Γλυπτά του Παρθενώνα: Μια λέξη θα ξεκλειδώσει τη συμφωνία

210

Παρά τις εχθρικές δηλώσεις της υπουργού Πολιτισμού της Βρετανίας Μισέλ Ντόνελαν, η συγκυρία για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα εξακολουθεί να μοιάζει ιδανική και αυτό δεν σχετίζεται μόνο με την πλειάδα δημοσιευμάτων στον βρετανικό και διεθνή Τύπο, ούτε αφορά την προεκλογική περίοδο στην οποία φαίνεται να έχει εισέλθει η χώρα μας, αλλά μια σειρά από άλλους παράγοντες, στους οποίους εστιάζουν οι συζητήσεις που βρίσκονται σε προχωρημένο στάδιο. Οι διπλωματικές κινήσεις εκ μέρους της ελληνικής πλευράς δίνουν βάση στις λεπτομέρειες που θα μπορούσαν να μετατρέψουν τις διαπραγματεύσεις σε win-win συμφωνία με το Βρετανικό Μουσείο και έχουν ως απώτερο στόχο να ξεπεραστούν τα αγκάθια που αφορούν την κυριότητα των Γλυπτών.

Οπως έχει επανειλημμένως τονίσει το υπουργείο Πολιτισμού σε ανακοινώσεις του και έχει δηλώσει και ο διευθυντής του Μουσείου της Ακρόπολης Νίκος Σταμπολίδης, η ελληνική πλευρά επ’ ουδενί πρόκειται να δεχτεί τον δανεισμό, γιατί κάτι τέτοιο θα σήμαινε την αναγνώριση της κυριότητας των Γλυπτών στους Βρετανούς.

Σε αντίθεση με τα βρετανικά δημοσιεύματα, ακόμα και με αυτά που παραδέχονται, όπως τα πρόσφατα αφιερώματα του «Guardian», ότι η ελληνική πλευρά δικαίως ζητάει την επαναφορά των γλυπτών του Παρθενώνα στον φυσικό τους χώρο, το ελληνικό υπουργείο Πολιτισμού επιμένει ότι δεν αναγνωρίζει στο Βρετανικό Μουσείο «νομή, κατοχή και κυριότητα των Γλυπτών, καθώς αυτά αποτελούν προϊόν κλοπής».

Επιπλέον, ο όρος «Γλυπτά», τον οποίο χρησιμοποιεί η ελληνική πλευρά, αντί για «Ελγίνεια Μάρμαρα», όπως επιμένουν να τα αποκαλούν οι Βρετανοί, μόνο τυχαίος δεν είναι αφού η πολιτιστική διπλωματία που ασκεί εδώ και χρόνια η Ελλάδα επιμένει ότι πρόκειται για ολοκληρωμένα αρχιτεκτονήματα και ύψιστης σημασίας καλλιτεχνικά δημιουργήματα που δεν μπορούν να κόβονται ή να τεμαχίζονται – πόσο μάλλον να διαχωρίζονται.

Κι αυτό γιατί, όσο κι αν νομίζει κανείς ότι το μάρμαρο μπορεί να τεμαχιστεί, τα ανάγλυφα και γλυπτά αυτά δημιουργήματα του αετώματος και της ζωφόρου του ναού δεν μπορούν να σταθούν μακριά το ένα από το άλλο. Τα αποκομμένα μέλη του ναού μοιάζουν να θέλουν να ολοκληρωθούν για να μπορούν να υπάρξουν και μάλιστα στον φυσικό τους χώρο, που είναι κάτω από τον βράχο της Ακρόπολης, λουσμένα στο ιωνικό φως και όχι στα σκοτεινά δωμάτια ενός μουσείου που δείχνει να είναι ανίκανο πλέον ακόμα και να τα συντηρήσει.

Κάτι τέτοιο, άλλωστε, δεν ισχυριζόμαστε μόνο εμείς, αλλά έχει αποδειχθεί κατά καιρούς με σωρεία δημοσιευμάτων που αποκαλύπτουν ότι οι Βρετανοί έχουν φτάσει σε σημείο να νοικιάζουν την αίθουσα για διάφορες εκδηλώσεις, ακόμα και να γυαλίζουν τα μάρμαρα (!) για να φαίνονται πιο λευκά, ενώ αντίστοιχες θέσεις υποστηρίζει η βρετανική κοινή γνώμη που μοιάζει να προασπίζεται, στην πλειονότητά της, τις ελληνικές θέσεις.

«Κατάθεση» αντί για «δανεισμό»

 

Οπως ανέφεραν χαρακτηριστικά διάφορα δημοσιεύματα, «υπάρχουν σημάδια που δείχνουν ότι ο Οσμπορν και ο Ελληνας πρωθυπουργός είναι πολύ κοντά στην ανακοίνωση ενός συμβιβασμού για να επιστραφούν στην Αθήνα τα μάρμαρα με δάνειο αορίστου χρόνου, με αντάλλαγμα δάνεια εκθεμάτων που φυλάσσονται στο Μουσείο της Ακρόπολης», εξηγώντας πως με αυτό τον τρόπο θα μπορούσαν να παρακάμψουν το θέμα της νομολογίας που απαγορεύει στους διαχειριστές του μουσείου να προβούν σε μια τέτοια λύση.

Μάλιστα, για πρώτη φορά οι βρετανικές εφημερίδες, που μιλούσαν πάντα πολύ απαξιωτικά για τη χώρα μας, κάνουν λόγο τόσο για «ιδανικές συνθήκες και υποδομές» που προσφέρει το Μουσείο της Ακρόπολης, κάτι που δεν ίσχυε στο παρελθόν, όσο και για αναγκαιότητα επίλυσης ενός προβλήματος που σοβεί εδώ και 40 χρόνια, οπότε ξεκίνησαν οι συζητήσεις για την ενδεχόμενη επίλυσή του.

Επιμένουν μάλιστα ότι «αυτή η συμφωνία έχει συνταχθεί», κάτι που βέβαια, όπως φάνηκε και με τις δηλώσεις της Βρετανίδας υπουργού Πολιτισμού, σε καμία περίπτωση δεν συμβαίνει. Στην πραγματικότητα, αυτό που συμβαίνει είναι οι προχωρημένες συζητήσεις που λαμβάνουν χώρα ανάμεσα στις δύο πλευρές και για πρώτη φορά φαίνεται να βρίσκονται σε καλό στάδιο, αποκαλύπτοντας μια αντίστοιχα καλή προαίρεση και ανάγκη για επίτευξη μιας λύσης που δεν θα αφήνει καμία πλευρά δυσαρεστημένη. Οι Βρετανοί, πιέζοντας την ελληνική πλευρά με τα απανωτά δημοσιεύματα στα ΜΜΕ, τα οποία παράλληλα προετοιμάζουν τη βρετανική κοινή γνώμη, φαίνεται ότι θέλουν να προχωρήσουν σε μια πρόταση «take or leave it» και να μας φέρουν προ τετελεσμένων γεγονότων.

Επιπλέον, δείχνουν να μη δέχονται ότι τα Γλυπτά είναι προϊόντα κλοπής επιμένοντας πως το φιρμάνι που επικαλούνταν ο λόρδος Ελγιν τον 19ο αιώνα ως διπλωμάτης που εκμεταλλεύτηκε τη θέση του στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν νόμιμο. Και αυτό είναι εν μέρει κατανοητό στον βαθμό που η εκ μέρους τους αποδοχή ότι το μουσείο φιλοξενεί «κλεμμένους» θησαυρούς αυτομάτως θα σήμαινε ότι και όλα τα υπόλοιπα εκθέματα που έχουν εισαχθεί στο μουσείο με αντίστοιχο τρόπο θα έπρεπε να επιστραφούν και να αδειάσουν οι προθήκες του.

Ωστόσο, η ελληνική πλευρά εστιάζοντας στη συγκεκριμένη ανάγκη ολοκλήρωσης του γλυπτού διάκοσμου ξεπερνάει τον σκόπελο της γενίκευσης και ενός τέτοιου επίφοβου για τους Βρετανούς ενδεχομένου.

Παράλληλα, προτάσσει τον όρο «κατάθεση» (deposit) αντί για «δάνειο» (loan) που χρησιμοποιήθηκε κατά τις διαπραγματεύσεις που είχε με την ιταλική κυβέρνηση για την επιστροφή και την οριστική επανένωση του «Θραύσματος Fagan» κάνοντας λόγο για γενναιόδωρη χειρονομία εκ μέρους του Πάπα Φραγκίσκου. Στην περίπτωση αυτή είχε εξεταστεί αρχικά η προοπτική της επανέκθεσης και τελικά οριστικοποιήθηκε μια συμφωνία με τη χρήση του όρου «επανένωση», κάτι που θέλει η ελληνική πλευρά να πετύχει και στην περίπτωση των Γλυπτών.

Ωστόσο, σε αντίθεση με τους Ιταλούς, οι Βρετανοί επιμένουν ότι στην περίπτωση των Γλυπτών του Παρθενώνα πρόκειται για έναν «πανανθρώπινο θησαυρό» που δεν έχει καταγωγή, ενώ πολλά δημοσιεύματα κάνουν λόγο ακόμα και για τη «μη ελληνικότητα» της Αθηναϊκής Δημοκρατίας και άρα για το δικαίωμα κατοχής εκ μέρους όχι μόνο του μουσείου, αλλά και της βρετανικής κυβέρνησης! Κι αυτό γίνεται ακόμα χειρότερο από τη στάση της ίδιας της κυβέρνησης που φοβάται ότι αν παραχωρήσει τα Γλυπτά, έστω και με δανεισμό, θα κατηγορηθεί για προδοσία. Η πλειονότητα, όμως, της βρετανικής γνώμης υποστηρίζει εντελώς το αντίθετο, καθώς το 53% τάσσεται αναφανδόν υπέρ της οριστικής επιστροφής, με μόλις το 20% να δηλώνει το αντίθετο.

Εκτός από τη βρετανική κοινωνική γνώμη, η ελληνική πλευρά έχει στο πλευρό της την εκστρατεία των διεθνών επιτροπών που έχουν σχηματιστεί για την επιστροφή των Γλυπτών, καθώς και τους διεθνείς αστέρες όπως ο Στίβεν Φράι, ο οποίος πρωταγωνιστεί στη σχετική καμπάνια, ο Τζον Μάλκοβιτς και ο Τζορτζ Κλούνεϊ, οι οποίοι έχουν εκφράσει δημόσια την υποστήριξή τους στις διατυπωμένες με σαφήνεια ελληνικές θέσεις που αντιπροτείνουν τη χάραξη μιας κοινής πολιτιστικής στρατηγικής ανάμεσα στα δύο μουσεία και τις δύο χώρες (εξ ου και το win-win) ως «αποζημίωση» προς το Βρετανικό Μουσείο, αλλά και τη γενικότερη αλλαγή πολιτικής των μουσείων σχετικά με το ζήτημα των επιστροφών. Γενικεύοντας μάλιστα κάνουν λόγο για μια φιλική προς την Ευρώπη κίνηση εκ μέρους της βρετανικής πλευράς που δείχνει να ταλανίζεται σοβαρά από τις επιπτώσεις του Brexit και ενδεχομένως να θέλει να δείξει καλή βούληση προς μια ευρωπαϊκή χώρα όπως η Ελλάδα.

Η βρετανική επιμονή

Οσον αφορά, τώρα, τον χρονικό προσδιορισμό, σε καμία περίπτωση η ελληνική πλευρά δεν δέχεται συγκεκριμένη περίοδο δανεισμού μιλώντας για οριστική και ξεκάθαρη επιστροφή. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο χρησιμοποιεί και πάλι τη συμφωνία που επετεύχθη για το «Θραύσμα Fagan», καθώς η επιστροφή του ήταν sine die, που σημαίνει ότι το θραύσμα θα παραμείνει σε εμάς ες αεί. Το πλεονέκτημα σε αυτή την περίπτωση ήταν ότι τόσο το υπουργείο Πολιτισμού όσο και το Μουσείο της Ακρόπολης μπορούσαν να διαπραγματευτούν αυτόνομα με τη Σικελία και δεν χρειάζονταν πολλές και διαφορετικές πλευρές που καλούνταν ή έπρεπε να συμμετάσχουν στις συζητήσεις, όπως συμβαίνει στην περίπτωση των Γλυπτών, όπου οι υπεύθυνοι του Βρετανικού Μουσείου επιμένουν πως δεσμεύονται από τον νόμο του 1963 που τους απαγορεύει να μετακινήσουν για οποιονδήποτε λόγο τα «Ελγίνεια», όπως επιμένουν να τα αποκαλούν.

Επιπλέον, όλοι γνωρίζουν ότι σε αντίθεση με τον ανοιχτό σε συζητήσεις πρόεδρο του μουσείου Τζορτζ Οσμπορν, ο διευθυντής του Βρετανικού Μουσείου δεν είναι πρόθυμος να επιστρέψει τον μεγάλο του θησαυρό, αν και όλοι λένε ότι τα «ανταλλάγματα» είναι αυτά που θα τον κάνουν να βρει τη φόρμουλα η οποία θα του επιτρέψει, με βάση την απόφαση της UNESCO, να προβεί σε μια γενναία χειρονομία και να «χαρίσει» -άλλος ένας προβληματικός όρος αφού προϋποθέτει ότι είναι δική τους η κατοχή- τα Γλυπτά.

Είναι επιπλέον σαφές ότι η λίστα με τα «ανταλλάγματα» που έχουν ήδη παραθέσει διάφορα δημοσιεύματα δεν είναι τυχαία και αφορά τις σκέψεις που κάνουν οι Βρετανοί για μια τέτοια επικείμενη λύση, εφόσον δέχονταν να επιστρέψουν τους θησαυρούς που μας έκλεψε ο λόρδος Ελγιν. Το Βρετανικό Μουσείο, που βρίσκεται σε μεγάλη δυστοκία, έχει ξοδέψει ήδη ένα τεράστιο μέρος του αποθεματικού του στην τεράστια ανακαίνιση που πραγματοποιεί στους χώρους του και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο έχει την αίθουσα του Ελγιν κλειστή. Κι έτσι, σαφώς βλέπει το θέμα της ανταλλαγής ως την καλύτερη λύση.

Γνωρίζοντας μάλιστα ότι τα Γλυπτά δεν πρόκειται να του αποφέρουν επιπλέον κέρδη, εφόσον ανήκουν στις μόνιμες συλλογές του -και ως γνωστόν η είσοδος στα μουσεία στη Μεγάλη Βρετανία, εκτός από τις εκθέσεις, είναι δωρεάν-, στοχεύει στις μεγάλες περιοδικές εκθέσεις που θα φέρουν στο μουσείο τον κόσμο αλλά και θα συσσωρεύσουν στα ταμεία του παραπάνω χρήματα. Ως εκ τούτου η προοπτική διοργάνωσης μιας μεγάλης έκθεσης με σπουδαίους ελληνικούς θησαυρούς όπως ο Μικρός Ιππέας του Αρτεμισίου, ο Ηνίοχος και η Χρυσή Μάσκα του Αγαμέμνονα σίγουρα θα εξασφάλιζε πολύ σημαντικά κέρδη από τα εισιτήρια που θα έκοβαν οι επισκέπτες, οι οποίοι θα προσέρχονταν για τον λόγο αυτό απ’ όλο τον κόσμο.

Ωστόσο, η περίπτωση αυτή αποκλείεται από την ελληνική πλευρά καθώς πρόκειται για πρώτου μεγέθους θησαυρούς ενώ η παράθεσή τους με τη μορφή καταλόγου προκάλεσε την έντονη αντίδραση της αντιπολίτευσης που έκανε λόγο για «ξεπούλημα», «κρυφή διπλωματία αλά 19ου αιώνα μεταξύ μεγιστάνων και άλλων μεγάλων κεφαλών».

Σε ανακοίνωσή τους μάλιστα τόσο ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας όσο και η βουλευτής Αχαΐας και τομεάρχης Πολιτισμού Σία Αναγνωστοπούλου υποστήριξαν ότι «είναι ανεπίτρεπτο ο πρωθυπουργός και η υπουργός Πολιτισμού μόνοι τους και με κρυφές συνεννοήσεις να διευθετούν αυτό το κορυφαίο διεθνώς ζήτημα πολιτιστικής κληρονομιάς» και ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα συναινέσει σε συμφωνίες εν κρυπτώ με τις οποίες ο δανεισμός και η εκχώρηση του εθνικού μας πλούτου βαφτίζονται «επιστροφή» και «επαναπατρισμός».

Σε αυτές τις ανακοινώσεις το υπουργείο Πολιτισμού, με τη σειρά του, έσπευσε να απαντήσει πως αφορούν «μικροκομματικά οφέλη» τα οποία αδιαφορούν «αν οι θέσεις τους προκαλούν ζημιά στη χώρα» τονίζοντας για μία ακόμα φορά και κατηγορηματικά πως η χώρα μας «δεν αναγνωρίζει στο Βρετανικό Μουσείο νομή, κατοχή και κυριότητα των Γλυπτών, καθώς αποτελούν προϊόν κλοπής».

Επιπλέον, η ελληνική πλευρά θεωρεί ότι στα διπλωματικά της όπλα έχει, εκτός των άλλων, και άλλον έναν παράγοντα: δηλαδή την απόφαση -και όχι απλώς σύσταση- της UNESCO, η οποία λύνει τα χέρια στο Bρετανικό Mουσείο δίνοντάς του την ευκαιρία να συνεργαστεί με τη βρετανική κυβέρνηση ξεπερνώντας το θέμα της νομολογίας και να μας επιστρέψει αυτά που η ίδια ορίζει ότι μας ανήκουν.

Η απόφαση της UNESCO

Η πρόσφατη απόφαση της Διακυβερνητικής Επιτροπής της UNESCO για την Επιστροφή των Πολιτιστικών Αγαθών στις Xώρες Προέλευσης δείχνει να διευκολύνει τους Βρετανούς εφόσον θελήσουν να μας επιστρέψουν τους θησαυρούς προτάσσοντας ταυτόχρονα την υποχρέωσή τους να το κάνουν, σε σχέση με το παρελθόν. Για πρώτη φορά, μια τέτοια διεθνούς κύρους απόφαση λύνει τα χέρια των μουσείων και των οργανισμών δίνοντάς τους τη δυνατότητα να προχωρήσουν σε τέτοιου είδους ριζοσπαστικές αποφάσεις ξεπερνώντας επιμέρους νόμους, όπως αυτός του 1963 για την περίπτωση της Βρετανίας. Μάλιστα σχετικές ανακοινώσεις θα γίνουν -και ποιος ξέρει, μπορεί να αφορούν και μια πιθανή συμφωνία- στις 6 Μαρτίου, ημέρα θανάτου της Μελίνας Μερκούρη, η οποία έχει οριστεί από την UNESCO ως Παγκόσμια Ημέρα Πολιτισμού.

Οι συνθήκες, ακόμα κι αν τα αγκάθια παραμένουν και απειλούν να τραυματίσουν το σώμα μιας συμφωνίας, ακόμα κι αν οι κυβερνώντες της Μεγάλης Βρετανίας παίζουν τον ρόλο του «κακού λύκου», μοιάζουν αναμφίβολα πιο ώριμες από ποτέ και οι δύο πλευρές έχουν προχωρήσει, για πρώτη φορά, σε μια συζήτηση που εστιάζει σε επιμέρους λεπτομέρειες και δείχνει ότι το όραμα της Μελίνας Μερκούρη μπορεί να γίνει πραγματικότητα.

Ακόμα κι αν αυτό δεν γίνει άμεσα, όπως επισημαίνει χαρακτηριστικά ο διευθυντής του μουσείου της Ακρόπολης και όπως άφησε να εννοηθεί ο Ελληνας πρωθυπουργός, παρ’ όλα αυτά έχουν γίνει μεγάλα βήματα και οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονται. Εχουμε ήδη διαμορφώσει μια παγκόσμια καμπάνια, η οποία, όπως έχει κάνει γνωστό ήδη ο κ. Σταμπολίδης, έχει και hashtag: #reuniteparthenon.