Γιατί χρειαζόμαστε ένα διαφορετικό μοντέλο οικονομίας – Τουρισμός ή αγροτιά;

232

Οι αγρότες φτάνουν σήμερα στο Σύνταγμα. Φαίνεται πως η Ελλάδα θα δεί πρωτόγνωρες εικόνες, σαν αυτές που είδαμε προ εβδομάδων σε άλλες μεγάλες πρωτεύουσες της Ευρώπης.

Η αλήθεια είναι όμως πως η δημόσια συζήτηση ακόμα δεν ασχολείται με το ουσιαστικό θέμα που είναι το μοντέλο παραγωγής που η χώρα μας πρέπει να επιλέξει και να αναπτύξει. Οι αγρότες φωνάζουν για τα οικονομικά τους μεν, φωνή για το μέλλον της χώρας δε.

Ας δούμε ορισμένα οικονομικά δεδομένα (ΠΗΓΗ) για να αναπτύξουμε τη σκέψη μας

Η μακροοικονομική ανάκαμψη της Ελληνικής οικονομίας είναι κάτι που δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί, καθώς κατά τη διάρκεια της τελευταίας πενταετίας το πραγματικό ΑΕΠ και οι επενδύσεις αυξάνονται, ενώ η ανεργία και ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ μειώνονται εντός ενός πλαισίου δημοσιονομικής σταθερότητας.

H ανεργία έχει υποχωρήσει στο 9,6% πέφτοντας κάτω από το κατώφλι του 10% ύστερα από σχεδόν δεκαπέντε χρόνια. Μελετώντας την τελευταία απολογιστική έκθεση του συστήματος ΕΡΓΑΝΗ, εντοπίζουμε πως σήμερα εργάζονται 15,6% (310.000 χιλιάδες) άτομα παραπάνω σε σχέση με το 2019. Ταυτόχρονα, τα στοιχεία καταδεικνύουν ενίσχυση της πλήρους απασχόλησης της τάξης του 25% (344.000 χιλιάδες) σε σύγκριση με το 2019.

Όσον αφορά τα εισοδήματα από μισθωτή εργασία, παρατηρούμε πως ο μέσος μικτός μισθός αυξήθηκε κατά 20%,  από τα 1046 στα 1251 ευρώ. Κατά 20% αυξήθηκε και ο κατώτατος μισθός κατά τη διάρκεια της τετραετίας που από τα 650 ευρώ έχει ανέλθει στα 780, ενώ αναμένουμε και νέα αύξηση από τον Απρίλιο του 2024. Ταυτόχρονα, το πλήθος των εργαζόμενων που λαμβάνει μισθό χαμηλότερο των 800 ευρώ μειώθηκε κατά 23%, ενώ το ποσοστό των μισθωτών στον ιδιωτικό τομέα που λαμβάνει μισθό μεταξύ 900 και 2.000 ευρώ, αυξήθηκε από το 35% στο 50%.

Οι παραπάνω θετικές μεταβολές σε απασχόληση και μισθούς βελτιώνουν ξεκάθαρα την κατάσταση του νοικοκυριού χωρίς να παραγνωρίζουμε τις συνέπειες του υψηλού πληθωρισμού και της ακρίβειας που επικρατούν παγκοσμίως αλλά και στην εγχώρια αγορά.

Η δυναμική της ελληνικής οικονομίας εξαρτάται τελικά από τη δημιουργία σταθερών, καλοπληρωμένων θέσεων εργασίας που δίνουν την ευκαιρία στους νέους να πραγματώσουν τα όνειρά τους εντός της χώρας. Τη βελτίωση αυτής της προοπτικής εξυπηρετεί και η μείωση του μη μισθολογικού κόστους και της λεγόμενης «φορολογικής σφήνας».

Αμπέλι στην τουριστική Σαντορίνη: τι προηγείται; |Shutterstock

Η μείωση ασφαλιστικών εισφορών κατά 4% περιόρισε το χάσμα μεταξύ του κόστους που αντιμετωπίζει ο εργοδότης και του καθαρού μισθού που λαμβάνει ο εργαζόμενος κάνοντας φθηνότερες τις προσλήψεις και υψηλότερο το διαθέσιμο εισόδημα. Στον κυβερνητικό προγραμματισμό έχει ήδη προκαθοριστεί η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 0,5% το 2025 και 0,5% 2027.

Ο σημαντικότερος παράγοντας όμως που θα καθορίσει την ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας και τις συνθήκες στην αγορά εργασίας είναι η δημογραφική γήρανση. Προϋπόθεση της διατηρήσιμης ανάπτυξης είναι η αύξηση του ανθρώπινου δυναμικού μέσω της επιστροφής μερίδας των νέων που έφυγαν και η ενίσχυση των ποσοστών συμμετοχής των γυναικών, των μεταναστών, των νέων, των ατόμων με αναπηρία καθώς και των συνταξιούχων στην αγορά εργασίας. Ακόμη και αυτό όμως, δεν είναι από μόνο του αρκετό.

Το ήδη μικρό μέγεθος της χώρας και η μείωση του πληθυσμού οδηγούν στο ασφαλές συμπέρασμα πως η Ελλάδα δεν μπορεί να πορευτεί με ένα παραγωγικό μοντέλο που βασίζεται στην ανταγωνιστικότητα κόστους. Αντιθέτως, επιτακτική είναι η αύξηση της παραγωγικότητας η οποία οδηγεί σε υψηλότερα εισοδήματα. Για να συμβεί αυτό όμως απαιτούνται επενδύσεις. Σε αυτόν τον τομέα, παρά την σημαντική πρόοδο των τελευταίων ετών, υπολειπόμαστε σταθερά από την κρίση και μετά σε σχέση με τον μέσο όρο της Ε.Ε..

Φτάνουμε λοιπον στο παραγωγικό μοντέλο.

shutterstock 2236121427
Shutterstock

Το παραγωγικό μοντέλο της Ελλάδας και της υπόλοιπης Ευρώπης

Το μεγάλο ζήτημα που αναδεικνύεται, με χαρακτήρα σχεδόν υπαρξιακό, δεν είναι ούτε το πετρέλαιο των αγροτών, ούτε το ρεύμα τους, ούτε οι αποζημιώσεις τους. Όχι μόνο αυτά τουλάχιστον.

Προφανώς και είναι η ευρωπαϊκή αγροτική πολιτική συνολικά, που – θέλει στην ουσία να μηδενίσει (σχεδόν) τον αγροτικό τομέα και στρέψει αλλού τις παραγωγικές δυνάμεις. Θα το πετύχει; Θα φανεί.

Σημειώστε πάντως πως αν συνεχίσει έτσι το πράγμα, τα σενάρια για το τι θα τρώμε σε λίγα χρόνια και ποιος θα το παράγει, θα αρχίσουν να βρίσκουν ακροατήριο.

Αυτό σε επίπεδο Ευρώπης.

Σε ό,τι αφορά την εθνική διάσταση του ζητήματος, αναδεικνύονται κάποιες άλλες παράμετροι, που δεν δικαιολογούν κανέναν έπαινο και καμία ικανοποίηση.

Η βασικότερη από αυτές τις παραμέτρους είναι η περίφημη συζήτηση για το παραγωγικό μοντέλο της χώρας το οποίο υποτίθεται ότι θα άλλαζε και θα εκσυγχρονιζόταν, θα έστρεφε το βλέμμα στο μέλλον και θα εξασφάλιζε, έστω σε έναν βαθμό, μία κάποια αειφορία – ταιριαστή λέξη και με τα αγροτικά.

Τι έχει αλλάξει στο παραγωγικό μοντέλο της χώρας και ποιες ενδείξεις υπάρχουν ότι η όποια αλλαγή είναι μελετημένη και βιώσιμη;

Paragogiko Modelo press release 4.7.2017

Δεν βλέπουμε να έχει αλλάξει κάτι.

Η μεγάλη στροφή των τελευταίων ετών γίνεται στο τουρισμό και ό,τι έχει να κάνει με αυτόν και στα ακίνητα και ό,τι έχει να κάνει με αυτά. Στον τουρισμό και τις παραφυάδες του απασχολούνται και θέλουν να απασχολούνται δεκάδες, αν όχι εκατοντάδες χιλιάδες νέοι και νέες, στα ακίνητα επενδύουν μεγάλοι και μικροί παράγοντες και την ίδια στιγμή τα χωράφια ρημάζουν, οι σοδειές λιγοστεύουν και ελάχιστοι κατανοούν ότι κάπου όλα αυτά «τρακάρουν» μεταξύ τους και μάλιστα με κάπως βίαιο τρόπο. Φυσικά όπου αναφέρονται οι νέοι, πρέπει να θυμόμαστε το δημογραφικό (όπως αναφέραμε παραπάνω).

Για παράδειγμα, ποια εθνική πολιτική υπάρχει ώστε τα εκατομμύρια των τουριστών που συρρέουν κάθε χρόνο, θα ταΐζεται αποκλειστικά με ελληνικά προϊόντα; Μιλώντας δηλαδή για τις μεγάλες αλυσίδες και τις οργανωμένες επιχειρήσεις του κλάδου.

Ή ποια μελέτη έχει γίνει για τα προϊόντα και τις καλλιέργειες που θα πρέπει η Ελλάδα να παράγει κατά προτεραιότητα, είτε για εγχώρια κατανάλωση, είτε για εξαγωγή;

Και υπό αυτό το πρίσμα, πώς έχει οργανωθεί η ελληνική αγορά και πώς ελέγχεται ένα από τα ισχυρότερα καρτέλ που υπάρχει στη χώρα, αυτό των μεγάλων αλυσίδων σούπερ μάρκετ.

Είναι απλώς κάποια ρητορικά ερωτήματα, με δυσάρεστες απαντήσεις. Με τις οποίες όμως θα βρεθούμε αντιμέτωποι με μαθηματική ακρίβεια, εκείνη, τη μία χρονιά, που ο τουρισμός δεν θα πάει και τόσο καλά.

Γιατί ο τουρισμός δεν είναι πανάκεια | Ούτε είναι εύκολο χρήμα μακροπρόθεσμα

 

Ο τουρισμός δεν είναι πανάκεια. Ούτε είναι εύκολο χρήμα μακροπρόθεσμα. Είτε θα πρόκειται για ένα προϊόν αξιοπρεπές που θα διαμορφώσει μια φήμη της χώρας και θα έχει μια διάρκεια, είτε θα είναι μια αρπαχτή που θα δυσφημίσει τη χώρα και θα ξεφουσκώσει. Γι’ αυτό χρειάζεται συνειδητοποίηση από τους πολλούς δραστηριοποιούμενους στον τουρισμό και συλλογικό σχεδιασμό.

Κι αυτό γιατί όταν ο τουρισμός μπαίνει στο επίκεντρο δίχως μέτρο, υπάρχουν παράπλευρες συνέπειες στη χώρα. Η κοινωνία διολισθαίνει σε υπηρέτη του τουρισμού και η οικονομία εξαρτάται από αυτόν, άρα από εξωγενείς παράγοντες. Είναι πρόσφατο το παράδειγμα της πανδημίας, όπου το τουριστικό εισόδημα κατέρρευσε και η Ελλάδα επηρεάστηκε ακριβώς γιατί δεν είχε άλλες σημαντικές πηγές εισοδημάτων.

Ακόμα, η έμφαση στον τουρισμό πέραν ενός αποδεκτού μέτρου, καταλήγει να λειτουργεί σε βάρος της τοπικής κοινωνίας: δεν υπάρχουν ακίνητα προς στέγαση των νέων γιατί κατευθύνονται στις βραχυχρόνιες μισθώσεις, οπότε ανεβαίνουν οι τιμές των ενοικίων· η τιμές της γης ανεβαίνουν κι αυτές και εμποδίζεται πια ο ντόπιος να βρει χώρο για τη στέγαση της οικίας και της εργασίας του.

Η άνοδος των τιμών της γης καταλήγει στο να μοιραστεί αυτή μεταξύ των μεγάλοεπενδυτών και να καταστήσει την τοπική κοινωνία φιλοξενούμενη στον τόπο της αποκόπτοντάς την από το ρίζωμα στο χώρο.

Και βέβαια, η τουριστική υπερεκμετάλλευση, είναι και εξάντληση των φυσικών πόρων, νερού, ενέργειας, διαχείρισης απορριμμάτων, αποχέτευσης κλπ, τις επιπτώσεις τις οποίες πάλι υφίστανται οι τοπικές κοινωνίες.

Παράλληλα, το τουριστικό μοντέλο της χώρας πάσχει, πέραν της υπερεκμετάλλευσης και αλλού (ΠΗΓΗ): Οι προμήθειές του δε γίνονται από την τοπική παραγωγή στο βαθμό που αυτό θα ήταν εφικτό. Προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί το κόστος, γίνονται αθρόες εισαγωγές μέτριας ποιότητας προϊόντων διατροφής, ενώ ο μπουφές δεν προβάλλει την τοπική γαστρονομία, άρα δεν έχομε ούτε ζήτηση τοπικής παραγωγής κρέατος, τυριών κλπ. Καταλήγουμε πχ να προσφέρεται βούτυρο εισαγωγής ενώ υπάρχουν αντίστοιχα προϊόντα ντόπια. Και ναι μεν γίνεται μια προσπάθεια να προβληθεί το ελληνικό πρωινό, αλλά αυτή ακόμα δεν έχει αγκαλιάσει την πλειοψηφία των τουριστικών καταλυμάτων.

Θέλουμε λοιπόν λιγότερο τουρισμό σε σχέση με την τωρινή κατάχρηση, και πιο ποιοτικό, δηλαδή αυτόν που θα ενδιαφέρεται για την τοπική ιστορία, κοινωνία, κουλτούρα, λαογραφία, γαστρονομία κλπ. Που θα θελήσει να δει τον τόπο από μέσα κι όχι ως σκηνικό των διακοπών του.

Από την άλλη, αυτό δε σημαίνει απαραίτητα μείωση του τουριστικού προϊόντος. Δίχως να είναι αυτοσκοπός η διατήρησή του σε αυτά τα επίπεδα, η επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου μπορεί να οδηγήσει σε αποδεκτά κάθε στιγμή επίπεδα που δε θα υπερβαίνουν το μέτρο που οφείλει να θέσει η κοινωνία στην τουριστική της μεγέθυνση (και όχι ανάπτυξη).

Η επιμήκυνση νοείται ως εξάπλωση της τουριστικής περιόδου σε περισσότερους μήνες, σε περισσότερες περιοχές και σε περισσότερες θεματικές ενότητες. Μπορεί να υπάρχει και το χειμώνα τουρισμός, σε περιοχές που στηρίζουν αντίστοιχες παραστάσεις. Μπορεί να προβληθούν περισσότερες περιοχές που σήμερα δεν αποτελούν προορισμό. Και πρέπει να γίνει άνοιγμα σε είδη τουρισμού πέραν του παραθαλάσσιου μοντέλου, πχ ορειβατικός, συνεδριακός, αναρριχητικός, ορειβατικός, πεζοπορικός, ιατρικός κλπ τουρισμός.

Τέλος, επιστρέφοντας στην αρχική διαπίστωση περί «βαριάς βιομηχανίας», αυτό θα πρέπει να ηχήσει ως προειδοποίηση προς την πολιτεία και την κοινωνία ότι θα πρέπει να άρουμε αυτή την αντίφαση, και να ενισχύσουμε τόσο την πρωτογενή παραγωγή όσο και το δευτερογενή τομέα, τη μεταποίηση. Η γνώση και το ταλέντο περισσεύουν εδώ, το θεσμικό πλαίσιο θα πρέπει να ενθαρρύνει και όχι να τιμωρεί την τοπική παραγωγή.

Άρα, ο ρόλος του κράτους μας, που διαχρονικά εμποδίζει τον πολίτη να δημιουργήσει, πρέπει να αλλάξει προσανατολισμό. Αυτά όμως χρειάζονται ξεχωριστή ανάπτυξη, οπότε ας μείνουμε προς το παρόν της ανάγκη της τουριστικής αποανάπτυξης…

Κατακλείδα

Το δίλημμα του παραγωγικού μοντέλου τουρισμός ή πρωτογενής τομέας είναι ψευδές.

Αν πραγματικά θέλουμε υπεραξία στον τουρισμό μας πρέπει να τον συνδέσουμε με την εθνική παραγωγή, όπως αναπτύξαμε πιο πάνω.

Σίγουρα το μοντέλο του τουρισμού και του AirBnB δεν είναι βιώσιμο καθώς ο τουρίστας δεν θα έρχεται ξανά και ξανά στη χώρα μας.

Επίσης υπάρχει ένα πεπερασμένο στην αντοχή των τουριστικών περιοχών. Πόσα ακίνητα μπορούν να ‘χωρέσουν’ στη Σαντορίνη πχ; Χωρίς να αναφερόμαστε πως ακόμα κι αυτό το τουριστικό μοντέλο είναι στρεβλό.

Για να αναφερθούμε ξανά στη Σαντορίνη, είναι το νοσοκομείο του νησιού ικανό να καλύψει τις ανάγκες 1 εκατομμυρίου τουριστών ανά σαιζόν; Μάλλον όχι.

Θα πρέπει να καθήσουμε ως χώρα και να εξετάσουμε (επιτέλους) τι θέλουμε να κάνουμε, πώς θα το κάνουμε και πότε θα το κάνουμε ώστε εν συνόλω να υπάρξει ουσιαστική είσοδος της Ελλάδας στο δεύτερο μισό του 21ου αιώνα που έρχεται.

 

Πηγή