Θυσία κι αδελφοκτονία

276

Γράφει ο Στέλιος Ιατρού.

Καμιά φορά συμβαίνει να χρειαστείς συνάμα με το λεξιλόγιο, τις εικόνες, τις προσεγγίσεις, με τα εργαλεία δηλαδή που θα σου παρείχαν κλάδοι της επιστήμης, ας πούμε η γνωστική-συμπεριφορική ή η υπαρξιακή Gestalt ν’ ανατρέξεις και σ’ εργαλεία ορισμένων ογκόλιθων της κουλτούρας μας που ορίζουν τον πνευματικό χώρο γύρω τους, και που έχουν συμβάλει στην οικοδόμηση των αξιακών συστημάτων μέσα μας, βάσει των οποίων έχουν διαμορφωθεί πολλές απ’ τις κρίσεις μας και τις επικρίσεις μας για την ταυτότητα και την αξία των πράξεών μας.

Έτυχε να βρεθώ σε μια τέτοια στιγμή προ καιρού, όπου καταπιαστήκαμε με έννοιες όπως η επένδυση κόπου και κυρίως προσδοκιών και η διάψευσή τους, κι ο άνθρωπος που ζητούσε τη συμβουλή μου διατηρούσε μιαν αρκετά ισχυρή επαφή με την ορθόδοξη χριστιανική θρησκευτικότητα, ώστε να βλέπει την πραγματικότητα *και* μέσα απ’ αυτήν την διάσταση, κάθε φορά που καλείται να εκτιμήσει την αξία ή την απαξία μιας πράξης. Τα βήματά μας μάς έφεραν στην αδελφοκτονία του Άβελ απ’ τον Κάιν, γιατί περάσαμε μέσα απ’ την πόρτα της θυσίας, του τι σημαίνει να θυσιάζεις κάτι προσδοκώντας ένα όφελος. Εδώ δεν θα καταπιαστώ με την αφήγηση του πώς χειρίστηκα το περιστατικό, αλλά θα μιλήσω για μία μονάχα περιπέτεια των ιδεών μας που προέκυψε πάνω στην κουβέντα με αφορμή αυτό το περιστατικό. Ας δώσω όμως λίγο υπόβαθρο προτού περάσω στην προσέγγιση τις ιστορίας των δύο γιων των Πρωτοπλάστων μέσα στα συμφραζόμενα της κουβέντας που είχα.

Το αίσθημα της διάψευσης των προσδοκιών και των κόπων μπορεί να καταστεί τραυματικό για κάποιον, γιατί με βίαιο και απροσδόκητο τρόπο θα τύχει μια σειρά από περιστάσεις του βίου ν’ ανατρέψουν όχι μονάχα τον σχεδιασμό του, αλλά και τις αντιλήψεις που είχε μέχρι τότε για ορισμένες σταθερές στη ζωή του: λογουχάρη, σε ποιόν θα μπορούσε να στηριχθεί, πού θα μπορούσε να πατήσει με ασφάλεια προκειμένου να υλοποιήσει τα σχέδιά του, από ποιόν δρόμο θα πλησίαζε αποτελεσματικότερα τις ωφέλιμες προτεραιότητές του, κ.ο.κ. Συνάμα, θα τύχει πολλά απ’ αυτά που κάποτε συνιστούσαν τα οικοδομικά υλικά των ονείρων του να φανερωθούν τώρα σαθρά, να αποδειχθούν πλάνες, κι έτσι να σταθούν αφορμή όχι μονάχα για ν’ αποκαθηλώσει τους ώς τότε εικαζόμενους συμμάχους του αλλά και την εικόνα που είχε για το πόσο επαρκής ήταν ο ίδιος ν’ αντιλαμβάνεται την αλήθεια και το ψέμα, ν’ αυτοαμφισβητηθεί δηλαδή και να πιστέψει πως ήταν ένας βλάκας—άλλη λέξη είπε.

Πόσες φορές άραγε δεν έχουμε αυτοφασκελωθεί μεμφόμενοι τους εαυτούς μας που αφελώς πιστέψαμε ότι ο τάδε ή ο δείνα θα βρισκόταν εκεί για μας, να μας στηρίξει όπως κι εμείς τον είχαμε κάποτε στηρίξει με αυτοθυσία, αλλά στην ανάγκη μας δεν μας στάθηκε; Κρύβεται, όμως, πίσω από τούτη την αυτομαστίγωση κι ένας αυτοέπαινος, πως εμείς τάχα πιαστήκαμε κορόιδα γιατί πηγαίνουμε πάντοτε με τον σταυρό στο χέρι, γιατί εμείς έχουμε υψηλές αξίες και ηθικές αρχές, ενώ όλοι οι άλλοι όχι και τόσο, και τα παρόμοια.

Σε τέτοια φάση, αισθήματος προδοσίας και απόρριψης με βρήκε ο άνθρωπος που ζήτησε τη συμβουλή μου, σε μια περίσταση για κείνον που αισθανόταν ότι δικαιολογημένα του επιτρεπόταν πλέον ν’ απορρίψει κι ο ίδιος τους πάντες και τα πάντα, και πρόσωπα που μέχρι τότε θεωρούσε φίλους να τα δει σαν αδιάφορους παρτάκηδες που τον είχαν γράψει στα παλιά τους τα παπούτσια, κατά την αντίληψή του.

Πότε όμως είχε δίκιο; Παλιότερα, όταν τους έβλεπε για φίλους και συμμάχους, ή τώρα, που συλλήβδην τους καταδίκαζε, βιαστικά και χωρίς παροχή περιθωρίου γι’ απολογία; Και σε τί θα τον ωφελούσε να καταλήξει σε ένα μηδενισμό που θα τον αποξένωνε απ’ τον κόσμο γύρω του, που θα τον έστελνε δηλαδή σε μια μεταφορική αυτοεξορία, όπου όλοι θα ήσαν πλέον ύποπτοι πως θέλουν το κακό του;
Ίσως ν’ αρχίσατε να βλέπετε κάποια απ’ τα δομικά μοτίβα της βιβλικής ιστορίας που προανέφερα, όπως το αίσθημα πώς έπεσε θύμα αδελφοκτονίας, πως μαχαιρώθηκε στην πλάτη απ’ τον αδελφικό του φίλο, όπως ο Άβελ απ’ τον αδελφό του, τον Κάιν, και πως τώρα παρά προσδοκίαν βρέθηκε εξορισμένος σε μιαν ξαφνική ερημιά, μοναχός του απέναντι σε ένα πλήθος από ξένους, ύποπτους στο εξής πως μάλλον απεργάζονται το κακό του, αφού κι ο φίλος ακόμα τον πρόδωσε, όπως όταν ο Κάιν εξορίστηκε μετά το έγκλημά του φοβόταν για τη ζωή του, γιατί πλέον δεν είχε φίλους. Το γιατί κάποιος μπορεί να βλέπει τον εαυτό του καί ως Άβελ καί ως Κάιν, δηλαδή σε όλους τους ρόλους μιας ιστορίας ή μιας παραβολής είναι κάτι που θα το πραγματευτώ σε άλλο άρθρο μου, όμως αυτή ίσως να είναι και μια απ’ τις αρετές πολλών θεμελιωδών ιστοριών στη δυτική κουλτούρα μας, να μας εμπλέκουν σε όψεις τους καί ως ήρωες καί ως κακοποιούς.

Η ιστορία του Κάιν έχει στον πυρήνα της το μεγάλο θέμα της θυσίας, προτού περάσει στο μοτίβο της φόνευσης ενός ανθρώπου που για κάποιον λόγο φτάνουμε ν’ αντιπαθήσουμε—θα δούμε τί τρέχει και μ’ αυτό.

Σε πρώτο επίπεδο ανάγνωσης, η θυσία στη βιβλική ιστορία των δύο αδελφών ήταν μια τελετουργική περίσταση με την οποία, έπειτα από ρητή εντολή και λεπτομερή οδηγία του Κυρίου, επανασυνδεόταν ο άνθρωπος με τον Θεό μετά την πτώση των Πρωτοπλάστων και την έξωσή τους απ’ τον Παράδεισο, ο οποίος σε δεύτερη ανάγνωση αποτελεί το γραμματειακό σύμβολο της χαμένης ανθρώπινης μακαριότητας. Είπα «λεπτομερή οδηγία», διότι δεν προσφερόταν οτιδήποτε ως θυσία, αλλά ένας αμνός απ’ τους πρωτότοκους, καθώς καμία άλλη θυσία δεν προκαλούσε την ευχαρίστηση του Κυρίου, κι αυτό χρησίμευε ως «αντί-τύπος», δηλαδή ως προεικόνιση της θυσίας του Αμνού του Θεού, που είναι ο Ιησούς, θυσία που συνιστά τον «τύπο» που πλήθος ιστοριών μέσα στην Παλαιά Διαθήκη προεικονίζουν. Έτσι βλέπουμε πως ο Άβελ θυσίαζε το προβλεπόμενο αρνάκι, που είχε μέσα του αίμα, κι ήταν επομένως κάτι πολύτιμο, γιατί ήταν ζωντανό, ενώ ο Κάιν αγνόησε τις οδηγίες του Θεού, και προτίμησε να προσφέρει τα έργα των χεριών του, δηλαδή σπόρους και καρπούς απ’ τις αγροτικές του εργασίες, θυσία που ο Θεός δεν είχε ζητήσε και γι’ αυτό την περιφρόνησε, ενώ αντιθέτως η θυσία του Άβελ Τον ευχαριστούσε.

Σε δεύτερη ανάγνωση, όμως, η θυσία είναι μια πολύ δυνατή πνευματική εφεύρεση, μια θεμελιώδης σύλληψη του ανθρώπου, η οποία κατέχει στο εξής κεντρική θέση στον πυρήνα μιας ανώτερης σύλληψης που θα την περιγράφαμε ως «προσδοκία προκοπής και προόδου». Από νωρίς συνέλαβε ο ανθρωπος την πρωτογενή και απολύτως κινητροδοτική ιδέα πως εάν θυσιάσει κάτι πολύτιμο στον παρόντα χρόνο, λογουχάρη κόπο, χρόνο, υλικά, σχεδιασμό, τότε εύλογα του επιτρέπεται να διατηρήσει και την προσδοκία πως στο μέλλον θα του επιστραφεί ένα αντάλλαγμα πολλαπλάσιας αξίας, μια ανταμοιβή που την επιθυμεί και που θα τον ωφελήσει. Για παράδειγμα, η τεκνοποιία κι ανατροφή των απογόνων μας εντάσσεται σ’ αυτό το πλαίσιο θυσίας στο παρόν και προσδοκίας για το μέλλον.
Πάνω στην αντίληψη που διαμορφώνουμε εμπειρικά για το τί λογής θυσία απαιτείται στο παρόν προκειμένου να προσποριστούμε μελλοντικά ένα προσδοκώμενο όφελος οικοδομείται ένα μεγάλο κομμάτι του ενεργούντος εαυτού μας, του τμήματος της ύπαρξής μας δηλαδή που καταπιάνεται πρακτικά με την δαπάνη δυναμικού αποσκοπώντας στην παραγωγή έργου. Όχι οτιδήποτε έργου, αλλά έργου που προσδοκούμε ότι θα μας ωφελήσει, θα μας φέρει πλησιέστερα στην προκοπή, και κατ’ επέκταση στην αυτοπραγμάτωσή μας—ας την πούμε ευτυχία για να καταλαβαινόμαστε, μολονότι το ζήτημα θα σήκωνε κουβέντα.

Η επένδυση προσδοκιών σε μια θυσία που αναλαμβάνουμε οικειοθελώς κι όχι με το στανιό είναι μια ευγενής νοερή διεργασία, γιατί γνωρίζουμε πως στο μέλλον θα έρθει προκοπή μονάχα εάν θυσιάσουμε κάτι πολύτιμο στο παρόν. Εδώ πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί: πρέπει να είναι πολύτιμο αυτό που θυσιάζουμε, πρέπει—θα λέγαμε—όπως το αίμα του αμνού έτσι κι εμείς να δώσουμε το αίμα μας, γι’ αυτό και μας πληγώνει εάν διαψευστούν οι προσδοκίες μας απ’ τις θυσίες που είχαμε κάνει. Αισθανόμαστε προδομένοι επειδή νιώθουμε πως δώσαμε το αίμα μας, που άξιζε, για κάτι που τελικά δεν άξιζε, για κάτι που ήταν εξαρχής σκάρτο. Ας το κρατήσουμε προς στιγμήν αυτό στην άκρη με τα θέματα που θα ξαναπιάσουμε παρακάτω.

Ο Κάιν, όμως, έφτασε να φθονεί τον Άβελ για την καλοτυχία του, για το ότι όλα του πήγαιναν καλά κι ευλογημένα, επιλέγοντας να παραβλέψει πως ο ίδιος δεν είχε θυσιάσει το ανάλογο με τον αδελφό του, κι επομένως ορθώς δεν λάμβανε τις ίδιες ή παρόμοιες ανταμοιβές που πλανεμένα προσδοκούσε. Μπορούμε να φανταστούμε τον Κάιν να βλέπει τον Άβελ να προκόβει και να προοδεύει, κάτι που περιέχεται στη φράση «καὶ ἐπεῖδεν ὁ Θεὸς ἐπί Ἄβελ καὶ ἐπὶ τοῖς δώροις αὐτοῦ» (Γένεσις 4, 4), που θα την αποδίδαμε «και είδε ο Θεός με ευμένεια τον Άβελ και τα δώρα που πρόσφερε ως θυσία». Αναλογιστείτε πως πίσω απ’ τη θυσία βρίσκεται η προσδοκία της προκοπής και της προόδου, και θυμηθείτε πόσο εκνευριστικό φαίνεται συχνά σε πολλούς να βλέπουν κάποιον άλλον, έναν συνάδελφο ας πούμε, να προοδεύει διαρκώς ενώ ο ίδιοι ό,τι πιάνουν τους μοιάζει να πηγαίνει κατά διαόλου—και τότε ρίχνουν την ευθύνη στη γκαντεμιά τους, στις ευκαιρίες που δεν είχαν, στους άλλους που τους αντιστρατεύονται και τους σαμποτάρουν, κ.ο.κ., πάντως όχι στο ότι δεν θυσίασαν αυτό που έπρεπε την ώρα που ακόμα έπρεπε.

Πρόκειται για μια τηλεσκοπική σκέψη, γιατί φέρνουμε κατευθείαν στο οπτικό μας προσκήνιο το τελικό αποτέλεσμα του κόπου του προσώπου που φθονούμε επειδή πέτυχε, και δεν βλέπουμε όλα όσα έκανε μέχρι να φτάσει εδώ στην επιτυχία. Καμιά φορά πρόκειται για μιαν έγκαιρη θυσία που ο χαρακτήρας της ήταν ξεκάθαρα προσδιορισμένος, απαιτώντας από κείνον την απλή συμμόρφωση με κάποιον εύλογο και διόλου τυραννικό κανονισμό. Άλλες πάλι φορές, το πρόσωπο που πέτυχε σκέφτηκε δημιουργικά και πρωτότυπα, άνοιξε νέους δρόμους που τους αγνοούμε, και πάλεψε με τον εαυτό του, με άλλους, και με άδηλες αντιξοότητες, εναντίον των οποίων εμείς ποτέ δεν δοκιμαστήκαμε.

Αρχικά ένα τέτοιο πρόσωπο μπορεί να καταστεί πρότυπο για εμάς, παράδειγμα προς μίμηση, γιατί κάπως ιδιοτελώς μας αρέσει να αναζητούμε έστω κι έμμεσα τρόπους σύνδεσης μαζί του και με την επιτυχία του: λέμε, «τον βλέπετε αυτόν; Εγώ μια μέρα θα του μοιάσω», υπονοώντας πως δυνάμει είμαστε παρόμοιοι κι άξιοι να βρεθούμε στον ίδιο δρόμο και στο ίδιο βάθρο μαζί του—αυτό είναι βέβαια θεμιτό, γιατί πίσω του βρίσκεται η ευγενής βούληση για θυσία με την αξιέπαινη προσδοκία της ωφέλιμης προόδου.

Όσο, όμως, διαστέλλεται η απόσταση που χωρίζει τη δική του πρόοδο απ’ τη δική μας στασιμότητα, τόσο τον χώρο αυτόν έρχεται και τον καταλαμβάνει ο φθόνος ενισχυόμενος απ’ τον θυμό προς τον εαυτό μας για την αναποτελεσματική έκβαση των προσπαθειών μας. Αργά ή γρήγορα, μάλιστα, μπορεί να διοχετευθεί ο θυμός αυτός σε επιθετικότητα, συχνά απέναντι σε αθώα θύματα, λογουχάρη σε συγγενείς και φίλους που δεν χρωστάνε τίποτα, αλλά θα φτάσει κι η ώρα που μέσα μας θα προβούμε σε μια σχεδόν τελετουργική «αδελφοκτονία», στη μεταφορική φόνευση δηλαδή του προσώπου που μας υπενθυμίζει με την επιτυχία του όλα όσα μάθαμε να μην αντέχουμε στη δική μας ταυτότητα και συμπεριφορά: τις ανεπάρκειες και τα ελλείμματά μας, και την υπόμνηση κυρίως της αποτυχίας μας.

Η «αδελφοκτονία» που περιγράφω συμβαίνει όταν πείσουμε τον εαυτό μας πως κάτι που άξιζε μέχρι τότε, λογουχάρη το πρόσωπο-πρότυπο ή η σχέση μας μαζί του, αποδείχθηκε στη συνέχεια σκάρτη. Έπειτα απ’ αυτό μας επιτρέπεται να πούμε «και τί με νοιάζει εμένα, τί σχέση έχω εγώ μ’ αυτόν τον Καραγκιόζη;»—περίπου όπως ο Κάιν απάντησε με θράσος στον Κύριο, «μὴ φύλαξ τοῦ ἀδελφοῦ μου εἰμὶ ἐγώ;» (Γένεσις 4, 9), δηλαδή «από πού κι ώς πού να ξέρω εγώ που είναι ο Άβελ, σάμπως είμαι εγώ ο φύλακάς του;»

Είναι η στιγμή που για να προχωρήσουμε παρακάτω αισθανόμαστε πως πρέπει να εγκαταλείψουμε τον τόπο μας, να εξοριστούμε απ’ αυτόν, και τούτη είναι μια μεταφορική εξορία από ’ναν μεταφορικό τόπο, μέσα στον οποίον μέχρι τώρα χτίζαμε νοερά κι εμπειρικά τις προτεραιότητές μας, τις προσδοκίες μας, τα πρότυπα προς μίμηση, και την αντίληψη του εαυτού μας. Είναι ο νοερός τόπος όπου κατοικούσαν τα οικεία πράγματα, τα οικεία πρόσωπα, κι εμείς όπως νομίζαμε πως ήμασταν.

Όπως ο Κάιν, όταν σκοτώνουμε τον επιτυχημένο αδελφό μας που δεν αντέχουμε πια να βλέπουμε μπροστά μας, γιατί μας θυμίζει όσα δεν είμαστε και όσα δεν πετύχαμε, αισθανόμαστε πως μας περιμένει μια ιδιότυπη εξορία, γιατί εδώ που τα λέμε είναι μια εξορία σε άγνωστους κι εχθρικούς τόπους αυτή η μετάβαση σ’ έναν κόσμο όπου δεν ισχύουν πια οι παλιές μας προσδοκίες, και στον οποίον εισερχόμενοι θα πρέπει να συλλάβουμε τον εαυτό μας με νέα ταυτότητα και νέο αξιακό σύστημα, ώστε ν’ αντέχουμε να τον βλέπουμε στον καθρέφτη.
Σας χρωστάω άρθρο για τις προσδοκίες, λοιπόν.