Τι επιχειρείται με το γαλλογερμανικό Σύμφωνο του Άαχεν

227

Ακριβώς 56 χρόνια μετά, οι Εμανουέλ Μακρόν και Άγκελα Μέρκελ, επικαιροποιούν την γαλλογερμανική σχέση, με την νέα συνθήκη που υπογράφουν σήμερα στο Άαχεν, την ώρα που το ευρωπαϊκό οικοδόμημα εμφανίζει ολοένα και περισσότερες ρωγμές.

Οι συμβολισμοί είναι ισχυροί, αλλά το τι επί της ουσίας επιτυγχάνεται πέρα από αυτούς μένει να απαντηθεί.

Πάντως, ακόμη και στο σημειολογικό επίπεδο, οι μετατοπίσεις είναι εμφανείς. Ο τόπος υπογραφής του συμφώνου μεταφέρεται από την καρδιά της Δημοκρατικής Γαλλίας στην πόλη εκείνη (γνωστή στα γαλλικά ως Αιξ-λα-Σαπέλ και στις κλασικές γλώσσες ως Ακυίσγρανον) όπου θεμελιώθηκε η γερμανόφωνη αυτοκρατορία του Καρλομάγνου.

Στον καιρό του Ντε Γκωλ και του Άντεναουερ, η μεν Δυτική Γερμανία ήταν μία ημι-κατεχόμενη χώρα, η δε Γαλλία, που είχε μόλις αποχαιρετήσει την αποικιακή της αυτοκρατορία, εξακολουθούσε να κινείται σε μία λογική μεγάλης δύναμης που διεκδικούσε δικό της χώρο, ακόμη και έναντι του υπερατλαντικού συμμάχου.

Είναι χαρακτηριστικό ότι η κύρωση της Συμφωνίας του Ελυζέ από την Μπούντεσταγκ συνοδεύθηκε από την προσθήκη ενός προοιμίου, το οποίο δεν είχε συμφωνηθεί με τη γαλλική πλευρά και τόνιζε τον απαράγραπτο ρόλο του ΝΑΤΟ. Ελάχιστα χρόνια αργότερα, το Παρίσι αποσυρόταν από το στρατιωτικό σκέλος της Ατλαντικής Συμμαχίας, επαναπάτριζε τον γαλλικό χρυσό από τα αμερικανικά θησαυροφυλάκια και ταυτοχρόνως πρωταγωνιστούσε στο επεισόδιο της "κενής καρέκλας” στις Βρυξέλλες, καθιστώντας σαφές ότι αντικρίζει την ευρωπαϊκή ενοποίηση ως διακυβερνητική συνεργασία υποκείμενη στην άκαμπτη προάσπιση των εθνικών συμφερόντων.

Όμως το γκωλικό σχέδιο μιας ευρωπαϊκής "χειραφέτησης” δια του προσεταιρισμού της Γερμανίας όχι μόνο έμεινε χωρίς ανταπόκριση από την άλλη όχθη του Ρήνου, αλλά και εγκαταλείφθηκε από τους διαδόχους του στρατηγού στο Μέγαρο του Ελυζέ.

Σήμερα το τοπίο είναι ολότελα διαφορετικό. Ο συσχετισμός ισχύος μεταξύ Γερμανίας και Γαλλίας έχει μεταβληθεί και το ισχνό ευρωπαϊκό πλαίσιο του 1963 έχει δώσει τη θέση του σε μια σιδηρά κλωβό από την οποία (όπως συνειδητοποιούν οι Βρετανοί) η έξοδος είναι εξαιρετικά δύσκολη. Οι ρόλοι έχουν κατά μία έννοια αντιστραφεί: αντί για την ομοσπονδιακή Ευρώπη που θα αποτελεί οιονεί προβολή σε πανηπειρωτικό επίπεδο του δικού της πολιτικού μοντέλου, η Γερμανία πλέον προβάλλει μια "μινιμαλιστική” αντίληψη του ευρωπαϊκού σχεδίου και υπεραμύνεται επίζηλα της εθνικής της κυριαρχίας, όπως τόσες φορές υπενθύμισαν η Μπούντεσταγκ και το Συνταγματικό Δικαστήριο της Καρλσρούης κατά τη διάρκεια της κρίσης της ευρωζώνης. Από την άλλη πλευρά, η Γαλλία μοιάζει να έχει καταστήσει στρατηγικό της ορίζοντα την εκχώρηση κυριαρχίας στο ευρωπαϊκό επίπεδο, προκειμένου να αντέξει τον διεθνή ανταγωνισμό.

Η συγκεκριμένη συμφωνία έγινε πάντως δεκτή με καχυποψία από την γαλλική κοινή γνώμη, λόγω και της καθυστερημένης δημοσιοποίησής της. Οι αντιδράσεις ξεκινούν από την εύλογη απορία γιατί να είναι η Γερμανία και όχι οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή δύναμη το μέτρο της σύγκλισης της γαλλικής πολιτικής και φθάνουν μέχρι τους φόβους ότι… παραχωρείται εκ νέου η Αλσατία-Λωραίνη (λόγω των προβλέψεων για ενθάρρυνση της διγλωσσίας στις παραμεθόριες περιοχές και για νομικές παρεκκλίσεις που θα διευκολύνουν τη διασυνοριακή συνεργασία).

Σε κάθε περίπτωση, το Σύμφωνο του Άαχεν προσπαθεί να μεταθέσει τη συζήτηση στο πεδίο της συνεργασίας στην αμυντική και εξωτερική πολιτική, τη στιγμή που στο μείζον ζήτημα της αναμόρφωσης της ευρωζώνης οι προτάσεις Μακρόν έχουν μείνει χωρίς αποδέκτη. Παράλληλα, η προσπάθεια προβολής μιας εικόνας "γαλλογερμανικού διευθυντηρίου” εντός μιας Ε.Ε. πολλαπλών ταχυτήτων είναι βέβαιο ότι θα λειτουργήσει αντίθετα από τις προβλέψεις των εμπνευστών της. Οι φυγόκεντρες τάσεις εκδηλώνονται ήδη με πολλαπλές μορφές και η υποψία δημιουργίας "διευθυντηρίου” θα ενισχύσει τις αντιδράσεις άλλων κρατών-μελών.

 

Πηγή: capital.gr