Ανδρουλάκης: Προτείνει σκανδιναβικό μοντέλο για τα Μη Κρατικά ΑΕΙ και καταψηφίζει το νομοσχέδιο

172

Με την παρατήρηση πώς δεν έκανε η Κυβέρνηση αυτό που έκανε το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής, να ανοίξει τη συζήτηση για τα μη κρατικά πανεπιστήμια, άρχισε ο Νίκος Ανδρουλάκης, την ομιλία του στην εσπερίδα που διοργάνωσε απόψε η δεξαμενή σκέψης Insocial και ο Τομέας Παιδείας του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ.

Στην εκδήλωση, αναλύθηκαν διεξοδικά οι συνταγματικές πλευρές και οι προβλέψεις του νομοσχεδίου που έχει ανακοινώσει η κυβέρνηση και τα διεθνώς επικρατούντα μοντέλα .

«Δεν πιστεύουμε στις απαγορεύσεις. Σπάμε σήμερα το ταμπού των απαγορεύσεων. Εμείς πιστεύουμε στις ισχυρές ρυθμίσεις. Θέλουμε κανόνες για την παιδεία και όχι απαγορεύσεις για να φτάσουμε στο βέλτιστο αποτέλεσμα. Σήμερα, σε αυτήν τη συζήτηση, δεν πετάμε την μπάλα στην κερκίδα. Βάζουμε τα πραγματικά δεδομένα ενός γόνιμου διαλόγου, που θα φέρει αποτελέσματα στο μεγάλο αυτό ζήτημα και θα διασφαλίσει τον ισχυρό δημόσιο χαρακτήρα της παιδείας με την παράλληλη λειτουργία μη κρατικών, μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων», υπογράμμισε.

«Δεν θα σταθούμε εμπόδιο στην ίδρυση μη κρατικών – μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων, τα οποία θα πληρούν κάποιες πολύ αυστηρές προδιαγραφές για να μπορούν να ονομάζονται πανεπιστήμια. Θέλουμε να γίνουν σωστά. Με υψηλό επίπεδο σπουδών και έρευνας. Με γεωγραφικά κριτήρια διασφαλίζοντας την ισόρροπη περιφερειακή ανάπτυξη και ο πιο καθαρός τρόπος είναι αυτό να γίνει με αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος. Με καθαρά λόγια και καθαρές πράξεις», συμπλήρωσε.

Ανέπτυξε την πρόταση του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ που όπως είπε συμβαδίζει με το σκανδιναβικό μοντέλο. «Εμείς θέλουμε μη κρατικά, μη κερδοσκοπικά. Δεν μιλάμε για ίδρυση ιδιωτικών ΑΕΙ. Με τον όρο «μη κερδοσκοπικά» δεν κάνουμε αυτό που κάνει η Νέα Δημοκρατία που τον χρησιμοποιεί μετά τα «μη κρατικά» για να κάνει by pass το Σύνταγμα και να προσπεράσει τον έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας», τόνισε και συμπλήρωσε: «Είναι υποχρεωτικός ο μη κερδοσκοπικός χαρακτήρας των μη κρατικών ιδρυμάτων στις Σκανδιναβικές χώρες και μάλιστα υπάρχει κοινό σύστημα εισαγωγής, ενίσχυση της αποκέντρωσης και αποφυγή κορεσμού σε αντικείμενα σπουδών».

Σε αντίστιξη ήταν έντονα επικριτικός για το Κυπριακό μοντέλο το οποίο ισχυρίστηκε πώς είναι κερδοσκοπικό κι πώς αυτό έρχεται να εφαρμόσει το νομοσχέδιο της κυβέρνησης.

Κάλεσε τη νεολαία της ΠΑΣΠ να στηρίξει τη πρόταση του ΠΑΣΟΚ .«Λύση δεν είναι το να καταδικάσουμε τη χώρα σε μία μόνιμη ακινησία, που την κάνει ευρωπαϊκή εξαίρεση. Δεν είναι λύση και το λέμε καθαρά. Πρέπει η χώρα να πάει μπροστά. Η χώρα θα πάει μπροστά με ένα ισχυρό δημόσιο πανεπιστήμιο και με μη κρατικά, μη κερδοσκοπικά βάσει του σκανδιναβικού μοντέλου, όπως προτείνουμε σήμερα», παρατήρησε ο κ. Ανδρουλάκης .

Ο κ. Ανδρουλάκης τόνισε ότι «την τελευταία φορά που ως κυβέρνηση προτείναμε ένα νέο θεσμικό πλαίσιο για την τριτοβάθμια εκπαίδευση και ψηφίστηκε από τα 4/5 της Βουλής προχωρήσαμε σε διάλογο 14 μηνών. Δεν λέω να μας μιμηθεί η Νέα Δημοκρατία, αλλά τουλάχιστον να δίναμε τη δυνατότητα σε όλη την ακαδημαϊκή κοινότητα, στα κόμματα να έβαζαν το δικό τους λιθαράκι».

Κατηγόρησε τη κυβέρνηση πως δεν επιθυμεί το δρόμο της συναίνεσης και σημείωσε ότι «καλούμαστε απλά να ψηφίσουμε, να συμφωνήσουμε ή να διαφωνήσουμε. Αυτό ποιον συμφέρει; Τη Νέα Δημοκρατία και τον ΣΥΡΙΖΑ. Όχι ένα κόμμα της λογικής, του διαλόγου, των συναινέσεων, όπως είναι η παράταξή μας. Εμείς, λοιπόν, δεν μπορούμε να είμαστε παθητικοί αποδέκτες μίας ρύθμισης της οποίας οι συνέπειες δεν περιορίζονται στη διάρκεια ζωής μίας κυβέρνησης αλλά αφορούν το μέλλον της χώρας. Μία μεταρρύθμιση -ας την πούμε έτσι- που γράφτηκε για τον ελληνικό λαό, αλλά χωρίς τον ελληνικό λαό».

Το θεσμικό πλαίσιο και οι συνταγματικοί περιορισμοί σχετικά με τις αλλαγές στην ανώτατη εκπαίδευση συζητήθηκαν στην πρώτη θεματική ενότητα της ημερίδας του InSocial και των τομέων Παιδείας του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής με θέμα: «Πανεπιστήμια: Ανοίγουμε τον διάλογο». Στη συζήτηση συμμετείχαν ο Ομότιμος Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Ε.Κ.Π.Α., κ. Νίκος Αλιβιζάτος, ο Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, κ. Ξενοφών Κοντιάδης και ο Συνταγματολόγος και πρώην Ευρωβουλευτής, κ. Κώστας Μποτόπουλος.

Κάνοντας μία σύντομη ιστορική αναδρομή, ο κ. Αλιβιζάτος σημείωσε πως το δικαίωμα της ίδρυσης ιδιωτικών σχολείων κατοχυρώνεται από την πρώτη στιγμή της Γαλλικής Επανάστασης και είναι σύμφυτο με την έννοια της ελευθερίας της γνώμης και της διάδοσης ιδεών.

Χαρακτήρισε, δε, ως παγκόσμια ιδιομορφία το να απαγορεύεται στη χώρα μας η σύσταση ανωτάτων σχολών από ιδιώτες, με την υποχρέωση αυτές να είναι Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ), ενώ υπάρχουν ιδιωτικά εκπαιδευτήρια στις υπόλοιπες βαθμίδες της εκπαίδευσης.

Έκανε λόγο για έναν «καταθλιπτικό εξισωτισμό», σχολιάζοντας πως δεν είναι δυνατόν ένας καλός καθηγητής που κάνει όλα του τα μαθήματα και ένας που δεν πατάει στο πανεπιστήμιο να έχουν τον ίδιο μισθό και την ίδια εξέλιξη, μιλώντας για «παρενέργειες του κακώς νοούμενου μονοπωλίου», που καθιστούν την αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος αναγκαία.

Εξέφρασε, δε, την άποψη πως, βάσει του ενωσιακού δικαίου, η ερμηνεία της επ’ αμοιβή διδασκαλίας ως υπηρεσία που πρέπει να κυκλοφορεί ελεύθερα μεταξύ των κρατών-μελών, βοηθά να δούμε τη σύσταση ανωτάτων σχολών υπό το πρίσμα της λειτουργίας παραρτημάτων. «Αυτό είναι το συνταγματικό θέμα που δεν αλλοιώνει την κρίσιμη συνταγματική διάταξη», κατέληξε ο κ. Αλιβιζάτος.
 
Από την πλευρά του, ο κ. Κοντιάδης επέμεινε στη σαφή και ρητή ρύθμιση του Συντάγματος, υπογραμμίζοντας πως το άρθρο 16 υιοθετήθηκε με μεγάλη συναίνεση από τις δυνάμεις που ψήφισαν το ισχύον Σύνταγμα το 1975, με τις αναθεωρήσεις από τότε να μην το έχουν αγγίξει. «Δεν μπορούμε να μιλάμε για ρύθμιση που είναι απαξιωμένη ή μπορεί να ξεπεραστεί σύμφωνα με ερμηνεία.  Αλλά για μια διάταξη που θα πρέπει να αναθεωρηθεί. Το εάν αυτό είναι σκόπιμο είναι μια μεγάλη συζήτηση. Όμως μέχρι να αναθεωρηθεί θα πρέπει να το σεβαστούμε», τόνισε, διερωτώμενος για τη βιασύνη της κυβέρνησης να φέρει το επικείμενο σχέδιο νόμου, ενώ μπορούσε να ανοίξει τη συζήτηση με αφορμή τη συνταγματική αναθεώρηση που έχει εξαγγελθεί πως θα ξεκινήσει τον Νοέμβριο.

«Αυτό που διακυβεύεται σήμερα δεν είναι τόσο ο δημόσιος χαρακτήρας της ανώτατης εκπαίδευσης, αλλά πρωτίστως η αξιοπιστία και η εγγυητική λειτουργία του Συντάγματος», ανέφερε. Σημείωσε, μάλιστα, πως «το να προχωρήσει μία ρύθμιση που θα παρακάμπτει το άρθρο 16 θα είναι ένας ακόμα κρίκος σε μία αλυσίδα παραβιάσεων», υπενθυμίζοντας πως η κυβέρνηση έχει υποδεχθεί το κράτος δικαίου με τον χειρότερο δυνατό τρόπο, υπέστη προ δύο ημερών την καταδίκη από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και έχει παραβιάσει μια σειρά δικαιωμάτων με τρόπο αδιανόητο.

Ο κ. Κοντιάδης επέστησε την προσοχή και στον κίνδυνο που απειλεί τα υποστελεχωμένα, υποχρηματοδοτούμενα, ενίοτε και λοιδορούμενα δημόσια πανεπιστήμια, ιδίως της περιφέρειας, να αποψιλωθούν και να υποστούν μαρασμό, με την άνθιση των παραρτημάτων ιδιωτικών πανεπιστημίων.
 
Για παράκαμψη και άρα παράβαση του Συντάγματος, έκανε λόγο ο κ. Μποτόπουλος, εστιάζοντας την κριτική του σε πτυχές του νομοσχεδίου του υπουργείου Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού που κατατέθηκε σε διαβούλευση. Σημείωσε, αρχικά, πως η κυβέρνηση εγκατέλειψε αυτό που αρχικώς έλεγε περί διεθνών συμφωνιών με ξένες χώρες (άρθρο 28 του Συντάγματος), που δεν υπάρχει πουθενά στην προτεινόμενη ρύθμιση.

Ως προς το εάν το σχέδιο νόμου αφορά σε παραρτήματα ξένων πανεπιστημίων, έθεσε το ερώτημα: «Ποιο παράρτημα απονέμει δικό του τίτλο σπουδών και όχι τον τίτλο της μητρικής του σχολής;», εξηγώντας πως ενώ, για παράδειγμα, η Σορβόννη έχει πάει στο Ντουμπάι και δίνει δίπλωμα Σορβόννης, τα ιδρύματα που θα έρθουν στην Ελλάδα ως παραρτήματα θα δίνουν ελληνικό τίτλο σπουδών.

Ο κ. Μποτόπουλος έκανε λόγο για «δήθεν παραρτήματα», καθώς το σχέδιο νόμου προβλέπει πως «αρκεί ακόμα και μία χαλαρή σύνδεση με το μητρικό ίδρυμα του εξωτερικού είτε υπό τη μορφή πιστοποίησης, είτε με τη μορφή δικαιόχρησης (franchising) -που είναι όμως οικονομική σχέση». Αναδεικνύοντας, ακόμη, το γεγονός πως μόνο το 80% των καθηγητών θα έχουν διδακτορικό, κατέληξε στο συμπέρασμα πως «αυτή η ρύθμιση παραβιάζει και τις τρεις διατάξεις του άρθρου 16. Την αναθεώρηση μπορούμε να τη συζητήσουμε, αλλά όχι στο όνομα νεφελωδών μεταρρυθμίσεων καταπατώντας τη μήτρα της Δημοκρατίας».

Ο Στέφανος Παραστατίδης, Βουλευτής Κιλκίς και υπεύθυνος Κ.Τ.Ε. Παιδείας του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής, έθεσε στη δημόσια διαβούλευση πρόταση για την ανώτατη εκπαίδευση με βάση το σκανδιναβικό παράδειγμα.

«Θεμελιώδης αρχή μας είναι η πρωτοκαθεδρία του ισχυρού δημόσιου πανεπιστημίου. Λειτουργία μη κρατικών μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων σε κοινό πλαίσιο με το δημόσιο πανεπιστήμιο για την εξασφάλιση του δικαιώματος πρόσβασης σε υψηλού επιπέδου ανώτατη εκπαίδευση ανεξαρτήτως κοινωνικής αφετηρίας για την πρόοδο της γνώσης, της έρευνας και την επίτευξη της κοινωνικής κινητικότητας» ανέδειξε ως πλαίσιο ο υπεύθυνος Κ.Τ.Ε. Παιδείας του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής.

Αξιοποιώντας το σκανδιναβικό παράδειγμα, προσδιόρισε 4 πυλώνες της πρότασης, που το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής παρουσιάζει στον δημόσιο διάλογο. Συγκεκριμένα:

-Υποχρεωτικός ο μη κερδοσκοπικός χαρακτήρας των μη κρατικών ιδρυμάτων για λειτουργία προς όφελος της διδασκαλίας, της έρευνας και των φοιτητών

-Ομαλή ένταξη των μη κερδοσκοπικών στην ανώτατη εκπαίδευση με κοινό σύστημα εισαγωγής, ενίσχυση της αποκέντρωσης και αποφυγή κορεσμού σε αντικείμενα σπουδών

-Αναγνώριση της αξίας των μη κρατικών φορέων στην παροχή επαγγελματικής και τεχνικής εκπαίδευσης

-Διαμόρφωση κοινού πλαισίου διασφάλισης ποιότητας για τα δημόσια και τα μη κρατικά ιδρύματα ώστε να προστατεύονται ο χρόνος, οι πόροι και η προσπάθεια των φοιτητών.

«Δίκη μας ευθύνη είναι να σχηματίσουμε μια ολοκληρωμένη πρόταση. Η πολιτική δεν είναι για να δυναμώνει τα «όχι» των παιδιών. Ευθύνη της πολιτικής είναι η πρόταση και αυτή οφείλει να σχηματίζεται με πλαίσιο αρχών. Δεν απαγορεύω, ρυθμίζω αυτή είναι η λέξη-κλειδί» κατέληξε ο κ. Παραστατίδης.

Ο Γιάννης Χαραλαμπόπουλος, ερευνητής στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών αναλύοντας τη διεθνή εμπειρία για τα παραρτήματα μη κρατικών ιδρυμάτων, σημείωσε στα πλεονεκτήματα τους ότι οι φοιτητές σπουδάζουν σε ένα ίδρυμα που έχει σχέση με ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα εκτός της χώρας τους, επιτυγχάνεται η κοινωνική όσμωση, αυξάνονται τα έσοδα του κράτους και μειώνεται η εκροή συναλλάγματος. Στα μειονεκτήματα της λειτουργίας τέτοιων παραρτημάτων ο κ. Χαραλαμπόπουλος επισήμανε ότι «ενώ κάποιος πληρώνει μια γνωστή φίρμα, δεν παίρνει το αυθεντικό προϊόν. Αποδυναμώνεται το δημόσιο σύστημα καθώς το διδακτικό και ερευνητικό του προσωπικό κατευθύνεται συχνά στα παραρτήματα, τα οποία συχνά αποτυγχάνουν καθώς έχουν δυσμενείς επιπτώσεις στα επαγγελματικά επιμελητήρια και την αγορά εργασίας. Συνεπώς, δεν είναι εύκολη η εδραίωσή τους ούτε η διεθνής εμπειρία αποδεικνύει ότι παρέχουν μεγάλη ερευνητική δραστηριότητα» κατέληξε ο Γ. Χαραλαμπόπουλος.

Η Αγγελική Γαζή, Επ. Καθηγήτρια Ψηφιακών Μεθόδων Έρευνας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, περιέγραψε το κυπριακό μοντέλο στην ανώτατη εκπαίδευση κάνοντας λόγο για φοιτητές και διδακτικό προσωπικό δύο ταχυτήτων.

«Χαμηλότεροι μισθοί στα ιδιωτικά πανεπιστήμια γιατί τα χρήματα επενδύονται σε εγκαταστάσεις κυρίως. Υψηλός εκπαιδευτικός φόρτος γιατί πρόκειται για teaching schools και όχι ερευνητικά πανεπιστήμια. Εντυπωσιακές εγκαταστάσεις, επένδυση στην βιτρίνα. Επισφαλές διδακτικό προσωπικό και λίγα καλά βιογραφικά. Παρέχουν κατάρτιση και όχι επιστημονική γνώση αν δεν υπάρχει έρευνα και απαξίωση της ακαδημαϊκής διαδικασίας» σημείωσε η κυρία Γαζή.

Ο Χρήστος Μπούρας, Πρύτανης του Πανεπιστημίου Πατρών ξεκίνησε την ομιλία του με την αποστροφή «αυτοδιοίκητο: ξεχάστε το! Είναι ένας μύθος». Επισήμανε τη στρέβλωση του ακαδημαϊκού χάρτη, καθώς έχουμε 24 πανεπιστήμια, αλλά δεν εξασφαλίζεται η ποιοτική κρατική χρηματοδότησή τους. «Ρωτώ το πολιτικό σύστημα: χρειαζόμαστε όλα αυτά τα πανεπιστήμια; Δεν απαντά κανείς λόγω του πολιτικού κόστους, που είναι ο καρκίνος της κατάστασης». Ο κ. Μπούρας υπογράμμισε ότι η χώρα δεν έχει σοβαρή μεταλυκειακή και τεχνολογική εκπαίδευση.

«Ντρέπομαι ως Πρύτανης ελληνικού δημόσιου πανεπιστημίου, κάποιοι να ρίχνουν τους servers στο εμβληματικότερο πανεπιστήμιο της χώρας, το Καποδιστριακό. Πρέπει να καταδικαστεί ομόφωνα» σημείωσε αναφερόμενος σε φαινόμενα βίας εντός των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων.

Ο Γιώργος Λιτσαρδάκης, Γραμματέας της ΠΟΣΔΕΠ, μιλώντας για τον ακαδημαϊκό χάρτη τόνισε ότι «αν είναι απαραίτητη προϋπόθεση ο σχεδιασμός πριν τη σύνταξη ενός νόμου-πλαίσιο για τα πανεπιστήμια -όπως διαρκώς το επισημαίνουμε αφού η νομοθεσία αλλάζει κάθε τόσο-, πολύ περιςσότερο είναι προϋπόθεση για όποια συζήτηση για αλλαγές ή ανατροπές συνταγματικής κλίμακας, οι οποίες ως τέτοιες πρέπει να εξεταστούν σε μια διαδικασία συνταγματικής αναθεώρησης και όχι να επιβάλλονται με απλή κυβερνητική πλειοψηφία μετά από διαβούλευση δέκα ημερών».

«Τα τελευταία είκοσι χρόνια κανένας πρύτανης δεν έχει επανεκλεγεί με το ίδιο σύστημα εκλογής. Μάλιστα υπήρξε και η περίπτωση όπου το σύστημα εκλογής άλλαξε η ίδια υπουργός και όχι η επόμενη» συμπλήρωσε.

Η Ευγενία Μπουρνόβα, Καθηγήτρια Ε.Κ.Π.Α.και αν.γραμματέας τομέα Παιδείας του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής ανέπτυξε το ζήτημα των οικονομικών και ανθρώπινων πόρων.

«Ο πρώτος μισθός στην πανεπιστημιακή βαθμίδα, αυτός του επίκουρου καθηγητή, δηλαδή για μια γυναίκα ή έναν άνδρα γύρω στα 40 του χρόνια, είναι 1.300 ευρώ. Μετά από 35 χρόνια υπηρεσίας θα φτάσει τις 2.300 ευρώ. Υπάρχει άραγε ένας νέος που έχει όνειρό του να γίνει πανεπιστημιακός;» αναρωτήθηκε με νόημα. «Είναι ντροπή αυτός ο μισθός για όσους μιλούν για braingain» πρόσθεσε η κυρία Μπουρνόβα.

«Δεν μπορεί να έχουμε 400 φοιτητές για ένα μάθημα. Τόσους έχω» υπογράμμισε η Ε. Μπουρνόβα σχετικά με την αναλογία διδασκόντων/φοιτητών, που είναι βασικό κριτήριο για τις διεθνείς κατατάξεις και μέσω αυτής της αναλογίας ανεβαίνει ο δείκτης ποιότητας κάθε πανεπιστημίου. «Σε αυτόν τον δείκτη είμαστε τελευταίοι στην Ευρώπη» κατέληξε η Ε. Μπουρνόβα ξεκαθαρίζοντας ότι κάθε καθηγητής πρέπει να έχει το πολύ 20 φοιτητές για να τους εισαγάγει στην έρευνα.

Ο Ηλίας Τσαβαλής, Καθηγητής Οικονομικής Επιστήμης στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών αναφέρθηκε σε θέματα έρευνας και καινοτομίας.

Παρουσίασε συγκριτικά στοιχεία τριών πανεπιστημίων, σύμφωνα με τα οποία «στα χρόνια της οικονομικής  κρίσης τα καταφέραμε καλά, αλλά από το 2017  και μετά υπάρχει μια πραγματική κόπωση και προέρχεται από τις συνεχείς αλλαγές στο ελληνικό πανεπιστήμιο».

«Υπάρχει έλλειψη ενός φιλικού ερευνητικού περιβάλλοντος και κινήτρων. Φυγή ακαδημαϊκών στο εξωτερικό, υπερβολικός διδακτικός φόρτος, γραφειοκρατικές διαδικασίες εξέλιξης και πρόσληψης μελών ΔΕΠ αλλά και συνεχείς αλλαγές στο νομικό πλαίσιο των ΑΕΙ» επισήμανε ο κ. Τσαβαλής ότι πρέπει να τεθούν επί τάπητος για τη βελτίωση του δημόσιου πανεπιστημίου.