Έχει πολιτικό αντίπαλο ο Κυριάκος Μητσοτάκης;

76

Τις τελευταίες εβδομάδες στην Ελλάδα, το πολιτικό ενδιαφέρον μονοπωλούν οι εσωκομματικές διαδικασίες για την εκλογή νέας ηγεσίας σε ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ.

  • Χρήστος Τσάκος, φοιτητής Κοινωνικής και Εκπαιδευτικής Πολιτικής

Είναι προφανές πως ο λόγος για τον οποίο έχει υπάρξει τόσο μεγάλο ενδιαφέρον από τους πολίτες για τα δρώμενα στην κεντροαριστερά δεν είναι ότι ξαφνικά αποφάσισαν να γίνουν σοσιαλδημοκράτες, αλλά ότι ελπίζουν στην ανάδειξη ενός πολιτικού αρχηγού, αρκετά ικανού και δυναμικού ώστε να κατορθώσει «να ρίξει» τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Το μεγάλο ερώτημα βέβαια είναι αν υπάρχει κάποιος που να διαθέτει αυτά τα χαρακτηριστικά, κι αν ναι, προέρχεται εν τέλει από τον χώρο της κεντροαριστεράς;

Ο ΣΥΡΙΖΑ τον τελευταίο χρόνο έχει ταλαιπωρηθεί βάναυσα λόγω της εσωστρέφειας από την οποία διακατέχεται, αυτό είναι αδιαμφισβήτητο. Παρότι η ολοένα και φθίνουσα πορεία του αποτυπώνεται στις δημοσκοπήσεις, όντας πλέον πέμπτο κόμμα με μονοψήφιο ποσοστό, οι αντιμαχόμενες πλευρές εντός του κόμματος δε φαίνεται να πτοούνται. Εικόνες και γεγονότα, όπως η έκπτωση του κ. Κασσελάκη από την προεδρία, οι συνεχείς κόντρες μεταξύ στελεχών και βουλευτών, το εξώδικο στην Κεντρική Επιτροπή, είναι μόλις λίγοι από τους λόγους που ο (κέντρο)αριστερός ψηφοφόρος θεωρεί τον ΣΥΡΙΖΑ «καμένο χαρτί». Πώς να μην το κάνει άλλωστε αφού, αντί να επικεντρώνονται στην άσκηση σκληρής και ουσιαστικής αντιπολίτευσης στη νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση Μητσοτάκη, επιμένουν να «φαγώνονται» μεταξύ τους; Πώς μπορεί να παρουσιαστεί ο ΣΥΡΙΖΑ ως εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης, όταν απουσιάζει ο πολιτικός πολιτισμός μεταξύ και των ίδιων των στελεχών του κόμματος;

Τα σενάρια για το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι δύο, το ίδιο όμως καταστροφικά. Αν ο κ. Κασσελάκης καταφέρει να επανεκλεγεί πρόεδρος, κάτι που μοιάζει απίθανο, η συμβίωση και συνύπαρξη με τους «87» και την λεγόμενη «αριστερή πτέρυγα» του κόμματος θα είναι αδύνατη, οπότε ο ΣΥΡΙΖΑ θα οδηγηθεί σε μία ακόμη διάσπαση. Αν ο Κασσελάκης χάσει στις εκλογές ή τον αποκλείσουν τις επόμενες μέρες από την επαναδιεκδίκηση της ηγεσίας, η διάσπαση είναι πάλι μονόδρομος. Όπως έχει αναφέρει σε εκτενές του ρεπορτάζ ο Κωνσταντίνος Μπογδάνος, ο Στ. Κασσελάκης επεξεργάζεται με το επιτελείο του τη δημιουργία ενός νέου κόμματος αν η κατάσταση στον ΣΥΡΙΖΑ φτάσει στο απροχώρητο, παίροντας μαζί του τους «Kasselistas» και αρκετούς βουλευτές, όπως ο Π. Παππάς, η Ν. Κασιμάτη, η Θ. Τζάκρη, ο Ε. Αποστολάκης, ο Γ. Σαρακιώτης. Το κόμμα αυτό θα κινείται στον κεντρώο (liberal) χώρο, ανάμεσα σε ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, υιοθετώντας φιλοσοφίες και ιδεολογίες όπως ο δικαιωματισμός και ο κοινωνικός φιλελευθερισμός (social liberalism), αρκετά μακριά από το μανιφέστο που προτάσσει ο ΣΥΡΙΖΑ, στα πρότυπα του κόμματος Μακρόν και των Φιλελευθέρων στην Μ. Βρετανία.

Στο ΠΑΣΟΚ η κατάσταση διαφέρει πολύ από αυτήν στον ΣΥΡΙΖΑ. Δεν έλειψαν κι από εκεί οι κόντρες και τα αλληλοκαρφώματα μεταξύ των υποψηφίων, όμως κρατήθηκαν τα προσχήματα, υπήρχε σεβασμός μεταξύ τους, κάτι που φάνηκε και στο debate, και επικοινωνιακά επετεύχθη η, έστω και προσωρινή, δημοσκοπική άνοδος των ποσοστών του ΠΑΣΟΚ. Παρόλα αυτά, το ΠΑΣΟΚ πιθανώς να έχασε τη τελευταία του ευκαιρία να επαναδιεκδικήσει την διακυβέρνηση της χώρας, ύστερα από πολλά χρόνια που βρίσκεται στην αντιπολίτευση. Τόσο ο κ. Ανδρουλάκης, όσο και ο κ. Δούκας, είναι δύο πρόσωπα που ούτε εμπνέουν τον πολίτη, ούτε μπορούν να πείσουν πως «θα φέρουν την αλλαγή». Ο μεν έχει δείξει τις δυνατότητες του και τα όρια του ως πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, έχοντας «εκλογικό ταβάνι» το 13-15%, ο δε απογοήτευσε πολύ γρήγορα όσους τον εμπιστεύτηκαν για δήμαρχο της Αθήνας, αφού πράγματι, ενώ δεν έχει κάνει ούτε ένα έργο για την πόλη, γυρνούσε όλη την Ελλάδα για τις εσωκομματικές εκλογές του ΠΑΣΟΚ. Επιπρόσθετα, ο κ. Ανδρουλάκης βαραίνεται από την υπόθεση των υποκλοπών, αφού ουκ ολίγοι είναι αυτοί που πιστεύουν πως «τον κρατάει» από κάπου η κυβέρνηση, ενώ ο κ. Δούκας θεωρείται πως θα στρέψει «πιο αριστερά» το ΠΑΣΟΚ, στα πρότυπα της συνεργασίας του στον Δήμο με τον ΣΥΡΙΖΑ και την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά. Ο μόνος υποψήφιος που είχε πιθανότητες να καταφέρει να ανεβάσει τα ποσοστά του ΠΑΣΟΚ, φτάνοντάς το ακόμη και στα πρόθυρα επανεκλογής του στην εξουσία της χώρας, ήταν ο Παύλος Γερουλάνος, ο οποίος ήταν ο μόνος εκ των υποψηφίων που μπορούσε να απευθυνθεί και στη μετριοπαθή κεντρώα πτέρυγα του ΠΑΣΟΚ, αλλά και σε αυτήν της σκληρής σοσιαλδημοκρατίας που επιθυμεί σύγκλιση με τον ΣΥΡΙΖΑ. Εν ολίγοις, το ίδιο το ΠΑΣΟΚ έσκαψε τον λάκκο του, πετώντας στον κάλαθο των αχρήστων την μοναδική ευκαιρία που είχε να είναι η επόμενη αξιωματική αντιπολίτευση.

Δεν είναι τυχαίο ότι η κεντροαριστερά σήμερα απαξιώνεται από τους πολίτες και γνωρίζει πρωτοφανή εσωστρέφεια και κατάρρευση. Το γεγονός ότι ο Κ. Μητσοτάκης μετέτρεψε τη Νέα Δημοκρατία από ένα κόμμα της κεντροδεξιάς, της χριστιανοδημοκρατίας και του φιλελεύθερου συντηρητισμού, σε ένα κόμμα του κέντρου, του νεοφιλελευθερισμού και του δικαιωματισμού, φέρνοντας στο κόμμα άλλοτε στελέχη του σημιτικού ΠΑΣΟΚ και υιοθετώντας το ιδεολογικό μανιφέστο που ιστορικά ανήκε στην κεντροαριστερά, διόλου τυχαίο είναι. Με την στρατηγική του αυτή κατόρθωσε να καταστήσει τα κεντροαριστερά κόμματα «ουρά της κυβέρνησης», ενώ χάρη στους ελάχιστες εναπομείναντες «δεξιούς κομπάρσους» στη ΝΔ, κρατάει ακόμη «εγκλωβισμένο» το παραδοσιακό συντηρητικό ακροατήριο του κόμματος, το οποίο παρασκηνιακά βράζει κατά της κυβέρνησης. Επομένως, τα δεδομένα δείχνουν πως η ανάδειξη πολιτικού αντιπάλου του Κ. Μητσοτάκη θα έρθει από τα δεξιά της ΝΔ.

Η μεγάλη μερίδα του πολιτικού συστήματος, των ΜΜΕ και των επιχειρηματικών ελίτ της Ελλάδος εμφανίζονται φοβικοί απέναντι στην άνοδο της εθνοσυντηρητικής (national-conservative) Δεξιάς στην Ελλάδα, παρότι αυτή είναι η πανευρωπαϊκή τάση. Ακολουθούν την γνωστή τακτική της δαιμονοποίησης ενός πολιτικού χώρου και την δημιουργία «δούρειων ίππων» εντός αυτού, προκειμένου να αποφευχθεί η ενοποίηση του και η περαιτέρω άνοδός του. Την παρούσα στιγμή, ο μόνος πολιτικός αρχηγός που δίνει δείγματα πως μπορεί να σταθεί απέναντι στον Κ. Μητσοτάκη είναι ο Κυριάκος Βελόπουλος, κι αυτό αποτυπώνεται και στις δημοσκοπήσεις,  όπου η Ελληνική Λύση έχει παγιωθεί μεταξύ του 10-12% με ανοδικές τάσεις. Μπορεί τυπικά ο ΣΥΡΙΖΑ να είναι η αξιωματική αντιπολίτευση, όμως στην κοινοβουλευτική δραστηριότητα η Ελληνική Λύση είναι μακράν πρώτη σε ερωτήσεις, παρότι έχει μόλις έντεκα βουλευτές, έναντι 35 του ΣΥΡΙΖΑ και 31 του ΠΑΣΟΚ.

Εκτός αυτού, η Ελληνική Λύση διαφέρει από τα υπόλοιπα συντηρητικά κόμματα (Νίκη, Φωνή Λογικής) ως προς την πολιτική ταυτότητα των ψηφοφόρων της, αφού, σύμφωνα με τα exit poll των ευρωεκλογών, την ψήφισαν περισσότεροι κεντρώοι παρά δεξιοί! Το ποιοτικό αυτό στοιχείο αποτελεί σαφές δείγμα ότι το κόμμα του Κ. Βελόπουλου μπορεί να διεκδικήσει μελλοντικά την διακυβέρνηση της χώρας, αφού δύναται να προσελκύσει πολίτες κάθε ιδεολογικής απόχρωσης, εν αντιθέσει με τη Νίκη που απευθύνεται σε ένα περιορισμένο υπερορθόδοξο κοινό και την κ. Λατινοπούλου που αποτελεί κόμμα «συγκέντρωσης» των δυσαρεστημένων νεοδημοκρατών.

Εν κατακλείδι, η επόμενη αξιωματική αντιπολίτευση θα έρθει από τα δεξιά της ΝΔ, αυτό είναι αναμφισβήτητο αν αναλογιστεί κανείς την άνοδο των ταυτοτικών και αντιμεταναστευτικών κομμάτων στην Ευρώπη. Το ζήτημα είναι οι πολίτες να κρίνουν ποιο από τα υπάρχοντα κόμματα αποτελεί πράγματι εναλλακτική πρόταση εξουσίας, κυρίως από άποψη προγράμματος και στελεχών, κι όχι αποκλειστικά βασιζόμενοι σε επικοινωνιακά κριτήρια.