Τζων Συτιλίδης: Γεωπολιτικές αναταράξεις στη νέα εποχή αντιπαλότητας των μεγάλων δυνάμεω

247

Στο γεωπολιτικό περιβάλλον που διαμορφώνει ο επιθετικός πόλεμος της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας, στις ευθύνες της Δύσης στην πορεία προς αυτόν, αλλά κυρίως στον ρόλο που έπαιξαν οι ΗΠΑ στην εκθετική ενδυνάμωση της Κίνας, που πλέον εμφανίζεται ως ο βασικός οικονομικός ανταγωνιστής τους, αναφέρεται ο  Τζων Συτιλίδης, διευθύνων της Trilogy Advisors LLC, με έδρα στην πρωτεύουσα των ΗΠΑ, Ουάσιγκτον, γεωπολιτικός και γεωοικονομικός αναλυτής, ο οποίος παρέχει συμβουλευτική και ανάλυση στο State Department από το 2006, μιλώντας στο Capital.gr.

Συνέντευξη στον Άγη Βερούτη 

– Κύριε Συτιλίδη ευχαριστώ που δεχτήκατε να μας δώσετε την οπτική σας για την κατάσταση της υφηλίου σήμερα και πώς αυτή μοιάζει να μορφοποιείται μελλοντικά. Θα μπορούσατε να μας δώσετε τη σημερινή εικόνα στον απόηχο των πρόσφατων εξελίξεων με τον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο; Με ποιο τρόπο θα μπορούσε ίσως όλο αυτό να είχε αποφευχθεί;

Η συζήτηση περί του πώς θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί η επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία θα εξελίσσεται για χρόνια, με μεγάλη ευθύνη να αποδίδεται στη Μόσχα φυσικά, αλλά επίσης και στο Κίεβο, στην Ουάσιγκτον, στο Λονδίνο, και σε άλλες κυβερνήσεις των οποίων τα λάθη πολιτικής και συνολικής ύβρεως οδήγησαν σε μία σειρά λάθος υπολογισμούς που χρονολογούνται στο 2007, στην ομιλία του Πούτιν στο Munich Security Conference εκείνης της χρονιάς και στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ του 2008 στο Βουκουρέστι.

Οι σημερινές προοπτικές είναι εξαιρετικά αβέβαιες, δεδομένων αυτών που αναμένουμε ότι θα είναι τα αποτελέσματα της μακροπρόθεσμης απομόνωσης της Ρωσίας από τις οικονομικές αγορές της Δύσης και τους μηχανισμούς εκτέλεσης συναλλαγών της, και των επιπτώσεων της εξαγωγής ρωσικών καυσίμων στην ασιατική αγορά και άλλες αγορές εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης. Θα γνωρίζουμε καλύτερα κατά τις αρχές του 2023 κατά πόσο τα βαθιά σοκ επισιτιστικών ελλείψεων μπορεί να επηρεάσουν τις κοινωνίες της Βορείου Αφρικής και της Μέσης Ανατολής, με κίνδυνο κοινωνικών αναταραχών όπως αυτές που ανέτρεψαν αρκετές κυβερνήσεις των περιοχών εκείνων προ δεκαετίας στις ακτές της Νότιας Μεσογείου.

Θα έχουμε επίσης μια καθαρότερη εικόνα ως την άνοιξη του επόμενου έτους για τη ζημιά που έχει γίνει λόγω της στρατηγικής αστοχίας της Ευρώπης να νομοθετήσει μηδενικές εκπομπές (net-zero) χωρίς πρώτα να αναπτύξει ένα ανεξάρτητο και ανθεκτικό ενεργειακό υπόβαθρο που να διασφαλίζει τη διαθεσιμότητα ηλεκτρικής ισχύος για αρκετές εκατοντάδες εκατομμύρια Ευρωπαίους πολίτες.

Ως τότε, είμαστε εξαιρετικά ανήσυχοι για την πιθανότητα εκατομμύρια πολίτες διαφόρων ευρωπαϊκών χωρών να είναι πιο πεινασμένοι και πιο παγωμένοι και φτωχότεροι αυτόν τον χειμώνα, και ότι αυτές οι συνθήκες μπορεί να επαναληφθούν προς το χειρότερο τους επόμενους αρκετούς χειμώνες καθώς η Ευρώπη θα προσπαθεί να εξασφαλίσει συμβόλαια LNG τα οποία θα εκτείνονται ως και 20 χρόνια στο μέλλον. Θα απαιτηθεί ένας επανασχεδιασμός των υπερβολικά φιλόδοξων και μη ρεαλιστικών δεσμεύσεων περί μηδενικών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, οι οποίες επί της ουσίας ανοίγουν τον δρόμο για την απο-βιομηχανοποίηση σημαντικών τομέων της οικονομίας της Ενωμένης Ευρώπης.

– Ποιος ήταν ο ρόλος των ΗΠΑ στη διεύρυνση του χάσματος ανάμεσα στη Ρωσία και την Ουκρανία, που οδήγησε από το να είναι η Ρωσία εγγυητής της ασφάλειας της Ουκρανίας με τη “Συνθήκη Πυρηνικού Αφοπλισμού της Ουκρανίας” του 1994, στην κατάληψη της Κριμαίας το 2014 και σε ολικό πόλεμο το 2022;

Κοιτώντας προς τα πίσω πολλά λάθη πολιτικής των Αμερικανών, των Ρώσων και των Ευρωπαίων φανερώνονται. Γίνεται αρκετή συζήτηση για το αν η Ρωσία θα μπορούσε ποτέ να ενσωματωθεί πλήρως ως δυτική χώρα, δεδομένης της ξεχωριστής πολιτιστικής ιστορίας της τα τελευταία 1000 χρόνια. Παρόλα αυτά το ΝΑΤΟ και η Ευρωπαϊκή Ένωση προσπάθησαν να δημιουργήσουν διαφόρων ειδών συμφωνίες συνεταιρισμού με τη Μόσχα ξεκινώντας από την αρχή της δεκαετίας του 1990. Συγχρόνως, οι προσπάθειες της Ρωσίας να επιτύχει ένα ελάχιστο επίπεδο πολιτικής και οικονομικής κανονικότητας στην ταραγμένη δεκαετία μετά την κατάρρευση του χρεοκοπημένου κομμουνιστικού της συστήματος, επανειλημμένα διαστρεβλώθηκαν τόσο από τους διεφθαρμένους Ρώσους πρώην apparatchiks και νεόκοπους μεγαλοεπιχειρηματίες, όσο και από Αμερικανούς εργολάβους που ελάχιστα γνώριζαν τη Ρωσία και οι οποίοι ελάχιστα κατάφεραν στην προώθηση της χώρας προς την κατεύθυνση μιας δημοκρατικής ελεύθερης οικονομίας.

Αυτές οι προβληματικές συνθήκες βοήθησαν να ανοίξει η πόρτα για την άνοδο του Πούτιν στην εξουσία το 1999. Εκείνος προσφέρθηκε να συνεταιριστεί με τις ΗΠΑ για να πολεμήσουν μαζί τους ριζοσπαστικούς Ισλαμιστές τρομοκράτες, στα απόνερα των επιθέσεων του Σεπτεμβρίου του 2001 εναντίον των ΗΠΑ, και διευκόλυνε την εγκατάσταση αμερικανικών στρατιωτικών βάσεων στο Αφγανιστάν και σε αρκετές πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες, στην κοντινή σε εκείνον κεντρική Ασία. Όμως, ένιωθε ότι οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι συνεχώς αρνούνταν τη δέουσα αναγνώριση και σεβασμό προς τη Ρωσία, ειδικότερα μέσω των συχνών αναφορών στη μελλοντική αποδοχή στο ΝΑΤΟ της Ουκρανίας και της Γεωργίας, ενώ ήξεραν ότι αυτό θα καταπατούσε τις κόκκινες γραμμές του Πούτιν.

Σε ένα διπλωματικό τηλεγράφημα του 2008 προς την τότε υπουργό Eξωτερικών Κοντολίζα Ράις, ο τότε πρέσβης των ΗΠΑ στη Μόσχα και σημερινός διοικητής της CIA Ουίλιαμ Μπερνς έγραφε: “Η είσοδος της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ είναι η φωτεινότερη από όλες τις κόκκινες γραμμές για τη ρωσική ελίτ (όχι μόνο για τον Πούτιν). Σε περισσότερα από δυόμιση χρόνια συζητήσεων με ανθρώπους κλειδιά της Ρωσίας, από χαμηλών ικανοτήτων έως τις βαθύτερες πτυχές του Κρεμλίνου, ως τους αυστηρότερους φιλελεύθερους κριτές του Πούτιν, δεν έχω ακόμα βρει κάποιον ο οποίος να βλέπει πως η Ουκρανία μέλος του ΝΑΤΟ  είναι οτιδήποτε άλλο παρά απευθείας πρόκληση ενάντια στα ρωσικά εθνικά συμφέροντα.”

Ο Μπερνς προσέθεσε ότι “…διεύρυνση του ΝΑΤΟ, ειδικά στην Ουκρανία, παραμένει ένα συναισθηματικό και νευραλγικό ζήτημα για τη Ρωσία” και ότι ήταν “δύσκολο να υπερβάλλει κάποιος τις στρατηγικές επιπτώσεις του να προσφερθεί συμμετοχή στο ΝΑΤΟ στην Ουκρανία” το οποίο προέβλεψε ότι “θα δημιουργήσει εύφορο έδαφος για να ανακατευτεί η Ρωσία στην Κριμαία και την Ανατολική Ουκρανία.”

Το ίδιο έτος, κατέλαβε τμήματα της Γεωργίας σε μία ανοικτή απόρριψη της διεθνούς τάξης που επέβαλε η ηγεσία των ΗΠΑ. Το 2014 προσάρτησε την Κριμαία και ξεκίνησε μια υβριδική κατάληψη της ανατολικής Ουκρανίας μετά την αποπομπή από το Κίεβο του φιλορώσου προέδρου της από τους τοπικούς αντιπάλους του. Τίποτε από τα παραπάνω δεν δικαιολογεί την επίθεση στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο που πέρασε, αλλά κοιτώντας πίσω επιτρέπει να καταλόγησουμε μερίδια σημαντικής ευθύνης για επανειλημμένες αστοχίες τόσο στη Ρωσία όσο και στην Ουκρανία, στην Ευρωπαϊκή Ένωση και φυσικά στις ΗΠΑ.

– Πώς νομίζετε ότι θα τελειώσει αυτός ο πόλεμος και πότε; Θα μπορούσε να υπάρξει πυρηνικό χτύπημα εντός της ευρωπαϊκής ηπείρου; Θα μπορούσατε να προβάλλετε την πιθανή επίδραση αυτού του πολέμου στη διεθνή ισορροπία ισχύος;

Κανένας δεν ξέρει πώς θα τελειώσει αυτός ο πόλεμος, ή αν θα τελειώσει ποτέ. Αναμένω ότι θα υπάρξει κάποιο τέλος στην κινητική διάσταση του πολέμου, η οποία ίσως και να αναζωπυρώνεται σε κύκλους για πολλά ακόμα χρόνια, όμως η Ρωσία και η Ουκρανία σίγουρα θα παραμείνουν εχθροί στο διηνεκές. Ακόμα και αν επιτευχθεί η ανακωχή, κάποιος θα μπορούσε εύκολα να διαβλέψει τη Ρωσία ή την Ουκρανία να παραβαίνουν κάποιους όρους τους ώστε να διασφαλίσουν πρόσθετη επικράτεια ή άλλες στρατιωτικές επιδιώξεις. Όσο η Ρωσία διαθέτει τακτικά πυρηνικά όπλα τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να επιτύχουν στοχευμένα οφέλη στο πεδίο της μάχης, παραμένει η πιθανότητα (οσοδήποτε μακρινή) ότι τέτοια όπλα θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν. Είναι επιτακτικό οι δυτικοί διπλωμάτες να βρουν έναν τρόπο να φέρουν τη Μόσχα και το Κίεβο στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και να επέλθει ένα τέλος στις στρατιωτικές εχθροπραξίες, για να αποφευχθεί η κατά λάθος κλιμάκωση αυτού του συμβατικού πολέμου σε συνθήκες που θα οδηγήσουν σε μία εχθρική πυρηνική έκρηξη, όσο συγκριτικά μικρή και αν αυτή μπορεί να είναι. Αυτό είναι ένα όριο το οποίο κανένας υπεύθυνος ηγέτης δεν θα ήθελε να δει να ξεπερνιέται και θα μπορούσε να ασκήσει αφόρητη πίεση προς την Ουάσινγκτον και τις Βρυξέλλες να ανταποδώσουν το πυρηνικό χτύπημα με ένα μαζικό συμβατικό πλήγμα ενάντια στις ρωσικές στρατιωτικές δυνάμεις στη Μαύρη Θάλασσα ή εντός κατεχόμενων ουκρανικών εδαφών, οδηγώντας σε κλιμάκωση της αντιπαράθεσης από την Ρωσία.

Δεν είναι αδύνατον να αναλογιστούμε, την πιθανότητα ευθείας πολεμικής αντιπαράθεσης ΗΠΑ-Ρωσίας επί της Ουκρανίας, οσοδήποτε καταστροφικά και αν θα ήσαν τα αποτελέσματα αυτής της αντιπαράθεσης. Για τις ΗΠΑ πάντως δεν υπάρχουν ζωτικά συμφέροντα που να απειλούνται και που θα δικαιολογούσαν μια πυρηνική αντιπαράθεση με τη Ρωσία.

– Φαίνεται ότι η ομάδα των BRICS, με πάνω από το 40% του παγκόσμιου πληθυσμού, έχει βρει έναν ανανεωμένο ρόλο και λόγο ύπαρξης. Με χώρες όπως η Τουρκία και το Ιράν να διερευνούν την πιθανότητα συμμετοχής τους ως μέλη στο BRICS, πώς προβλέπετε τον ρόλο τους στον μελλοντικό κόσμο;

Το BRICS είναι ένα απλό ακρωνύμιο για ανεπτυγμένες και αναπτυσσόμενες χώρες που έχουν πολιτικά και οικονομικά αυξημένο ρόλο στις γεωγραφικές περιοχές τους. Ταυτόχρονα είναι δύσκολο να διαβλέψουμε μια σημαντική επίσημη συμμαχία ή δίκτυο το οποίο θα περιλαμβάνει Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα και Νότια Αφρική ή ακόμη και Ιράν και Τουρκία (η οποία είναι και μέλος του ΝΑΤΟ) ή και άλλες δευτερεύουσες δυνάμεις όπως η Νιγηρία, το Μεξικό, η Σαουδική Αραβία και η Ινδονησία, και το οποίο θα μπορέσει να επηρεάζει τις διεθνείς αγορές με έναν διαρκή ή δυσανάλογα μεγάλο ρόλο. Σε αυτή τη νέα πολυ-πολική εποχή, στην οποία οι ΗΠΑ και η Κίνα μπαίνουν σε αυξανόμενο στρατηγικό ανταγωνισμό σε σχεδόν κάθε τομέα της διπλωματίας, του εμπορίου, της τεχνολογίας και της ασφάλειας, μεμονωμένες χώρες θα μπορούσαν να μπαίνουν σε τακτικούς συνεταιρισμούς ή συμφωνίες για να υπηρετήσουν ή να προωθήσουν τα επιμέρους εθνικά τους συμφέροντα. Όπως όμως η εποχή της αδιάκοπης “just-in-time-inventory” παγκοσμιοποίησης αποτελεί ένα δημιούργημα της πρόσφατης προ lock-down περιόδου, έτσι και χώρες θα γίνουν περισσότερο εθνοκεντρικές στις διπλωματικές στρατηγικές τους, και περισσότερο προστατευτικές της οικονομίας τους, επιζητώντας καλές σχέσεις και εμπορικούς δεσμούς τόσο με τις ΗΠΑ όσο και με την Κίνα, όσο καλύτερα οι γεωπολιτικές τους συνθήκες το επιτρέπουν.

– Οι Ηνωμένες Πολιτείες από μόνες τους δημιούργησαν το οικονομικό θαύμα της Κίνας, επιβάλλοντας την αποδοχή της στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου στη διάρκεια της προεδρίας του Κλίντον, μεταφέροντας τεχνογνωσία και βιομηχανική παραγωγή από τις ΗΠΑ αμέσως μετά. Δημιούργησαν δε, σε αυτό το πλαίσιο, ειδικές συνθήκες αφαιρώντας τους δασμούς από κινεζικά προϊόντα. Με αυτές τις ενέργειες οι ΗΠΑ πρακτικά διέσωσαν το Κομμουνιστικό Κόμμα στην Κίνα από την κατάρρευση, όπως κατέρρευσε η ΕΣΣΔ επί προεδρίας Μπους. Κοιτώντας πίσω, εκτιμάτε ότι λειτούργησε αυτή η στρατηγική θετικά για τις ΗΠΑ και τον υπόλοιπο κόσμο, ή μήπως ενεργώντας με αυτό τον τρόπο οι ΗΠΑ δημιούργησαν τον πιο ισχυρό αντίπαλο που είχαν ποτέ στην παγκόσμια αρένα;

Οι ιστορικά εργατικοί Κινέζοι ήταν προδιαγεγραμμένο να αναπτυχθούν και να γίνουν πλουσιότεροι αφού ο Ντενγκ Ξιαοπίνγκ έδωσε εντολή στο κομμουνιστικό κόμμα να υποστηρίξει την ιδιωτική πρωτοβουλία και τη συσσώρευση πλούτου. Μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ ο Ντενγκ κατάλαβε ότι ο κομμουνιστικός γίγαντας θα παρέμενε ευάλωτος σε εσωτερική κατάρρευση αν δεν αποκτούσε οικονομική ισχύ, κάτι που η Μόσχα ποτέ δεν κατάφερε κάτω από το κομμουνιστικό σύστημα.

Η αρχική πρόθεση της Ουάσινγκτον ήταν να υποστηρίξει τη συνεχή φιλελευθεροποίηση της Κίνας, πιστεύοντας ότι η οικονομική πρόοδος κάποια στιγμή θα οδηγούσε σε απαιτήσεις πολιτικών ελευθεριών, και πως το κομμουνιστικό κόμμα θα αντικαθίστατο από μία πιο ανοιχτή και συναινετική μορφή διακυβέρνησης η οποία θα μετέτρεπε τον ασιατικό κολοσσό σε λιγότερο απειλητικό για τους μικρότερους γείτονές του.

Αυτός ο στρατηγικά λανθασμένος υπολογισμός, ανάμεσα στις μεγαλύτερες διπλωματικές αστοχίες της νεότερης ιστορίας, ήταν ότι το αυστηρά Λενινιστικό Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας δεν θα μπορούσε ποτέ οικειοθελώς να παραδώσει τον απόλυτο έλεγχο που ασκούσε επί παντός ζητήματος στην κινεζική οικονομία, στην κοινωνία, τον στρατό και τις δημόσιες υπηρεσίες.

Η “ειρηνική ανάταξη” την οποία παρότρυνε ο Ντενγκ, διήρκεσε για τα επόμενα είκοσι χρόνια της ηγεσίας στο Πεκίνο, κάτω από τους Τιάνγκ Ζεμίν και Χου Τζιντάο, ενώ την ανέτρεψε ο Σι Τζινπίνγκ νωρίς στη θητεία του και επισήμως πλέον στο πρόσφατο Εθνικό Συνέδριο του ΚΚ της Κίνας. Τα τελευταία χρόνια έχουμε δει όχι μόνο την ανοικτή διάθεση τεχνογνωσίας των ΗΠΑ στην Κίνα, ειδικά υπό τις προνομιακές συμφωνίες που χρηματοδοτήθηκαν από μεγάλους δυτικούς επενδυτικούς γίγαντες, αλλά και την απευθείας πειρατεία και κλοπή περί των $600 δισ. ετησίως από δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας εταιρειών των ΗΠΑ. Θα μπορούσε κάποιος απλά να κοιτάξει τα κινεζικά αεροπλάνα και στρατιωτικά οχήματα, ανάμεσα σε πολλά σημαντικά παραδείγματα hardware, για να αναγνωρίσει ότι αυτά είναι ακριβή αντίγραφα των αμερικανικών βιομηχανικών ηγετών. Μπορεί να μην υπάρχει στην ιστορία φαεινότερο παράδειγμα μιας διεθνώς ισχυρής χώρας η οποία να διευκολύνει, ενισχύει και οχυρώνει την οικονομική ανάπτυξη και στρατιωτική ενίσχυση του βασικού αντιπάλου της, στο μέτρο που το έκαναν οι ΗΠΑ με την Κίνα.

Στην πραγματικότητα το Πεκίνο μπορεί να έχει ήδη ανοίξει τη νέα φάση Ψυχρού Πολέμου 2.0 με τις διεθνείς σχέσεις του, με την Ουάσιγκτον και τους συμμάχους της να χαρακτηρίζονται όχι από την Καντική Ειρήνη που οι Ευρωπαίοι ονειρεύτηκαν, αλλά από παραδοσιακή αντιπαλότητα που έχει ιστορικά χαρακτηρίσει τις σχέσεις ανάμεσα σε μεγάλες αυτοκρατορίες και άλλες ισχυρές κοινωνίες ανά τους αιώνες, ίσως και χιλιετίες ανθρώπινης ιστορίας.

– Πώς προβλέπετε να εξελίσσονται οι σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας μελλοντικά, και ποια είναι η ουσία της Κινεζο-Ταϊβανικής εντάσεως; Ποιος είναι πραγματικά ο αληθινός κίνδυνος στον οποίο είναι εκτεθειμένες οι ΗΠΑ αναφορικά με την απώλεια πρόσβασης στη βιομηχανική παραγωγή άνω του 70% των πιο εξελιγμένων μικροεπεξεργαστών της τεχνολογίας 5-7 nm;

Τον περασμένο Αύγουστο ο κόσμος έγινε μάρτυρας σε έναν καταιγισμό πυραύλων, βαλλιστικών, βαρέως πυροβολικού και άλλων σημαντικών όπλων γύρω και πάνω από τη νήσο της Ταϊβάν, αφού η επίσκεψη της προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ, Νάνσι Πελόζι, έδωσε τη δικαιολογία για ένα επιθετικό σόου ισχύος, για κάτι το οποίο είναι κανονικά προγραμματισμένο: γυμνάσια του κινεζικού στρατού στα Στενά της Ταϊβάν. Αυτό αντικατοπτρίζει μια αινιγματική διάσταση του μοντέλου ηγεσίας του Σι.

Σε μια ομιλία του τον Ιανουάριο του 2019 είπε ανοιχτά ότι η Ταϊβάν πρέπει να αποδεχθεί την αναπόφευκτη μοίρα της ως μία απλή επαρχία της Κίνας, ιδανικά με ειρήνη, αλλά με στρατιωτική ισχύ εάν αυτό καταστεί απαραίτητο, πριν από το 2049, την επέτειο των 100 ετών από την άνοδο στην εξουσία του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας.

Όμως, όσο ο ανταγωνισμός στους ημιαγωγούς ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα γίνεται εντονότερος, το Πεκίνο μπορεί να βλέπει το παράθυρο της ευκαιρίας να στενεύει για την κατάληψη της Ταϊβάν. Αυτό θα μπορούσε εγείρει πρόσθετο κίνδυνο στο να μπορέσει το Πεκίνο να εξασφαλίσει διεθνή ηγετική θέση στη βιομηχανική παραγωγή των πλέον προηγμένων μικροεπεξεργαστών τους οποίους σήμερα κατασκευάζει η Ταϊβάν, αλλά η ίδια η Κίνα βρίσκεται δεκαετίες μακριά από το να επιτύχει να κατασκευάσει τους δικούς της επεξεργαστές.

Η Taiwan Semiconductor Manufacturing Corporation βρίσκεται περί τη μια δεκαετία τεχνολογικά πιο μπροστά από τους ανταγωνιστές της, Αμερικανούς και Ασιάτες, στην παραγωγή των προηγμένων τσιπ. Η Ουάσινγκτον έβαλε σε εφαρμογή το περασμένο καλοκαίρι το λεγόμενο CHIPS Act για να επιδοτήσει την παραγωγή μικροεπεξεργαστών και άλλων τσιπ στις ΗΠΑ. Μόλις πριν από λίγες εβδομάδες το υπουργείο Εμπορίου των ΗΠΑ πρακτικά διέκοψε την κινεζική πρόσβαση σε προηγμένη τεχνολογία μικροεπεξεργαστών των ΗΠΑ, κάτω από ένα νέο και πιο αυστηρό πλαίσιο απαγορεύσεων οι οποίες αποτελούν μέρος μιας ευρύτερης προσπάθειας των ΗΠΑ να ανακόψουν την πρόσβαση της Κίνας σε τεχνολογίες αιχμής που έχει αναπτύξει η αμερικανική βιομηχανία αλλά και ο υπόλοιπος κόσμος.

Η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει επίσης μπλοκάρει κατοίκους των ΗΠΑ, πολίτες και μόνιμους κατοίκους, από την υποστήριξη της Κίνας στην ανάπτυξη μιας κατηγορίας υψηλής τεχνολογίας επεξεργαστών οι οποίοι θα μπορούσαν να υποστηρίξουν εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης, υπερυπολογιστές και στρατιωτικές εφαρμογές.

Τίποτε από τα παραπάνω δεν σημαίνει ότι το Πεκίνο σχεδιάζει να αποκλείσει την Ταϊβάν οποιαδήποτε στιγμή στο εγγύς μέλλον. Ξανά, η προτίμηση από την πλευρά του Σι και του κινεζικού κομμουνιστικού κόμματος θα ήταν να αποφευχθεί οποιαδήποτε σύγκρουση η οποία θα μπορούσε να επιφέρει τεράστιο πλήγμα στην κινεζική οικονομία. Το Κόμμα έχει αφεθεί να κυβερνά τη χώρα και να επικρατεί στην πολιτική της εντός ενός κοινωνικού συμβολαίου που επιτρέπει την οικονομική ανάπτυξη για ένα αυξανόμενο τμήμα των 1,4 δισεκατομμυρίων Κινέζων πολιτών. Εως τώρα, ως επί το πλείστον, το κόμμα έχει επιτύχει σε αυτή την αποστολή κατά τις προηγούμενες τρεις δεκαετίες, τουλάχιστον για αρκετές εκατοντάδες εκατομμύρια Κινέζους οι οποίοι έχουν εισέλθει στη μεσαία τάξη, παρόλο που 600 εκατομμύρια Κινέζοι ακόμη ζουν με περίπου €5 την ημέρα. Το Πεκίνο ενδιαφέρεται πολύ περισσότερο να πείσει την Ταϊπέι να υπακούσει στην τεράστια ισχύ και επιρροή της Κίνας ειρηνικά. Ένα κλειδί αυτής της στρατηγικής είναι να αρνηθεί τη δυνατότητα στις ΗΠΑ να έρθουν αξιόπιστα προς στήριξη της άμυνας της Ταϊβάν στην περίπτωση αντιπαράθεσης ανάμεσα στο Πεκίνο και την Ταϊπέι. Οι ΗΠΑ διατηρούν εδώ και καιρό μία πολιτική στρατηγικής ασάφειας σε ό,τι αφορά την άμυνα της Ταϊβάν. Η Ουάσινγκτον υποχρεούται κάτω από το Taiwan Relations Act of 1979 να παρέχει εξοπλισμούς για να βοηθήσει την Ταϊβάν να αμυνθεί σε εξωγενείς απειλές. Όμως καμία κυβέρνηση των ΗΠΑ δεν έχει δημόσια δηλώσει αν θα υπερασπιστεί την Ταϊβάν απευθείας σε πιθανή κινεζική επίθεση. Ο πρόεδρος Μπάιντεν σε τέσσερις περιπτώσεις από τον Ιανουάριο του 2021 έχει αναφέρει ότι η κυβέρνησή του θα υπερασπιστεί την Ταϊβάν, οδηγώντας σε οξείες διπλωματικές απαντήσεις από το Πεκίνο, ενώ μέλη του επιτελείου του έχουν προσπαθήσει να πάρουν πίσω τις δηλώσεις. Ανεξάρτητα από το αν η στρατηγική ασάφεια έχει νόημα, καθώς οι εντάσεις γύρω από την Ταϊβάν χειροτερεύουν, η στάση των ΗΠΑ είναι σημαντική όχι μόνο για την Ταϊβάν αλλά και για πολλούς από τους συμμάχους της στην Ασία. Αν η Ιαπωνία ή η Νότια Κορέα θεωρούσαν ότι οι αμυντικές διασφαλίσεις των ΗΠΑ δεν είναι αξιόπιστες, τότε θα ακολουθούσαν μια πιο έντονη αντιπαλότητα απέναντι στην Κίνα, περιλαμβανομένων και των ανεξάρτητων από τις ΗΠΑ πυρηνικών εξοπλισμών. Αυτόν τον εξοπλισμό θα επιθυμούσε να αποτρέψει όχι μόνο το Πεκίνο αλλά πιθανά και η Βόρεια Κορέα.

Η Ουάσινγκτον επίσης έχει συμφωνία αμοιβαίας αμυντικής συνεργασίας με τις Φιλιππίνες, ένα αρχιπελαγικό κράτος που βρίσκεται ανατολικά από τους διεθνείς θαλάσσιους εμπορικούς διαδρόμους της Θάλασσας της Νότιας Κίνας, μέσα από τους οποίους περνάει το 1/3 του παγκόσμιου εμπορίου ετησίως. Οι ΗΠΑ επίσης έχουν ισχυρούς δεσμούς άμυνας και εμπορίου με την Ινδονησία, ένα άλλο αρχιπελαγικό κράτος νοτίως της Κίνας το οποίο εξάγει πετρέλαιο και φυσικό αέριο, ορυκτά, λάδι καρύδας και προϊόντα καουτσούκ, και το οποίο ελέγχει νευραλγικά ναυτικά περάσματα που συνδέουν την ασιατική ακτή του Ειρηνικού Ωκεανού με τη Μέση Ανατολή και την Ευρώπη. Μια τυχόν αποτυχία των ΗΠΑ να υπερασπιστεί την Ταϊβάν με αποτελεσματικότητα, θα έθετε σε κίνδυνο ολόκληρο το οικονομικό-αμυντικό πλαίσιο για την Ασία, μεταφέροντας αρκετές από τις σημαντικότερες ανεξάρτητες οικονομίες της υφηλίου κάτω από τη σκιά της κινεζικής επιβολής.

– Πώς πιστεύετε ότι η τεχνολογική πρόοδος και η καινοτομία θα επηρεάσουν την παγκόσμια ισορροπία ισχύος στις επόμενες δεκαετίες;

Ακόμη και αν η Ταϊβάν βρίσκεται υπό την αυξανόμενη απειλή μίας κινεζικής στρατιωτικής εισβολής ή κάποιου είδους κατάληψη της εθνικής κυριαρχίας της, ο πλέον σημαντικός εμπορικός εταίρος της Ταϊβάν είναι η Κίνα, αντιστοιχώντας στο 1/4 των συνολικών εμπορικών της συναλλαγών. Οι ΗΠΑ είναι ο δεύτερος, αν και με αυξανόμενη τάση, εμπορικός εταίρος της Ταϊβάν, αντιπροσωπεύοντας λιγότερο από το 13% του συνολικού εμπορίου της. Παρά την αυξανόμενη επιθετικότητα του Πεκίνου την προηγούμενη δεκαετία, όλες αυτές οι ασιατικές οικονομίες είναι αποφασισμένες να διατηρήσουν ισχυρούς εμπορικούς δεσμούς με την τεράστια αγορά της Κίνας και με τις υπερέχουσες βιομηχανικές υποδομές της. Επίσης, ισορροπούν τις διπλωματικές σχέσεις τους με την κυβέρνηση Μπάιντεν που συνεχίζει να ψάχνει τρόπους για να περιορίσει την πρόσβαση του Πεκίνου σε πρωτοποριακές τεχνολογίες που θα μπορούσαν να επικρατήσουν στην παγκόσμια οικονομία τις προσέχεις δεκαετίες. Το CHIPS Act παρέχει $53 δισ. για να υποστηρίξει την τεχνολογική ανταγωνιστικότητα των ΗΠΑ έναντι της Κίνας, να αποτρέψει ελλείψεις μικροεπεξεργαστών και να δώσει κίνητρα για την εγχώρια παραγωγή προηγμένων μικροεπεξεργαστών, ειδικά καθώς η αμερικανική οικονομία εξαρτάται σε τεράστιο βαθμό από την ευάλωτη Ταϊβάν για τους πλέον εξελιγμένους μικροεπεξεργαστές της. Ο Λευκός Οίκος επίσης προωθεί τη δημιουργία ενός διεθνούς δικτύου βιομηχανικής παραγωγής ημιαγωγών ώστε να αποκτήσει ανθεκτικότητα απέναντι στις αυξανόμενες δυνατότητες της Κίνας, και για να καθυστερήσει την εξέλιξη της Κίνας σε τεχνολογίες αιχμής όπως οι κβαντικοί υπολογιστές, η τεχνητή νοημοσύνη, η ρομποτική και το Ίντερνετ των πραγμάτων.

Κάτω από το ονομαζόμενο CHIP4 network, ΗΠΑ, Ιαπωνία, Ταϊβάν και Νότια Κορέα θα συνεργαστούν για να αναδιοργανώσουν την παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα παραγωγής ημιαγωγών. Κάθε κία εξ αυτών έχει σημαντικό ηγετικό ρόλο να διαδραματίσει στην παγκόσμια αγορά επεξεργαστών. Οι ΗΠΑ ηγούνται στον σχεδιασμό, στα εργαλεία και στην προώθηση των ημιαγωγών. Η Ταϊβάν είναι ο παγκόσμιος ηγέτης στη βιομηχανική παραγωγή αγωγών, με περισσότερο από 60% των ημιαγωγών παγκοσμίως να κατασκευάζονται από τις δυο μεγαλύτερες εταιρείες της χώρας. Η Ιαπωνία ηγείται στην παραγωγή νευραλγικών εργαλείων της βιομηχανίας και στις πρώτες ύλες, ενώ η Νότια Κορέα, με πρωτοστατούσα τη Samsung, είναι ένας παγκόσμιος ηγέτης και στον σχεδιασμό και στην παραγωγή. Όμως, αξιωματούχοι στη Σεούλ ανησυχούν για έναν νέο κύκλο αυστηρών κυρώσεων στο Πεκίνο, όπως αυτές που επιβλήθηκαν το 2016 όταν η Νότια Κορέα συμφώνησε να εγκαταστήσει αμυντικά αντιπυραυλικά συστήματα των ΗΠΑ. Η Κίνα παραμένει η μεγαλύτερη αγορά για τις εταιρείες ημιαγωγών της Νότιας Κορέας, και μαζί με το Χονγκ Κονγκ αποτελεί περίπου το 60% της εξαγωγικής αγοράς των $125 δισ. της Σεούλ. Η Ιαπωνία θα πρέπει να άρει τους ελέγχους σε στρατηγικές χημικές ουσίες τους οποίους επέβαλε στη Νότια Κορέα το 2019 λόγω ιστορικών διαφόρων που πάνε πίσω στο παρελθόν, στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Νότια Κορέα παραμένει επικεντρωμένη στη συνεχή στρατιωτική απειλή από τη Βόρεια Κορέα, η οποία έχει εντατικοποιήσει τις πυραυλικές δοκιμές της τις τελευταίες εβδομάδες. Ιαπωνία και Νότια Κορέα είναι διστακτικές να συνεργαστούν σε κυβερνητικό επίπεδο με μια επίσημη ομάδα που να περιλαμβάνει την Ταϊβάν, η οποία εξαρτάται από την Κίνα για πολλές από τις πρώτες ύλες που χρησιμοποιεί για την παραγωγή των τσιπ. Ως αποτέλεσμα, οι τέσσερις αυτές χώρες δεν έχουν ακόμα ολοκληρώσει τα σχέδια τους για μία αρχική συνάντηση, περισσότερο από έναν χρόνο μετά την πρόταση του Λευκού Οίκου για την πρωτοβουλία CHIP4. Οι Σι και Πούτιν αναμένεται να συναντηθούν ξανά στη Σύνοδο Κορυφής της G20 αργότερα τον Νοέμβριο, στην οποία θα παρευρεθεί και ο Μπάιντεν, που όμως δεν έχει προγραμματίσει ξεχωριστές συναντήσεις ούτε με τον Σι ούτε με τον Πούτιν. Ο Μπάιντεν έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν θα συναντήσει τον Πούτιν αυτήν τη χρονική στιγμή για να ξεκινήσει καμιά διαπραγμάτευση για την Ουκρανία, και ο Σιi στέλνει το μήνυμα ότι δεν επιθυμεί να συναντηθεί με τον Μπάιντεν, δεδομένης της οργής του Πεκίνου για την απαγόρευση εξαγωγής υψηλής τεχνολογίας που επέβαλε στην Κίνα το αμερικανικό υπουργείο Εμπορίου.

Η Μόσχα και το Πεκίνο συνεχίζουν να ενισχύουν τους ενεργειακούς και εμπορικούς δεσμούς τους, καθώς η Ρωσία έχει πλέον ξεπεράσει τη Σαουδική Αραβία ως ο μεγαλύτερος προμηθευτής πετρελαίου στην Κίνα. Η Ρωσία επίσης έχει αυξήσει τις εξαγωγές άνθρακα προς την Κίνα στο υψηλότερο επίπεδο της τελευταίας πενταετίας, σε χαμηλότερες τιμές, καθώς οι ευρωπαϊκές αγορές μειώνονται μετά τις κυρώσεις. Το Πεκίνο επίσης αγοράζει πολύ μεγαλύτερες ποσότητες ρωσικών εμπορευμάτων και στρατιωτικού υλικού, ενώ η Μόσχα καταναλώνει πολύ μεγαλύτερες ποσότητες κινεζικών μικροεπεξεργαστών, τυπωμένων κυκλωμάτων, ηλεκτρονικών εξαρτημάτων και πρώτων υλών. Παρότι πολλές από τις κινεζικές εξαγωγές θα μπορούσαν να έχουν στρατιωτικές εφαρμογές, το Πεκίνο είναι προσεκτικό να μην παραβεί το “γράμμα” των δυτικών κυρώσεων ως προς την παραγωγική βάση στρατιωτικών εξοπλισμών της Ρωσίας.

Όμως, η Μόσχα και το Πεκίνο έχουν ξεκινήσει την κοινή προσπάθεια να υποβαθμίσουν τη δύναμη του πετρο-δολαρίου. Η ρωσική κρατική ενεργειακή εταιρεία Gazprom και η Εθνική Πετρελαϊκή Εταιρεία της Κίνας έχουν συμφωνήσει να επιτρέψουν τη χρήση ρουβλιών και γουάν ως μέσων πληρωμής για την παροχή ρωσικού φυσικού αερίου στην Κίνα. Η τελευταία συμφωνία ακολουθεί το συμβόλαιο του Φεβρουαρίου αξίας άνω των $115 δισ. για την πώληση από τη Ρωσία στην Κίνα τεράστιων ποσοστήτων φυσικού αερίου για τα επόμενα 30 χρόνια. Η Μόσχα θα αναζητά ολοένα και περισσότερη κινεζική χρηματοδότηση για να ολοκληρώσει τέτοια μακροπρόθεσμα project, μεγαλώνοντας την εξάρτησή της από το Πεκίνο, καθώς επανακατευθύνει μεγάλο μέρος του κολοσσιαίου ενεργειακού εξαγωγικού τομέα της μακριά από την Ευρώπη.

– Έχετε κάποιες τελευταίες σκέψεις που θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας;

Ακόμα και με ένα επιταχυνόμενο χρονοδιάγραμμα για την ανάπτυξη πρόσθετων Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας εντός της Ευρώπης, ώστε να επιτευχθεί ο στόχος των μηδενικών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, είναι πολύ πιθανό η προσπάθεια να αποτύχει. Τόσο οι φωτοβολταϊκές όσο και οι αιολικές υποδομές δεν είναι εφικτό να αναπτυχθούν αρκετά σύντομα και σε επαρκή κλίμακα για να υποκαταστήσουν τη σημερινή ενεργειακή εξάρτηση από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο.

Η ασταθής φύση των ανανεώσιμων πηγών αν υπάρχει κενό στην παραγωγή του φορτίου βάσης, ειδικά όταν ο ήλιος δεν λάμπει και ο άνεμος δεν φυσά, περιπλέκει περαιτέρω το μεσοπρόθεσμο ενεργειακό δίλημμα της Ευρώπης. Τα στελέχη των Βρυξελλών ακόμη δεν έχουν εκπονήσει ένα συνολικό πλάνο για την επέκταση ή τη δημιουργία νέου δικτύου υποδομής για τις ανανεώσιμες πηγές, το οποίο στη συνέχεια πιθανότατα θα βρεθεί αντιμέτωπο με αντιδράσεις σε τοπικό επίπεδο οι οποίες θα καθυστερήσουν τις αδειοδοτήσεις και θα δημιουργήσουν εμπόδια υλοποίησης.

Οι πολιτικοί ηγέτες μπορούν να εγκρίνουν έργα fast-track και να δώσουν εσπευσμένα μαζικές άδειες για φωτοβολταϊκά και αιολικά, αλλά αυτά τα έργα απαιτούν τεράστια χρήση γης, ενίοτε και τριακόσιες φορές μεγαλύτερης για βιομηχανικά φωτοβολταϊκά και αιολικά πάρκα, σε σύγκριση με τα εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από πυρηνικούς σταθμούς ή φυσικό αέριο. Τα έργα αυτά μπορεί να έχουν διαφαινόμενες ή πραγματικά επιβλαβείς επιπτώσεις σε ζωικά είδη και στο φυσικό περιβάλλον, τα οποία θα δώσουν το έναυσμα σε περιβαλλοντικές οργανώσεις να αντιταχθούν ενεργά. Τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα θα χρειαστεί να ισορροπήσουν αυτούς τους στόχους μηδενικών εκπομπών με τη διατήρηση των δημοκρατικών δικαιωμάτων των κατοίκων των περιοχών όπου θα γίνουν έργα, να αμφισβητούν και να αντιστέκονται στην υλοποίηση των τεράστιων αυτών έργων ενεργειακής υποδομής εφόσον οι πολίτες κρίνουν ότι βλάπτονται από αυτά.

Αυτά τα γραφειοκρατικά εμπόδια θα προστεθούν στις έλλειψης πρώτων υλών και στα κόστη για πολλά από τα υλικά που χρειάζονται για να αναπτυχθούν αιολικά πάρκα, ανεμογεννήτριες και μπαταρίες. Τα περισσότερα από αυτά τα υλικά εξορύσσονται στην Κίνα, η οποία επίσης ελέγχει μεγάλο μερίδιο της διεθνούς αγοράς για σημαντικά βιομηχανικά μέταλλα, όπως κοβάλτιο, λίθιο και σπάνιες γαίες, που είναι απαραίτητα για την παραγωγή καθαρής ενέργειας. Επί της ουσίας, η Ευρώπη θα αντικαταστήσει τη σημερινή εξάρτηση της από τους υδρογονάνθρακες μίας εχθρικής και αυταρχικής Ρωσίας, με τη μελλοντική εξάρτησή της για ανανεώσιμες πηγές από την εχθρική και αυταρχική Κίνα. Την ίδια στιγμή, παρά τη μείωση της ροής φυσικού αερίου προς την Γερμανία μέσω των αγωγών Nord Stream 1 και 2, που κατεστράφησαν πρόσφατα από υποθαλάσσιες εκρήξεις, η Μόσχα συνεχίζει να στέλνει περισσότερα από 40 εκατομμύρια κυβικά μέτρα ρωσικού αερίου μέσα από τους oυκρανικούς αγωγούς προς την Ευρώπη καθημερινά, παρέχοντας στην Ουκρανία σημαντικά τέλη διέλευσης, και επιπλέον 25 εκατομμύρια κυβικά μέτρα μέσω της Μαύρης Θάλασσας στην Τουρκία, μέρος του οποίου συνεχίζει προς τη Νοτιανατολική Ευρώπη.

Τα σημαντικά προβλήματα της Ευρώπης αποδυναμώνουν την παρουσία της ως παγκόσμιας δύναμης. Ηγέτες της υιοθέτησαν πολιτικές που καθιστούν την Ευρωπαΐκή Ένωση ευάλωτη στους σχεδιασμούς αντίθετων δυνάμεων και σε απολυταρχικά καθεστώτα στο Κατάρ, το Αζερμπαϊτζάν και την Αλγερία. Οι  τεράστιες δαπάνες κοινωνικής παρέμβασης θα δυσκολέψουν ακόμη περισσότερο τις ευρωπαϊκές χώρες να τηρήσουν τις δεσμεύσεις τους να αυξήσουν τις αμυντικές τους δυνατότητες, να αυξήσουν τα στρατιωτικά κονδύλια τους και να παρέχουν προσθέτο οπλισμό και οικονομική στήριξη στην Ουκρανία, ενόσω θα διευρύνουν τις ανανεώσιμες υποδομές και εκείνες του φυσικού αερίου για τη συνεχιζόμενη μετάβαση σε μηδενικές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα.

Λόγω των παραπάνω, η Ουάσινγκτον θα συνεχίσει να αποφασίζει για τη μοίρα της ευρωπαϊκής ασφάλειας στο εγγύς μέλλον. Και καθώς η Ευρωπαϊκή Ένωση θα μπαίνει σε μία υπαρξιακή φάση που θα καθορίσει τη βιωσιμότητά της, οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν την πραγματικότητα μιας μετα-παγκοσμιοποιημένης και πολυ-πολικής υφηλίου μετά από περίπου τρεις δεκαετίες αναντίρρητης αμερικανικής ισχύος.

Τόσο η Ρωσία όσο και η συμμαχία της οποίας ηγείται η Αμερική για τη στήριξη της Ουκρανίας, έχουν δεσμευτεί να κερδίσουν τον πόλεμο. Είναι απίθανο η Μόσχα να παραδώσει οικειοθελώς την ουκρανική επικράτεια την οποία σήμερα κατέχει, ούτε είναι πιθανό το Κίεβο να δεχθεί μία συμφωνία που θα επιτρέπει στη Ρωσία την κατοχή μέρους της επικράτειάς της. Η δημιουργία μιας συμφωνίας όπου και οι δύο πλευρές θα διατηρήσουν την υπερηφάνια τους είναι σχεδόν αδύνατη στο εγγύς μέλλον. Ως εκ τούτου, η μακροχρόνια επίθεση της Ρωσίας προς την Ουκρανία κατά πάσα πιθανότητα θα ταλαιπωρήσει τις ευρωπαϊκές οικονομίες και τις διεθνείς αγορές για πολύ καιρό, εντός του 2023 και μετά.

Από την άλλη πλευρά του ευρασιατικού περιβάλλοντος, μία Κίνα πιο επιθετική και με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, πιθανόν πιο αδύναμη εσωτερικά από όσο ο Πρόεδρος Σι μπορεί ποτέ να αποκαλύψει, αποτελεί τη μεγαλύτερη στρατηγική απειλή για το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα. Η συνεχιζόμενη αποδέσμευση της Κίνας από τις δυτικές αγορές και τεχνολογίες αντιπαρέρχεται από το διευρυνόμενο εμπόριο και τις αμυντικές σχέσεις με τη Ρωσία. Κίνα και Ρωσία σταθερά εντείνουν τις προκλήσεις τους απέναντι στο δυτικό σύστημα του οποίου ηγούνται οι ΗΠΑ, για να δημιουργήσουν ένα νέο διεθνές σύστημα το οποίο θα προωθεί τα συμφέροντά τους και θα τις προστατεύει απέναντι στα δυτικά νομικά πρότυπα.

Κοιτάζοντας μπροστά, η βασική ερώτηση παραμένει αν οι ΗΠΑ ή η Κίνα θα καθορίσουν τα τεχνολογικά, οικονομικά, πολιτικά και διπλωματικά πρότυπα και τις αξίες του διεθνούς συστήματος σε αυτήν την εποχή της ανανεωμένης πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων.

Η Ουάσινγκτον και το Πεκίνο ακολουθούν και οι δύο πολιτικές στρατηγικής απεξάρτησης σε θέματα εθνικής ασφάλειας, προηγμένης τεχνολογίας και κοινωνικής ευημερίας. Διαβάζοντας την εθνική στρατηγική ασφαλείας του Λευκού Οίκου που δημοσιεύθηκε τον Οκτώβριο, κάποιος μπορεί να δει την ατζέντα για τα επόμενα δύο χρόνια η οποία θα εστιάσει λιγότερο στη μη ρεαλιστική προοπτική βελτίωσης των σχέσεων με την Κίνα και περισσότερο στη σταθεροποίηση ο,τιδήποτε απομένει από αυτήν τη σχέση, για να αποφευχθεί περαιτέρω επιδείνωση. Οι ΗΠΑ μπορεί να βρεθούν να ανταγωνίζονται την Κίνα για εταίρους σε διαφορετικές πολιτικές και αντικειμενικούς σκοπούς, χωρίς επίσημες συμμαχίες ή δίκτυα, από δευτερεύουσες και τριτεύουσες δυνάμεις παγκοσμίως. Το μόνο βέβαιο είναι ότι η  νέα εποχή της διεθνούς πολιτικής και οικονομίας θα καθοριστεί από διπλωματικές και στρατιωτικές επιχειρήσεις σε ρυθμούς που δεν έχουμε δει από τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου, σηματοδοτώντας την επιστροφή της παραδοσιακής αντιπαλότητας των μεγάλων δυνάμεων στις διεθνείς σχέσεις, με την ταυτότητα όμως του 21ου αιώνα. Η διαχείριση των γεωπολιτικών αναταράξεων που έρχονται θα είναι η διπλωματική προτεραιότητα των εθνικών ηγετών, ανάμεσα στους ισχυρότερους αντιπάλους του κόσμου μας.

– Κύριε Συτιλίδη ευχαριστώ που μας αφιερώσατε χρόνο από το βαρύ σας πρόγραμμα για να συζητήσουμε αυτά τα θέματα μαζί και να δώσουμε στους αναγνώστες μας μία οπτική για εκείνα τα οποία έπονται. Ελπίζω να έχουμε την ευκαιρία μελλοντικά να συζητήσουμε πάλι σε μία από τις επόμενες επισκέψεις σας στην Ελλάδα.

Θα με ευχαριστούσε αυτό. Ευχαριστώ για την ευκαιρία που μου δώσατε να μοιραστώ τις σκέψεις μου με το αξιόλογο κοινό σας.

*Ο Τζων Συτιλίδης είναι γεωπολιτικός και γεωοικονομικός αναλυτής και παρέχει υπηρεσίες συμβουλευτικής και ανάλυσης στο State Department των ΗΠΑ από το 2006, και σε πολυεθνικές εταιρείες διεθνώς. Είναι Διευθύνων Σύμβουλος της Trilogy Advisors LLC στην Washington D.C. όπου διαχειρίζεται ένα ευρύ πορτφόλιο έργων υποστήριξης της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης των ΗΠΑ. Επίσης, είναι  professional speaker σε εταιρικά επενδυτικά και βιομηχανικά συνέδρια, ενώ συχνά απευθύνεται σε κυβερνητικό και στρατιωτικό κοινό καθώς και στην κοινότητα υπηρεσιών πληροφοριών, επί θεμάτων διαχείρισης γεωπολιτικών κινδύνων και των οικονομικών επιπτώσεων αποφάσεων διεθνούς ασφάλειας και εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ. Τέλος ο κ. Συτιλίδης είναι ο πρώτος γεννηθείς στην Αμερική της οικογένειάς του, Ποντιακής καταγωγής από την Καστοριά και την Κοζάνη. Είναι στο LinkedIn και στο Twitter – @JohnSitilides.  

Disclaimer: Η συνέντευξη αντικατοπτρίζει αποκλειστικά τις προσωπικές απόψεις του κ. Συτιλίδη και με κανένα τρόπο δεν αντικατοπτρίζει τις απόψεις του U.S. State Department ή της Κυβέρνησης των ΗΠΑ, με καμία ιδιότητα.