Η Μάγισσα της Ανιέζι

829

Γράφει ο Στέλιος Ιατρού.

Στο Μιλάνο του 18ου αιώνα γεννήθηκε κι έζησε η Μαρία Γκαετάνα Ανιέζι (1718-1799), μια γυναίκα που γνώριζε τα δημώδη ιταλικά της εποχής και του τόπου της, και συνάμα γαλλικά, ισπανικά, γερμανικά — όλες τους γλώσσες ομιλούμενες στην Ιταλία εκείνον τον καιρό — καθώς και τρεις απ’ τις αρχαίες γλώσσες της Μεσογείου: ελληνικά, λατινικά, και εβραϊκά.

Η Ανιέζι ήταν παιδί-θαύμα, και ασχολήθηκε με τα μαθηματικά, τη φιλοσοφία, τη θεολογία και ειδικότερα την πατρολογία (την μελέτη δηλαδή των Πατερικών κειμένων της Εκκλησίας), ανέπτυξε δε ζηλώδη φιλανθρωπική δράση με ιδρύματα που έφτιαξε με δικές της δαπάνες κι όχι απλώς για να την χειροκροτούν πληρωμένοι κλακαδόροι, όπως συχνά συμβαίνει στα χρόνια μας μπροστά στις κάμερες των καναλιών. 

Η Ανιέζι ήταν η πρώτη που συνέγραψε μαθηματικό εγχειρίδιο το οποίο πραγματευόταν ταυτόχρονα θέματα διαφορικού και ολοκληρωτικού λογισμού, και αναγορεύτηκε επίτιμη διδάκτορας του Πανεπιστημίου της Μπολόνια, όπου είχε διδάξει κι ο πατέρας της, ενώ διορίστηκε κάποια στιγμή και καθηγήτρια εκεί από τον Πάπα, μολονότι μάλλον δεν δίδαξε ποτέ της. Ήδη όλα αυτά ήσαν απίθανες κατακτήσεις για μια γυναίκα του αιώνα της.

Στις βιογραφίες της θα διαβάσει κανείς πως επέδειξε έντονη θρησκευτικότητα και πως από μικρή επιθυμούσε να γίνει μοναχή, όμως τούτο μάλλον ήταν μια σύμβαση της εποχής για γυναίκες που δεν ήθελαν να υπανδρευτούν, αλλά προτιμούσαν ν’ ασχοληθούν με τα γράμματα και τις επιστήμες. Η Μαρία άφηνε να πλανάται η ιδέα πως σκόπευε να μονάσει, κι έτσι αποθάρρυνε τους μνηστήρες, μιας και κανείς τους δεν μπορούσε να συναγωνιστεί τον Νυμφίο. Έτσι γλίτωσε για μακρό διάστημα τη μεταβίβαση του ελέγχου της ζωής της απ’ τον πατέρα της στον ενδεχόμενο σύζυγο, ασχολούμενη εντατικά και φιλότιμα με την ανατροφή και την εκπαίδευση των είκοσι τριών αδελφών της από τους συνολικά τρεις γάμους του πατέρα της, μέχρι που τελικά έλαβε το μοναχικό σχήμα μετά την ολοκλήρωση του έργου της με τα αδέρφια της.

Στις επιστήμες την θυμόμαστε απ’ την γραφική παράσταση που αποκαλείται «Η Μάγισσα της Ανιέζι», αγγλιστί “Witch of Agnesi”. Πρόκειται για μια καμπύλη γραφική παράσταση σε κυβικό πεδίο που είχαν νωρίτερα μελετήσει οι Ισαάκ Νεύτων, Πιέρ ντε Φερμά, και ο μοναχός Γκουίντο Γκράντι.

Η Ανιέζι είχε ονομάσει την καμπύλη με την δημώδη λέξη “versiera”, ακολουθώντας τον Γκράντι που είχε προτείνει το νεολατινικό “versoria”, γιατί αναποδογύριζε καθώς αναπτυσσόταν μέσα στο πεδίο, ετυμολογούμενη απ’ το λατινικό ρήμα “vertere”, που σημαίνει «ανατρέπω, αναποδογυρίζω». 

Στα χρόνια εκείνα, την Κεντρική Ευρώπη ταλαιπωρούσε ακόμη ένας «σατανικός πανικός», δηλαδή το κυνήγι των μαγισσών, των αιρετικών, και των ποικιλώνυμων ακολούθων του Διαβόλου, ώστε το λεξιλόγιο αυτών των κακοδοξιών να επιπλέει στον αφρό του δημόσιου λόγου και στον λόγο της διανόησης. 

Έτσι, η “versiera” μπορούσε από κάποιον κακοπροαίρετο να ακουστεί σαν “versaria”, λέξη που ήταν μια σύντομη μορφή της λατινικής “adversaria”, η οποία σήμαινε τη διαβόλισσα, τη διαβολογυναίκα, την θεραπαινίδα του Διαβόλου, ο οποίος με τη σειρά του είναι ο μέγας Αντίδικος του Ανθρώπου τη Μέρα της Κρίσεως, “adversarius”, επειδή πιστεύεται πως θα υπενθυμίζει στον Ιησού Χριστό ένα-ένα τ’ αμαρτήματα του καθενός μας, προκειμένου να καταδικαστούμε, και πάει λέγοντας. Άλλωστε και το όνομα Σατανάς βγαίνει απ’ το εβραϊκό שָׂטָן‎ (satán) που σημαίνει τον αντίδικο.

Επιστρέφοντας στην Ανιέζι και στη versiera της, η λατινική θεραπαινίς του Διαβόλου adversaria είχε μεταπέσει φωνητικά σε avversaria και κατόπιν σε avversiera, γεγονός που παρέσυρε τον κληρικό Τζον Κόλσον, καθηγητή μαθηματικών του Κέιμπριτζ, να μεταφράσει τον όρο ως “Witch of Agnesi”, τουτέστιν «Μάγισσα της Ανιέζι». Ο Κόλσον είχε στα νιάτα του εγγραφεί στο Christ Church College της Οξφόρδης, αλλά δεν φαίνεται να έλαβε ποτέ του πτυχίο από κει. Όπως και να ’χει, τον βρίσκουμε αργότερα να κατέχει τη Lucasian έδρα στο Κέιμπριτζ, και ν’ ασχολείται με τα μαθηματικά, και κάπως έτσι και με το έργο της Ιταλίδας διανοουμένης.

Το σφάλμα στη μετάφραση του Κόλσον δεν αποδίδεται γενικά σε δόλο, αλλά εγώ εκτιμώ πως πιθανότατα υπήρχε κακόβουλη πρόθεση, πως υφέρπει μια μισογυνική καχυποψία του Αγγλικανού βικάριου και διάθεση σπίλωσης απέναντι στη φημισμένη ως πιστή ρωμαιοκαθολική γυναίκα που ασχολήθηκε με τόσα πνευματικά κι επιστημονικά αντικείμενα, και το λέω τούτο επειδή όλα αυτά δεν συμβαίνουν μέσα σε μια γυάλα απαλλαγμένη από γνωστικές και άλλες προκαταλήψεις, αλλά μέσα σε ιστορικά συμφραζόμενα οξύτατης θρησκευτικής αντιπαράθεσης δύο αιώνων ήδη, με την Μεταρρύθμιση, την Αντιμεταρρύθμιση, τον Τριακονταετή Πόλεμο (1618-1648) και την αξεπέραστη ήττα των Προτεσταντών στη Σύνοδο του Τρέντο (1545-1563) να έχουν προηγηθεί και να έχουν διαμορφώσει νέους χάρτες στην κουλτούρα της ηπείρου και στη ροή του πνεύματος. Να υπενθυμίσω εδώ πως όλοι οι μεγάλοι Προτεστάντες Πατέρες του 16ου αιώνα είχαν δείξει με το δάχτυλο τον Πάπα φωνούντες «Αντίχριστος!» και ανέτρεχαν στο βιβλίο του Δανιήλ και στην Αποκάλυψη του Ιωάννη για τεκμηρίωση του ισχυρισμού τους.

Εκτιμώ πως κάτι τέτοιο δεν φτάνει μέχρι την έκδοση χωρίς πρόθεση. Καταρχάς, τα λατινικά ήταν ακόμα η κατεξοχήν έντυπη γλώσσα της επιστήμης και της διανόησης, και θα ήταν μάλλον απίθανο να μην γνωρίζει λατινικά ο κληρικός Κόλσον, ενώ συνάμα εύλογα θα διερωτηθεί κανείς γιατί ο Κόλσον, όταν αποφάσισε να μεταφράσει ως «Μάγισσα» τον όρο με τον οποίον θα περιέγραφε μια γραφική παράσταση, δεν προβληματίστηκε πώς στον διάολο — pun intended — η Ανιέζι να εμπνεύστηκε κάτι τέτοιο και τόσο άσχετο με μια γραφική παράσταση. Θα του πέρασε απ’ το μυαλό, όμως προτίμησε ν’ αξιοποιήσει τον συσχετισμό με τον Διάβολο και με την μαγεία για να πλήξει την Ανιέζι, μια μοναχική γυναίκα απ’ τη Ρωμαιοκαθολική Ιταλία, που ασχολήθηκε με την απόκτηση γνώσης και όχι με την τεκνοποιία και τον γάμο, ενσαρκώνοντας έτσι κάποιες απ’ τις όψεις του στερεότυπου για την μάγισσα.

Ακόμα, δεν λησμονεί κανείς πως στον μεσαίωνα και στους πρώιμους νεότερους χρόνους η γνώση συνδεόταν με τη μαγεία και τον αποκρυφισμό — και ο 18ος αιώνας δεν ήταν καθόλου μακριά απ’ αυτές τις εποχές στο πνεύμα, λογουχάρη ο Νεύτων συνέγραψε εσχατολογικές πραγματείες μυστικής ερμηνείας της Αποκάλυψης, καθώς και πραγματείες αποκρυφισμού και αλχημείας, ώστε ο Τζων Μέιναρντ Κέινς να δηλώσει το 1942 πως «ο Νεύτων δεν ήταν ο πρώτος της Εποχής του Ορθού Λόγου αλλά ο τελευταίος των μάγων». 

Εξάλλου, η μαγεία συσχετιζόταν με την γνώση που περιεχόταν στα βιβλία: grammar δεν ήταν μονάχα η γραμματική αλλά γενικότερα η έντυπη γνώση και απ’ αυτήν τη λέξη με παραφθορά προέκυψαν το ουσιαστικό και ρήμα glamour και το επίθετο glamorous, που περιγράφουν ένα είδος μαγείας που θαμπώνει τις αισθήσεις με παραισθήσεις κι εντυπωσιάζει τους αφελείς, φανερώνοντας πως στη λαϊκή δοξασία η γνώση ταυτιζόταν σε κάποιον βαθμό με την μαγεία. Κάτι τέτοιο ενδεικνύει και η ονομασία “grimoire” για τη Σολομωνική ή αλλιώς την Κλείδα του Σολομώντος, το βιβλίο με τα ξόρκια και τις επικλήσεις των πνευμάτων, που επίσης ετυμολογείται απ’ το γαλλικό grammaire, λέξη που σημαίνει τη γραμματική και γενικότερα βιβλία με κανόνες και συμβουλές για τον λόγο, καθώς και, ακόμα γενικότερα, βιβλία γνώσης που δεν είναι προσβάσιμη στους πολλούς. Ο λόγος, άλλωστε, από αρχαιότατους χρόνους θεωρείτο όργανο παραγωγής και μετάδοσης της μαγείας, και πως εγγενώς περιείχε μαγεία, ενώ με μαγική και ιερατική ισχύ θεωρείτο φορτισμένη η γραφή και τα γράμματα, αντίληψη που μας έρχεται τουλάχιστον απ’ τη φαραωνική Αίγυπτο.

Ο αγγλικός σαρκασμός είναι γνωστός, άλλωστε: ξηρός και καυστικός, αξιοποιεί τον υπαινιγμό και τη διπλή ανάγνωση, και έτσι ο Κόλσον δημοσίευσε τη μετάφραση του όρου της Ανιέζι υπονοώντας πράγματα για τη συγγραφέα και μαθηματικό χωρίς να αισθανθεί πως συνέτρεχε λόγος να ζητήσει έστω μια δεύτερη γνώμη από κάποιον επιμελητή έκδοσης, μην ανησυχώντας πως η μετάφρασή του θα γεννούσε τυχόν σκάνδαλο — ή μάλλον ακριβώς γιατί γνώριζε πως η απόδοση της ορολογίας ήταν σκανδαλώδης, και προχώρησε σ’ αυτήν anyway. 

Στις μέρες μας, η επιστήμη γεννά περισσότερη πληροφορία και γνώση απ’ όση σοφία προλαβαίνει ν’ αποκτήσει η κοινωνία μας, όπου σοφία είναι η ικανότητα διάκρισης μεταξύ του ανώφελου, του ωφέλιμου, και του βλαβερού — λέει ο Σοφοκλής δια στόματος Τειρεσία στον Οιδίποδα Τύραννο, στίχ. 316-17: «φεῦ φεῦ, φρονεῖν ὡς δεινὸν ἔνθα μὴ τέλη λύει φρονοῦντι», δηλαδή «αλίμονο, τι φοβερό ειν’ η γνώση όταν δεν ωφελεί σ’ όποιον την έχει» (μετάφραση Ι. Ν. Γρυπάρη), φράση που ίσως να την θυμούνται ορισμένοι και απ’ τον Louis Cyphre (Ρόμπερτ Ντε Νίρο) στην ταινία «Δαιμονισμένος Άγγελος» (Angel Heart, 1987) του Άλαν Πάρκερ. Έχει επανέλθει έτσι μια αποκρυφιστική αντιμετώπιση των πορισμάτων της επιστήμης, περίπου σαν μαγικών κακοδοξιών που το νόημά τους είναι προσβάσιμο σε λίγους μυημένους— ορίστε, άλλη μια λέξη που συνδέεται με τα θρησκεύματα και τις λατρείες — και που οι υπόλοιποι δικαιολογούνται ν’ αντιμετωπίζουν μ’ επιφύλαξη και δυσπιστία, ενώ οι πραγματικές κακοδοξίες έχουν καταστεί ιότροπα social facts που διεκδικούν θέση ισότιμου κύρους απέναντι στην επιστήμη μέσα στον δημόσιο διάλογο ενδυόμενες τον μανδύα της γνώμης ή της άποψης. 

Στη δυτική επιστημονική κοινότητα μάλλον εξερχόμαστε σήμερα απ’ το μεγάλο ναρκοπέδιο των έμφυλων ή πολιτισμικών ταυτοτήτων, και μολονότι στερεότυπα εξακολουθούν να μας ταλαιπωρούν, δεν θεωρούμε αυτόματα μισογύνη τον άνδρα επιστήμονα ή αντίστοιχα μάγισσα την επιστημόνισσα που δήθεν για να πάει μπροστά θα πρέπει να εκμεταλλεύτηκε τα γυναικεία της θέλγητρα θαμπώνοντας τα μυαλά των ανδρών προϊσταμένων της. Εντούτοις, στον δημόσιο χώρο και κυβερνοχώρο όπου γίνεται διάλογος, κι εννοώ στα σόσιαλ μίντια, σέρνεται σαν αγιάτρευτη πανώλη ένα πλαίσιο αντιλήψεων που ψάχνει να βρει διέξοδο είτε σε πλάγια υπονοούμενα είτε σε ευθείες συκοφαντίες σχετικά με την αξία της γυναίκας που ανελίχθηκε επιτυχώς επαγγελματικά. Κάποτε τις λέγανε μάγισσες, σήμερα κάποιοι τις περιγράφουν με άλλες εικόνες, που σίγουρα δεν συνιστούν έπαινο αλλά ψόγο.

Όπως στο κυνήγι των μαγισσών περασμένων εποχών, έτσι συχνά καί στις μέρες μας πρωταγωνιστούν παρόμοιων αντιλήψεων άνθρωποι και θεσμικοί παράγοντες στην στοχοποίηση και απαξίωση των μεμονωμένων προσώπων, ειδικά των γυναικών και συλλογικά του φύλου τους, επιλέγοντας να δράσουν με κακόβουλη πρόθεση προκειμένου να μειώσουν την αξία του ανθρώπου. Ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν προάγουν καθόλου την παράδοση της οποίας αυτοπροβάλλονται ως υπηρέτες, αλλά επιχειρούν να διατηρήσουν την ισχύ που έχουν συσσωρεύσει, φοβούμενοι πως η άνοδος γυναικών στα υψηλά αξιώματα και στους διαδρόμους της εξουσίας θα τους αφαιρέσει απ’ το δικό τους μερίδιο. Έτσι πλάθουν προκάτ εχθρούς βάσει των έμφυλων ταυτοτήτων για ν’ αναμετρηθούν μαζί τους, να τους σπιλώσουν, και να τους παρερμηνεύσουν περίπου σαν διαβολικούς, γιατί φαντάζονται για τους εαυτούς τους πως τέτοιος είναι ο αναμενόμενος ρόλος και η υψηλή αποστολή απ’ το πεπρωμένο τους, κι ας είναι εχθροί φαντασιακοί, τους οποίους κατόπιν κυνηγούν, όπως τη Μάγισσα που ουδέποτε πραγματεύτηκε η Ανιέζι.