δημοκρατία κέκληται

263

Του Στέλιου Ιατρού
“Πρέπει όλοι μας να δουλέψουμε, να βάλουμε πλάτη, και να σηκώσουμε τα βάρη που
μας αναλογούν,” ακούμε να λένε ξανά και ξανά.
Για μας το λένε, σαν να μην το ’χουμε κάνει ήδη αρκετά. Οι ίδιοι ασφαλώς θα δίνουν
τις εντολές και θα εισπράττουν τον στέφανο της υστεροφημίας που απονέμει η
Ιστορία για τις “σκληρές αποφάσεις που ’χαν το θάρρος να πάρουν”.
Παρόμοια με τη Φυσική έτσι και στην Ιστορία, το μέγεθος που μετρά το πόσο
γρήγορα παράγεται έργο είναι η ισχύς, στην περίπτωσή μας η ισχύς μιας βούλησης
που προτίθεται να επιβάλει με τη βία τις σκληρές της αποφάσεις πάνω σε υπηκόους,
ενώ εξοβελίζονται η συναίνεση και η απονομή του δικαίου.
Στις μέρες μας παρουσιάζεται με ρητορική έπαρση και αυτοεπικρότηση ως ηγετική
αρετή η προθυμία να ληφθούν και να εφαρμοστούν επώδυνες, σκληρές, και μάλλον
οριζόντιας αναλογικότητας αποφάσεις — επομένως δυσαναλογικές και άδικες — ενώ
η προβολή της δικαιοσύνης και της πραγματικής αναλογικότητας συνιστούν ιδεώδη
που δεν τ’αγγίζουν οι πολιτικοί ομιλητές για δύο λόγους.
Πρώτον, γιατί δεν είναι πρόθυμοι να υπηρετήσουν αυτά τα δύο ιδεώδη, οπότε
αποφεύγουν και να τα υποσχεθούν, και δεύτερον, γιατί οι συναισθηματικές
κοινότητες της κοινωνίας μας που βρίσκεται ακόμα μέσα στην κρίση συνθέτουν ένα
ακροατήριο θετικό στον υπαινιγμό της τιμωρίας και της βλάβης.
Πώς εξηγείται αυτό το τελευταίο; Έπειτα από μια περίοδο σκληρής και άδικης
επιβολής ανθρωποκτόνων μέτρων πάνω στον λαό αφενός, και αφετέρου εμπέδωσης
κλίματος ατιμωρησίας των εμπειρικώς υπευθύνων, έχουν έρθει στην επιφάνεια
κοινωνικά ένστικτα δίψας για αίμα, παρόμοια με τη μοβοριά των όχλων που
παρακολουθούσαν δημόσιες καρατομήσεις ή απαγχονισμούς στο παρελθόν.
Με άλλα λόγια, διδάσκεται και τελικά συνηθίζεται ως νόρμα η εμπειρία της επιβολής
της θεσμικήςβίας, κι έπειτα από λίγο η τελευταία καθίσταται η κατεξοχήν απεικόνιση
της δήθεν χρηστής διακυβέρνησης στο μυαλό του πολίτη, όσο εκείνος κατέρχεται ένα
ένα τα σκαλοπάτια που τον απομακρύνουν απ’ τα ύψη όπου κάποτε είχε βρεθεί, ίσως
ανώριμα, ίσως πρόωρα, ίσως χωρίς ανθεκτικά θεμέλια, ίσως χωρίς να τ’ αξίζει.
Αυτή η τάση συμβάλλει εν μέρει και στην εξήγηση της μετεωρικής ανόδου των
δημαγωγών και λοιπών ψευτών κι απατεώνων στον δυτικό κόσμο, οι οποίοι
αυτοπροβάλλονται σαν μεσσίες και λυτρωτές πρόθυμοι και κυρίως μοναδικά ικανοί
να βάλουν τάξη σ’ ένα χάος — που συχνά δεν είναι παρά επίπλαστο — με σαρωτικές
θεσμικές ανατροπές και διαστρεβλώσεις που παρουσιάζονται σαν μονοδρομικά
αναγκαίες μεταρρυθμίσεις.
Δεν βρισκόμαστε μακριά απ’ την επανάληψη, που δυστυχώς ενδέχεται να είναι επική
κατά Χέγκελ, μιας ιστορικής φάσης κατά την οποία τα μεταπολεμικά φιλελεύθερα
πολιτεύματα θα δώσουν τη θέση τους σε τυραννίδες της ενός ανδρός αρχής με την

αποδοχή ευρέων λαϊκών στρωμάτων που θα καλοδεχτούν σαν μόνη λύση τη θεσμική
αδικία και κρατική σκληρότητα.