες ύψους 200 δισ. στερλινών, ή 270 δισ. δολαρίων. Μια τέτοια ζημιά όμως εκτιμάται πως μπορεί να οδηγήσει σε εκτίναξη της ανεργίας στη χώρα στο 15% και σε πτώση των τιμών των ακινήτων κατά 30%. Παρά την αισιόδοξη νότα, άλλωστε, η Τράπεζα της Αγγλίας προειδοποίησε επίσης ότι πολλές βρετανικές επιχειρήσεις δεν είναι έτοιμες για να αντιμετωπίσουν όσα πρόκειται να συμβούν από 1ης Ιανουαρίου.

Σε ποσοστό 60% οι επιχειρήσεις παραμένουν απροετοίμαστες για το Brexit

Η Τράπεζα της Αγγλίας κάθε άλλο παρά είναι η μόνη που ανησυχεί για τις επιπτώσεις του Brexit στον επιχειρηματικό κόσμο της χώρας. Βιομηχανίες, αλυσίδες πολυκαταστημάτων και σούπερ μάρκετ της Βρετανίας δίνουν τους τελευταίους μήνες ασυνήθιστα ογκώδεις παραγγελίες στους προμηθευτές τους από τις χώρες της Ε.Ε. Προσπαθούν να αποφύγουν τις ελλείψεις βασικών ειδών διατροφής και ειδών πρώτης ανάγκης, αλλά ακόμη και τμήματα βιομηχανικών προϊόντων θέλουν να εισαγάγουν όσο περισσότερα μπορούν προτού αλλάξουν οι όροι και, εκτός από τους δασμούς που θα επιβληθούν εκατέρωθεν, θα χρειάζονται ατελείωτες διατυπώσεις και έγγραφα στα τελωνεία.

Η συμπτωματολογία αυτής της κυοφορούμενης κρίσης είναι οι ουρές από τα φορτηγά που σχηματίζονται τον τελευταίο καιρό στις οδικές αρτηρίες από και προς το λιμάνι του Ντόβερ, από το οποίο διεκπεραιώνεται το 17% του εξωτερικού εμπορίου αγαθών, και σύμφωνα με τη βρετανική Κοινοπραξία Λιανικού Εμπορίου και την Ομοσπονδία Τροφίμων και Ποτών, οι καθυστερήσεις αυξάνουν το κόστος των φορτώσεων κατά 25% την εβδομάδα. Μέσα στην εβδομάδα, δημοσιογράφοι του CNN κατέγραψαν ουρές φορτηγών μήκους άνω των 10 χιλιομέτρων.

Ηδη στη Σήραγγα της Μάγχης επικρατεί αδιαχώρητο και, φυσικά, επιχειρήσεις, οικονομολόγοι και πολιτικοί εκφράζουν φόβους πως η κατάσταση θα βγει εκτός ελέγχου όταν θα προστεθούν περαιτέρω διατυπώσεις και έλεγχοι στα τελωνεία.

Η τελευταία σχετική έκθεση της βρετανικής κυβέρνησης πιθανολογεί «στη χειρότερη περίπτωση» ότι θα σχηματίζονται ουρές έως και 100 χιλιομέτρων, από 7.000 φορτηγά που θα περιμένουν στα βρετανικά λιμάνια επί μερόνυχτα.

Το πρόβλημα είναι πως ήδη καθυστερούν να φτάσουν τα προϊόντα στα ράφια των καταστημάτων κατά την ιδιαίτερα ευαίσθητη περίοδο των χριστουγεννιάτικων εορτών.

Το αποτέλεσμα είναι να αναγκάζονται οι βαρύτατα ζημιωμένοι από την πανδημία έμποροι λιανικής να αυξάνουν τις τιμές των προϊόντων τους για να αναπληρώσουν την πτώση των πωλήσεων.

Μέσα στην εβδομάδα, μία επιχείρηση ανέφερε διαφυγόντα έσοδα ύψους 1,4 εκατ. δολαρίων από πωλήσεις που δεν έγιναν εξαιτίας των καθυστερήσεων. Και όλα αυτά, βέβαια, όταν η πανδημία έχει ήδη οδηγήσει σε ντόμινο πτωχεύσεων βρετανικές επιχειρήσεις, με τελευταίες τις Arcadia και Debenhams και τις 25.000 θέσεις εργασίας που χάνονται μαζί τους.

Την ίδια στιγμή, το Εμπορικό Επιμελητήριο στο Κεντ της Αγγλίας προειδοποιεί πως 60% των βρετανικών επιχειρήσεων παραμένουν απροετοίμαστες για το Brexit, πολλώ δε μάλλον για ένα Brexit χωρίς συμφωνία.

Αν η ατελείωτη αυτή διαπραγμάτευση ανάμεσα στις Βρυξέλλες και στο Λονδίνο αποβεί ατελέσφορη, τα βρετανικά προϊόντα θα υπόκεινται στους δασμούς του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου όταν εισάγονται στις χώρες της Ε.Ε. Το ίδιο θα ισχύει και για τα προϊόντα της Ε.Ε. που θα εισάγονται στη Βρετανία, με αποτέλεσμα να αυξηθούν οι τιμές τους οδηγώντας σε επιτάχυνση του πληθωρισμού στη χώρα.

Το City διατηρεί τα σκήπτρα του στο χρηματοπιστωτικό σύστημα

Το ιστορικό δημοψήφισμα του 2016 και η απόφαση της Βρετανίας να αποσχισθεί από την Ε.Ε. αποτέλεσε το εναρκτήριο λάκτισμα για έναν αγώνα δρόμου στον οποίο αποδύθηκαν οι ευρωπαϊκές μητροπόλεις. Ζητούμενο για όλες ήταν να προσελκύσουν τόσο δραστηριότητες του χρηματοπιστωτικού κλάδου που θα εγκατέλειπαν το City του Λονδίνου όσο και τα ίδια τα καλοπληρωμένα στελέχη των τραπεζών.

Η Γαλλία, η Ιταλία, η Ολλανδία και η Ισπανία εισήγαγαν ειδικές φοροαπαλλαγές στη νομοθεσία τους ειδικά για τα στελέχη των μεγάλων τραπεζών που κάποια στιγμή επρόκειτο να εγκατασταθούν στην επικράτειά τους. Ακόμη και η αρτηριοσκληρωτική Γερμανία προχώρησε σε μεταρρύθμιση της νομοθεσίας που διέπει τη γερμανική αγορά εργασίας. Διευκολύνει, έτσι, τις επιχειρήσεις να απολύουν τα χρυσοπληρωμένα στελέχη τους όταν αυτά αναλαμβάνουν δυσανάλογα μεγάλα ρίσκα, συμπεριλαμβανομένων και των διαπραγματευτών στις επενδυτικές τράπεζες.

Την πλέον απροκάλυπτη κίνηση προς αυτήν την κατεύθυνση έκανε το 2018 ο πρόεδρος της Γαλλίας, Εμανουέλ Μακρόν, όταν κάλεσε στο Μέγαρο των Βερσαλλιών 140 εκπροσώπους μεγάλων βιομηχανιών και επικεφαλής διεθνών τραπεζών και τους πρότεινε πολύ απλά «να επιλέξουν τη Γαλλία». Διατύπωσε μάλιστα την πρόσκληση στα αγγλικά «choose France». Μέχρι στιγμής, δεν έχει επαληθευθεί η θεαματική έξοδος στελεχών που προέβλεπαν αναλυτές και παράγοντες της αγοράς. Οι θέσεις εργασίας που χάθηκαν στο City του Λονδίνου δεν υπερβαίνουν τις 10.000. Τα στελέχη μετανάστευσαν, άλλωστε, σε πολλές διαφορετικές μητροπόλεις της Ευρώπης και καμία δεν είχε κάποιου είδους θεαματικό όφελος. Η Societe Generale μετέφερε περίπου 300 θέσεις εργασίας εκτός Λονδίνου, ενώ στο Παρίσι έχουν εγκατασταθεί περίπου 3.500 τραπεζικά στελέχη των Bank of America, JPMorgan και BlackRock.

Τα περισσότερα στελέχη επενδυτικών τραπεζών, όπως και οι διαπραγματευτές, κατέληξαν κυρίως στη Φρανκφούρτη και στο Παρίσι. Σε ό,τι αφορά ειδικότερα τη Φρανκφούρτη, η δημόσια τράπεζα Helaba υπολογίζει πως έχουν μεταφερθεί και εγκατασταθεί στην πόλη περίπου 1.500 θέσεις εργασίας προερχόμενες από το Λονδίνο. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της, θα ακολουθήσουν άλλες 2.000 μέσα στην επόμενη διετία.

Παράλληλα, οι διαχειριστές κεφαλαίων προτίμησαν το Λουξεμβούργο. Σε ό,τι αφορά τις διοικητικές υπηρεσίες τραπεζών, επενδυτικών και ασφαλιστικών, που δεν έχουν επαφή με το κοινό, έχουν έως τώρα προτιμήσει το Δουβλίνο, αλλά ακόμη και τη Βαρσοβία. Εν ολίγοις, η έξοδος της Βρετανίας από την Ε.Ε. μοιάζει, προς το παρόν τουλάχιστον, να επαναφέρει τον χρηματοπιστωτικό τομέα της Ευρώπης στην κατάσταση που ήταν πριν από τη δεκαετία του 1980, προτού δηλαδή συγκεντρωθεί σε τέτοιο βαθμό στο City του Λονδίνου.

Το Λονδίνο, όμως, είναι πιθανόν να διατηρήσει σε μεγάλο βαθμό όχι μόνον την αίγλη του αλλά και μέρος της κυριαρχίας του στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Αντιπροσωπεύει έως τώρα μια συντριπτική μερίδα του χρηματοπιστωτικού τομέα της Ε.Ε. Σύμφωνα με την εταιρεία δεδομένων New Financial, την τελευταία τριετία ήταν υπεύθυνο για τη διεκπεραίωση του 84% των συναλλαγών παραγώγων για τις τρεις μεγαλύτερες χώρες-μέλη της Ε.Ε., για το 82% της αγοράς συναλλάγματος και για το 42% των περιουσιακών στοιχείων που διαχειρίζονταν επενδυτικές και διαχειριστές πλούτου. Παράγοντες της αγοράς εκτιμούν, πάντως, πως η Ε.Ε. θα κάνει τα πάντα για να ανακτήσει τη μερίδα των δραστηριοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα που της «άρπαξε» το Λονδίνο από τη δεκαετία του 1980 και τη μετατροπή του σε παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό κέντρο.

Ευημερία

Σε μια αυτάρεσκη δήλωση αισιοδοξίας για το μέλλον της Βρετανίας εκτός Ε.Ε. είτε με είτε χωρίς εμπορική συμφωνία, ο Βρετανός πρωθυπουργός διαβεβαίωσε τους συμπατριώτες του ότι «θα ευημερούμε όποια κι αν είναι η έκβαση και αν χρειαστεί να έχουμε μια λύση τύπου Αυστραλίας, τότε εντάξει, θα
την έχουμε».

To βλέμμα στις ΗΠΑ

Εκφράζοντας τα σχέδια του Λονδίνου να προσεγγίσει την Ουάσιγκτον καθώς απομακρύνεται από την Ευρώπη, τόσο σε οικονομικούς όσο και πολιτικούς όρους, η Βρετανίδα υπουργός Εμπορίου, Λιζ Τρας, δήλωσε πως ζητούμενο είναι «να καταλήξουμε σε κάποια διευθέτηση με την Ε.Ε. ούτως ώστε να εμβαθύνουμε τις εμπορικές μας σχέσεις συνεργασίας με τις ΗΠΑ».

Προσαρμογές

Αναφερόμενος στην προοπτική ενός σκληρού Brexit, χωρίς εμπορική συμφωνία δηλαδή, ο γενικός διευθυντής του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, Ρομπέρτο Αζεβέδο, τόνισε πως οι κανόνες του Οργανισμού «δεν είναι και καμιά καταστροφή». Προσέθεσε, ωστόσο, ότι οι κανόνες του ΠΟΕ επιβάλλουν σειρά από προσαρμογές που μπορεί να είναι επώδυνες, ιδιαιτέρως για ορισμένους τομείς.