Τα εθνικά θέματα και η (ανύπαρκτη) εθνική ομοψυχία

331

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ παρέλαβε μία κατάσταση σχετικής σταθερότητας και ηρεμίας στις σχέσεις μας με τους γείτονές μας και μέσα σε τρία χρόνια έχει ανοίξει τεράστια μέτωπα με τους πάντες, τα οποία αποτελούν σημεία ανάφλεξης.  

Ας πάρουμε τα πράγματα ένα ένα: Οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ παρέλαβαν μία κρίσιμη μεν αλλά ελεγχόμενη κατάσταση του προσφυγικού-μεταναστευτικού ζητήματος και μέσα σε λίγους μήνες με την άφρονα «ανθρωπιστική» πολιτική του ανοίγματος των θαλασσίων συνόρων, τα οποία κατά τον Πρωθυπουργό δεν υπήρχαν τότε, προκάλεσε την άφιξη εκατοντάδων χιλιάδων κυρίως παράνομων μεταναστών με θλιβερά αποτελέσματα τόσο για το εσωτερικό, κυρίως τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, όσο και στις εξωτερικές μας σχέσεις με τις χώρες του λεγόμενου Βαλκανικού διαδρόμου και του Βίζεγκραντ. 

Παρέλαβαν μία σχετικά ήρεμη κατάσταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, τηρουμένων βέβαια των γενικότερων και χρόνιων προβληματικών συνθηκών στις σχέσεις αυτές, και μέσα σε τρία χρόνια τις έχουν φέρει στο πιο άσχημο σημείο μετά την κρίση στα Ίμια το 1996. Όχι μόνο οι παραβιάσεις του εναερίου χώρου έχουν αυξηθεί αλλά έχουν συμπληρωθεί και με συνεχείς παραβιάσεις των χωρικών μας υδάτων και με αμφισβήτηση των συνόρων. Μάλιστα οι παραβιάσεις αυτές οδηγούν σε ευθεία αμφισβήτηση της εθνικής μας κυριαρχίας όχι μόνο στα Ίμια αλλά και σε περαιτέρω νησίδες, βραχονησίδες και κατοικημένα νησιά και έχουν ως αποτέλεσμα μέχρι και θερμά επεισόδια με κίνδυνο την βύθιση ελληνικών σκαφών με ανθρώπινα θύματα. Όλα τα παραπάνω όσον αφορά την παραβίαση των χωρικών υδάτων και την αμφισβήτηση των συνόρων όπως αυτά έχουν χαραχθεί με βάση την Συνθήκη της Λωζάνης δεν συνέβαιναν μέχρι πριν δύο χρόνια. Για να έχουμε πλήρη εικόνα των πραγμάτων στην κατάσταση αυτή συνέβαλε βεβαίως και το αποτυχημένο πραξικόπημα στην Τουρκία κατά του Ερντογάν και η μεταμόρφωση του τελευταίου σε πραγματικό τύραννο σε εξωτερικό και εσωτερικό. Από την άλλη, όμως, στην επιθετικότητα του σουλτάνου έναντι της Ελλάδας έχει παίξει αναμφίβολα ρόλο και η, επίσης, άφρων διαβεβαίωση του Έλληνα Πρωθυπουργού προς τον Ερντογάν, προϊόν επιπολαιότητας αλλά και άγνοιας του ισχύοντος νομικού πλαισίου, ότι οι 8 Τούρκοι αξιωματικοί που κατέφυγαν στην Ελλάδα μετά το πραξικόπημα θα εκδίδονταν εντός 15 ημερών, κάτι βεβαίως που η ελληνική Δικαιοσύνη ορθώς δεν επέτρεψε. Το αποτέλεσμα είναι να θεωρεί ο Ερντογάν, που δεν καταλαβαίνει από την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, ότι ο Έλληνας Πρωθυπουργός τον ενέπαιξε και τον εξαπάτησε. Το παράδοξο που μόνο η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ μπορούσε να καταφέρει είναι ότι η όξυνση στις σχέσεις μας με την Τουρκία αντί να περιορισθεί μετά την επίσκεψη του Τούρκου Προέδρου στην Αθήνα στην οποία επένδυσε η κυβέρνηση και ο Πρωθυπουργός με τον Υπουργό Εξωτερικών προσωπικά, επιτάθηκε και έχει μπει σε πολύ επικίνδυνες ατραπούς. 

Πέραν των κακών χειρισμών των κυβερνήσεων ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ στις ελληνοτουρκικές σχέσεις η χώρα μας έχει να αντιμετωπίσει μαζί με την Κύπρο το θέμα της ευθείας αμφισβήτησης εκ μέρους της Τουρκίας της Κυπριακής ΑΟΖ, η οποία έχει ανακηρυχθεί και οριοθετηθεί από την Κυπριακή Δημοκρατία κατά τρόπο απόλυτα σύμφωνο με τους κανόνες της Σύμβασης για το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας του 1982. Το γεγονός αυτό δεν εμποδίζει την Τουρκία να προβαίνει σε επιθετικές ενέργειες όχι μόνο απλής αμφισβήτησης αλλά και αποτροπής εκμετάλλευσης της Κυπριακής ΑΟΖ από εταιρίες που ενεργούν για λογαριασμό της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ο κίνδυνος να σταματήσουν οι έρευνες για την ανεύρεση υδρογοναθράκων στην ΑΟΖ της Κύπρου με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις περαιτέρω έρευνες, είναι υπαρκτός και προοιωνίζεται τον κίνδυνο να παραμείνει τελικά η Κυπριακή ΑΟΖ στην πράξη ανενεργή παρά την σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο ανακήρυξη και οριοθέτησή της. 

Στο θέμα των Σκοπίων η κυβέρνηση έκρινε ότι τώρα ήταν η κατάλληλη στιγμή για να πετύχει ό,τι κατ’ αυτήν δεν πέτυχαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις, την επίλυση των διαφορών μας με την ΠΓΔΜ. Βεβαίως, δεν θα πρέπει να ελαυνόμαστε από απόψεις του τύπου ότι η καλλίτερη λύση είναι η μη λύση ενός χρόνιου προβλήματος και η άφεσή του στο διηνεκές. Σαφέστατα και η όποια λύση πρέπει να στηρίζεται στο κεκτημένο του Βουκουρεστίου που κατάφερε η τότε Κυβέρνηση Καραμανλή και το κατέστησε με την στήριξη της τότε Αντιπολίτευσης ως εθνική θέση διαπραγμάτευσης. Όμως το κεκτημένο του Βουκουρεστίου δεν περιείχε ούτε την «σαλαμοποίηση» του εθνικού θέματος ούτε στηριζόταν στην θέση ότι μόνο το όνομα ήταν το μοναδικό ζήτημα που επιζητούσε λύση με βάση τα εθνικά συμφέροντα. Τι γίνεται με το Σύνταγμα, τι γίνεται με την αλυτρωτική προπαγάνδα των Σκοπιανών, με την εθνικότητα και την γλώσσα; Αυτά δείχνει η Κυβέρνηση ότι τα αφήνει στις ορέξεις των γειτόνων μας, εάν πιστέψουμε αυτά που οι ίδιοι διατείνονται αλλά δυστυχώς δεν διαψεύδονται από τους δικούς μας ιθύνοντες. 

Δυστυχώς δεν είναι καθόλου καλλίτερη η κατάσταση στις σχέσεις μας με την Αλβανία. Οι σχέσεις μας όχι μόνο οξύνονται στα θέματα της ελληνικής μειονότητας στην Βόρεια Ήπειρο και των λεγόμενων «Τσάμηδων», οι οποίοι παρά την σθεναρή στάση όλων των ελληνικών κυβερνήσεων τις τελευταίες δεκαετίες ότι δεν αναγνωρίζουν το ανύπαρκτο αυτό θέμα, γίνονται όλο και πιο επιθετικοί με την στήριξη βεβαίως της Αλβανικής Κυβέρνησης αλλά και σε νέα ζητήματα που θέτει η τελευταία, όπως το ζήτημα της οριοθέτησης των θαλασσίων συνόρων και ζωνών στο Ιόνιο. Παρά το γεγονός ότι το Ιόνιο δεν παρουσιάζει τις γεωγραφικές και γεωπολιτικές ιδιαιτερότητες του Αιγαίου οι Αλβανοί με την καθοδήγηση της Άγκυρας επιδιώκουν την ίδια συνταγή που προσπαθούν να επιβάλουν στο Αιγαίο οι Τούρκοι εδώ και δεκαετίες, δηλ. τον διαμερισμό και του Ιονίου. Και όλα αυτά παρά το γεγονός ότι επιζητούν την βοήθειά μας για να ενταχθούν στην ΕΕ. 

Όλα τα παραπάνω δείχνουν ότι το σύνολο των εθνικών μας θεμάτων βρίσκεται αυτή την στιγμή στην κόψη του ξυραφιού. Οι χειρισμοί της σημερινής Κυβέρνησης δεν είναι οι καλλίτεροι, τουναντίον έχουν επιδεινώσει όλα τα ζητήματα, δέχεται μία συγχρονισμένη πίεση από Άγκυρα, Σκόπια και Τίρανα υπό την καθοδήγηση της πρώτης η οποία έχει καταλάβει την αδυναμία της Αθήνας να ανταπεξέλθει επιτυχώς και στα τρία μέτωπα ταυτόχρονα και παρέχει διπλωματική υποστήριξη στους ασθενέστερους, συγκριτικά με εκείνη, βόρειους γείτονές μας.  

Αυτή την στιγμή είναι που η χώρα μας χρειάζεται εθνική ομοψυχία περισσότερο από οτιδήποτε άλλο και περισσότερο από ποτέ. Την δεκαετία του 90 αποτύχαμε να επιβάλουμε εθνικά συμφέρουσα λύση στο ζήτημα των Σκοπίων διότι  ήμασταν διαιρεμένοι. Αντίθετα το 2008 στο Βουκουρέστι ενωμένοι καταφέραμε να επιβάλουμε χωρίς καν βέτο την εθνική μας θέση στους υπόλοιπους συμμάχους μας στο ΝΑΤΟ. Δυστυχώς σήμερα που η Κυβέρνηση χρειάζεται ως οξυγόνο αυτήν την ομοψυχία διάλεξε τον χρόνο να την τινάξει στον αέρα κατασκευάζοντας εντέχνως το πολιτικό σκάνδαλο “Novartis” διασύροντας με ελλιπή στοιχεία τους πολιτικούς της αντιπάλους και κατηγορώντας τους για αδικήματα που και η ίδια ομολογεί ότι έχουν υποπέσει σε παραγραφή.   

Ο λόγος που επέλεξε να το πράξει είναι αφενός για να αποπροσανατολίσει τον κόσμο από τους ατυχείς χειρισμούς της στα εθνικά θέματα και αφετέρου να αντλήσει πολιτικά οφέλη, μήπως και δει την δύναμή της στις δημοσκοπήσεις να ανακάμπτει.. Δυστυχώς, οι άνθρωποι που μας κυβερνούν δεν έχουν καταλάβει ότι με τα μέτωπα που είτε έχουν ανοίξει οι ίδιοι είτε άλλοι φρόντισαν να ανοίξουν κατά της χώρας μας απαιτείται εθνική ομοψυχία, η οποία μπορεί να οδηγήσει ακόμη και σε στήριξη της κυβέρνησης που χειρίζεται τα εθνικά θέματα για το καλό της χώρας. Πώς όμως μπορεί να ζητήσει μια τέτοια στήριξη από τους πολιτικούς της αντιπάλους όταν τους ρίχνει στα σκυλιά με μυστικούς μάρτυρες και με παρακρατικές μεθόδους; 

Χάρης Τσιλιώτης, Επίκουρος Καθηγητής Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, Μέλος Τομέα Εξωτερικών Νέας Δημοκρατίας