Το Σύνδρομο του Δημοψηφίσματος

203

Στ’ αλήθεια κανείς δεν ξέρει. Κανένας δεν ξορκίζει τις εκλογές όμως. Κανέναν δεν θα ακούσεις να λέει «η χώρα χρειάζεται σταθερότητα, οι εκλογές μπορούν να περιμένουν». Μάλλον είναι κάτι που όλοι προεξοφλούν, αργά ή γρήγορα. Όμως, τελικά, ο χρόνος των εκλογών μικρή σημασία έχει. Ο καθένας ξέρει πως οι εκλογές θα γίνουν όταν ο Τσίπρας θα νιώσει ότι τον βολεύουν. Όχι την Ελλάδα. Εκείνον.

Το πραγματικό όμως ενδιαφέρον στις κουβέντες αυτές είναι άλλο. Όταν η συζήτηση παύει να είναι επιδερμική. Όταν το πότε θα γίνουν οι εκλογές καταντά κάτι, αν όχι αδιάφορο, σίγουρα δευτερεύον. Η ημερομηνία εκλογών είναι εξάλλου κάτι που ελέγχει ο Τσίπρας, ενώ το τι θα συμβεί όταν γίνουν είναι κάτι που αφορά όλους, ή σχεδόν όλους, γιατί μερικοί θα επιλέξουν τον καναπέ τους, από «άποψη» (μεγάλο θέμα από μόνη της η αποχή). Εκεί η κουβέντα άλλοτε γίνεται υποτονική, άλλοτε ζωηρεύει. Εξαρτάται ποιον έχεις απέναντι σου, δίπλα σου, κάθε φορά. Σίγουρα ο καθένας μας συναντά πολλές και διαφορετικές αντιδράσεις. Εγώ πάλι θα σας μιλήσω για δύο κατηγορίες ανθρώπων που συναντώ και συζητώ και που, ειλικρινά, με κάνουν να συνειδητοποιώ πόσο έχει πληγωθεί το συλλογικό μας υποσυνείδητο τα χρόνια της κρίσης, μα περισσότερο τα τελευταία τέσσερα.

Υποτονική, λοιπόν, γίνεται η συζήτηση πάντα όταν εκείνος που έχεις απέναντί σου είναι απογοητευμένος από την κατάσταση γύρω του. Δεν αποκλείεται να πίστεψε στον Αλέξη ή τον Πάνο το 2015. Να είπε «φτάνει πια με τις θυσίες, δώσαμε αρκετά» τον Ιανουάριο του 2015, να έριξε «ΟΧΙ» με την ψυχή του τον Ιούλιο και τον Σεπτέμβριο να πίστεψε ότι «αν πρέπει να ζω με Μνημόνιο», ας το εφαρμόσουν κάποιοι που δεν «μου κατέστρεψαν τη ζωή». Ο χρόνος ήταν τότε τόσο πυκνός εξάλλου. Εκλογές – Δημοψήφισμα – Ξανά εκλογές. Ένα vertigo. Δεν νιώθει ενοχές για το τότε. Νιώθει όμως άδειος σήμερα. Τρία χρόνια μετά και η ζωή του δεν καλυτέρεψε. Το βάρος στους ώμους του δεν ελάφρυνε. Η ζωή δεν κυλάει προς τα μπρος. Σαν να ζει σε επανάληψη την ίδια μέρα. Κι ο κάθε μήνας που περνά να βγαίνει δυσκολότερα. Το εκκαθαριστικό της εφορίας βραχνάς, η ακρίβεια παρούσα και στην δουλειά στάσιμα όλα. «Και τι θα αλλάξει;; Πες μου! Θα βγει ο Κούλης και τι;; Τα ίδια θα κάνει…». Δεν το λέει με μίσος, δεν το λέει με αγανάκτηση. Αυτά τα συναισθήματα τα έχει αποχωριστεί καιρό. Νιώθει απλά «πραγματιστής». Η αγανάκτησή του που την έκανε ελπίδα προδόθηκε. Τίποτα δεν άλλαξε. Βαθιά μέσα του ξέρει ότι χειροτέρεψε κιόλας. «Δεν ασχολούμαι… δεν θα αλλάξει κάτι..». Δεν είναι πλέον αγανακτισμένος, είναι αποκαρδιωμένος. Το χειρότερο όμως είναι πως καταλαβαίνεις μέσα από αυτή την κουβέντα ότι η αντίδραση αυτή είναι ένα ακόμα λελογισμένο ρίσκο του Τσίπρα. «Από όσους με πίστεψαν το 2015, δεν μπορώ να τους διορίσω όλους, ούτε να τους εκφοβίσω όλους με την κακιά δεξιά. Τι μένει να κάνω; Κάποιους θα τους αποκαρδιώσω. Να τους πάρω πίσω την «ελπίδα» που τους πούλησα και να τους κάνω να νιώσουν απελπισμένοι. Έτσι, μπορεί να μην με ψηφίσουν ξανά, όμως δεν θα ψηφίσουν και κάποιον άλλον. Σκοτώνω την ελπίδα τους και επιβιώνω πολιτικά.». Τόσο κυνικά. Μεταμόρφωσε τους «Αγανακτισμένους» σε «Αποκαρδιωμένους».

Από την άλλη, όταν η συζήτηση ζωηρεύει, υπάρχει μία αιτία, το δίχως άλλο, απρόσμενη. «Φίλε μην το ψάχνεις.. Θα ξαναβγούν..». Κοιτάς απέναντί σου. Δεν απολαμβάνει αυτό που σου λέει και σίγουρα δεν το παίζει ξύπνιος. Μοιράζεται το φόβο του μαζί σου. Ένα φόβο που του έχει γίνει βεβαιότητα. Κι εκείνος τρέμει την ώρα που θα πρέπει να τα «σπρώξει» στην εφορία. Υποφέρει! Έγινε το κράτος όχι απλά συνεταίρος του, αλλά αφεντικό που του αφήνει ψίχουλα σε σχέση με όσα μπόρεσε να μαζέψει μέσα στην χρονιά και, παράλληλα, ο ΕΦΚΑ του κάνει αφαίμαξη. Κι όμως, δεν αδημονεί να γίνουν εκλογές. «Μην ελπίζεις.. Θα τον βγάλουν πάλι..» σου λέει και μένεις να τον κοιτάς απορημένος. Θυμάσαι ότι τότε, τον Ιούλιο του 2015, στο Δημοψήφισμα, μιλούσατε και σου έλεγε «Δεν μπορεί να είμαστε τόσο μ@%@κες, θα βγει το ΝΑΙ. Κανένας δεν θέλει να βγούμε από το ευρώ στ’ αλήθεια..». Σήμερα είναι ένας άλλος. Σε μόνιμο σοκ. Νιώθει ότι οι γύρω του, μπορεί και φίλοι του που δεν το παραδέχθηκαν ποτέ, τον πρόδωσαν. Το 2015 πίστευε ότι η σιωπηρή πλειοψηφία θα μιλήσει. Θα τραβήξει χειρόφρενο λίγο πριν το γκρεμό. Τον πρόδωσε όμως σαν μια «κοινή πόρνη» που έλεγε ο Τζιμάκος. Έτσι σήμερα πιστεύει το αντίστροφο. Το 68% του ΟΧΙ του Δημοψηφίσματος είναι σε ύπνωση και όταν γίνουν εκλογές, μαζί με τους διορισμένους και τους αμετανόητους θα ξανακάνουν τον Τσίπρα πρωθυπουργό. Δεν ελπίζει σε κάτι άλλο. Πάσχει από ένα ιδιότυπο σύνδρομο. Το σύνδρομο του Δημοψηφίσματος.

Μετά από κάθε τέτοια κουβέντα νιώθεις την ζημιά που έκαναν οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ στο πολιτικό μας αισθητήριο. Ο Έλληνας είναι περίεργη ιστορία. Του περισσεύουν τα πλεονεκτήματα αλλά και τα μειονεκτήματα. Είναι βέβαιο ότι δύσκολα άλλος λαός με τέτοια δεδομένα θα είχε καταφέρει, γιατί περί κατορθώματος πρόκειται, να φτάσει εδώ που είμαστε σήμερα, αλλά ακόμα πιο δύσκολα θα άντεχε όσα έχουμε περάσει, όχι μόνο από το 2010 αλλά και διαχρονικά, εν μέσω πολέμων και διχασμών. Περίεργα τα «μέταλλά» μας, μοναδικό το «κράμα» μας. Αν ξέρουμε λοιπόν να κάνουμε κάτι καλά είναι να επιβιώνουμε καταστάσεων, να προχωράμε και αυτό ποτέ δεν γίνεται αυτόματα, ούτε τυχαία.

Οι φίλοι μου, για τους οποίους σας μίλησα παραπάνω, κάνουν λάθος. Δεν το εύχομαι. Το πιστεύω βαθιά. Και πολλά μπορούν και πρέπει να αλλάξουν και καμία σιωπηρή πλειοψηφία δεν πρόκειται να ανταμείψει τον Τσίπρα για όσα δεινά προκάλεσε.

Στην Ιθάκη, τον Αύγουστο, γράφτηκε ο επίλογος σε ένα κακοπαιγμένο έργο. Των μνημονιακών και των αντιμνημονιακών. Και σαν κακοπαιγμένο έργο είχε και ένα άθλιο φινάλε. Τα τελευταία χρόνια, όλοι μας περάσαμε από διάφορα στάδια, φανατιστήκαμε, τσακωθήκαμε με γνωστούς, φίλους, οικογένεια ακόμα, απογοητευτήκαμε. Όμως, έχει έρθει η ώρα που όλοι μας θα πάρουμε την απόφαση να βγούμε από αυτό τον φαύλο κύκλο. Οι περισσότεροι από μας δεν θέλουν και δεν αντέχουν άλλο αυτή την μιζέρια. Οι περισσότεροι από μας κουράστηκαν να βλέπουν ανθρώπους να φεύγουν για έξω, και διάολε, όχι για την Κούβα ή τη Βενεζουέλα αλλά για την Ευρώπη και την Αμερική. Ο «εχθρός» πλέον δεν είναι το μνημόνιο ή οι κακοί ξένοι. Είναι οι παθογένειες μιας Ελλάδας που χάθηκε στα συντρίμμια της ανεπιστρεπτί και πως ο μόνος δρόμος είναι να χτίσουμε από την αρχή κάτι όλοι μαζί. Κι ο Έλληνας, όσο εύκολα μπορεί να παρασυρθεί από σειρήνες, τόσο εύκολα μπορεί να διακρίνει το καλό του, ειδικά όταν πάψει η λαϊκίστικη φασαρία. Το θέλει για τους δικούς του ανθρώπους. Και δεν τον νοιάζουν οι θυσίες αν είναι να χτίσει κάτι καλό, να αφήσει κάτι για το παιδί και το εγγόνι του. Μέσα του ξέρει ότι πρέπει να αλλάξουν πολλά κι αυτό είναι σίγουρο δεν θα γίνει με τρόπο μαγικό αλλά με προσπάθεια. Κυρίως όμως, ο Έλληνας ένιωσε και κατάλαβε ότι οι «εύκολοι» δρόμοι που του έδειξαν ήταν απλά το εισιτήριο κάποιων για την καρέκλα και όχι η λύση. Ίσως αυτή τη φορά η επιλογή του να μην είναι τόσο θελκτική όσον αφορά τα συνθήματα που αποδείχτηκαν λόγια του αέρα, αλλά θα είναι η επιλογή που θα σηματοδοτεί πως όσα μας στοίχειωσαν τα αφήσαμε πίσω μας και όσα πρέπει να αλλάξουν, θα αλλάξουν τώρα, με πρώτους εμάς. Όσοι δεν ακολουθήσουν, είτε πολιτικοί είτε πολίτες θα ξεμείνουν στην αποβάθρα της Ιστορίας, περιμένοντας ένα τρένο που ποτέ ξανά δεν θα περάσει.

* Ο Κωνσταντίνος Σακάρας είναι Δικηγόρος Αθηνών, Απόφοιτος της Νομικής Σχολής του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και του ALBA (MSc in Business for Lawyers).